ΠΕΙΡΑΜΑ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗΣ


Είναι μια μεγάλη αλήθεια ότι ο κόσμος αποτελείται από τα πράγματα που παρατηρούμε ότι αποτελείται.
Αλλάζεις αυτά που παρατηρείς, αλλάζουν τα περιεχόμενα, αλλάζει ο κόσμος. (Αλλάζεις κι εσύ). Στον κόσμο συμβαίνει αυτό που παρατηρείς ότι συμβαίνει.
Και για κάποιον παράξενο λόγο (χμ…), υπάρχουν πάντα κάποιοι που σε βάζουν να παρατηρήσεις κάτι που συμβαίνει, για να παρατηρείς τον κόσμο στον οποίο συμβαίνει αυτό, και τα άλλα που σχετίζονται με αυτό, έτσι ώστε να παρατηρείς τον κόσμο που αυτοί θέλουν να παρατηρείς και όχι όλον τον υπόλοιπο (ή τους υπόλοιπους).
Ο κόσμος, άλλωστε, είναι κάτι πάρα πολύ μεγαλύτερο από την παρατήρησή μας ή τις αναμνήσεις των παρατηρήσεών μας, ή την ιστορία των συμβάντων του κόσμου που κάποιοι μας έβαλαν –ή μας έμαθαν– να παρατηρούμε.
Όπως κι αν έχει, στο κάτω-κάτω, παρατηρούμε αυτό που φαίνεται. Και, τις περισσότερες φορές, αυτό που φαίνεται είναι αυτό που μας δείχνουν.
Μας μαθαίνουν λίγα. Μας δείχνουν λίγα. Παρατηρούμε λίγα.
Ο κόσμος είναι ένα πολύ μικρό μέρος. (Καταλαβαίνουμε λίγα. Φανταζόμαστε λίγα. Κάνουμε λίγα). Εμείς οι ίδιοι είμαστε λίγοι και μικροί, εξαιτίας αυτού του γεγονότος.
Ο κόσμος είσαι εσύ. Γι’ αυτό είναι τόσο απογοητευτικός! Ο κόσμος είναι ο εαυτός σου. Και απογοητεύεσαι από τον κόσμο, τελικά, επειδή απογοητεύεσαι (κρυφά) από τον εαυτό σου.
Και ο εαυτός σου δεν είναι στ’ αλήθεια δικός σου. Είναι ίδιος με τον εαυτό όλων των άλλων εδώ γύρω. Μα, πώς γίνεται αυτό;; …Ναι, πώς να γίνεται άραγε;;…

Ίσως να το έχετε ξανακούσει, ότι αυτήν την εποχή στην Ελλάδα, με την Κρίση που περνάμε και με όλα τα άλλα, έχουμε γίνει ένα Πείραμα. Ναι, αυτό είναι φανερό…μάλλον. Αλλά δεν είμαι σίγουρος ότι έχουμε καταλάβει ποιο είναι το Πείραμα...
Έχουμε γίνει, μεταξύ πολλών άλλων πειραμάτων, (πρόκειται, βλέπετε, για πολυεπίπεδο πείραμα), ένα Πείραμα Παρατήρησης. Κάποιοι μας παρατηρούν.
Μας παρατηρούν και καταλαβαίνουν έτσι πράγματα για τον κόσμο, που εμείς δεν καταλαβαίνουμε, επειδή δεν μπορούμε να μάς παρατηρήσουμε, δηλαδή, δεν μπορούμε να παρατηρήσουμε τον εαυτό μας, παρά μόνο παρατηρούμε αυτά που μας δείχνουν για τον εαυτό μας…

Εντάξει.  …. 
Ας κάνουμε, εδώ, μαζί, ένα Πείραμα Παρατήρησης.
Αφήστε με, για παράδειγμα, να σας δείξω τι παρατηρώ εγώ σήμερα, στην πολύ παράξενη κατάσταση που έχουμε περιέλθει εδώ στην τοπική μας πραγματικότητα.

Παρατηρώ ότι η μεγάλη Κρίση, την οποία περνάμε εδώ στην τοπική μας πραγματικότητα, βοηθάει πάρα πολύ, πάρα πολλούς από τους συμπολίτες μας, χωρίς εμείς να το παρατηρούμε ή να το καταλαβαίνουμε. Το βλέπω πολύ καθαρά αυτό και το παρατηρώ συνεχώς (λόγω ασχολίας, ας πούμε, όχι για κανέναν άλλο λόγο).

