ΚΟΣΜΟΠΟΛΙΤΗΣ
Περί Κοσμοπολιτισμού



Οι αρχαίοι Έλληνες σοφοί έδωσαν στον αστροφωτισμένο νυχτερινό ουρανό και στο έναστρο διάστημα το όνομα «Κόσμος», που σημαίνει κόσμημα ή διακόσμηση, επειδή τα άστρα μοιάζουν με λαμπερά κοσμήματα του ουρανού.
Με την λέξη Κόσμος εννοούσαν τον έναστρο ουρανό.
Είναι παράξενο που στην πάροδο των αιώνων η λέξη Κόσμος στα νέα Ελληνικά κατέληξε να σημαίνει την Γη, τον «κόσμο μας», αλλά και την ανθρωπότητα, τους πολλούς ανθρώπους, τον κόσμο (όπως όταν λέμε ότι ένα μέρος έχει πολύ κόσμο), κι ακόμη και το επίθετο «κοσμικός» σημαίνει τον κοινωνικό άνθρωπο και όχι τον διαστημάνθρωπο.
Μια λέξη που ξεκίνησε να σημαίνει το διάστημα, τα άστρα, το εξωανθρώπινο (το «εξωκοσμικό», όπως θα το λέγαμε σήμερα) και το θαυμαστό, κατέληξε να σημαίνει το γήινο, το ανθρώπινο, το κοινωνικό. (Ο «κοσμικός» είναι ο του κόσμου, ενώ η λέξη σημαίνει ότι είναι εξωκοσμικός, τι παράδοξη αναίρεση).
Παρ’ όλα αυτά, συνεχίζουμε να ονομάζουμε τους αστροναύτες, κοσμοναύτες. (Η λέξη Cosmos και cosmic, στα αγγλικά, παραδόξως διατηρούν την αυθεντική Ελληνική έννοιά τους).
Ο «γύρος του κόσμου», δεν σημαίνει πια την εξερεύνηση του ορατού Σύμπαντος που γυρίζει και περιστρέφεται από πάνω μας, αλλά τον γύρο της Γης, κι αυτό φανερώνει την εννοιολογική και γνωσιολογική πτώση του ανθρώπου, που έχει χάσει τον μακρόκοσμο και θεωρεί ως κόσμο τον μικρόκοσμο (και ενίοτε θεωρεί ως κόσμο τον εαυτό του και τους συνανθρώπους του).

Οι περισσότεροι αρχαίοι φιλόσοφοι κατέδειξαν με όλους τους τρόπους το γεγονός ότι είμαστε πολίτες της Πολιτείας του Σύμπαντος.
Ανήκουμε παντού. Ερχόμαστε από παντού και πηγαίνουμε παντού. Είμαστε παντού. Και μακριά παντού υπάρχουν τα αγαπημένα αδέλφια μας, που η καρδιά μας τα επιθυμεί αλλά τα μάτια μας δεν τα αντικρίζουν.
Ο Επίκτητος έλεγε ότι «το Σύμπαν δεν είναι παρά μια μεγάλη πολιτεία, γεμάτη από αγαπημένους, θεούς και ανθρώπους, από τη φύση πολυαγαπημένους μεταξύ τους…»
Και τα άστρα είναι σύμβολα και ουρανογραφίες, οδοδείκτες προς τους ουρανούς, φώτα ουράνιων ανακτόρων, ο πίνακας του απόλυτου, το ουράνιο αρχιτεκτονικό σχέδιο, μια μυστική γλώσσα που γράφει ένα λαμπρό βιβλίο στον νυχτερινό ουρανό.
Ο Πλωτίνος υποστηρίζει ότι τα άστρα είναι ένα σύστημα συμβόλων και σημαδιών: «…Σε ένα τέτοιο Σύνολο, η απόλυτη αναλογία μετατρέπει κάθε επιμέρους κομμάτι σε Σύμβολο, σε ένα Σημάδι που υπονοεί Μορφές άλλων πεδίων…» Συμβολίζουν μια θεϊκή πραγματικότητα για τους ανθρώπους πάνω στην Γη.

Σύμφωνα με τις Νεοπλατωνικές απόψεις, τα ανθρώπινα όντα είναι στην πραγματικότητα κομμάτια από το βασίλειο των άστρων, που είναι και η σπορά των ανθρώπινων ψυχών. Οι ψυχές, επιλέγοντας μια ζωή στην Γη, αρχίζουν την κάθοδο τους ώσπου μορφοποιούνται στο πεδίο. Στη διαδικασία αυτή ξεχνούν την αστρική θεϊκότητα τους, αν και συνεχίζουν να έχουν κάποιες ακαθόριστες μνήμες της, που είναι και η πηγή του ισχυρού αγώνα μας για τελειότητα.
Έτσι, τα ανθρώπινα όντα είναι Μικρόκοσμοι που συνοψίζουν τον Μακρόκοσμο.
Κάθε ψυχή που κατεβαίνει στο πεδίο της Γης, προέρχεται από ένα συγκεκριμένο αστρικό σύστημα και περιέχει κάποιες όψεις του «Αστροθεού» που το κυβερνά.
Αυτή είναι και η καταγωγή του όρου «Αστρικό Σώμα», που χρησιμοποιείται στην μεταφυσική φιλοσοφία  (εξαιτίας των Θεοσοφιστών, που την υιοθέτησαν) θέλοντας να περιγράψει το σώμα των ονείρων ή την ανθρώπινη ουσία που επιβιώνει μετά τον θάνατο. (Εξ ου και ο «Αστρικός Κόσμος», η «Αστρική Προβολή», κ.ά., όλα τους εννοιολογικές μεταλλάξεις της Θεοσοφίας από αρχαίους Νεοπλατωνικούς όρους και μυστικιστικά νοήματα).
Υπάρχουν τα πάντα στον αιώνιο και απαράλλακτο κόσμο: όλες οι Μορφές που δημιουργούν τον κάθε τύπο έκφρασης και ζωής, ζουν «εκεί». Ακόμη και αφηρημένες αρχές, όπως οι γεωμετρικές φιγούρες, οι αριθμοί, οι ποιότητες, οι σχέσεις, ζουν «εκεί». Η ψυχή ενώνει τα δύο επίπεδα...
Αλλά οι Νεοπλατωνικοί λένε ότι πρέπει να αποδεσμευτούμε από τις έννοιες του χρόνου, του χώρου και της ύλης. Δεν υπάρχουν στο θεϊκό επίπεδο, εκτός από ένα υψηλότατο δίκτυο από ενότητες, μια ολιστική πραγματικότητα. Έτσι τα πράγματα του γήινου επίπεδου είναι αντίγραφα των τέλειων ενοτήτων του θεϊκού.
Σύμφωνα με τον Πλωτίνο, στο τελικό στάδιο της ανέλιξης της ψυχής, η ψυχή έρχεται να δει τον Θεό και τον εαυτό της, έναν εαυτό που έχει γίνει ακτινοβόλος και έχει πλημμυρίσει από φως, αληθινά, έχοντας γίνει ένα με αυτό το φως στην αγνότητά της, μην έχοντας καθόλου βάρος, μεταμορφωμένη από την θεότητα, όντας ένα με τη θεϊκή ουσία. Ο Πλωτίνος λέει ότι η ίδια η ψυχή ομοιάζει με ένα ακτινοβόλο άστρο. Μπορεί να ενώνεται με τον Θεό σε σύντομες περιόδους σ’ αυτήν την ζωή, αλλά αυτή η ένωση μπορεί να γίνει μόνιμη όταν ελευθερωθεί η ψυχή από το σώμα, έχοντας φτάσει στο τελικό στάδιο της ανέλιξής της προς το Σύμπαν, (Εννεάδες 6.9.9.).

