ΤΟΥΡΙΣΤΑΣ ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ


Στον γρίφο του κόσμου, οι οθόνες των τηλεοράσεων χιονίζουν, η θλίψη των εικόνων που φεύγουν, όλο φεύγουν. O Μαλλαρμέ είπε ότι όλα γίνονται για να καταλήξουν σ’ ένα βιβλίο. Βιβλιοθήκες οι αναμνήσεις μου, ποτέ δεν θα τις εξερευνήσω όλες, θέλω να ζήσω στον Βορρά, μακριά, πολύ μακριά από οπουδήποτε, στις Εβρίδες νήσους ή στα Σέτλαντ. Στη Νήσο του Μαν, στην ιρλανδική θάλασσα, υπάρχει ένα μουσείο μαγείας σ’ έναν μικρό πύργο μέσα στην ερημιά, και πέρα από τις ακτές της Ιρλανδίας στον Ατλαντικό, στις Νήσους Άραν, στο Ίνισμόρ, στη μέση του πουθενά στέκει ένα άγαλμα του Aengus που κρατά δόρυ και δείχνει ψηλά πάνω στο βουνό, προς ένα κάστρο στα σύνορα του κόσμου και της μεγάλης θάλασσας, γαντζωμένο πάνω στους γκρεμούς απ’ όπου αγναντεύεις τα κύματα που σκάζουν εξακόσια μέτρα κάτω. Σε ένα γκρίζο βουνό, στη Θούλη, στην Ισλανδία, πάνω σε έναν βράχο καθόμασταν μαζί με τον γέροντα Σβέινμπιορν Μπεϊντέινσον με τη μεγάλη γενειάδα, και προσευχόμασταν στον Θωρ, με τραγούδια της νέας Edda που ο γέροντας συνέθετε τις νύχτες στο ερημητήριό του, γράφοντας σε ένα βιβλίο με εξώφυλλο από δέρμα φώκιας. Στο Άμπερφόιλντ, στην πύλη των Highlands, μέσα στη νύχτα βρήκαμε στην ερημιά τον τάφο του αιδεσιμότατου Ρόμπερτ Κερκ, που τον έκλεψαν τα ξωτικά επειδή έγραψε ένα βιβλίο προδίδοντας τα μυστικά τους, κι όμως αυτός ακόμη βρίσκεται εκεί θαμμένος από τον δέκατο πέμπτο αιώνα, στους πρόποδες του Fairy Hill.
Το Σύμπαν κρύβεται μέσα στα βιβλία. Γιατί διηγείται τα πάντα για τον εαυτό του στους εαυτούς μας; Πέρα μακριά, στο μαύρο διάστημα που κρέμεται από πάνω μας, η ελπίδα ταξιδεύει και δημιουργεί τα σύμπαντα. Υλοποιείται στις μικρότερες πιθανότητες, ανατινάζει τους ήλιους, δονεί τα pulsars, κατασκευάζει αστρικά όνειρα, γράφει ποιήματα με τους γαλαξίες και παίζει μουσική με τις τροχιές.
Στο άπειρο των κόσμων είναι γραφτό να δικαιωθούν όλες οι υποθέσεις, να ισχύσουν όλες οι πιθανότητες, να υλοποιηθεί αργά ή γρήγορα κάθε φαντασία και όλα εκείνα που κανείς δεν μπορεί να φανταστεί. Στο άπειρο του χρόνου, καμιά ματαιότητα δεν θα παραμείνει, κανένα παρελθόν δεν θα σβήσει δίχως να επαναληφθεί ξανά και ξανά, καμιά προφητεία δεν θα μείνει ανεκπλήρωτη, κανένα ταξίδι δεν θα τελειώσει ποτέ. «Το ξέρω πως είμαι αθάνατος, καρδιά μου. Έτσι, μαζί περάσαμε τρισεκατομμύρια χειμώνες, κι άλλα τόσα καλοκαίρια, και μας περιμένουν ακόμη τόσα, κι άλλα τόσα, κι άλλα τόσα. Ποιός από τους περαστικούς εαυτούς μου σου γράφει άραγε τώρα αυτές τις γραμμές;...» (Γουώλτ Γουίτμαν)
Πού είναι όλοι εκείνοι οι τόποι που ο άνεμος φέρνει κάτι από αυτούς μέχρι το παράθυρο μου και μέχρι την καρδιά μου; Γιατί είμαι έγκλειστος εδώ; Πού είναι η ουτοπία; Γιατί όλοι γύρω μου είναι τόσο τοπικοί και τροπικοί, και λένε ότι είναι άτοπο το όνειρο, και δεν το ξέρουν πως είναι άτροπος ο μυστικός πόθος της ψυχής; Ο Κόσμος δεν είναι η γειτονιά σας! Είναι απέραντος, πολύτροπος, άγνωστος, αχαρτογράφητος. Ακόμη κι εκείνα τα αμέτρητα μακρινά αστέρια που βλέπετε τη νύχτα (όταν δεν έχετε το κεφάλι σκυφτό), είναι μονάχα αυτά που μπορείτε να δείτε.
