ΘΕΡΒΑΝΤΕΣ

«Donec eris felix, multos nuberablis amicos, tempora si fuerint nubila, solus eris…»
Κάτων

Νομίζω πως το πιο ωραίο βιβλίο που έχω διαβάσει ποτέ, είναι ο Δον Κιχώτης του Θερβάντες. Έτσι κι αλλιώς, είναι ένα από τα πιο πολυδιαβασμένα βιβλία του κόσμου, όλων των εποχών, ένα βιβλίο που πρωτοτυπώθηκε στη Μαδρίτη τον Ιανουάριο του 1605 με τον τίτλο EL INGENIOSO HIDALGO DON QUIXOTE DE LA MANCHA.
Κι από τότε μέχρι σήμερα, ο ρομαντικός τρελός ιππότης, ο διασημότερος όλων των ιπποτών, καβάλα στο άλογο του τον Ροσινάντε, μαζί με τον πραγματιστή και άξεστο σύντροφο του, τον Σάντσο Πάντσα (πάνω στο γαϊδουράκι του), ζουν τις πανέμορφες περιπέτειες τους μέσα στις σελίδες αυτού του αριστουργήματος της Φανταστικής Λογοτεχνίας.
Ο Αλόνσο Κιχάνο από τη Μάντσα, ένας αθεράπευτα ρομαντικός ξερακιανός γέροντας, μισότρελος από τη συνεχή ανάγνωση ιπποτικών μυθιστορημάτων, ρομάντζων και παραμυθιών, αποφασίζει να αναβιώσει τον ιπποτικό θρύλο και ξεκινά καβάλα στο ψωριάρικο άλογο του, ντυμένος με την τενεκεδένια πανοπλία του και τα αληθινά όπλα του, για να πολεμήσει το Κακό όπου το βρει, να υπερασπίσει το δίκαιο και τους αδύναμους, και να κερδίσει μ’ αυτόν τον τρόπο την καρδιά της Δουλτσινέας του, που ποτέ του δεν την έχει δει. Μαζί με έναν χωριάτη, που τον μετατρέπει σε πιστό του υπηρέτη, τον καλοκάγαθο αλλά και κουτοπόνηρο Σάντσο Πάντσα, που τον ακολουθεί όπου πηγαίνει καβάλα στο γαϊδουράκι του, θα καταδυθεί στις πιο απίθανες περιπέτειες. Βήμα προς βήμα, μέσα από κωμικές και ταυτόχρονα τραγικές ή επικές καταστάσεις, θα αρχίσει να χάνει κάθε επαφή με την πραγματικότητα και να μπαίνει όλο και πιο βαθιά μέσα στο όνειρο, στο δικό του όνειρο, μετατρέποντας όλα τα στοιχεία της καθημερινής ζωής σε στοιχεία του ονείρου του. Τελικά, μέσα από όλα αυτά, θα γίνει αληθινός ιππότης, και βέβαια από τότε δεν θα μπορεί να υπάρξει ιπποτικός θρύλος χωρίς τη σκιά του Δον Κιχώτη μέσα του.
Μπορεί οι τόποι των περιπλανήσεων του να είναι στην πραγματικότητα τα πεδία του ονείρου, αλλά σ’ αυτόν τον «απογοητευτικό σύγχρονο κόσμο», (όπως συχνά τον αποκαλεί ο Θερβάντες, αναφερόμενος φυσικά στον 17ο αιώνα), οι περιπλανήσεις αυτές φαίνεται ότι έγιναν στις περιοχές της Καστίλης Λα Μάντσα, τις σχεδόν ερημικές εκτάσεις νοτιοανατολικά της Μαδρίτης, που είναι και οι πιο αραιοκατοικημένες περιοχές της Ισπανίας. Όλα ξεκινούν στο χωριό της γέννησης του, την Αρμασίγια Ντε Άλμπα, εκεί που ο Δον Κιχώτης πρωτοείδε το φως - και στη διήγηση του βιβλίου αλλά και στην πραγματικότητα: γιατί ο Θερβάντες έγραψε τα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου, έγκλειστος στη φυλακή αυτού του χωριού, την Κάσα Μεδράνο, που φυσικά υπάρχει μέχρι σήμερα εκεί και προσελκύει πολλούς επισκέπτες. Εκεί κοντά, στέκει και το χωριό Πουέρτο Λάπιθε, ένα πολύ σημαντικό μέρος, γιατί στο μικρό του πανδοχείο, το Λα Βέντα Ντε Πουέρτο Λάπιθε, ο Δον Κιχώτης χειροτονήθηκε ιππότης από τον άξεστο πανδοχέα του, που φυσικά ο Κιχώτης τον θεωρούσε ευγενή οικοδεσπότη κάποιου πύργου - και παρ’ όλο που οι θαμώνες αποφάσισαν να του στήσουν τη φάρσα του ιπποτικού χρίσματος, ο Κιχώτης χρίζεται στ’ αλήθεια ιππότης, τουλάχιστον για όσους μπορούν να το καταλάβουν αυτό. Αυτό το πανδοχείο του 16ου αιώνα, στέκει και σήμερα εκεί, με το ίδιο όνομα και τη μικρή αυλή στην οποία ο Δον Κιχώτης έκανε την «αγρύπνια των όπλων», τη δοκιμασία της μύησης του στα ιπποτικά μυστήρια.
Υπάρχουν δυο χωριά στην Ισπανία, εκεί στην Καστίγιε Λα Μάντσα, που διεκδικούν την πατρότητα των θρυλικών ανεμόμυλων-γιγάντων με τους οποίους πολέμησε ο γενναίος ιππότης. Πρόκειται για τα χωριά Κάμπο Ντε Κριπτόνα και Κονσουέιρα, που διαθέτουν πολλούς παμπάλαιους ανεμόμυλους, και το καθένα τους υποστηρίζει μαχητικά ότι ο Κιχώτης πολέμησε με τους δικούς του ανεμόμυλους. Στην περίπτωση της Κονσουέιρα μάλιστα, οι ντόπιοι έχουν βαφτίσει τους ανεμόμυλους της με ονόματα παρμένα από το θρυλικό μυθιστόρημα.
Το χωριό της πανέμορφης άγνωστης Δουλτσινέας, ήταν το Τομπόσο, και το σπίτι της -που υποτίθεται ότι είναι ένα χωριατόσπιτο του 16ου αιώνα που στέκει ακόμη εκεί- έχει μετατραπεί σε μουσείο (αν και δεν μπορώ να φανταστώ τί μπορεί να εκθέτει), ενώ το χωριό επίσης φιλοξενεί και μιά βιβλιοθήκη Θερβάντες, όπου φυλάσσονται οι σπανιότερες εκδόσεις του Δον Κιχώτη (σημειώστε ότι στο βιβλίο, οι άξεστοι ντόπιοι δεν φέρθηκαν καθόλου καλά στον δύστυχο ιππότη). Τέλος πάντων, απ’ ότι φαίνεται η αληθινή Δουλτσινέα λεγόταν Αλόνσα Λορέντσο, και ο Δον Κιχώτης της έδωσε το πασίγνωστο όνομα της «Δέσποινας των Λογισμών του»: Δουλτσινέα Ντελ Τομπόσο, που στην ουσία σημαίνει «Δέσποινα του Τομπόσο» (που μας φέρνει στο νού την Παρθένο Μαρία, στο όνομα της οποίας συχνά έκαναν τους άθλους τους οι ιππότες). Επίσης, είναι χαρακτηριστικό ότι κατά τη διάρκεια της αναζήτησης της στο μέρος αυτό, ο Σάντσο στήνει μια φάρσα στον Κιχώτη και του παρουσιάζει για Δουλτσινέα μιά άκομψη χωριατοπούλα, και ο κακόμοιρος ιππότης μας δυστυχεί πιστεύοντας ότι κάποιος έκανε μάγια στην ονειρική πριγκίπισσα του.