Ο Πλωτίνος γράφει ότι τελικά θα κάνουμε όλοι μας «μια μοναχική πτήση προς την απέραντη μοναξιά» και ότι «υπάρχει μία πατρίδα για εμάς, από την οποία ήρθαμε, και ο Πατέρας μας είναι εκεί και μας περιμένει…» (Εννεάδες, 1.6.8.)
(Η ψυχή επιστρέφει στο άστρο από το οποίο προήλθε…)

Ο κόσμος μας προήλθε από τα σπάργανα του Σύμπαντος, και η αστρική σπορά έστειλε στην Γη τα «αστρικά σώματα», τις ψυχές των ανθρώπων, μια έκπτωση την οποία ο άνθρωπος καλείται να επανορθώσει. Μια επιστροφή στα άστρα μοιάζει να είναι το πεπρωμένο των έμψυχων όντων, στον θεϊκό κόσμο από τον οποίο προήλθαν, στην «Βασιλεία των Ουρανών». Αυτό εξάγεται από τις πεποιθήσεις όχι μόνο των σοφών των αρχαίων λαών, αλλά διασώζεται και μέσα στις δοξασίες των πρώτων Χριστιανικών χρόνων.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο που ο Άγιος Αυγουστίνος, ο σημαντικότερος άγιος θεολόγος στην Δύση, ονόμασε το πιο φημισμένο και εξαιρετικό σύγγραμμά του Η Πολιτεία του Θεού.

Στους Νόμους του, ο Κικέρωνας –ίσως με στωική διάθεση– επιχειρηματολογεί ότι «όλο το Σύμπαν πρέπει να θεωρείται ως μία Κοινοπολιτεία στην οποία είναι μέλη και οι θεοί και οι άνθρωποι», διότι μοιράζονται την λογική (τον Λόγο) και άρα την ορθή λογική, και κατ’ επέκταση τον νόμο και την δικαιοσύνη.
«Όταν ο νους μας, που είναι η θεότητα μέσα μας, παρατηρεί και συλλογάται τους ουρανούς, την Γη, τις θάλασσες, την φύση του Σύμπαντος, και κατανοεί από πού πηγάζουν όλα αυτά και ότι κυβερνούνται από έναν θεϊκό κυβερνήτη, τότε αργά ή γρήγορα θα κατανοήσει επίσης ότι δεν είναι αποκλεισμένος από ψηλούς τοίχους σαν ένοικος ενός συγκεκριμένου μέρους, αλλά είναι πολίτης όλου του Σύμπαντος, σαν αυτό να είναι μία και μοναδική αστρική Πολιτεία…»
Ο Κικέρωνας, επίσης, στο έργο Περί της Φύσης των Θεών, βάζει τον Στωικό φιλόσοφο Βάλβο να λέει: «Ο κόσμος είναι η κοινή κατοικία των θεών και των ανθρώπων, ή η πόλη (Urbs) που ανήκει και στους δυο, γιατί αυτοί κατέχουν την χρήση της λογικής και ζουν με δικαιοσύνη και με νόμους…»
Η ίδια διδασκαλία παρατίθεται σε ένα απόσπασμα του Άριου Δίδυμου που διασώθηκε από τον Ευσέβιο: «Είναι εξαιτίας του γεγονότος ότι εμείς, οι άνθρωποι και οι θεοί, έχουμε κοινό τον λόγο ότι το Σύμπαν, η κοινή μας κατοικία, είναι μια αληθινή Πόλη, όπου οι θεοί είναι οι ηγεμόνες και οι άνθρωποι είναι οι ηγηθέντες…»
Γνωρίζουμε ότι ο Χρύσιππος είχε επίσης την ιδέα ότι η «Κοσμική Πολιτεία» είναι κοινή για τους θεούς και τους ανθρώπους, εφόσον ο Φιλόδημος αποδίδει αυτήν την άποψη σε αυτόν. Αλλά, σύμφωνα με τον Φιλόδημο, μονάχα οι σοφοί είναι οι αληθινοί πολίτες της. Οι συνηθισμένοι άνθρωποι μπορούν να θεωρηθούν ως «επίδοξοι πολίτες» της.

Κατά την γνώμη μου, ο κάθε άνθρωπος είναι και πρέπει να νιώθει πολίτης του κόσμου, «Κοσμοπολίτης», και να ερευνά τα μυστήρια του κόσμου στον οποίον βρέθηκε, εμπνευσμένα, να ερευνά ο ίδιος προσωπικά και να παίρνει μονάχα ερεθίσματα γι’ αυτό από την μόρφωσή του, την συνεχή ενημέρωσή του, και την θέαση της ίδιας του της εξελικτικής νοητικής πορείας.
Και επειδή η λέξη «Κόσμος», που, όπως ήδη είπα, πρωταρχικά στα Ελληνικά σημαίνει το «έναστρο διάστημα» (που στέκει σαν «κόσμημα» ψηλά στον ουρανό), δηλαδή το αχανές Σύμπαν, η λέξη «Κοσμοπολίτης» σημαίνει Πολίτης του Σύμπαντος, δηλαδή ενεργό μέλος της Πολιτείας του Σύμπαντος.
Κι επειδή η λέξη «κόσμος» κατέληξε να σημαίνει τον πλανήτη μας ή την ίδια την ανθρωπότητα (όπως όταν λέμε «πολύς κόσμος»), αυτό έγινε επειδή οι ίδιοι οι άνθρωποι μπορούν να νοηθούν ως Κόσμοι, κάθε άνθρωπος και ένα έναστρο διάστημα, εφ’ όσον «ό,τι είναι πάνω είναι και κάτω».
Έτσι, εκτός από ταξιδιώτες του εξώτερου διαστήματος (είτε στα ταξίδια μας ανά τον «κόσμο», είτε στα διαστημικά μας ταξίδια, είτε διότι οι πρόγονοι ή τα γονίδιά μας ταξίδεψαν από το διάστημα για να έρθουν εδώ), εκτός από αυτά, είμαστε και ταξιδιώτες του εσωτερικού διαστήματος («inner-spacemen»), εξερευνούμε τον εαυτό μας για να γνωρίσουμε το Σύμπαν, αφού στην πραγματικότητα ποτέ δεν βλέπουμε το ίδιο το Σύμπαν αλλά αντιλαμβανόμαστε μόνο το μάτι μας να βλέπει το Σύμπαν, δεν ξέρουμε το Σύμπαν, ξέρουμε τις αισθήσεις μας για το Σύμπαν, κι ό,τι άλλο καταλάβουμε γι’ αυτό, είναι επίσης μέσα μας.