Παρατηρώ ότι οι αμέτρητοι δημοσιογράφοι μας κυριολεκτικά έχουν βρει την υγειά τους οι άνθρωποι. Εκεί που, παλαιότερα, κάθε μέρα προβληματίζονταν για το τι να εκθέσουν, τι να σχολιάσουν, τι να καταγγείλουν, πώς να ρητορεύσουν, πώς να κερδίσουν τη συμπάθεια και το ενδιαφέρον του «κοινού», πώς να γεμίσουν το πρόγραμμά τους, τις ειδήσεις τους, τις στήλες τους, τις εκπομπές τους, τις εφημερίδες τους, κλπ, και το έκαναν με μεγάλο κόπο, ιδέες, ανιχνεύσεις, έρευνες, δικτυώσεις, κλπ….τώρα, αυτό είναι για αυτούς το πιο απλό καθημερινό πράγμα, δεν χρειάζεται καθόλου να προβληματίζονται πλέον, απλά αναφέρονται συνεχώς στην πολυεπίπεδη Κρίση και στα συνεπαγόμενά της, και στα πάντα τα συναφή. Και, βέβαια, συνδέουν αργά και σταθερά τα πάντα σε σχέση με αυτό, προεκτείνοντας τα, όλο και πιο βαθιά, όλο και πιο ενημερωμένα, με όλο και πιο πολλές λεπτομέρειες, ανοίγοντας όλο και πιο πολύ τη δουλειά με χαρά, πάνω στο ίδιο μονοπάτι που δεν χρειάζεται πλέον να ψάχνουν για άλλο, επειδή έχει μετατραπεί σε τιτάνια λεωφόρο που τους χωράει όλους και όλα, για όλους έχει η Κρίση και για όλα έχεις κάτι να πεις και να δείξεις και να καταγγείλεις και να ρητορεύσεις. (Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον, όπου και να γυρίσετε να κοιτάξετε σε τηλεόραση, εφημερίδες, έντυπα, ραδιόφωνο, ίντερνετ, απλά θα δείτε κάτι σχετικό με την Κρίση). Μιλάμε, ούτε λίγο ούτε πολύ, για τον δημοσιογραφικό παράδεισο!

Οι πολιτικοί μας, (που οι περισσότεροι από αυτούς ήταν ανέκαθεν ένα μάτσο από τυχοδιώκτες συνωμότες δικηγόρους-οικονομολόγους-λογιστές-δημοσιογράφους,
γραμματείς και φαρισαίους και γραφειοκράτες, του χειρίστου είδους), που, παλαιότερα, κυριολεκτικά δεν είχαν τι να πουν και τι να κάνουν οι άνθρωποι, για να φαίνεται ότι κάτι κάνουν, τώρα απλά έχουν επιτέλους μόνο δυο πανεύκολες εύλογες επιλογές : να προσπαθήσουν να εξηγήσουν την Κρίση και όλα τα συναφή, παρουσιαζόμενοι ως ειδικοί, και πώς αυτοί ξέρουν τι είναι απαραίτητο να γίνει και τι δεν είναι, και να υποκριθούν ότι είναι στη δική τους εξουσία να τη διαχειριστούν, ή να αντιταχθούν στην Κρίση και σε αυτούς που την εξηγούν και λένε τι είναι απαραίτητο και τι δεν είναι, κλπ, και να πάρουν το μέρος του απλού ανθρώπου στα πάντα, μιλώντας για την αλλαγή του σκηνικού.  (Επιπλέον, εκεί που κανείς δεν έδινε δεκάρα για την πολιτική και τους πολιτικούς και τα πολιτικά, αλλά και για την οικονομική πολιτική, και για τα κόμματα, κλπ, τώρα ξαφνικά αυτά ενδιαφέρουν τους πάντες!). Μιλάμε, ούτε λίγο ούτε πολύ, για τον πολιτικό παράδεισο!