Ανεξάντλητες οι περιπέτειες του Δον Κιχώτη, το ίδιο και οι συμφορές στις οποίες πέφτει: τον χρίζουν βασιλιά των αθλίων και του τρυπούν τα πλευρά (όπως τον Ιησού), του σπάζουν τα δόντια, τον χλευάζουν και τον κοροϊδεύουν, διασκεδάζουν εις βάρος του ξεγελώντας τον (κι αυτός καλοκάγαθα μεταφράζει αλλιώς τα πειράγματα τους), τον κλειδώνουν σ’ ένα κλουβί και τον τριγυρίζουν στα χωριά, πολεμά σαν αληθινός ιππότης εναντίον των πιο παράδοξων εχθρών: ανεμόμυλους, κατσίκια, ανύποπτους διαβάτες, τσουβάλια, βαρέλια, παράθυρα, κάρα, βόδια, αχυρώνες, πανδοχείς και αγρότες, μέθυσους και πόρνες. Συναντά άλλους «ιππότες», «δούκες» και «βασιλιάδες», «πριγκίπισσες» και «κοντέσες», Μαυριτανούς, δαίμονες, ξωτικά, φαντάσματα, κουρείς και οδοντίατρους, προδότες και βλάσφημους. Ακούει απίστευτες ιστορίες, δράματα ερωτευμένων ζευγαριών, θαλασσινά κατορθώματα, τρομακτικές διηγήσεις, ακούει πονεμένες εξομολογήσεις και προσπαθεί να βοηθήσει κάθε αδύναμο και κατατρεγμένο. Αυτός και ο Σάντσο γίνονται θύμα απίστευτων φαρσών, κάποιοι τους δένουν τα μάτια πείθοντας τους ότι πετούν στο διάστημα μέσα σ’ ένα ξύλινο διαστημόπλοιο, άλλοι ξεγελούν τον Κιχώτη ότι θα συναντήσει τον Μάγο Μέρλιν, ή διορίζουν τον Σάντσο βασιλιά ενός άγνωστου νησιού στην κεντρική (!) Ισπανία. Στο τέλος ο Δον Κιχώτης, επιστρέφει απογοητευμένος στο μικρό χωριό του, όπου και πεθαίνει άρρωστος από τα βάσανα και τις κακουχίες που πέρασε, αποκηρύσσοντας το ιπποτικό ιδεώδες.
Κι από τότε, όπως μπορεί εύκολα να διαπιστώσει κανείς, ο Μύθος αναμιγνύεται με την Ιστορία, μεταμορφώνοντας την σε κάτι πολύ θαυμαστό: την αέναη καταγραφή των ανθρώπινων πόθων και συναισθημάτων, όπως αυτά εκδηλώνονται στον εξωτερικό κόσμο μέσα από τα συμβάντα της μοίρας. Πιστεύω ακράδαντα ότι όποιος διαβάσει τον Δον Κιχώτη, δεν θα μπορέσει ποτέ ξανά να αμφισβητήσει την αλήθεια που κρύβουν όλα τα παραμύθια. Όπως γράφει και ο Θερβάντες (Μέρος Α’, κεφ.9):
«…η Αλήθεια, που μητέρα της είναι η Ιστορία, η ανταγωνίστρια του Χρόνου, η παρακαταθήκη των πεπραγμένων, ο μάρτυς του παρελθόντος, το παράδειγμα και η συμβουλή για το παρόν, η προειδοποίηση για το μέλλον, αιώνια μεταμφιεσμένη σε ανθρώπινες διηγήσεις…»
Το σπίτι στο οποίο γεννήθηκε ο Θερβάντες πριν από 450 χρόνια, στέκει ακόμη στο χωριό Αλκάλα Ντε Ενάρες, και έχει μεταμορφωθεί σ’ ένα μικρό μουσείο. Εκεί μπορεί κανείς να δει και την μοναδική πένα-φτερό με την οποία γράφηκε το πολυσέλιδο αυτό έργο, που ο θρύλος λέει ότι τη χάρισε στον Θερβάντες ένας Μαυριτανός Αλχημιστής. Το βιβλίο γράφτηκε σε δύο μέρη, εν μέσω μεγάλων κακουχιών και περιπετειών του συγγραφέα του. Το πρώτο παρουσιάστηκε το 1605 και το δεύτερο το 1615, και μεταφράστηκε σχεδόν αμέσως σε πολλές γλώσσες, με πρώτη τα αγγλικά γύρω στο 1612, απ’ όπου και ίσως οφείλει την παγκόσμια φήμη του.
Ξέρω ελάχιστους ανθρώπους που έχουν διαβάσει στ’ αλήθεια τον Δον Κιχώτη. Είναι από εκείνα τα βιβλία που όλοι λένε ψέματα ότι τα έχουν διαβάσει, γιατί είναι κλασσικά. Είναι μια ιστορία που την ξέρουν με δυο λόγια, την έχουν ακουστά, κι αυτό είναι όλο. Όμως απολύτως κανείς από τους ανθρώπους που εγώ έχω συναντήσει, δεν ξέρει τίποτε για τον Θερβάντες, τον μεγάλο συγγραφέα του βιβλίου. Έτσι, αποφάσισα σ’ αυτές τις σελίδες να διηγηθώ εγώ την ιστορία του.
Ο περισσότερος κόσμος δεν γνωρίζει πως η ζωή του Θερβάντες ήταν πιο πολυτάραχη και γοητευτική απ’ αυτήν του Δον Κιχώτη. Παρ’ όλο που καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια, είχε πάρα πολλές οικονομικές δυσκολίες που τον ανάγκασαν να δουλέψει σκληρά μέχρι τα γηρατειά του. Ο Θερβάντες πρέπει να είναι το πρότυπο του περιπετειώδη ανθρώπου (απ’ όσο ξέρω, μόνο ο Λοχαγός Σερ Ρίτσαρντ Μπέρτον ίσως τον ξεπερνά σ’ αυτό):
Συγγραφέας, στρατιώτης, ναυτικός, φιλόσοφος, εξερευνητής και πολεμιστής, περιηγητής και μυστικιστής, σπουδάζει φιλοσοφία στη Σαλαμάνκα, διατελεί καμαριέρης ενός επισκόπου στη Ρώμη, μονομαχεί με πολλούς αντιπάλους, σε μια μάχη είχε χάσει το αριστερό του χέρι (γεγονός που ερμηνεύεται ως υψηλά μυητικό από τους μελετητές του αποκρυφισμού). Αιχμαλωτίστηκε για πέντε ολόκληρα χρόνια από τους Άραβες, φυλακισμένος στο Αλγέρι, απόπειρες απόδρασης και κυνηγητά, εξορίες και εντάλματα συλλήψεως, βλέπει δεκάδες φορές τον Χάρο με τα μάτια του. Λαμβάνει μέρος σε εκστρατείες εναντίον των Τούρκων στην Κύπρο, στην Πύλο και στην Κέρκυρα, πολεμά στην Ναυμαχία της Ναυπάκτου, κάνει πολλά παιδιά, γυρίζει όλη την Ισπανία ως φοροεισπράκτορας και τελικά εξαιτίας ενός λάθους φυλακίζεται πάλι… Του αρέσει το θέατρο, η μουσική, μελετά την Αλχημεία, την Καμπάλα, τους ιπποτικούς μύθους, την αρχαία και νέα ποίηση, τα παράδοξα Γεωγραφικά βιβλία του παρελθόντος και τις παραδόσεις της Ισπανίας και της Αραβίας.