Το γράφημα του ουρανού και των άστρων είναι ένας ουράνιος άνθρωπος, ο Άνθρωπος των Ουρανών, σύμφωνα με τις αρχαίες αντιλήψεις του κόσμου μας.
Οι αρχαίοι ήταν «ουρανογράφοι». Η «ουρανογραφία» ήταν ένας χάρτης των ουρανών. Ένας χάρτης σχεδιασμένος από τους παλαιούς σοφούς, που χαρτογραφούσε την πνευματική κατασκευή και φυσιολογία του ανθρώπου, τα ψυχικά κέντρα, τις περιοχές της πνευματικής δύναμης, και τα πάντα «σύμφωνα με τη μορφή των πραγμάτων στους ουρανούς». Ο άνθρωπος, ο μικρόκοσμος, είναι μια replica –ένα αντίγραφο– του ουράνιου ανθρώπου, του μακρόκοσμου, και του Σύμπαντος. 
Από την ιστορία του ανθρώπου που είναι «γραμμένη» μ’ αυτόν τον τρόπο στους αστερισμούς του ουρανού, οι παλαιοί δημιουργοί των θρησκειών μετέφεραν την καταγραφή στην Γη, και διαμοίρασαν τα διάφορα φαινόμενα και τις τοπικότητες πάνω στους εθνικούς χάρτες σε πλήρη αντιστοιχία με τον ουράνιο χάρτη. Όλα τα έθνη προσπάθησαν να σχεδιάσουν την γεωγραφία τους και την ιστορία τους σύμφωνα με το μοτίβο των πραγμάτων στους ουρανούς. (Ειδικά οι Αιγύπτιοι, οι Έλληνες, οι Σουμέριοι, οι Ασσύριοι, οι Χαλδαίοι, οι Κινέζοι, οι Ρωμαίοι και οι Εβραίοι, έκαναν τέλεια αυτήν την αντικατάσταση, αυτήν την απόλυτη παραβολή).
Σύμφωνα με αυτήν την κατ’ αντιστοιχία ουρανογραφία, δόθηκε σε κάθε χώρα ένα άνω τμήμα και ένα κάτω τμήμα, ένας ποταμός που ρέει από το άνω τμήμα στο κάτω τμήμα, μία λίμνη ή θάλασσα, μια κεντρική πόλη (η πρωτεύουσα) που αναπαριστούσε την Αγία Πόλη, και μια πληθώρα παράλληλων χαρακτηριστικών. Στην αρχή υπήρχε ο διαχωρισμός σε επτά νομούς ή περιοχές της χώρας, αργότερα σε δώδεκα. Κάθε έθνος αγωνίστηκε να ερμηνεύσει την Ιστορία του ως μια εκπλήρωση της ιερής μεγάλης αλληγορίας, κι έτσι, η εθνική του Ιστορία, μετατρεμμένη στη μορφή του ουράνιου μύθου, γινόταν το εθνικό έπος.
Κι έτσι πολλά έθνη και φυλές της Γης πιστεύουν μέχρι σήμερα πως, αφού η Ιστορία τους εκπληρώνει το περίγραμμα της ιερής Ιστορίας, αυτό αποδεικνύει ότι είναι ο «εκλεκτός λαός» του Θεού.
Και οι θρησκευτικοί δημιουργοί του εθνικού έπους έδωσαν σε συγκεκριμένα μέρη ονόματα που προήλθαν από την ουρανογραφία ή τον πνευματικό χάρτη, (όπως ακριβώς οι Ευρωπαίοι εξερευνητές όταν έφτασαν στην Αμερική ονόμασαν τους τόπους με ιερές ονομασίες όπως Salem, Providence, New Haven, Canaan, Corpus Christi, Santa Fe, Santa Cruz, κλπ.) Έτσι πολλά ονόματα χωρών και πόλεων δεν είναι παρά πνευματικές ονομασίες μεταφερμένες από τον ουράνιο χάρτη στον γήινο χάρτη.

Κατ’ απόλυτη αντιστοιχία, όλα τα θρησκευτικά κείμενα ασχολούνται με μία και μοναδική κεντρική ιδέα: την ενσάρκωση του ανθρώπου, ή την κάθοδο και την τελική ανάσταση της ψυχής. Αυτό είναι το έπος της θρησκείας, κι αυτή η ιστορία είναι το κλειδί για κάθε θρησκεία και φιλοσοφία, και μ’ αυτό όλα τα περίπλοκα νοήματά τους μπορούν να ξεκαθαριστούν και να κατανοηθούν με τρόπο απλό:
Ο άνθρωπος είναι ένας θεός, ένα πνεύμα που εξέπεσε από τους ουρανούς στην Γη και κατοικεί εδώ σε ζωική μορφή, μέχρι κάποτε το πνεύμα αυτό να ανέλθει πίσω στην ουράνια πατρίδα. Σε μια νέα Γη, με ένα νέο «αστρικό» σώμα, συντροφιά με τον Ύψιστο Θεό.
Το ότι ο άνθρωπος είναι ένας θεός που κατοικεί στην Γη σε ζωώδη μορφή, είναι το κεντρικό γεγονός κάθε θρησκείας. Αντίστοιχα, ο χάρτης των τόπων της Γης είναι μία ουρανογραφία μεταφερμένη στην Γη, για να συνηγορεί στο παραπάνω γεγονός.
Ο άνθρωπος ζει πνευματικά στον ουρανό. Το πνεύμα του ζει εκεί, ενώ το σώμα του ζει στον γήινο χάρτη. Το πνεύμα του ανέρχεται και βαδίζει στην ουρανογραφία, ενώ το ζωώδες σώμα του είναι εδώ κάτω και βαδίζει στην γεωγραφία.
Αυτή είναι η θρησκευτική ερμηνεία της λέξεως Αιθεροβάμων. 

Ο Ονειροπόλος νιώθει –και δεν μπορεί παρά να είναι– Κοσμοπολίτης. Είναι εκείνη η ευαίσθητη και καλή ψυχή που νιώθει παντού σαν στο σπίτι της, αλλά ταυτόχρονα νιώθει ότι το αληθινό της σπίτι είναι κάπου μακριά, απ' όπου εξορίστηκε και τελικά επιθυμεί να επιστρέψει. Ο Ονειροπόλος είναι πολίτης ενός άλλου κόσμου. Και είναι ο ύστατος μετανάστης. Αυτό του προκαλεί και μια απέραντη θλίψη –και ταυτόχρονα μια παράξενη ελπίδα– διότι ενώ ταξιδεύει με τον νου του προς τον υπέροχο προορισμό, νιώθει και εξόριστος από το γήινο σπίτι του, μακριά από τους άλλους ανθρώπους, αλλά νιώθει την θεϊκή χαρά της αγάπης του απόμακρου, που του δίνει κατεύθυνση και κουράγιο.
Τελικά, όμως, αφού το σπίτι είναι εκεί που βρίσκεται η καρδιά, κι αφού η καρδιά είναι συνδεδεμένη –είναι το ένα και το αυτό– με την καρδιά του Σύμπαντος, κι αφού όλοι μας ζούμε μέσα στην σκέψη μας, ο ονειροπόλος νους –αν και εξόριστος– νιώθει παντού ότι είναι στο σπίτι του, υπό το βλέμμα του Θεού.