Παρατηρώ ότι οι περισσότεροι άνθρωποι, οι απλοί πολίτες, που συνήθως δεν ασχολούνταν με τίποτε πέρα από τη δουλειά τους και τη διασκέδασή τους (και με κάποια ίδια όλοι ανόητα πράγματα, όπως τα καλλυντικά και ο αθλητισμός κλπ), τώρα ξαφνικά βρήκαν κάτι να ασχοληθούν, να νιώσουν ότι κάτι σημαντικό τους ενώνει με τους άλλους, κάτι για να μιλήσουν, να καταγγείλουν, να φωνάξουν, να ρητορεύσουν κι αυτοί : την Κρίση, και τα συναφή. Το ένιωθαν κάπου βαθιά μέσα τους ότι σε κάτι πρέπει να επαναστατήσουν κάποτε, ότι κάτι δεν είναι σωστό, ότι κάτι δεν πάει καλά, και επιτέλους το ανακάλυψαν!
Τώρα μπορούν να επαναστατήσουν ενάντια στην Κρίση, και σε όλα που συνδέονται με αυτήν, δηλαδή στα πάντα. Και δεν έχουν πια, παρά –δημιουργικά όσο ποτέ άλλοτε– να εντοπίσουν τις αιτίες της Κρίσης, ποιος φταίει, τι φταίει, κλπ. Ανακάλυψαν ακόμη και τις συνωμοσίες! Απέκτησαν Κοσμοθέαση. Απέκτησε ένα νόημα η βαρετή ζωή τους.
Παρατηρώ, για παράδειγμα, τους χιλιάδες συμπολίτες μας που γράφουν καθημερινά κάτι παντού στο ίντερνετ. Όλοι πλέον γράφουν για την Κρίση, για την προδοσία, τη συνωμοσία, για το ένα σχετικό ή το άλλο. Όλοι βρήκαν κάτι για να είναι μικροί ήρωες. Καταγγέλλουν, επαναστατούν γράφοντας ένα κειμενάκι, αναλύουν, βρίζουν, ανακαλύπτουν, επιδεικνύουν, καταδεικνύουν, σχολιάζουν επαναστατικά, ριζοσπαστικά, οργισμένα, απαξιωτικά, και σχεδόν όλοι συμφωνούν μεταξύ τους, με μεγάλη ομόνοια, όλοι περνάνε πολύ ωραία, με καλή παρέα, και έγιναν όλοι ξεχωριστοί και ωραίοι. Κανένας δεν διαφωνεί πια μαζί τους. Κανένας πια δεν λέει στον άλλον ότι δεν είναι έτσι αυτό που λέει. Κι όλοι πια έχουν να πουν κάτι. Κι όλοι χειροκροτούν ο ένας τον άλλον, και χαίρονται που είναι όλοι αγανακτισμένοι, ικανοποιούνται για πρώτη φορά από τους συνανθρώπους. (Ακόμη και στις διάφορες συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας ή εθελοντισμού, κάνουν και νέες γνωριμίες). Μιλάμε, ούτε λίγο ούτε πολύ, για τον παράδεισο του συμπολίτη!

Κανένας δεν επαναστατεί στ’ αλήθεια ενάντια στο Σύστημα. Δεν είναι εναντίον του Συστήματος. Όλοι αγανακτούν και διαμαρτύρονται γιατί το Σύστημα δεν δουλεύει καλά. Δεν θέλουν να μην υπάρχει το Σύστημα. Αντιθέτως! Μιλάμε, δηλαδή, ούτε λίγο ούτε πολύ, για τον παράδεισο του Συστήματος!

Όλοι εκείνοι που είχαν εδώ πρόβλημα, νιώθουν ξαφνικά λίγο καλύτερα, διότι όλοι πια έχουν πρόβλημα!
Κι εκείνοι που δεν μπορούσαν να πληρώσουν, αγχώνονται πια λιγότερο, διότι όλοι πια δεν μπορούν να πληρώσουν. Ο παράδεισος του προβληματισμένου!