Κατά τη Ναυμαχία της Ναυπάκτου, ο Θερβάντες ήταν άρρωστος από πυρετούς (που τον βασάνιζαν πολλά χρόνια) και οι συνάδελφοί του δεν ήθελαν να τον αφήσουν να πάρει μέρος στην μάχη, επιμένοντας να μείνει ήσυχος στο εσωτερικό της γαλέρας. Μα αυτός οργίστηκε λέγοντας: «Προτιμώ να πολεμήσω εναντίον των απίστων υπηρετώντας τον Θεό και τον βασιλιά μου και να πεθάνω γι’ αυτούς, παρά να μείνω κάτω από το κατάστρωμα άπραχτος, σαν δειλός…» και παρακάλεσε να τον τοποθετήσουν στην πιο επικίνδυνη θέση. Έτσι κι έγινε, και πολέμησε γενναία, παίρνοντας μάλιστα λάφυρο τη σημαία του Αιγυπτιακού στόλου. Σ’ αυτήν τη μάχη δέχτηκε τρεις μπάλες από αρκεβούζιο, δυο στο στήθος και μια στο αριστερό του χέρι, που έμεινε για πάντα άχρηστο. Με υπερηφάνεια έδειχνε σε όλη του τη ζωή το αχρηστεμένο χέρι του και τις πληγές του, που, όπως έλεγε, τις είχε λάβει «στο πιο δοξασμένο γεγονός που είδανε ή θα δούνε ποτέ οι αιώνες…»
Το Σεπτέμβριο του 1575, καράβια Αλγερινών κουρσάρων χτυπούν το πλοίο του, αιχμαλωτίζουν το πλήρωμα και τον Θερβάντες, και τους οδηγούν στο Αλγέρι. Φυλακίζεται ανάμεσα σε εικοσιπέντε χιλιάδες σκλάβους, στα κάτεργα, σε βασανιστήρια και στις πιο άθλιες συνθήκες που μπορεί να φανταστεί ο ανθρώπινος νους.
Τον Θερβάντες τον πήρε τελικά ο κυβερνήτης του καραβιού που τους είχε αιχμαλωτίσει, ο αρβανίτης πειρατής Νταλί Μαμί. Το καλό παρουσιαστικό του αιχμαλώτου του, η αντρειοσύνη του, ο σεβασμός που του έδειχναν όλοι οι αιχμάλωτοι, καθώς και η μόρφωση και η ευγένεια του, έκαναν τον Μαμί να πιστέψει ότι ο Θερβάντες ήταν κάποιο πολύ επίσημο πρόσωπο από μεγάλο σπίτι, και πως θα μπορούσε να πάρει γι’ αυτόν πλούσια λύτρα. Έτσι τον μεταχειριζόταν με μεγάλη σκληρότητα, κρατώντας τον κλειδωμένο και βασανίζοντας τον με φρικτά βασανιστήρια. Κι έτσι, οι φυσικές και ηθικές χάρες του Μιγκουέλ Θερβάντες, και η αναγνώριση που του είχε γίνει από τους πατριώτες του για την ανδρεία και τις υπηρεσίες του, του χρησίμευσαν μόνο για να κάνουν μεγαλύτερα τα βάσανα του.
Το δυστύχημα ήταν ότι είχε μαζί του και τον αδελφό του, που υπόμενε τα ίδια βάσανα εξαιτίας του. Αποπειράθηκαν δυο φορές να δραπετεύσουν, αποτυχημένα. Τελικά οι γονείς τους στερήθηκαν τα πάντα, έκαναν οικονομίες και εράνους επί δύο χρόνια και κατάφεραν να στείλουν ένα χρηματικό ποσό στο Αλγέρι ως λύτρα για την απελευθέρωση τους. Τα χρήματα όμως επαρκούσαν μόνο για τον ένα από τους δύο, και ο Θερβάντες έστειλε τον αδελφό του στην πατρίδα.
Συνεννοήθηκαν όμως, μόλις εκείνος έφτανε στην Ισπανία, να έστελνε ένα πλοίο σ’ ένα προκαθορισμένο σημείο, στο οποίο θα έφταναν προηγουμένως ο Θερβάντες και οι σύντροφοι του δραπετεύοντας. Έτσι κι έγινε. Δεκαπέντε απ’ αυτούς με τον Μιγκουέλ αρχηγό, δραπέτευσαν και κρύφτηκαν σ’ ένα σύμπλεγμα από υπόγεια σπήλαια κοντά στην προκαθορισμένη ακτή. Όμως έγινε προδοσία, το πλοίο δεν κατάφερε να προσεγγίσει την παραλία, η σπηλιά πολιορκήθηκε και όλοι τους αιχμαλωτίστηκαν πάλι. Ο Θερβάντες οδηγήθηκε στον αντιβασιλέα όπου δήλωσε:
«Κανείς από όλους αυτούς τους Χριστιανούς δεν έχει φταίξει, γιατί εγώ μονάχος ετοίμασα τούτη την απόδραση και τους παρακίνησα να φύγουν. Σ’ εμένα αξίζει μόνο η τιμωρία…»
Ο αντιβασιλέας θαύμασε την ευγένεια και την ανδρεία του και τους χάρισε τη ζωή. Ο Θερβάντες αποπειράθηκε όμως άλλες δυο φορές να δραπετεύσει, και καταδικάστηκε για την πρώτη απόπειρα σε δύο χιλιάδες ραβδισμούς στην πλάτη (και από τότε καμπούριαζε αισθητά), και για τη δεύτερη απόπειρα καταδικάστηκε σε έξη μήνες αλυσοδεμένος σ’ ένα σκοτεινό υπόγειο. Καθ’ όλη τη διάρκεια της αιχμαλωσίας του, είχε αρνηθεί επίμονα να αλλαξοπιστήσει, σχεδίασε μια επανάσταση των σκλάβων και μια απελευθέρωση του Αλγερίου που απέτυχε, έδινε κουράγιο σε όλους καθημερινά, απάγγελνε ποιήματα στους τραυματίες και έστελνε ενθαρρυντικά ραβασάκια σε όλους τους Χριστιανούς με αποσπάσματα από τα λόγια του Ιησού. Γι’ αυτόν, εκείνα τα πέντε μαρτυρικά χρόνια της σκλαβιάς, ήταν -όπως λέει ο ίδιος- «ένα διαρκές μάθημα υπομονής στη δυστυχία».
Τελικά, τη στιγμή που τον αλυσόδεναν για να τον πάνε στην Κωνσταντινούπολη και να τον πουλήσουν, έφτασε η είδηση ότι είχαν πληρωθεί τα λύτρα για την απελευθέρωση του. Τα υπέρογκα λύτρα είχαν πληρώσει οι μοναχοί του Τάγματος της Αγίας Τριάδας και η οικογένεια του, σε συνεργασία με διανοούμενους της Μαδρίτης και εμπόρους του Αλγερίου. Στις 24 Οκτωβρίου του 1580, έκανε πανιά μαζί με μερικούς πιστούς συντρόφους του για την πατρίδα του. Πάτησε τα ισπανικά χώματα στη Ντένια, νοτίως της Βαλένθιας, δοκιμάζοντας, όπως γράφει ο ίδιος: «…τη μεγαλύτερη από τις χαρές που μπορεί να νιώσει κανείς σ’ αυτήν την εφήμερη ζωή: να φτάσει κανείς, ύστερα από μακρόχρονη μαρτυρική σκλαβιά, σώος στην πατρίδα του. Γιατί δεν είναι στον κόσμο άλλη μεγαλύτερη ευτυχία για τον άνθρωπο, από το να αποκτά τη χαμένη του λευτεριά και να επιστρέφει στη χαμένη του πατρίδα…»
Οι περιπέτειες του όμως δεν έχουν τελειωμό, το ίδιο και τα βάσανα του, και δυστυχώς χρειάζεται ένα ολόκληρο βιβλίο για να περιγραφούν.
Ο Δον Κιχώτης, καθώς και τα περισσότερα έργα του μεγάλου συγγραφέα, γράφτηκαν κάτω από τέτοιες συνθήκες, σε φυλακές, βασανιστήρια, περιπλανήσεις, δυστυχίες και κακουχίες.
Το 1613, ενώ γράφει το ποιητικό του έργο Ταξίδι στον Παρνασσό, παίρνει το σχήμα του Τάγματος των Μοναχών του Αγίου Φραγκίσκου, και αργότερα πεθαίνει βαριά άρρωστος και ολομόναχος στις 23 Απριλίου του 1616, σε ηλικία 69 χρονών. Τον έθαψαν με το ένδυμα των μοναχών και με ένα απλό ξύλινο σταυρό στα χέρια, στην εκκλησία των καλογραιών της Αγίας Τριάδος, ενώ μόνο πέντε μοναχοί και δύο καλοί φίλοι του ποιητές, παρακολούθησαν τη σεμνή του κηδεία.