Ο Σενέκας γράφει (Ad Helv. 11.7) ότι η συγγένεια του νου με τον Θεό είναι η εξήγηση πίσω από την ιδέα ότι ο νους νιώθει παντού σαν στο σπίτι του.
Κι ο Κικέρων λέει ότι η πατρίδα κάποιου είναι εκεί που νιώθει καλά («Patria est, ubicumque est bene»). Και ένα dictum του Βρούτου επισημαίνει ότι εκείνοι που φεύγουν στην εξορία μπορούν να πάρουν μαζί τους τις αρετές τους.
Η ζωή του Κοσμοπολίτη είναι ένα είδος εξορίας, αυτό άλλωστε πίστευε και ο Διογένης. Γι’ αυτόν υπάρχει μια μοναξιά χωρίς όρια, λες και η απώλεια των συνηθειών και των τοπικών συνόρων αφήνουν την ζωή χωρίς θαλπωρή και αίσθηση ασφάλειας. 
Όμως, είναι σαν ο αυτοεξόριστος Κοσμοπολίτης να έχει εναποθέσει τις βλέψεις του στην Θεία Πρόνοια, ίσως με μία λαχτάρα αντίστοιχη του «παραδίδω εαυτόν εις Κύριον». Και κανείς δεν δύναται να είναι μόνος του όταν συνδιαλέγεται με όλο το Πνεύμα του Κόσμου.
Παρ’ όλα αυτά, ο Σενέκας (Ad Helv. 8.5) υποστηρίζει ότι «μέσα στον κόσμο δεν μπορεί να υπάρχει τόπος εξορίας, διότι τίποτε που βρίσκεται μέσα στον κόσμο δεν είναι ξένο για τον άνθρωπο…» nullum inveniri exilium intra mundum potest; nihil enim, quod intra mundum est, alienum homini est»).
Ίσως η διδασκαλία του Διογένη για τον Πολίτη του Κόσμου να συνδεόταν με την εξορία του. Λέγεται ότι είπε σε κάποιον που τον χλεύασε για την εξορία του: «Ανόητε και φτωχέ άνθρωπε, επειδή εξορίστηκα έγινα φιλόσοφος…»
Ο Αρίστιππος είναι, κατά κάποιον τρόπο, πιο ριζοσπαστικός από τον Διογένη: ενώ ο δεύτερος θεωρούσε τον εαυτό του Πολίτη του Κόσμου, ο πρώτος υποστήριζε ότι ήταν ξένος παντού.

Είναι πιθανόν να οφείλουμε την πρώτη φιλοσοφική ανάλυση της ιδέας του Κοσμοπολιτισμού στους Στωικούς. Είναι όμως οι Κυνικοί που την ανάπτυξαν και την διέδωσαν. Και οι Κυνικοί όφειλαν πολλά στον Ζήνωνα. Ο Ζήνων, στην Πολιτεία του, κατέθεσε τα σχέδια για μία κοινότητα σοφών χωρίς επίκεντρο, και ο Χρύσιππος ανέπτυξε την διδασκαλία της Κοσμικής Πολιτείας, δηλαδή μια παγκόσμια κοινότητα φωτισμένων σοφών που θα μπορούσε να εξισωθεί με τους θεούς. Και ο Ζήνωνας, σε άλλα γραπτά του που χάθηκαν, όπως μας διηγούνται οι μεταγενέστεροι που τα διάβασαν, αναπτύσσει την ιδέα του ότι ολόκληρο το Σύμπαν είναι μια Πολιτεία. Κι ο Χρύσιππος υποστήριζε ότι οι άνθρωποι, επειδή είναι λογικά όντα, είναι πολίτες μιας Πολιτείας του Κόσμου.
Ο Πλούταρχος, στο έργο του για τον Αλέξανδρο, αναφέρει ότι η Πολιτεία του Ζήνωνα «στόχευε σε αυτήν την κεντρική ιδέα, ότι οι οικιακές μας τακτοποιήσεις δεν θα πρέπει να βασίζονται σε πολιτείες ή ενορίες, που η κάθε μια τους οριοθετείται από το δικό της νομικό σύστημα, αλλά θα πρέπει να θεωρούμε όλους τους ανθρώπους ως συμπολίτες μας και αυτόχθονες κατοίκους, και ότι θα πρέπει να υπάρχει ένας μόνο τρόπος ζωής και τάξης, κοινός για όλους. Ο Ζήνωνας το έγραψε αυτό, περιγράφοντάς το ως ένα όνειρο ή μια εικόνα του νου, μιας ευτυχισμένης κοινωνίας φιλοσόφων που βλέπουν σαν πατρίδα τους ολόκληρο τον Κόσμο, δηλαδή το Σύμπαν…»
Ναι, τον Ζήνωνα δεν τον απασχολούσε τόσο πολύ η κατασκευή ενός αληθινού παγκόσμιου κράτους, αλλά τον ενδιέφερε η ιδέα της παγκόσμιας συγγένειας των ανθρώπων, μιας νοητικής συγγένειας, βασισμένη στην ευφυΐα που έχουν –ή θα έπρεπε να την έχουν– όλοι οι άνθρωποι.
Αν πιστέψουμε τον Πλούταρχο, αυτή την ιδέα της «παγκόσμιας λογικής» την προπαγάνδιζε ο Μέγας Αλέξανδρος ως τη βάση μιας Κοσμοπολιτικής ιδεολογίας. Και, επιπλέον, ο Αλέξανδρος θεωρούσε ότι τού είχε ανατεθεί η θεϊκή αποστολή να ενοποιήσει όλον τον κόσμο υπό τον Ελληνισμό. Τελικά, όμως, είναι αμφίβολο αν ήταν αληθινά Κοσμοπολιτική η πρόθεσή του, αφού φαίνεται ότι στόχευε απλώς στην πολιτιστική ομοιογένεια.
Τα παραπάνω, για τον ονειροπόλο Κοσμοπολίτη συνήθως δεν έχουν τόση σημασία, και σαφώς συνήθως συμφωνεί –είτε το γνωρίζει είτε όχι– με τον Μάρκο Αυρήλιο, ο οποίος υποστηρίζει πως δεν υπάρχει καμία διαφορά στο αν ένα άτομο ζει εδώ ή εκεί, αρκεί, όπου και αν ζει, να βλέπει τον κόσμο ως μια μοναδική πολιτεία και τον εαυτό του ως πολίτη της, και να ζει σύμφωνα με τον νόμο της Φύσης.
Ο Μάρκος Αυρήλιος, λοιπόν, ορθά επισημαίνει ότι η Κοσμοπολιτική Θέαση είναι αυτό που μετράει, χωρίς αυτή να περιορίζεται από τις πιθανότητες υλοποίησής της στην καθημερινή πραγματικότητα: η Πολιτεία του Κόσμου είναι υπόθεση του νου. Άρα μπορεί κάποιος να είναι Κοσμοπολίτης εντός του νου του, με την ονειροπόλα πρόθεση, με την ιδέα και μόνο… 
Δηλαδή ο αληθινός Κοσμοπολίτης, δεν είναι κάποιος άπατρις, όπως νομίζουν πολλοί πλέον σήμερα, αλλά ο Κοσμοπολιτισμός είναι μία υπόθεση του νού. Ο αληθινός Κοσμοπολίτης προέρχεται από μία ευγενή πατρίδα, την οποία σέβεται και τιμά, (και την οποία εκπροσωπεί συνειδητά στα εξερευνητικά ταξίδια του), και επιθυμεί να προεκτείνει τον νου του σε σύνδεση με τον Συμπαντικό Νου, για να κατανοήσει όλο το Σύμπαν ως μία Πολιτεία, με κοινές αρχές, και να συμμετέχει έτσι ενεργά στην Θεϊκή Σκηνοθεσία, ως συνεργάτης του Θεού, συμπολίτης των θεών, και όλων των όντων όλων των αστρικών συστημάτων και γαλαξιών.   