Παρατηρώ τα συνεχή δυστυχή συμβάντα.
Και έχω ήδη παρατηρήσει ότι, εδώ, σ’ αυτόν τον ταλαιπωρημένο τόπο, που βασανίζει τον εαυτό του συνεχώς και που συνέχεια τρώει τα παιδιά του και προδίδει τις αξίες του, εδώ σε αυτόν τον τόπο, οι Έλληνες, είχαν πάντα –πέρα από τις πολλές ιδιαιτερότητές τους– ένα ξεχωριστό χαρακτηριστικό (ολοφάνερο προς παρατήρηση όχι μόνον σε κάποιον που ζει εδώ και το βιώνει, αλλά ακόμη πιο φανερό αν ταξιδέψει λίγο και δει πώς είναι οι άλλοι λαοί), και το χαρακτηριστικό αυτό που είναι κυρίαρχο, είναι : η Μισαλλοδοξία!
Η έμμονη αντιπαλότητα του ενός με τον άλλον, η μικροπρέπεια και ο φθόνος, η δολιότητα και η ατιμία, η αγνωμοσύνη και η προδοσία, η συνεχής κριτική και η χαιρεκακία, ο παραλογισμός και η ξεροκεφαλιά, η απαξίωση και η ακατανοησία, η Μισαλλοδοξία...
Και ξαφνικά, καθώς όλα τα ενδιαφέροντα σταδιακά ακυρώνονται λόγω αδυναμίας και καταστρέφονται, άρχισαν να μειώνονται οι αιτίες για φθόνο, σχεδόν κανείς άξιος δεν μπορεί πια να κάνει κάτι άξιο. Όλα βυθίζονται στην μετριότητα, μέσα στη γενική ανακούφιση για αυτό.
Εδώ, λοιπόν, (που όποιος πάει να κάνει οτιδήποτε αξιόλογο όλοι πέφτουν επάνω του να τον φάνε, και όλοι είναι εναντίον όλων), που κανείς δεν νοιάζεται για κανέναν, και που κανείς δεν μπορεί να προσφύγει σε κανέναν, ξαφνικά: ήρθαν οι πρόσφυγες! Ξένοι αναξιοπαθούντες!
Και, ξαφνικά, πυροδότησαν το ενδιαφέρον προς τον συνάνθρωπο (που, στη φάση αυτή, δεν είναι ακριβώς άνθρωπος σαν κι εμάς, αλλά έχει εκπέσει –δεν έχει τίποτε απολύτως για να το φθονήσεις), με την εισαγόμενη κακουχία τους! Και, ξαφνικά, όλοι ένιωσαν καλύτερα, ότι υπάρχουν και χειρότερα, όλοι οι εντόπια αναξιοπαθούντες ένιωσαν ανώτεροι, που μπορούν επιτέλους να σκύψουν και να δείξουν έλεος, θυμήθηκαν την «ανθρωπιά», κι άρχισαν να προσφέρουν, να κάνουν υπερβάσεις αποδοχής, αλλά και να διαφημίζουν τον εαυτό τους ως φιλάνθρωπο και φιλελεύθερο και φιλόξενο (αλλά, και κάπου, πάλι εναντίον όλων των άλλων που...δεν είναι αρκετά), και βρήκαν ακόμη μία αιτία για να είναι καλύτερα, να νιώσουν καλύτερα ως άνθρωποι απέναντι στους ανθρώπους, και να προσπαθήσουν να επιδείξουν όλες εκείνες τις αρετές που δεν έχουν, αλλά τις εφαρμόζουν παρ’ όλα αυτά...

Κι έτσι, η Κόλαση αυτή μέσα στην οποία ζούμε, έγινε ξαφνικά πολύ βολική, πολύ δική μας, πολύ ωφέλιμη, πολύ αποδεκτή, επιφανειακά, αλλά και πολύ αναπόφευκτη...

Και όλοι, κρυφά μέσα τους, βλέποντας –από την άλλη– σαν κόλαση πια την Ελλάδα, με όλα μα όλα αυτά, άρχισαν να βλέπουν σαν παράδεισο την Γερμανία, την Ολλανδία, το Βέλγιο, την Φινλανδία (!), κ.ά.. Ω, μιλάμε, ούτε λίγο ούτε πολύ, για τον παράδεισο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, «όπως θα έπρεπε να είμαστε κι εμείς». Δουλειά-σπίτι, δουλειά-σπίτι, μισθό, ησυχία, τάξη και ασφάλεια, και όχι τόσο διεφθαρμένο κράτος. Αυτός είναι πια ο παράδεισος. Τί όνειρο!
Ένας λιγοστός και μικρός παράδεισος, όπως ο λιγοστός και μικρός κόσμος εκεί έξω, όπως ο λιγοστός και μικρός εαυτός μας. Πρέπει να αγωνιστούμε γιατί τον δικαιούμαστε.