Τον καιρό που η αθανασία χάραζε το όνομα του στις μνήμες όλων των ανθρώπων του κόσμου, η λησμονιά ενός ολόκληρου αιώνα έκρυψε τον τάφο του από τα μάτια των ανθρώπων, κι έτσι η θέση που κρύβονται τα οστά του Μιχαήλ Ντε Θερβάντες Σααβέδρα, δημιουργού του αθάνατου Δον Κιχώτη, παραμένει άγνωστη μέχρι σήμερα. Μόνο ο Δον Κιχώτης έχει μείνει να ψιθυρίζει μέσα στις σελίδες: «Viva Los Caballeros Andantes»…

SPHINX

Ζούμε σε έναν υπέροχο και πολύ παράξενο κόσμο.
Δυστυχώς όμως, βιώνουμε αυτόν τον κόσμο μέσα από μια πολύ απογοητευτική και μέτρια καθημερινή πραγματικότητα, η οποία είναι τελείως κατασκευασμένη από τους λίγους για τις μάζες, κατασκευασμένη για τα μυρμήγκια που προσωποποιούμε όλοι μας, κατασκευασμένη από τις αράχνες που μας εγκλωβίζουν στον περίτεχνα αυστηρό ιστό τους. Παρ’ όλο που αυτό το ξέρω καλά και μάλιστα σε όλες του τις πιθανές λεπτομέρειες, παρ’ όλο που το διδάσκω παντού και πάντα, παρ’ όλο που κάνω ό,τι μπορώ για να ξεφύγω απ’ αυτήν την τρομερή αλήθεια (γνωρίζοντας ότι το μόνο όπλο που έχω είναι η φαντασία μου), υπάρχουν στιγμές που το συνειδητοποιώ πιο έντονα απ’ ότι άλλες. Είναι στιγμές που το βιώνω αληθινά και ξεκάθαρα.
Και τότε, η απογοήτευσή μου είναι τέτοια που προσπαθώ να γαντζωθώ από διάφορες -πως να το πω- «μικρές χαρές», συχνά μάλιστα μικροσκοπικές, για να πάρω κουράγιο, να «χαθώ», να σταθώ πάνω από την ομορφιά μιας μικρής λεπτομέρειας, αντικρίζοντάς την σαν μια πύλη για αλλού, να καταδυθώ μέσα της, να σταματήσω την αέναη κίνηση του χωρόχρονου, να νιώσω μια χαρά απρόβλεπτη, μυστική, αόρατη. Ονομάζω αυτές τις χαρές «μικρόκοσμους», γιατί αληθινά τις αντιλαμβάνομαι σαν ατμοσφαιρικούς μικρόκοσμους, που στέκουν απαρατήρητοι παντού γύρω μας.
Αυτή τη στιγμή που διαβάζεις αυτές τις γραμμές, γύρω σου υπάρχουν αμέτρητοι τέτοιοι μικρόκοσμοι, αλλά δεν τους βλέπεις, γιατί δεν έχεις μάθει να τους βλέπεις, γιατί έχεις μάθει να βλέπεις μόνο τα πράγματα που είναι «σημαντικά», «λειτουργικά», ή -στην καλύτερη περίπτωση- «τυχαία». Ενώ οι μικρόκοσμοι για τους οποίους μιλώ (έτσι αφηρημένα), εκ πρώτης όψεως είναι ασήμαντοι, άχρηστοι, ή -στην καλύτερη περίπτωση- συγχρονικότητες (συμπτώσεις με νόημα). Το να τους ανιχνεύεις είναι μια ολόκληρη μυστική τέχνη, που δεν ευελπιστώ να σου τη μεταδώσω μέσα σε δυο-τρεις σελίδες.
Προσωπικά το βιώνω κάπως έτσι:
Εκείνη τη μοιραία στιγμή που η καθημερινή πραγματικότητα πέφτει επάνω μου με όλο της το βάρος και την απογοήτευση (συνήθως μέσα από κάποια ατυχή πρόφαση), έρχεται ξαφνικά προς βοήθειά μου μια μικρή χαρά. Μερικές φορές είναι μία λέξη, τόσο όμορφη και καλειδοσκοπική, που μου ξεκλειδώνει υπέροχα νοήματα ή χαμένες μνήμες, ή με παρασύρει σε μια μικρή εσωτερική ποίηση, μονολεκτική. Άλλες φορές είναι ένας συγκεκριμένος κόκκος σκόνης που αιωρείται κατά μήκος μιας ηλιαχτίδας που εισχωρεί από το παράθυρο. Ένας μικρός λεκές πάνω στο τραπέζι, που μοιάζει με πρόσωπο. Το βλέμμα σε ένα διακοσμητικό αγαλματάκι. Ο γκριζογάλαζος καπνός από το τσιγάρο μου, που πλέκει τον εαυτό του μέχρι το ταβάνι. Δύο νότες, ή η αρμονική μνήμη μιας μικρής μελωδίας που με παρασέρνει στη μαθηματική επανάληψή της. Κάτι που είπε κάποιος εκείνη τη στιγμή. Μια καλλίγραμμη σκιά στον απέναντι τοίχο. Οι φλέβες πάνω στο χέρι μου. Το ασημένιο λογότυπο μιας εταιρίας πάνω σε μια συσκευή. Το καθρέφτισμα της λάμπας πάνω στο τζάμι. Η λαβή ενός χαρτοκόπτη. Ένα συγκεκριμένο φύλλο στο φυτό μιας γλάστρας. Μια απόχρωση. Μια μυρωδιά. Καταλαβαίνεις; Τέτοια πράγματα…
Και τότε, κάνω μια απροσδιόριστη και ανεπαίσθητη εσωτερική κίνηση και καταδύομαι στο σωτήριο αυτό μικρόκοσμο. Κι ο Παντελής δεν είναι πια εδώ. Έχεις απέναντί σου ένα σωσία μου, που κάνει ότι σ’ ακούει, που κουνά μηχανικά το κεφάλι, μπορεί ακόμη και να σου μιλάει. Αλλά εγώ είμαι σ’ ένα αισθητικό μικρόκοσμο, δραπέτης από την καθημερινή πραγματικότητα, χωρίς κανείς να το ξέρει. Και τότε συνδέομαι με την πηγή μιας μεγάλης χαράς. Μιας χαράς αόρατης και μυστικής, που είναι παντού, που είναι φιλεύσπλαχνη, ευγενική, διδακτική, μιας χαράς που δεν έχει προβλεφθεί από το σύστημα για να εμποδιστεί η πρόσβαση σ’ αυτήν. Μιας χαράς γεμάτης πληροφορίες που οδηγούν παντού, που συνδέονται με τα πάντα, μιας χαράς πλημμυρισμένης από ψυχεδέλεια, από σύμβολα, από διηγήσεις, από Μούσες, από «έμπνευση» (τι ωραία λέξη, σημαίνει κάτι που πνέει μέσα σου, έναν εσωτερικό άνεμο). Είναι, για μένα, η καθημερινή ατράνταχτη απόδειξη ότι ο κόσμος δεν είναι αυτό που η καθημερινή πραγματικότητα προσπαθεί να μου διδάξει, εγώ δεν είμαι αυτός που η καθημερινή πραγματικότητα θέλει να με πείσει ότι είμαι.
Αυτούς τους μικρόκοσμους τους καλλιεργώ και τους επισκέπτομαι και σε μεγαλύτερη κλίμακα. Σ’ αυτήν την περίπτωση, είναι μικρές ασχολίες που μου αρέσουν, μικροσκοπικά πάθη, που δεν έχουν σημασία για κανέναν, πράγματα ή κινήσεις ή μελέτες που τις κάνω χωρίς κανένα λόγο, με κανένα σκοπό. Ο μόνος σκοπός τους είναι η μικρή χαρά που μου δίνουν, δεν θέλω καν να τα δικαιώσω ή να τα εξηγήσω, ούτε καν στον εαυτό μου.