Σύμφωνα με τον Στωικό Κοσμοπολιτισμό, είναι μάλλον ξεκάθαρο ότι η ιδέα του Κοσμοπολίτη δεν πρέπει να νοείται ως πολιτική ιδέα. Αντιθέτως. Η οπτική είναι ότι βασικά ο Κοσμοπολιτισμός είναι μια ηθική θέση.
Και σε πολλά στωικά κείμενα, δηλώνεται ότι οι άνθρωποι και οι θεοί είναι πολίτες της ίδιας Πολιτείας, επειδή έχουν κάτι κοινό: την διάνοια. Όσο ένας άνθρωπος έχει διάνοια, έχει λογική, έχει νου και ευγένεια, είναι συμπολίτης των θεών.
Και ο Σενέκας ξεχωρίζει δύο κοινοπολιτείες (res publicae): «μία μεγάλη και αληθινά κοινή, στην οποία οι θεοί και οι άνθρωποι περιέχονται, στην οποία δεν κοιτούμε αυτήν ή την άλλη γωνία, αλλά μετρούμε τα όρια της Πολιτείας μας (civitas) με τον ήλιο. Και μία άλλη, που είναι εκείνη που οι συγκεκριμένες περιστάσεις και συνθήκες γεννήσεώς μας έχουν εναποθέσει, και στην οποία εναποθέτουμε την καρδιά μας…»
Ο Σενέκας –και όχι μόνο– πιστεύει ότι αυτή η μεγαλύτερη κοινοπολιτεία είναι η αληθινή μας πατρίδα. Μπορούμε να την υπηρετήσουμε με το να ερευνούμε ποια είναι η φύση της αρετής.
Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς καταγράφει έναν Στωικό ορισμό της Πολιτείας, σύμφωνα με τον οποίο μονάχα το Σύμπαν (ο ουρανός) είναι μία πόλη με την ορθή έννοια, και ότι οι αντίστοιχες εδώ στην Γη δεν είναι. Λανθασμένα αποκαλούνται πόλεις, διότι μια πολιτεία είναι κάτι ηθικά καλό, μια οργάνωση ή ομάδα  αγαπημένων ανθρώπων που κυβερνάται από τον νόμο που εκθέτει την λεπτότητα και την λογική. (Η πόλη των ουρανών είναι το αληθινό «άστυ», ενώ η πόλη στην οποία ζούμε εδώ είναι το «αστείον»).
Στη μεγάλη ουράνια κοινοπολιτεία είμαστε συμπολίτες με τους θεούς, κι ο ηγεμόνας μας είναι ο Θεός του Σύμπαντος. Οι θεοί και οι άνθρωποι έχουν την διάνοια, αυτό το θεϊκό χαρακτηριστικό από το οποίο απορρέουν όλες οι αρετές, η λογική, και κατ’ επέκταση ο νόμος και η δικαιοσύνη, δηλαδή η ηθική κρίση.
Η ύψιστη αρετή, κατά όλους του αξιοσημείωτους αρχαίους Φιλοσόφους μας, είναι η Γενναιότητα. Και η μεγαλοθυμία, η μεγαλοψυχία, η ευγενής ανωτερότητα απέναντι στα πράγματα.
Όταν ο νους μας –που δεν είναι παρά η ίδια η θεότητα μέσα μας, όταν είναι φωτισμένος– ονειροπολεί τους ουρανούς, την γη, τις θάλασσες, την ανθρωπότητα, τα ουράνια σώματα, την φύση του Σύμπαντος, και κατανοεί μέσα στην υψηλή ονειροπόλησή του ότι όλα αυτά προέρχονται και κυβερνώνται από έναν θεϊκό κυβερνήτη, τότε ο νους επίσης κατανοεί ότι δεν είναι έγκλειστος από στενούς τοίχους ως κάτοικος κάποιου συγκεκριμένου σημείου, αλλά ότι είναι πολίτης όλου του Σύμπαντος, σαν αυτό να ήταν μια τεράστια μοναδική Πολιτεία.
Παρ’ όλα αυτά, ο Φιλόδημος προσθέτει ότι μόνο οι σοφοί είναι αληθινοί πολίτες αυτής της Πολιτείας. Οι συνηθισμένοι άνθρωποι, όπως είπαμε, θεωρούνται εν δυνάμει πολίτες της, ή υποψήφιοι πολίτες…
Σημειώνεται συχνά, επίσης, ότι στην Πολιτεία αυτοί δεν γίνονται δεκτοί οι Βάρβαροι.

Το Σύμπαν (Συν-Παν) είναι τα πάντα και κάτι παραπάνω από τα πάντα, είναι παντού κι ακόμη πιο πέρα.
Αν εμείς είμαστε με κάποιο τρόπο ενωμένοι με το Σύμπαν, είμαστε ήδη κάτι παραπάνω από αυτό που νομίζουμε ότι είμαστε.
Ίσως στ’ αλήθεια, όπως το λέει ο Πλωτίνος, να «υπάρχει μία πατρίδα για εμάς, από την οποία ήρθαμε, και ο Πατέρας μας είναι εκεί και μας περιμένει…»




Απέδρασε από τον Κόσμο ο Αργύρης Τσακαλίας


Τα νέα σήμερα είναι θλιμμένα.
Έφυγε ο Αργύρης Τσακαλίας, για το τελευταίο του μεγάλο ταξίδι.
Ήταν ένας πολύ παράξενος και πολύ φιλοσοφημένος άνθρωπος, ακούραστος στις αναζητήσεις του, ακριβής στις συζητήσεις του, πολυγραφότατος γνωσιολόγος, φιλάνθρωπος, φίλιος, αγέρωχος και αινιγματικός, σαν ένας αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος που ζούσε ανάμεσά μας, αν και εγώ τον έβλεπα σαν Ινδιάνο Αρχηγό... 
(Ήταν φίλος μου και διατηρούσα μεγάλη συμπάθεια για αυτόν, νοσταλγώ τώρα τις μεγάλες και εγκάρδιες συζητήσεις μας, πολλές αξιομνημόνευτες παράξενες περιστάσεις, μα και την αξιοθαύμαστη ανδρική στάση του απέναντι στα πράγματα).
Με την αισιοδοξία του αντιμετώπισε γενναία την τοπική κόλαση, είχε τον νου πάντα στην Ουτοπία, αμφισβήτησε την δύναμη κάθε κατεστημένου, εναντιώθηκε ακόμη και στο κατεστημένο του χρόνου και του θανάτου, μυστηριωδώς υπερέβη κατά πολύ την ηλικία του και εαυτόν, στόχευσε στο Αλλού, δίδαξε παράξενα πράγματα, διαπίστωσε ότι είμαστε ανεπίδεκτοι μαθήσεως, και απέδρασε ολοσχερώς από την τοπική πραγματικότητα.
Αργύρη, θα σε θυμόμαστε πάντα με αγάπη. Μην μας ξεχνάς...