Φυσικά, εγώ δεν είμαι εγώ, πώς θα μπορούσα να είμαι μόνο εγώ και τίποτε άλλο; Το Σύμπαν ολόκληρο καθρεφτίζεται μεσ’ στην καρδιά μου και στον νού μου, κι αυτό είναι μυστικό, κι όμως το Σύμπαν δεν είναι ο μικρός μου νους, κι αυτό είναι φανερό.
«...Υπάρχουν κι άλλα πράγματα, Οράτιε, στον ουρανό και στη γη, που δεν τα ονειρεύτηκε ποτέ η φιλοσοφία μας...» απαντούσε ο Σαίξπηρ –ή, τέλος πάντων, ο Φράνσις Μπέηκον– χτυπώντας συγκαταβατικά στον ώμο έναν διαχρονικό Οράτιο, που πάντα νόμιζε ότι ο κόσμος και ο χρόνος είναι η γειτονιά του, ο δικός του μικρός νους, και τίποτε παραπάνω. Κι ίσως να ‘ναι ακριβώς έτσι, ο κόσμος μας να είναι ο κόσμος του Οράτιου κι όχι του ποιητή, γι’ αυτό και κάποιοι άνθρωποι θέλησαν να φύγουν μακριά από τη μετριότητα και την ανοησία, τη μισαλλοδοξία, τη λήθη και τη θλίψη, τις κακές μητριές του κόσμου μας που κυβερνούν τόσο ανελέητα τους ανθρώπους. «Οπουδήποτε! Αρκεί να είναι μακριά από αυτόν τον κόσμο…» αναφωνούσε ο Μπωντλαίρ.
Ταξιδεύοντας από πόλη σε πόλη, είδα τις βροχές όλες ίδιες, και παντού οι άνθρωποι νιώθουν καλύτερα αν τους δώσεις μια καλή κουβέντα κι ένα χαμόγελο. Τραγουδούν οι νεκροί στο φεγγάρι (εκεί πηγαίνουν), και καμιά φορά, μαζί με τους φίλους μου, ακούμε μέσα στη νύχτα τα τραγούδια τους στο ραδιόφωνο, στα βραχέα. Ό,τι αγαπάμε φεύγει, αλλά ξανάρχεται να μας βρει μεταμφιεσμένο, είναι πια ένα κομμάτι από τον εαυτό μας. Κλωνισμός. Είμαστε όλοι κλώνοι των αναμνήσεών μας. Κι ο νους μας είναι η χώρα των θαυμάτων, κι όμως δεν ξέρουμε τίποτε γι’ αυτήν.
Πώς είναι δυνατόν ένα μικρό σπιρτόκουτο με χρώματα λευκό, κόκκινο και μαύρο, που έχει πάνω του μία μικροσκοπική γκραβούρα με μια γέφυρα σ’ ένα ποτάμι και κάτι μαύρα δέντρα απόμακρα, να με κάνει να ονειρεύομαι; Ποιο είναι το τρομερό μυστικό ενός πράγματος που υπονοεί κάποιο άλλο, που συνεννοείται κρυφά με τον νου μας χωρίς την άδειά μας, δείχνοντας μας έτσι ότι όλα τα πράγματα υπάρχουν μέσα σε όλα τα πράγματα; Με ποιον άμετρο τρόπο, κάθε κίνηση και κάθε λέξη μου, αναπαράγεται συνεχώς μέσα στο νου των ανθρώπων που συναντώ;
Κι όλοι ψάχνουν για τον θησαυρό, αλλά κανένας δεν τον βρίσκει. Είσαι αθώος όταν ονειρεύεσαι –αυτό λέει εκείνο το τραγούδι του Tom Waits– κι όλοι οι μεγάλοι μουσικοί ονειρεύτηκαν τις μουσικές τους. Μερικοί δεν τις έπαιξαν ποτέ. Οι άνθρωποι πρέπει να κρίνονται από τα όνειρά τους (και όχι από τα έργα τους). Κι όμως, τελικά κανείς δεν ξέρει πού θα πάμε, αλλά όλοι θέλουν να μας οδηγήσουν –τι κρίμα που κανείς δεν θέλει απλά να πάμε για βόλτα. Μια εκδρομή στο Άγνωστο: για πικ-νικ στην άλλη άκρη του Σύμπαντος.