Θέλετε μια φευγαλέα ματιά σε έναν τέτοιο μικρόκοσμό μου; Λοιπόν, π.χ. μου αρέσει πολύ η Εντομολογία, χωρίς λόγο, δεν τη μελετάω, μου αρέσει να προσποιούμαι (ακόμη και στον εαυτό μου) ότι τη μελετάω. Έχω βιβλία Εντομολογίας που δεν τα διαβάζω, απλά τα θαυμάζω. Υπάρχει μια νυχτοπεταλούδα που λέγεται «Ελεφαντογέρακο» (αλλά δεν μοιάζει ούτε με γεράκι ούτε με ελέφαντα). Το υπέροχο επιστημονικό της λατινικό όνομα –κι εδώ είναι ο μικρόκοσμος– είναι Sphinx Deilephila Elpenor.
Μην το προσπερνάτε έτσι βιαστικά.
Απαγγείλετε το αργά, όμορφα, σαν ποίημα, απολαύστε το σαν ακριβό κρασί.
Σφινξ - Ντεηλεφίλα - Ελπίνωρ.
Θέλετε να μπούμε μαζί, για μια στιγμή, σ’ αυτήν την πύλη; Να χαθούμε για μερικά δευτερόλεπτα αλλού; Ακολουθήστε με.
«Σφίγγα» (Sphinx, Σφινξ), είναι ένα από τα ονόματα της μεγάλης αόρατης νεράιδας. Σημαίνει, κατά μία εκδοχή, εκείνη που βάζει γρίφους. Και τους απαντά επίσης. Το «Deilephila» είναι μια υπέροχη λέξη που σημαίνει «φίλος του δειλινού», αυτός που αγαπά το σούρουπο, αυτός που φιλά το απόβραδο. Λέγεται έτσι, γιατί σ’ αυτήν τη νυχτοπεταλούδα αρέσει να πετά το δειλινό. «Elpenor», μεταξύ άλλων σημαίνει «Ελπιδοφόρος», αυτός που φέρει την Ελπίδα, αυτός που κουβαλά -που μεταφέρει- την Ελπίδα.
Φανταστείτε ένα αέρινο, ανεπαίσθητο πλάσμα, μια πεταλούδα της νύχτας ή μια αίσθηση στον άνεμο, που πετά το δειλινό χωρίς κανείς να την παρατηρεί, γεμάτη χαρά για την αγάπη της προς το σούρουπο, που σκορπά σαν ασημόσκονη γρίφους αλλά και τις απαντήσεις τους, και που μεταφέρει την Ελπίδα με το φύσημα του ανέμου…
Χα! Τί μπορεί να μου κάνει η καθημερινή πραγματικότητά σας μέσα στο απογοητευτικό αυτό δειλινό, όταν μπορώ να εισπνεύσω μια μικρή ριπή του ανέμου από το μισάνοιχτο παράθυρο, και να νιώσω τη χαρά που μου στέλνει η Σφινξ Ντεηλεφίλα Ελπίνωρ;…

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ Η ΕΞΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΟΥ ΑΓΝΩΣΤΟΥ


«Πιστεύω πως μια μέρα ο άνθρωπος θα έχει μια έκτη αίσθηση,
μια αίσθηση του σκοπού της ζωής, άμεση και χωρίς υποθέσεις...»
Charles Fort


Νομίζω –αν και τα νομίσματα δεν βοήθησαν ιδιαίτερα ποτέ κανέναν, εκτός ίσως από εκείνο το χρυσό νόμισμα που δίνεις στο βαρκάρη Χάροντα για να σε περάσει στην άλλη όχθη– πως, απ’ όλους, ο Πλίνιος έχει περιγράψει πριν από αιώνες με τον καλύτερο τρόπο την κατάστασή μας. Στη Φυσική Ιστορία του, στο κεφάλαιο Ο Άνθρωπος (Naturalis Historia, liber VII), περιγράφει τόσο ρεαλιστικά την τραγωδία μας, που είναι δύσκολο να το διαβάσει ένας σκεπτόμενος και ευαίσθητος άνθρωπος δίχως να σπαράξει η καρδιά του. Ζητώ συγγνώμη που το παραθέτω εδώ, αλλά είναι η καλύτερη εισαγωγή που ξέρω στο ζήτημα της κατανόησης της θέσης μας στον κόσμο:

«Έδωσα μία περιγραφή του κόσμου, και των χωρών, των ειδών, των θαλασσών, των σημαντικών ποταμών, νησιών και πόλεων που αυτός περιέχει. Υπάρχουν κι άλλα πολλά που δεν είπα, αφού ο ανθρώπινος νους δεν είναι αρκετά ικανός για να εξερευνήσει όλα τα πεδία.
»Απ’ όλα τα ζώα του κόσμου, η πρώτη θέση πρέπει δικαιωματικά να δοθεί στον Άνθρωπο, για χάρη του οποίου η Φύση φαίνεται να έχει δημιουργήσει όλα τα άλλα πράγματα –αν και ζητά σκληρό αντίτιμο για όλα τα πλούσια δώρα της, κάνοντάς το σχεδόν αδύνατο να κρίνεις αν ήταν ένας καλός γονέας για τον Άνθρωπο, ή αν ήταν μία ανελέητη μητριά.
»Πρώτα απ’ όλα, τον άνθρωπο μονάχα, απ’ όλα τα ζώα, τον καλύπτει με δανεικά υλικά. Όλα τα υπόλοιπα όντα, σε όλη τους την απειράριθμη ποικιλία, σοφά τα ντύνει με σκεπάσματα –κελύφη, φλοιούς, λέπια, φτερά, πούπουλα, γούνες, αγκάθια, προβιές, τομάρια, χνούδια, φολίδες, θώρακες, πανοπλίες… ακόμη και τους κορμούς των δέντρων, τους έχει προστατέψει από το κρύο και τη ζέστη με σκληρό και παχύ φλοιό, συχνά διπλό και τριπλό: αλλά μόνο τον Άνθρωπο, από την ημέρα της γέννησής του, τον ξεβράζει στον κόσμο γυμνό, πάνω στο αφιλόξενο γυμνό έδαφος, για να ξεσπάσει αμέσως σε θρήνο και κλάμα.
»Κανένα άλλο από όλα τα έμβια όντα δεν ρέπει τόσο πολύ προς τα δάκρια και το κλάμα, κι αυτό αμέσως στο ίδιο το ξεκίνημα της ζωής. Ακόμη και εκείνο το πολυσυζητημένο χαμόγελο της βρεφικής ηλικίας, δεν σχηματίζεται στα χείλη κανενός παιδιού μικρότερου από έξι εβδομάδες.
»Αυτή η μύηση στο φως, αφού εγκαταλείψει ο Άνθρωπος το σκοτάδι της μήτρας του, ακολουθείται από μια μεγάλη περίοδο δεσμών και εξάρτησης, τέτοια εμπόδια κανένα άλλο όν δεν τα συναντά –ούτε ακόμη κι εκείνα τα ζώα που ανατρέφονται ανάμεσά μας– κανένα από τα άκρα του δεν λειτουργεί για πάρα πολύ καιρό, σαν να είναι δεμένα από αόρατα δεσμά και περιορισμένα. Κι έτσι, μόλις καταφέρει να γεννηθεί, κείτεται με χέρια και πόδια αλυσοδεμένα, κλαίγοντας απαρηγόρητα.
»Το ζώο που θα γίνει κύριος όλων των άλλων, μυείται στη ζωή με τιμωρία, εξαιτίας ενός και μόνο λάθους: του παραπτώματος της γέννησής του. Αλίμονο, τι τρέλα για εκείνους που σκέφτονται ότι με ένα τέτοιο ξεκίνημα θα ανατραφούν σε περήφανη θέση!
»Η πρώτη υπόσχεση δύναμης και το πρώτο δάνειο χρόνου που του δίδεται, τον μετατρέπει σε ένα τετράποδο ζώο, κυλιέται στα τέσσερα. Πότε αρχίζει ο άνθρωπος να περπατά; Πότε αρχίζει να μιλά; Πότε το στόμα του είναι αρκετά σκληρό για να μπορεί να δεχθεί κανονική τροφή; Πόσο χρόνο κάνει για να συμπυκνωθεί και να δέσει το κρανίο του, ένα σημάδι ότι είναι το πιο αδύναμο από όλα τα πλάσματα; Κανένα άλλο ζώο δεν είναι τόσο ανήμπορο μετά τη γέννησή του και για τόσο πολύ καιρό, ευάλωτο από τα πάντα, και κανένα άλλο ζώο δεν είναι εξαρτημένο τόσο απόλυτα από τους γονείς του για τόσα χρόνια, ανίκανο, σε πλήρη άγνοια, παραδομένο στη μοίρα. Κι ύστερα, μετά τη γέννηση, έρχονται οι αρρώστιες του, και όλες εκείνες οι θεραπείες ενάντια στις αρρώστιες του –που με τη σειρά τους θα ηττηθούν από νέες αρρώστιες!