…Τέλος Πειράματος Παρατήρησης.




Παντελής Γιαννουλάκης 











Ο ΜΠΑΜΠΟΥΛΑΣ

–Αυλαία.
Ημίφως. Σκιερή Σιλουέτα–

Δεν γνωρίζετε ποιος στ' αλήθεια είμαι, αλλά εγώ σας ξέρω όλους με τα μικρά σας ονόματα.
Λίγοι από εσάς με γνωρίζουν, αλλά κι αυτοί δεν θυμούνται το πρόσωπό μου, παρόλο που έχουμε χορέψει τόσες φορές μαζί...
Εγώ είμαι αυτός που υποκλίνεται κρυφά στα παρασκήνια της καθημερινότητας, όταν οι θεατές χειροκροτούν τις μαριονέτες μου που χοροπηδάνε πάνω στην σκηνή.
Κι αν είχατε μεγάλα αυτιά που μπορούν να ακούνε μακριά, θ' ακούγατε το τραγούδι μου που ολομόναχος το τραγουδώ πάνω στο φεγγάρι, που κρέμεται τις νύχτες παγωμένο έξω από τα σφαλισμένα σας παράθυρα. Αν είχατε μεγάλα μάτια που μπορούν να βλέπουν καλά, θα με βλέπατε να γλιστρώ από δωμάτιο σε δωμάτιο όταν είστε μόνοι σας στο σπίτι. Εγώ είμαι αυτός που γλεντώ μαζί με τις σκιές στο σκοτεινό σας σπίτι, όταν εσείς βγαίνετε έξω κι αφήνετε το σπίτι σας έρημο και σιωπηλό μεσ’ στο σκοτάδι, κι ούτε που φαντάζεστε τι γίνεται εκεί όταν εσείς δεν είστε εκεί για να το δείτε…
Το μήνυμά μου ταξιδεύει καβάλα πάνω στο σκοτάδι της νύχτας, μαζί με τις στρατιές νυχτερινών φαντασμάτων, που αφήνουν τα στοιχειωμένα σπίτια τους και ουρλιάζουν τρέχοντας πίσω από πλοία που πετούν αθόρυβα στους ουρανούς της μικρής σας πόλης. Πάνω στα κατάρτια τους ανεμίζει η δική μου σημαία. Κάθε μεθυσμένος καπετάνιος είναι αδελφός μου, και όλοι οι καλικάντζαροι που σας δαγκώνουν τα πόδια όταν κοιμάστε, είναι κουμπάροι μου. Εγώ είμαι αυτός που μπαίνει στην κουζίνα σας από την καμινάδα και σας κλέβω το φαγητό. Εγώ είμαι αυτός που φυσά με την καυτή του ανάσα πάνω στα μαξιλάρια σας το καλοκαίρι, και ιδρώνετε πάνω τους τον πυρετό που σας στέλνω εγώ καβάλα στις κουκουβάγιες, κι εγώ είμαι αυτός που με την παγωμένη ανάσα μου φυσώ πάνω στο μικρό κρεβάτι σας, και παγώνω τα σεντόνια τον χειμώνα.
Όταν εγώ είμαι ολόγυρα, κανείς σας δεν μπορεί να κοιμηθεί, κι αν κάποιος τα καταφέρει, ρίχνω μπροστά του το μαύρο πηγάδι μου και πνίγεται στα θολά νερά του –κι όταν το πρωί βγαίνει από ‘κεί μέσα δεν θυμάται τίποτε.
Εγώ είμαι αυτός που σας κλέβει τις στιγμές και τις ανακατώνει και αναμοχλεύει τον Χρόνο, και ξαφνικά εσείς τα κουτορνίθια λέτε «αυτήν τη σκηνή την έχω ξαναζήσει!» Και το δικό μου το κρασί είναι το πιο παλιό απ’ όλα, βγαλμένο από τα πιο βαθιά κελάρια του νού, εκεί που αραχνιασμένες οι μνήμες περιμένουν να τις καλέσετε στη γιορτή. Κάθε γιορτή έχει μια θλίψη γιατί εγώ είμαι αυτός που την έβαλε εκεί, για να σας ψιθυρίζει ότι απόδραση δεν έχει από μένα...