Έτσι κι αλλιώς, όλα είναι ψέματα, από πού ήρθε όλη αυτή η περιέργεια για την αλήθεια; Άλλωστε, εγώ ήθελα να φύγω. Ωραία περάσαμε, αλλά σκέφτομαι ποιος απ’ όλους θα θυμάται ποιον απ’ όλους. Να οι δύο τελεσίδικες ανθρώπινες τάξεις: αυτοί που τους ξεχνούν και αυτοί που τους θυμούνται.
Ωραία. Ας μιλήσουμε με γρίφους. Ταξίδεψα κι εγώ στη θάλασσα. Γιατί αυτό δεν με κάνει ναύτη; Ποιο είναι το μυστικό που κρύβουν τα μυστικά; Καμιά μαργαρίτα δεν είναι όλες οι μαργαρίτες, κι όμως είναι. Ποιος είναι αυτός που εκδίδει τα εισιτήρια; Μονάχα τους ελεγκτές έχω δει. Πουθενά δεν αναγράφεται ο προορισμός της αμαξοστοιχίας. Σταθμοί δεν υπάρχουν. Από πού ανέβηκαν όλοι αυτοί;…
Δεν επιθύμησα κανέναν κανόνα, αλλά τους θαύμασα όλους για τη γενναιότητά τους να συντηρούν άψογα τον εαυτό τους. Το παιχνίδι δεν είναι στημένο. Διότι δεν υπάρχει παιχνίδι. Υπάρχουν μόνο οι κανόνες του, όλοι τους αποστηθίζουν, τους υπακούν, άλλοι προσπαθούν να τους αλλάξουν, αλλά κανένας δεν παίζει…
Ναι, τα πράγματα εδώ γύρω δεν είναι αυτό που φαίνονται, αλλά πίσω από όλα τα πράγματα κρύβεται μόνο η θλίψη. Κι όμως, εξερευνώντας αυτή τη θλίψη, καταδυόμενος στην ίδια τη φύση της ανθρώπινης τραγωδίας, κατανοώντας μέσα από τη θλίψη του την ίδια τη θλίψη του κόσμου, ο ονειροπόλος τελικά ανακαλύπτει χαρά. Είναι η ίδια η βαθιά χαρά της ύπαρξης, εκείνη που κινεί τον κόσμο και τα όντα. Η ώριμη χαρά της περιπέτειας, η γνώση πως η ζωή μας είναι μια μυστηριώδης περιπέτεια και πως κανείς δεν ξέρει τι θα φέρει το επόμενο ξημέρωμα. Η ενατένιση του μυστηρίου του χρόνου.
Μέσα από αυτή τη χαρά, ο ονειροπόλος τραγουδά τον ολόδικό του εσπερινό και τον απευθύνει στη Ρέμβη, γίνεται ο εφευρέτης της Ελπίδας (
Esperanza). Μέσα από αυτήν τη θλίψη των όντων, οι άνθρωποι έφτιαξαν τη μουσική, την ποίηση, αναζήτησαν τον Θεό, εξερεύνησαν τ’ αστέρια. Μέσα από αυτήν τη θλίψη των όντων ένας αυτόχειρας δημόσιος υπάλληλος στην Πρέβεζα έγραψε τον Πόνο του Ανθρώπου και των Πραγμάτων, και μέσα από αυτήν τη θλίψη των όντων ένας κουφός συνέθεσε την Ωδή στη Χαρά. «Εν τω κόσμω θλίψιν έξεται, αλλά θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμον…» Ο C. S. Lewis έγραφε: «Οι άνθρωποι γράφουν γιατί είναι μόνοι, και διαβάζουν για να μην είναι μόνοι…» Ευχαριστώ για την παρέα...