»Και το γεγονός πως όλα τα άλλα πλάσματα έχουν συνείδηση της φύσης τους, κάποια χρησιμοποιούν την ταχύτητα, άλλα το ικανό τους πέταγμα, άλλα κολυμπούν, ενώ –απ’ όλα τα πλάσματα της Φύσης– ο Άνθρωπος μονάχα δεν γνωρίζει τίποτε απολύτως εκτός κι αν του διδαχθεί –δεν γνωρίζει ούτε να μιλά και να επικοινωνεί, ούτε να περπατά, ούτε καν να τρώει. Με λίγα λόγια, το μοναδικό πράγμα που μπορεί να κάνει από φυσικό ένστικτο, είναι να κλαίει! Αναπόφευκτα, υπήρξαν πολλοί που πίστεψαν ότι καλύτερα θα ήταν να μην είχε γεννηθεί, ή ότι θα πρέπει να τελειώνει το συντομότερο δυνατόν. Στον Άνθρωπο μονάχα, απ’ όλα τα πλάσματα του κόσμου, δίδεται η θλίψη, μονάχα αυτός τη νιώθει, κι επίσης μόνο σε αυτόν δίδεται η πολυτέλεια, κι αυτή σε αμέτρητες μορφές, αγγίζοντας κάθε ξεχωριστό τμήμα της οντότητάς του: απ’ όλα τα πλάσματα, μονάχα αυτός έχει φιλοδοξία, πλεονεξία, απύθμενη επιθυμία, όρεξη και πόθο για ζωή, μόνο αυτός έχει προσδοκία, δεισιδαιμονία, αγωνία για το θάνατο και την ταφή, κι ακόμη και την αναρώτηση για το τι θα γίνει αφότου δεν θα υπάρχει πια.
»Κανενός πλάσματος η ζωή δεν είναι τόσο επισφαλής και αβέβαιη όσο του Ανθρώπου, κανένα δεν έχει τόσο μεγάλη λαχτάρα για όλες τις ηδονές και τις ευχαριστήσεις, κανένα πλάσμα δεν έχει τόση συγχυσμένη δειλία, ή πιο άγρια οργή. Στη φυσική τους κατάσταση, όλα τα άλλα πλάσματα περνούν το χρόνο τους άξια ανάμεσα στα όμοια του είδους τους: τα βλέπουμε να συγκεντρώνονται σε συντροφικά κοπάδια, να στέκουν όλα μαζί ενάντια σε άλλα είδη ζώων –ακόμη και τα πιο άγρια λιοντάρια δεν πολεμούν μεταξύ τους, το δάγκωμα του φιδιού δεν επιτίθεται στα άλλα φίδια, ακόμη και τα τέρατα της θάλασσας και τα ψάρια δείχνουν τη σκληρότητά τους μόνο ενάντια σε άλλα είδη διαφορετικά από τα ίδια. Ενώ ο Άνθρωπος, τ’ ορκίζομαι, μονάχα σ’ αυτόν συμβαίνει, όλα του τα κακά τα παθαίνει από τους συνανθρώπους του…»

Ο Πλίνιος, αυτά τα γράφει περίπου το 69 μ.Χ., δηλαδή πριν από σχεδόν δύο χιλιάδες χρόνια, κι η κατάσταση μας δεν έχει αλλάξει. Κάποιος κατανοεί βαθιά τη συγγραφή του αυτή σήμερα (καθώς και όλη τη συγκλονιστική 37τομη Φυσική Ιστορία του) όπως και τότε, κι είναι σαν να γράφτηκε αυτήν τη στιγμή. Αυτό ίσως δείχνει από μόνο του ότι καμία ιδιαίτερη εξέλιξη –γενετική ή άλλη– δεν είχαν οι άνθρωποι τα τελευταία χιλιάδες χρόνια, παρ’ όλη την ανάπτυξη τόσο θαυμαστών ανθρώπινων πολιτισμών. Η φυσική μας κατάσταση παραμένει ίδια κι απαράλλαχτη.
Σκέφτομαι πως, οι σπαρακτικές αλήθειες που περιγράφει ο Πλίνιος για την κατάσταση του ανθρώπου, ίσως να υποδεικνύουν με τρόπο τραγικό εκείνη τη μυστική υπόθεση που δεν τολμά να συζητήσει κανείς, παρ’ όλο που όλοι την υποψιάζονται: ότι ο άνθρωπος δεν είναι από εδώ, δεν προέρχεται από τη Φύση αυτού του κόσμου, είτε είναι ένα «παράφύση» όν, είτε ήρθε εδώ από αλλού, ίσως να μην ήταν αρχικά φτιαγμένος γι’ αυτόν τον κόσμο, κι ίσως να βρίσκεται εδώ εξόριστος, φυλακισμένος, έκπτωτος, ή να είναι το προϊόν μιας διεργασίας που δεν προβλεπόταν από το υπάρχον φυσικό σύστημα.
Αυτό, φυσικά, είναι μια ενδιαφέρουσα στοχαστική υπόθεση, που όμως έχει πολύ περισσότερες προεκτάσεις απ’ αυτές που μπορεί να φανταστεί ή να συμπεράνει ο μέσος στοχαστής. (Θα ήταν πολύ δύσκολο να τις καταδείξει κανείς, σε χώρο μικρότερο απ’ αυτόν μιας ολόκληρης βιβλιοθήκης).
Η βασική ιδιαιτερότητα του ανθρώπου, σε σχέση με τα υπόλοιπα πλάσματα του κόσμου, είναι η ιδιαίτερη νοημοσύνη του. Και με τη λέξη νοημοσύνη, κατά τη γνώμη μου, δεν μπορούμε παρά να εννοούμε την ίδια τη σκέψη, δηλαδή την ικανότητα αναλυτικών συνειρμών, τη γλώσσα και τη γραφή, τη φαντασία, τη δημιουργική ικανότητα, την εφευρετικότητα, την πνευματικότητα, την κρίση, την ηθική. Αυτή η εκπληκτική ιδιαιτερότητα συχνά έχει χαρακτηριστεί ως θεϊκή, συχνά και ως εξωγήινη, και είναι ικανή για τα μεγαλύτερα θαύματα όπως και για τη μεγαλύτερη φρίκη.
Το πρόβλημα είναι πως αυτήν ακριβώς την ιδιαίτερη νοημοσύνη φαίνεται να μην την παρέχει η Φύση σε απολύτως κανένα άλλο από τα δημιουργήματά της, απ’ όσο γνωρίζουμε. Και σ’ αυτήν ακριβώς την επισήμανση κρύβεται η μεγαλύτερη τραγωδία του ανθρώπου, κατά τη γνώμη μου. Ότι είναι ένας ξένος σε έναν παράξενο κόσμο, ένοικος σε μία Φύση απόλυτα εχθρική απέναντί του, αφιερωμένος σε έναν αγώνα να μεταλλάξει το περιβάλλον του και τις συνθήκες του για να μπορέσει να επιβιώσει, και ότι, ταυτόχρονα, με τη φαντασία του, μπορεί ελεύθερα να κινηθεί παντού μέσα στο σύμπαν του πνεύματός του. Και, επίσης, ότι έχει απόλυτη συνείδηση της τραγικής φάρσας μέσα στην οποία βρέθηκε, ότι μπορεί –σαν τον Πλίνιο– να αναπτύξει την αντιληπτική του ικανότητα σε τέτοιο βαθμό ώστε να μπορεί να συλλάβει την κατάστασή του, να συνειδητοποιήσει τον εαυτό του, να αναρωτηθεί όχι μόνο για τον σκοπό του, αλλά και για τον σκοπό του κόσμου. Με απλά λόγια, έχει την ικανότητα να σκεφτεί και να γράψει και να αναλύσει το κείμενο που αυτήν τη στιγμή γράφω…
Κι ο άνθρωπος, μονάχα, είναι ο κάτοχος της Ελπίδας, μιας μοναδικής έμπνευσης που απορρέει από όλα αυτά, κι αυτή φαίνεται να είναι η μόνη υπόνοια ότι ίσως να είναι προορισμένος να επιτελέσει έναν ανώτερο σκοπό από τον μηχανιστικό σκοπό της Φύσης που λειτουργεί γύρω του.