Κάνω τις βόλτες μου από σπίτι σε σπίτι, μαζί με την αόρατη περίπολο. Εφιάλτης λέγεται το άλογό μου, κι όταν περνώ εγώ - τα δόντια χτυπούν για να με χειροκροτήσουν και τα γόνατα τρέμουν από τον δικό μου σεισμό. Εγώ είμαι ο τρόμος και ο τριγμός των οδόντων.
Τον παλιό καιρό έλεγαν ότι αν κρυφτείς κάτω από το κρεβάτι μπορείς να μου ξεφύγεις, αλλά από τότε φροντίζω να χώνομαι κάτω από τα κρεβάτια και να ροκανίζω όλη τη νύχτα τα σανίδια, γνωρίζοντας πως ο κοιμισμένος του επάνω ορόφου τρέμει στον δικό μου ρυθμό. Θέλεις να κοιτάξεις τη νύχτα κάτω από το σκοτεινό κρεβάτι σου για να με δεις;
Ποιος είναι αυτός που είναι αρκετά γενναίος, για να μου αντισταθεί;
Ελάτε να σας δείξω την τρομερή μου συλλογή από γενναία ανθρωπάκια.
Τον βλέπετε αυτόν που κρέμεται απ’ το ταβάνι; Ποιος νομίζετε ότι τον κρέμασε εκεί;... Βλέπετε αυτό το πονηρό αγοράκι που τρώει πιάτα ολόκληρα από παγωμένο κρέας και λαρδί; Εμένα φώναξαν επειδή δεν έτρωγε το φαγητό του, και, για κοιτάξτε τον τώρα πως τρώει με λαιμαργία το κρύο λίπος που έμεινε από χθες στην κατσαρόλα!... Αυτή η γριά με τις βελόνες καρφωμένες στα χέρια, έπλεκε τη νύχτα δίπλα στη λάμπα, κι όταν εγώ χτυπούσα τα παραθυρόφυλλα αυτή γελούσε κι έλεγε ότι ο άνεμος είναι που την κοροϊδεύει έξω από το παράθυρο... Τον βλέπετε αυτόν το μαρμαρωμένο εκεί στην σκοτεινή γωνιά του δρόμου; Έλεγε και ξανάλεγε ότι δεν με φοβάται και σιγοσφύριζε μέσα στη νύχτα για να ξεχάσει τον φόβο του, ώσπου πετάχτηκα μπροστά του μέσα από τις σκιές την ώρα που βάδιζε και του χαμογέλασα λιγάκι. Έμεινε εκεί πετρωμένος από τρόμο, και θα τον βρούνε το πρωί οι γείτονες και θα σταυροκοπιούνται, ξέροντας ότι η γιαγιά τους είχε κάνει λάθος όταν τους έλεγε πως «της νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελά», γιατί εγώ είμαι πάντα αυτός που γελάει τελευταίος…