Παντελής Γιαννουλάκης






Παντελής Γιαννουλάκης, στην εκπομπή "Φυγόκεντρος"
επεισόδιο "Αστικοί Θρύλοι"
 Νοέμβριος 2016





ΖΩ ΑΚΟΜΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Ζώ ακόμη στην Ελλάδα, που με πληγώνει, γιατί μπορούν να μας πληγώνουν μόνο εκείνοι που αγαπάμε. Δεν είναι μόνο η πατρίδα μου, είναι η αγαπημένη μου πληγή...
Ζώ ακόμη στην Ελλάδα του μελαγχολικού μαυροντυμένου Διονύσιου Σολωμού, σ’ εκείνη την Ελλάδα που έχει για εθνικό της ποιητή τον Έλληνα Έντγκαρ Πόε, που ο Σπυρίδων Τρικούπης τού έλεγε να συνεχίσει να γράφει διότι η Ελλάδα δεν έχει τον δικό της Δάντη, και που δεν δημοσίευσε καμία ποιητική συλλογή όσο ζούσε, όλοι ήξεραν τα ποίηματά του απ’ έξω, προφορικά, (και παρ’ όλο που δεν δημοσίευσε ποτέ κανονικό βιβλίο, όλη η Ελλάδα πένθησε όταν πέθανε, έκλεισε κι η Ιόνιος Βουλή για το πένθος), και που στα τελευταία χρόνια του είχε γίνει «ιδιόρρυθμος», είχε αποκοπεί από όλους τους φίλους του και δεν έβγαινε πλέον από το σπίτι. (Σ’ ένα σημειωματάριο είχε γράψει: «Δεν είναι άξιοι να αγαπηθούν εκείνοι οι οποίοι δεν διακινδυνεύουν τίποτε. Αγάπα για να ζήσεις, ζήσε για να αγαπάς...»)

Ζω ακόμη στην Ελλάδα του Κώστα Καρυωτάκη, που η Μαρία Πολυδούρη τού πρότεινε να παντρευτούν παρότι γνώριζε ότι έπασχε από σύφιλη, (αναμενόμενη ερωτική αυταπάρνηση τότε, όπως έκαναν τα τολμηρά ρομαντικά κορίτσια που ζούσαν κάποτε εδώ), που το κατεστημένο τον είχε εντοπίσει πως ήταν αιθεροβάμων και τον έστειλε εξόριστο υπάλληλο στην Πρέβεζα, όπου έζησε σε μεγάλη απόγνωση, αλλά μόνο και μόνο επειδή υπήρχε «το δείλι και το αεράκι» έγραψε τη συγκλονιστικότερη ελληνική ποίηση κατά την ασήμαντη γνώμη μου,  κι εκεί δεν πήγε στην παραλία για μπάνιο όπως οι άλλοι ή για παραθερισμό, αλλά πήγε για να πνιγεί, πήγε στην ακτή στο όμορφο Μονολίθι, προσπαθώντας επί δέκα ώρες να αυτοκτονήσει, παλεύοντας στη θάλασσα μάταια να πνιγεί, και, στο σπαραξικάρδιο σημείωμα που άφησε αργότερα με την αυτοκτονία του, έγραψε με αυτοσαρκασμό ένα υστερόγραφο: «Υ.Γ. Και για ν' αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Όλη νύχτα απόψε, επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ορισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου.», και μετά τη ματαιότητα του πνιγμού, την επόμενη μέρα αγόρασε ένα πιστόλι και πήγε σ’ ένα καφενείο –που ίσως υπάρχει ακόμη– στην Πρέβεζα, όπου κάθησε πολλές ώρες μόνος του καπνίζοντας, με το πιστόλι πάνω στο τραπέζι, κι όλοι τον έβλεπαν και κανείς δεν τον ρώτησε για το πιστόλι ή να τον εμποδίσει, έγραψε το σημείωμα αυτό κι έπειτα πήγε στον Άγιο Σπυρίδωνα στην παραλία, και αυτοπυροβολήθηκε κάτω από έναν ευκάλυπτο.


Ζώ ακόμη στην Ελλάδα των τούνελς, που διατρέχουν παντού τον μακρύτατο σκοτεινό υπόγειο εαυτό τους χωρίς κανείς να το γνωρίζει, ποτέ δεν θα τα εξερευνήσουμε όλα, κι αυτά κι όλοι οι αμέτρητοι υπόγειοι τόποι αποτελούν το γεωγραφικό υποσυνείδητο της Ελλάδας, κι ίσως να υπάρχει κι ένα ασυνείδητο, πολύ βαθιά κάπου εκεί κάτω, που να απλώνεται κάτω από τα υπόγεια, κάτω από το βάθος, κι εμείς στεκόμαστε τώρα εδώ πάνω σαν να στεκόμαστε σε ένα πλοίο στον Ειρηνικό Ωκεανό, ανίδεοι για τον βυθό, «Ετεή ουδέν ίσμεν. Εν βυθώ γαρ η Αλήθεια», έλεγε ο Δημόκριτος (Στην πραγματικότητα δεν γνωρίζουμε τίποτε. Η Αλήθεια βρίσκεται στον βυθό), και κάπου εκεί, στον βυθό πλέον, κρύβεται ο Δημήτρης Κούγκουλος, στην Κούφια Γη, κι όλοι νομίζουν ότι πέθανε, προχθές ανέβηκε για λίγο, μ’ ένα παλιό σακίδιο στην πλάτη, πιστόλι στη ζώνη και κοντό παντελόνι με αρβύλες, με όμορφο στρατιωτικό κούρεμα, μιλήσαμε για τα παλιά μας ταξίδια, μού έδειξε τους νέους χάρτες του, μου άφησε βιβλία, κι έφυγε πάλι προς τα κάτω, ποιος ξέρει πότε θα ξανάρθει, κι εγώ ζώ εδώ ακόμη, στην Ελλάδα του Δημήτρη Κούγκουλου, κρυφά.


 ...Ζώ ακόμη στην Ελλάδα της αστικής μελαγχολίας, στα στενάκια της πόλης που μυρίζεις την φρεσκάδα από τις μπουγάδες στα μικρά μπαλκόνια, κι ακούς τα παιδιά να παίζουν και να μεγαλώνουν μέσα στην τσιμεντένια φυλακή μας, με όλα τα όνειρα του κόσμου, παιδικά όνειρα συμπιεσμένα εκεί ανάμεσα στα δρομάκια με τις λακούβες στην άσφαλτο και τα σκουπίδια και τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα, καθώς κοιτάς τα βλέματα ανθρώπων κλεισμένα μέσα σε μικρά μαγαζάκια να σε παρατηρούν, παντού παράθυρα με στόρια κατεβασμένα, πέρα η ηχώ από τις λεωφόρους σαν θάλασσα, μικρά πουλιά που πετούν και καταδύονται στον λαβύρινθό μας με ταχύτητα, μάτια από γάτες που κρύβονται κάτω από τ’ αυτοκίνητα και σε κοιτούν, τις νύχτες οι σκιές μετατρέπουν τα στενάκια σε διόδους μιας μαγικής πόλης, βαδίζεις μόνος στο ημίφως καθώς όλοι κοιμούνται κι αυτό μετατρέπεται σε μια ζωντανή παραβολή, η μαγεία είναι ακόμη ζωντανή όποτε είσαι μόνος σου εκεί έξω, λεπτεπίλεπτα, ψιθυριστά, αδιόρατα, η μοναξιά των νυχτερινών διαδρομών προσφέρει εμπνεύσεις, μνήμες, φαντασιώσεις, φαντάσματα της αστικής νύχτας, κι είναι στιγμές που λαμβάνεις τα μηνύματα ενός αόρατου πομπού, τους οιωνούς ενός Megapolisomancy, βρίσκεσαι να περιδιαβαίνεις την αστική μεταφυσική, τον χάρτη του αόρατου, τις αόρατες πόλεις, τη μια μέσα στην άλλη μέσα στην άλλη, στην έναστρη απαστράπτουσα νύχτα ως κοσμοπολίτης, ανάμεσα στο εναλασσόμενο ρεύμα, ναι, ζώ ακόμη στην Ελλάδα των εναλλακτικών πραγματικοτήτων.