Γενικά, αφού είμαστε τόσο αξιοθρήνητα όντα, που το μόνο που γνωρίζουμε από γεννησιμιού μας είναι να κλαίμε, και παρ’ όλο που ακόμη κι η σοφία μας οδηγεί στη θλίψη, όλη η αξιοπρέπεια μας απορρέει από τη Σκέψη, που είναι δώρο αλλά και κατάρα, αλλά ίσως να κρύβει τη λύτρωσή μας.
Καλύτερα απ’ όσο θα μπορούσα ποτέ εγώ να το εκφράσω, το έχει κάνει ο Μπλέηζ Πασκάλ (Pensees), γράφοντας με τόσο εκλεπτυσμένη συγκινησιακή φόρτιση:
«Ο άνθρωπος δεν είναι παρά μια καλαμιά, η πιο αδύναμη της Φύσης, αλλά είναι μια σκεπτόμενη καλαμιά. Δεν χρειάζεται να αρματωθεί ολάκερο το σύμπαν για να τον συντρίψει, φτάνει λίγος ατμός ή μια σταγόνα νερό για να τον εξολοθρεύσει. Αλλά κι αν το σύμπαν τον έλιωνε, ο άνθρωπος θα παρέμενε πιο φίνος απ’ αυτό που τον σκοτώνει, γιατί έχει γνώση ότι πεθαίνει και, συνάμα, γνωρίζει ότι το σύμπαν βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση απέναντί του. Το σύμπαν όμως δεν έχει ιδέα για όλα αυτά. Έτσι, όλη μας η αξιοπρέπεια είναι συγκεντρωμένη στη σκέψη. Απ’ εδώ πρέπει ν’ αντλούμε, κι όχι από το χώρο ή τη διάρκεια, που δεν μπορούμε να γεμίσουμε. Ας δουλεύουμε λοιπόν με στόχο να σκεφτόμαστε σωστά και ελεύθερα: να ποια είναι η αρχή της ηθικής…»
Λοιπόν, όπως το καταλαβαίνω εγώ, η αρχή της «πνευματικότητας» του ανθρώπου, (δηλαδή της δυναμικής πραγματικότητας του αγώνα για τη δικαίωσή του ως πνευματική οντότητα, σε παράδοξη αντιπαράθεση με την άμεση υλική του υπόσταση), στηρίχθηκε στη Σκέψη, την οποία επιστράτευσε –και συνεχίζει να το κάνει μέσα από κάθε νέο βρέφος– για να μπορέσει να επιβιώσει στις αντίξοες συνθήκες στις οποίες εν αγνοία του και άοπλος βρέθηκε, αλλά και για να δώσει ένα ανέλπιστο νόημα στην ίδια του τη μυστηριώδη ύπαρξη. Κι η Σκέψη φαίνεται να πυροδοτεί άμεσα τη δημιουργία Λογικής.
Η Λογική, κατά τη γνώμη μου, έχει δύο πολύ βασικά –και προκλητικά άγνωστα– χαρακτηριστικά και λειτουργίες: την πρόβλεψη του μέλλοντος και την προέκταση στο Παράλογο.
Η Λογική, ουσιαστικά, αποτελεί τη μέθοδο που εφαρμόζει ο άνθρωπος για να προβλέπει το μέλλον και για να αντιλαμβάνεται καταστάσεις που το σώμα του δεν έχει βιώσει.
Αυτό, παραβολικά, γίνεται ξεκάθαρο στα σκακιστικά προβλήματα, όπου ο παίκτης προβλέπει με μεγάλη ακρίβεια πως μία συγκεκριμένη επόμενη κίνησή του θα προκαλέσει μια συγκεκριμένη κίνηση του αντίπαλου παίκτη, που με τη σειρά της θα απαντηθεί με μία συγκεκριμένη κίνηση δική του που θα φέρει μία συγκεκριμένη άλλη του αντιπάλου, κ.ο.κ., χωρίς καμία πραγματική κίνηση να έχει γίνει. Η Λογική γνωρίζει το παιχνίδι του αίτιου και του αιτιατού, κατά το οποίο η κάθε πράξη έχει ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα, καθώς και το παιχνίδι της στατιστικής, των πιθανοτήτων αλλά και των πειραματισμών, επίσης και το ιστορικό των προηγούμενων ανάλογων εγχειρημάτων. Έτσι, μας βοηθά συνειρμικά να γνωρίζουμε τι θα συμβεί αν πηδήξουμε από το μπαλκόνι, ή αν τραβήξουμε την ουρά ενός φιδιού, ή ποια περίπου θα είναι η έκβαση μιας μάχης με συγκεκριμένα δεδομένα, ή τι θα απαντήσουμε σε έναν αντίλογο αν συναντήσουμε το τάδε επιχείρημα, κλπ, κλπ.
Νομίζω πως η πιο βασική και συνηθισμένη εφαρμοσμένη λειτουργία της Λογικής είναι να προβλέπει το μέλλον. Μια εκπληκτική ικανότητα που κανένα άλλο πλάσμα δεν διαθέτει σε τέτοιο τεράστιο βαθμό. Είναι μια λειτουργία εστιασμένη αξιοθαύμαστα στο ασώματο, αφού μας δίνει συνεχώς τη δυνατότητα να αντιλαμβανόμαστε τις καταστάσεις χωρίς να τις έχουμε βιώσει σωματικά και υλικά.
Εξίσου αξιοθαύμαστη είναι η δυνατότητα της Λογικής να μπορεί να γνωρίζει παράδοξα ένα θέμα ή μια κατάσταση, χωρίς στην πραγματικότητα να γνωρίζει σχεδόν τίποτε γι’ αυτά, αρκεί να της δοθούν κάποια ελάχιστα δεδομένα…
Επίσης, η αμέσως επόμενη πιο βασική δραστηριότητα της Λογικής είναι η προέκταση προς το Παράλογο. Η ίδια η λέξη Λογική, προέρχεται από τον Λόγο, είναι το αποτέλεσμα του Λόγου, κι ο Λόγος είναι αυτός που μας διηγείται τον κόσμο και μας δίνει τη δυνατότητα να τον διηγηθούμε. Η Λογική κατευθύνεται δυναμικά πάντοτε προς το Παράλογο (σ’ εκείνο που βρίσκεται παρά τον Λόγο, δηλαδή δίπλα του), με την αγωνία να το κατανοήσει και να το βάλει σε λόγια, να το εξερευνήσει, να το αφομοιώσει, να το λογικοποιήσει. Η Λογική σκοπεύει να μας διηγηθεί τα πάντα για το Παράλογο.
Κατά τη γνώμη μου, η Λογική που δεν κατευθύνεται εξερευνητικά προς το Παράλογο, δεν δικαιώνει τον σκοπό της.
Έτσι, πιστεύω πως όποιος δεν προβλέπει το μέλλον, όποιος δεν μπορεί να γνωρίζει ένα θέμα που δεν γνωρίζει πραγματικά, και όποιος δεν εξερευνεί το Παράλογο, δεν είναι λογικός. Έχει στα χέρια του ένα διαστημικό πύραυλο που τον χρησιμοποιεί για ανθοδοχείο ή για γλάστρα. Φυτοζωεί.
Ας το δηλώσω ξεκάθαρα: τα μόνα όπλα που διαθέτουν οι λογικοί άνθρωποι –δηλαδή οι άνθρωποι που δεν είναι φυτά– ενάντια στη φυλακή του κόσμου στην οποία βρεθήκαμε, είναι η Σκέψη, η Λογική, η Έμπνευση και η Ελπίδα: δηλαδή η Φαντασία.