Ποιος είναι αυτός ο πονηρός που νομίζει ότι μπορεί να με ξεγελάσει;
Εμένα, που κάνω κούνια πάνω στους ιστούς της αράχνης και ξέρω όλα τα μονοπάτια του ποντικού. Εμένα, που βάζω τρικλοποδιές στους μεθύστακες που γκαρίζουν κακόφωνα τραγούδια το βράδυ στα σοκάκια. Εμένα, που πίσω από κάθε πόρτα παραμονεύω στο σκοτάδι για τα κοριτσάκια που θα τολμήσουν να μπουν δίχως φανάρι. Εμένα, που κρύβομαι στις σπηλιές και στα ερειπωμένα σπίτια, στις σκονισμένες σοφίτες και στα βιβλία των μάγων, στα νεκροταφεία και στους καθρέφτες. Εμένα, που σταματάω τα ρολόγια, ξεκουρδίζω τα παλιά παιδικά παιχνίδια, αδειάζω τις μπαταρίες, εξαφανίζω τα λεφτά, καίω τις λάμπες, σαπίζω τα φρούτα, ρίχνω παράσιτα στις συχνότητες, βραχνιάζω τους λαιμούς, γεμίζω με σκουλήκια τα σκουπίδια, ασπρίζω τα μαλλιά σας, μιλώ μέσα από τις οργισμένες κραυγές σας, πλημμυρίζω τα υπόγεια.    
Ποιος είναι αυτός που νομίζει ότι θα τον λυπηθώ;
Εμένα δεν με λυπήθηκε κανένας, όταν τα βράδια τριγυρνούσα πάνω στα παγωμένα δέντρα, από κλαδί σε κλαδί, όταν έκλαιγα στους λόφους με πανσέληνο μαζί με τους λύκους, κι όταν χόρευα με τις ταφόπλακες σε κοιμητήρια που τά 'πνιξαν τα χόρτα. Όταν έτρεμα πίσω από τις κουρτίνες στα κρύα παράθυρα, όταν κρεμόμουν πάνω από τις σκοπιές των στρατοπέδων στα βουνά, όταν ένιωθα μοναξιά χτυπώντας θορύβους μέσα στα σπίτια των κοιμισμένων, όταν βρεχόμουν κάτω από τις σχάρες των υπονόμων μέσ’ στην βροχή ψιθυρίζοντας ονόματα. Ούτε λυπήθηκα ποτέ μου τον ζητιάνο που ξαπλώνει στους δρόμους και κλαίει για τα λεφτά σας, όταν του έριχνα κλωτσιές στα πλευρά και τρύπες στα παπούτσια. Εγώ είμαι αυτός που φέρνει φαγούρα στις πονηρές γάτες και φταρνίσματα στους σκύλους που γαβγίζουν όταν περνώ απ' τις αυλές.

Είμαι μέσα σε κάθε ντουλάπα τη νύχτα, κι αν τολμάς άνοιξέ την, να δεις το πρόσωπό μου να κρέμεται από τις κρεμάστρες, δίπλα στα μαύρα σκοροφαγωμένα παλτά, και στις φλοκάτες που μοιάζουν με ακίνητες αρκούδες που καραδοκούν στο μπαούλο, περιμένοντας ένα σύνθημά μου για να μουγκρίσουν μέσα στη σιωπή του μικρού σπιτιού σου.
Είμαι μέσα σε κάθε παλιά αποθήκη, σε κάθε ερείπιο που στέκει σαν ναυάγιο στη θάλασσα της νύχτας στην εξοχή. Είμαι μέσα σε κάθε παλιό εγκαταλειμμένο σπίτι και σε παρακολουθώ από το σκοτεινό παράθυρο όταν επιταχύνεις το βήμα σου για να το προσπεράσεις. Είμαι πίσω από κάθε βρώμικη κουρτίνα καπηλειού, περιμένω κάτω από τη σκάλα κάθε υπογείου και κάνω τραμπάλα στους πολυελαίους των αρχοντικών όταν οι άρχοντες λείπουν σε ταξίδι. Εγώ φέρνω τις κατσαρίδες στις κουζίνες των εργένηδων, και εγώ είμαι αυτός που κάνω κλέφτες τους φτωχούς και κακούς τους βασανισμένους.
Τριγυρνώ μαζί με στρατιές από δαιμόνια μέσα στα σκοτεινά τούνελς, που φιδογυριστά απλώνονται κάτω από τα πόδια σας μέσα στην πόλη, χωρίς εσείς να ξέρετε τίποτε για τις υπόγειες περιπλανήσεις μας. Τις νύχτες καλπάζω μαζί με το ιππικό των ξωτικών πάνω στα κεραμίδια και στις ταράτσες, κάνουμε θόρυβο, χαλάμε τις κεραίες και σας παρακολουθούμε από τα ανοιχτά σας παράθυρα και σας κρυφακούμε από τους φωταγωγούς. Εγώ είμαι αυτός που, όταν πάτε να κατεβείτε από τις σκάλες, κλείνω το φως του διαδρόμου και πέφτει πάνω σας το σκοτάδι στη μέση δύο ορόφων...
Είμαι μέσα σε κάθε αμάξι με άχυρα που περνά το βράδυ έξω από τα κατώφλια σας στα χωριά, κι ο οδηγός του είναι ο Χάρος που φορά το ψάθινο καπέλο για να μην φαίνεται το άσπρο του κρανίο, και κάτω απ’ τα άχυρα μαζί μου έχω αγκαλιά τους νεκρούς συγγενείς σας που πέθαναν προχτές από λησμονιά από πανούκλα ή από δυσεντερία. Κι εσείς νομίζετε ότι είναι κάποιος αγρότης που πάει τα άχυρα στη φάρμα για να φάνε τα γαϊδούρια…
Εγώ είμαι αυτός που φτύνω σκιές στο μονοπάτι σας, που στριγκλίζω στα κεραμίδια  όταν έχει καταιγίδα, που κουνάω τις κουνιστές καρέκλες όταν κανείς δεν κάθεται πάνω τους.
Εγώ είμαι αυτός που κάνει τα ξερά δέντρα να μοιάζουν με δαίμονες που πέφτουν ν' αρπάξουν τον ταξιδιώτη, όταν περνά από κάτω τους τη νύχτα με τρόμο στην ψυχή. Εγώ είμαι αυτός που τρελαίνω τις κότες και κακαρίζουν τις νύχτες στα κοτέτσια μέχρι το πρωί, εμένα βλέπουν τα μωρά και κλαίνε μέσα στις κούνιες τους, και εγώ είμαι εκείνος ο άγνωστος που μπαίνει στην ταβέρνα φορώντας το μαύρο πανωφόρι και το μακρύ καπέλο, και κάθεται μόνος του στη γωνία πίνοντας αίμα που εσείς το περνάτε για κρασί.