Ζώ ακόμη στην Ελλάδα των εξωγήινων Ελλήνων, που κάποτε ήρθαν από τα άστρα και αποίκησαν αυτόν τον γαλάζιο κόσμο μας, έζησαν όλες τις ιστορίες που διηγείται η Ελληνική Μυθολογία, μετέδωσαν εδώ την παράξενη γλώσσα τους (εκείνην που μιλούσε ο Όμηρος), πολέμησαν με τέρατα, άφησαν απογόνους, δίδαξαν όλες τις τέχνες, όλα τα μεγάλα μνημεία φτιάχτηκαν γι’ αυτούς, κι έχουμε ακόμη τα πρόσωπά τους σε αγάλματα κι εικόνες, έφτιαξαν εδώ στον κόσμο μας μια Ντίσνεϋλαντ των Θεών, έπαιξαν θεϊκά παιχνίδια μαζί μας, ζήσαμε μαζί τους σ’ έναν μαγικό κόσμο, ακόμη τον θυμόμαστε βαθιά μέσα στην ψυχή μας με κληρονομικές μνήμες, κι έφυγαν και μάς άφησαν μόνους μας στη μοίρα μας, μας εγκατέλειψαν, κι ίσως να μας πρόδωσαν κιόλας τελικά, μείναμε μόνοι μας να παίζουμε με την εξωκοσμική κληρονομιά μας, που την κάναμε τόσο πεζή, τόσο γήινη, τόσο προσγειωμένη, κι όμως ίσως εκείνοι να έλθουν ξανά –το έχουν άλλωστε υποσχεθεί– σε μια Ελλάδα που κάποτε θα αποδείξει ότι δεν έχει ξεχάσει τη μαγεία που τη δημιούργησε, σε μια Ελλάδα που θα ξαναδημιουργήσει μεγάλη τέχνη, βάρδους, ήρωες, εξερευνητές, φιλόσοφους, πυθίες, οράματα, θαύματα, για να είναι άξια να ξαναγίνει κάποτε η κατοικία των Θεών, και όχι η κατοικία των μοχθηρών, των προδοτών και των απατεώνων, των μισαλλόδοξων και των φιλάργυρων, των δειλών και των μέτριων, είναι μεγάλο κρίμα να είμαστε όπως είμαστε, αλλά, ναι, κάποιοι –όπως κι εγώ– ζούμε ακόμη στην Ελλάδα των εξωγήινων Ελλήνων.


Ζώ ακόμη στην Ελλάδα του Φίνου, μέσα σε ασπρόμαυρες παλιές ελληνικές ταινίες, που είναι ο τρόπος για ταξίδι στον χρόνο, αν είσαι παρατηρητικός κι απολαμβάνεις τις λεπτομέρειες, σε μια αγνή όμορφη Ελλάδα που δεν υπάρχει πια, αλλά μπορείς να την επισκεφτείς και να την κρυφοκοιτάξεις χωρίς κανείς τους εκεί να σε βλέπει, ταξιδεύεις μέσα από την Φίνος Φιλμ (FF) που είναι πια μια εταιρία για ταξίδια στον χρόνο (σαν να έχει βγει από τις σελίδες του Φίλιπ Κ. Ντικ), που ξεκίνησε κάποτε στο κτίριο της παλιάς σαπωνοποιίας του Παπουτσάνη, και πρώτα χρησιμοποιούσαν το κινηματογραφικό πλατό «Ατλαντίς», όπως το είχαν ονομάσει, είτε εις μνήμην της Ατλαντίδος, είτε επειδή ήταν δίπλα στο παλιό εργοστάσιο τσιμέντων Ατλαντίς, κι όταν πήγαινες εκεί πήγαινες στα «Θυμαράκια», δηλαδή στην περιοχή Θυμαράκια της οδού Λιοσίων, και γύρισαν 200 ταινίες κι επηρέασαν εκατοντάδες άλλες, δημιουργώντας τον ελληνικό κινηματογράφο, που πέθανε τελικά μαζί με τον Φίνο, και μείνανε πίσω οι ταινίες ενός άλλου κόσμου, όταν ο Φιλοποίμην Φίνος, ο πατέρας του ελληνικού σινεμά, πέθανε χρεωκοπημένος και πικραμένος το 1977, αρνούμενος να υπηρετήσει ούτε στιγμή την Τηλεόραση, η οποία του προκαλούσε φριχτή αποστροφή...    

 
Ζώ ακόμη στην Ελλάδα του Ροκ’ν’Ρολλ, που παίζει με ξύλινες κιθάρες τραγούδια και μπαλάντες στα χόρτα στην παραλία, στα πάρκα, στις πλατείες και στο γρασίδι στα πανεπιστήμια, δεν έχει πού να πάει (δεν τη βάζουν μέσα σε κανένα μπαρ, καφέ ή ντίσκο) και πηγαίνει και κάθεται στα καφενεία πίνοντας καφέ μαζί με τους γέρους, στα ίδια τραπέζια έφτιαχναν ριζοσπαστικά σχέδια οι νέες γενιές ενώ ταυτόχρονα αναπολούσαν τα παλιά οι παλιές γενιές και γκρίνιαζαν για «τα πολιτικά» (που ήταν κάτι με το οποίο ασχολούνταν μόνο οι γέροι και οι Κνίτες), άκουγε δίσκους βινυλίου, τους άκουγε κανονικά, καθόσουν στην πολυθρόνα κι έβαζες τον δίσκο στο πικάπ και απλά τον άκουγες με ονειροπόλο βλέμμα, οι ραδιοσταθμοί ήταν παράνομοι, «πειρατικοί», κι ήταν στην Ελλάδα το κοινό που είχε η μουσική με τον «Μαυρογένη» ή τον «Πειρατή Λαφίτ», εκπομπές πειρατικής μουσικής Ροκ, και μετά το Ροκ μάς πρόδωσε, και μετά ήταν η Ελλάδα που επαναστάτησε στη σώου μπίζνες που κατάντησαν το Ροκ, κι έγινε Πανκ, δεν είχαμε γκαράζ, παίζαμε στα υπόγεια,  «Δε μας ακούς που τραγουδάμε, με φωνές ηλεκτρικές, μεσ’ στις υπόγειες στοές» δεν ήταν στίχοι απλά όπως παλιά, το είχαμε κάνει αληθινό τελικά, σε μια Ελλάδα ανίδεη, που δεν κατάλαβε το «νέο κύμα» (The New Wave), που έβλεπε τους νέους της σαν εξωγήινους, κι ήταν η πρώτη μας επαφή με το εκκεντρικό, αυτό που διαφεύγει του κέντρου, το φυγόκεντρο, το περιθωριακό, κι έτσι μεγαλώσαμε στο Underground, στο υπόγειο, μαζί με φίλους καλούς και τράκα τσιγάρα και κιθάρες και ντραμς και σουρεαλιστικά στιχάκια και κατσαρίδες, με επιστημονική φαντασία και επανάσταση και κόμικς και καταραμένους ποιητές και δερμάτινα τζάκετ και μαύρα γυαλιά σαν της μύγας και παράξενα μαλλιά κι ακόμη πιο παράξενες ιδέες, που οδήγησαν σε ακόμη πιο παράξενες ιδέες, κι ακόμη πιο παράξενα όνειρα, ώσπου εκτοξεύτηκε η παράξενη ψυχή μας στον ουρανό, κι ακόμη να κατέβει από τα σύννεφα.