Είμαι ένα αστείο παραμιλητό που κρύβει κάτι ανείπωτα τρομερό. Είμαι η αλήθεια πίσω από κάθε ψέμα και η κατάρα του τρελού που τον πετροβολούν τα παιδιά. Είμαι η αγωνία του χαρτοπαίκτη, το βουητό της μύγας και τα φτερά της νυχτερίδας. Είμαι το σχοινί του κρεμασμένου και ο μανδραγόρας που φυτρώνει στο χώμα από το σπέρμα του. Είμαι οι σκιές που φεύγουν την αυγή, για να ξαναγυρίσουμε το δειλινό και μέχρι τότε περιμένουμε στο σκοτάδι των κλειστών σπιτιών και στα υπόγεια εργαστήρια των συνομωτών.

Είμαι αυτό που δεν είναι κανένας, και είμαι όλοι αυτοί που θέλησαν να είναι κάτι αλλά οι άλλοι δεν τους άφησαν.
Είμαι παντού και πουθενά, όλα τα κάνω όταν θέλω, και δεν αφήνω κανέναν να κάνει τίποτε όταν δεν το θέλω.
Ορίστε, βγάζω το καπέλο κι ανοίγω το μαύρο πανωφόρι μου. Είμαι σκιά.
Είμαι ο Κανένας.
Όταν ήσασταν παιδιά μικρά, που φοβόντουσαν τη σκιά τους, με ξέρατε καλά με τ' όνομά μου. Έχω ονόματα πολλά, θρύλους αμέτρητους και χίλια τραγούδια. Αμέτρητου τρόμου ιστορίες. Μα, μέσα σε εκείνους τους λαβυρίνθους της μνήμης σας, θυμάστε τ' όνομά μου, κι αναριγούν τα πλήθη στ' άκουσμά του. Εμένα ονειρεύεστε...

Νομίζετε ότι υποψιάζεστε τα μυστικά μου; Σας περιφρονώ και σας φτύνω! 
Όλοι σας θα πεθάνετε και θα σας κλείσουν σ’ ένα κουτί που θα εξαφανιστεί κάτω απ’ το χώμα,  και θα χαθεί μέσα στα τούνελς μου μαζί με αρουραίους, μεσ’ στις στοές που χοροπηδάνε οι Σάτυροι και χορεύουν με τα χαμένα σας όνειρα και με τις παιδικές σας ηλικίες. .
Εγώ είμαι ο Μπαμπούλας.
Αστείο δεν είναι;
Και σας γνωρίζω όλους με τα μικρά σας ονόματα.
Υπάρχει κανείς εδώ που δεν με φοβήθηκε ποτέ;;...

-Αυλαία-


Π. Γ.

Ιδού όλα τα εξώφυλλα όλων των τευχών 
του περιοδικού STRANGE
1998 - 2020
/
link (click) >
/
STRANGE HISTORY