Ζώ ακόμη στην Ελλάδα που τρώει τα παιδιά της, σαν τον Κρόνο, στην Ελλάδα που μας πρόδωσε, στην Ελλάδα που δεν δικαίωσε ποτέ κανέναν Έλληνα, στην «ΨωροΚώσταινα», εκείνη «στων Ψαρών την Ολόμαυρη Ράχη Περπατάει η Δόξα Μονάχη», στην Ελλάδα των οικείων προσφύγων, των Ελλήνων που ήρθαν από όλα τα μέρη της Γης κατατρεγμένοι πίσω στην πατρίδα, και των Ελλήνων που έφυγαν σε όλα τα μέρη της Γης για να ξεφύγουν από την πατρίδα, στην Ελλάδα που ήταν παντού και μετά ήταν εδώ και μετά ήταν πάλι παντού, παντού και πουθενά, μια Ελλάδα που δεν μπορείς να την βρεις, σου ξεφεύγει, της ξεφεύγεις, δεν έχει τίποτε, κι έχει τα πάντα, είναι φτωχή, είναι πλούσια, είναι χαζή, είναι σοφή, είναι σκλαβιά και είναι ελευθερία, είναι εκατό χρόνια πίσω κι είναι εκατό χρόνια μπροστά, είναι ήλιος κι είναι σκοτάδι μαύρο, είναι θάλασσα κι είναι βουνά, κανείς δεν ξέρει τι είναι, ζώ ακόμη σ’ αυτήν την τελείως αόριστη Ελλάδα, κι έμαθα να αγαπώ τούτη την αιώνια αοριστία της... 

Ζώ ακόμη στην Ελλάδα των Ελπίδων, που ελπίζει να γυρίσει στην Ιθάκη από την Τροία, που ελπίζει να νικήσει τους απειράριθμους Πέρσες την παραμονή στις Θερμοπύλες, που ελπίζει ότι θα νικήσουν οι Φιλόσοφοι τους Ιεροεξεταστές τους, «Εάν μη έλπηται, ανέλπιστον ουκ εξευρήσει, ανεξερεύνητον εόν και άπορον» (εάν δεν ελπίζεις, δεν θα βρεις το ανέλπιστο, το ανεξερεύνητο είναι και απρόσιτο) έγραφε ο Ηράκλειτος στην Ελλάδα, που ελπίζει ότι θα φιλοξενήσει κρυφά τον Θεό, που ελπίζει ότι θα ξυπνήσει ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς στην σπηλιά μέσα στο βουνό, που ελπίζει ότι θα πάρουμε την Πόλη, που ελπίζει ότι θα λευτερωθεί επιτέλους από τους Τούρκους, που ελπίζει ότι θα νικήσει τον Ομέρ Βρυώνη (δείτε τον να σας κοιτάει μέσα από ένα πίνακα του Ντελακρουά, τον άνθρωπο πού σούβλισε τον Αθανάσιο Διάκο μια άνοιξη), που ελπίζει ότι θα πυρπολήσει με βάρκες την τουρκική ναυαρχίδα, που ελπίζει ότι θα ελευθερώσει την Θεσσαλονίκη μας, που ελπίζει ότι θα ρίξει στην (πέρα) θάλασσα τους όμορφους κοκορόφτερους του Τσιάνο τρέχοντας στα χιόνια κι απλά φωνάζοντας «Αέρα!», που ελπίζει να διασχίσει τον ωκεανό για να δει κι αυτή το Άγαλμα της Ελευθερίας, που ελπίζει να φτάσει δίπλα στον Νότιο Πόλο στην Αυστραλία για μια νέα ζωή, που ελπίζει να αποκτήσουν δικαιώματα οι εργάτες, που ελπίζει να χορεύει ελεύθερα στην μουσική, που ελπίζει σε κοντύτερες φούστες, που ελπίζει να αποκτήσει δικό της σπίτι, που ελπίζει να φύγει η Χούντα, που ελπίζει να αποκτήσει μια θέση στο δημόσιο, που ελπίζει σε πολύ παράξενα πράγματα μέσα από τη νεολαία της, και τελικά που ελπίζει για περισσότερα χρήματα, και μετά για ακόμη περισσότερα χρήματα, που ελπίζει να γίνει επιτέλους όπως οι Ευρωπαίοι, που ελπίζει να πάρει δάνεια, που ελπίζει να μπορέσει να πληρώσει τα δάνεια, που ελπίζει να πληρώσει τους λογαριασμούς, που ελπίζει να πληρώσουν οι κακοί για τις αμαρτίες τους, που ελπίζει σε ένα καλύτερο αύριο, που πλέον ελπίζει να μπορέσει να επιστρέψει στο χθες, που ελπίζει για φτηνότερο σούπερ μάρκετ, που ελπίζει έξω από τις τράπεζες, που ελπίζει να πάει για διακοπές, και που πλέον δεν έχει σε τι να ελπίζει αλλά ελπίζει παρ’ όλα αυτά. Ζώ ακόμη στην Ελλάδα που ελπίζει παρ’ όλα αυτά...


Ζώ ακόμη στην δική μου Ελλάδα. 
Στην δική μου Ελλάδα υπάρχει μια οδός Ιουλίου Βερν στην Αρκάσα της Καρπάθου, και στην Λεμεσό της Κύπρου. (Και ένα ολόδικό μου δρομάκι στην Θεσσαλονίκη, η Οδός Μαύρης Πέτρας). Στην ναυμαχία της Ναυπάκτου έχασε το αριστερό χέρι του ο Θερβάντες. Οι Dubliners έχουν γράψει ένα τραγούδι “Salonica”. Στην Θεσσαλονίκη μπήκε καβάλα αγέρωχος πάνω στο άλογο ο Χέρμαν Μέλβιλ. Στο μουσείο της παλιάς βουλής στην Αθήνα έχουμε ακόμη το ξίφος του Λόρδου Μπάιρον, και στην Πλάκα έχουμε ένα δρόμο για τον Σέλλεϋ (στο Λονδίνο δεν υπάρχει), που το τελευταίο έργο της ζωής του ήταν το Hellas, και στο οποίο γράφει «Είμαστε Όλοι Έλληνες». Ο Μπόρχες ήρθε στην Αθήνα, περπάτησε τυφλός στους δρόμους, κι όταν τον ρώτησαν αν θα ξανάρθει, είπε: «Το ελπίζω, αλλιώς έζησα μάταια. Γιατί όλοι είμαστε Έλληνες. Όλη η Δύση είναι Ελλάδα εν εξορία. Όλοι οι Δυτικοί, Έλληνες εν εξορία...»
Ζώ ακόμη στην Ελλάδα, λοιπόν, εν εξορία.

Π. Γ.