Διότι, για όσους δεν το κατάλαβαν, παραπάνω επίτηδες αντικατέστησα τη λέξη Φαντασία με τη λέξη Λογική, διότι ουσιαστικά για τη Φαντασία μιλούσα, δηλαδή για τη βασική λειτουργία του ανθρώπινου πνεύματος, τη μόνη που είναι τελείως ανεξάρτητη από το σώμα του και από τις συνθήκες στις οποίες βρίσκεται αυτό.
Όποιος δεν έχει φαντασία και δεν τη χρησιμοποιεί δυναμικά, κατά τη γνώμη μου δεν είναι αξιόλογο δείγμα του ανθρωπίνου είδους, αλλά συγγενεύει στενά με το φυτικό βασίλειο…
Δυστυχώς, η φαντασία της ανθρωπότητας, δηλαδή η βασική λειτουργία του πνεύματος της ανθρωπότητας, κινδυνεύει θανάσιμα, κάθε στιγμή που περνά.
Οι ονειροπόλοι, δηλαδή εκείνοι οι άνθρωποι που χρησιμοποιούν στο έπακρο τις δυνατότητες της φαντασίας τους, πρέπει να πολεμήσουν για να διασώσουν το είδος τους, και μαζί τους τις ελπίδες και τα όνειρα της ανθρωπότητας.
Έτσι, διεξάγεται ένας παγκόσμιος μυστικός πόλεμος, που διαρκεί από τις απαρχές της ανθρωπότητας μέχρι σήμερα. Οι μάχες του δίνονται καθημερινά, από πολλούς ανθρώπους σε όλον τον κόσμο, στα πιο απίθανα μέρη, από το πιο αμελητέο και μικροσκοπικό πεδίο μάχης μέχρι το πιο μεγαλεπήβολο.
Δεν είναι ένας πόλεμος που γίνεται με όπλα σε αληθινά πεδία μαχών. Το πεδίο της μάχης είναι τα μυαλά και οι ψυχές των ανθρώπων, τα όπλα είναι τα μυαλά και οι ψυχές των ανθρώπων, οι πολεμιστές είναι τα μυαλά και οι ψυχές των ανθρώπων, οι απώλειες του πολέμου είναι τα μυαλά και οι ψυχές των ανθρώπων.
Πολεμούν τα όνειρα των ανθρώπων, η φαντασία, το πάθος για εξερεύνηση, η λαχτάρα για προέκταση της πραγματικότητας, η αληθινή ελευθερία του πνεύματος, οι ιδέες, οι ποιότητες της ψυχής, η ευρυμάθεια, η πρωτοπορία, το ταξίδι και η περιπέτεια, η τέχνη και η δημιουργία, πολεμούν ενάντια στον στείρο ορθολογισμό και σκεπτικισμό, στα δόγματα, στην αμάθεια και την ημιμάθεια, στον έλεγχο, στην αυστηρότητα, στον συντηρητισμό, ενάντια στην ύλη και στην εξουσία της, στον υλισμό, στην αδράνεια και στην ύπνωση και στη ρουτίνα, στην πνευματική σκλαβιά, στις συνωμοσίες των ισχυρών, στην καταστροφή και στον αργό θάνατο.
Είναι η ελεύθερη ψυχή του κόσμου που πολεμά με το αλυσοδεμένο σώμα του κόσμου.
Οι μάχες γίνονται μέσα στα όνειρά μας, στο κρεβάτι μας πριν κοιμηθούμε κάθε νύχτα, στα δάκριά μας, στην αγωνία μας για ζωή, στην ανάσα μας, στον άνεμο που φυσά από μέρη μακρινά.
Οι μάχες γίνονται στη ροή της πληροφορίας, στα σήματα μορς που ακούγονται στη σιωπή, μέσα στα βιβλία και στα έντυπα, πίσω από τις σελίδες και ανάμεσα από τις λέξεις.
Οι μάχες γίνονται μέσα από κάθε πράξη μας και από τις αλυσιδωτές αντιδράσεις που προκαλεί στον κόσμο η κάθε πράξη μας, μέσα στο αίτιο και στο αιτιατό, μέσα στις χαμένες πιθανότητες, μέσα στα εναλλακτικά σύμπαντα κάθε πρόθεσης.
Οι μάχες γίνονται μέσα στα λόγια που λέμε στους άλλους ανθρώπους, που ζουν και συνεχίζουν να ζουν αιώνια ταξιδεύοντας από κεφάλι σε κεφάλι, οι άνθρωποι και τα λόγια τους, οι μάχες γίνονται μέσα από τη στάση μας απέναντι στη ζωή και στον κόσμο, μέσα από τη θέλησή μας, μέσα στην καρδιά μας.
Οι μάχες γίνονται ξανά και ξανά, μέσα στις πυρές που καίνε τα βιβλία και τα κουφάρια των ιδιαίτερων ανθρώπων, στις φυλακές, στους χλευασμούς και στις ειρωνείες και στον καθημερινό εξευτελισμό, ξανά και ξανά, στις εξορίες κάθε είδους, στις αποδράσεις, στις παθιασμένες συζητήσεις, στα τραγούδια των βάρδων και στο παραλήρημα των ποιητών, στα κρυφά ραβασάκια των εξερευνητών και στα μηνύματα από μακριά προς άγνωστους παραλήπτες, στους ψιθύρους της απελπισίας και στις κάμαρες της απόγνωσης, στα τρελοκομεία και στα συρματοπλέγματα, στα εργαστήρια και στα έδρανα των διαλέξεων, στις σκοτεινές αίθουσες των κινηματογράφων και στα ραδιοφωνικά σήματα, σε ζωγραφικούς πίνακες και σε ημερολόγια σπαρακτικά, στις ερημιές και στις ζούγκλες, σε μυστικά ραντεβού και σε περιπλανήσεις, στις πόλεις του κόσμου και σε πόλεις πέρα από τον κόσμο, σε πτήσεις και πλεύσεις προς το άγνωστο, με βάρκα την ελπίδα, στα άστρα, εκείνα που λάμπουν στον ουρανό και εκείνα που λάμπουν μέσα στα βλέμματα…

Αναρωτιέμαι: Ποιος είμαι; Τί έχω μέσα μου; Από τί αποτελούμαι;
Αποτελούμαι από σάρκα, αίμα και κόκαλα, από σκέψεις, μνήμες, πληροφορίες, φαντασία, έμπνευση και δημιουργικές συνδυαστικές ικανότητες, κι επίσης αποτελούμαι από αγάπη, ελπίδα, διαίσθηση, όνειρα, οράματα, φόβους, χαρές, ζωή και θάνατο, και από κάτι βαθύ και αγνώριστο: εκείνο το άφατο ψήγμα που ίσως με συνδέει με τον Δημιουργό μου. Αν εξαιρέσεις από τα παραπάνω τη σάρκα και το αίμα και τα κόκαλα (και όχι το πως εγώ τα καταλαβαίνω), τότε όλα τα υπόλοιπα στηρίζονται στις περίτεχνες λειτουργίες της φαντασίας μου. Είμαι το προϊόν της φαντασίας μου: ο αληθινός εσωτερικός εαυτός μου.
Το να αποκόψεις κάποιον από τη Φαντασία, σημαίνει να τον αποκόψεις από τα εσωτερικά περιεχόμενα που τον αποτελούν, σημαίνει να τον αποκόψεις από τον εαυτό του: τότε δεν θα έχεις παρά ένα ρομπότ: αυτό που κάθε σύστημα ελέγχου θέλει να έχει.
Ο Ονειροπόλος, ο απόκρυφος, ελεύθερος και υπέροχος εσωτερικός εαυτός μας, δεν είναι εργάτης ούτε σκλάβος, δεν είναι ρομπότ, δεν είναι εκπαιδευμένος σκύλος, δεν είναι εξειδικευμένος σε κανέναν τομέα, δεν είναι υπηρέτης κανενός μοχθηρού εκμεταλλευτή, δεν είναι ο προδότης της ανθρώπινης περιπέτειας. Είναι εξερευνητής, επαναστάτης, πολυπράγμων και πολυμήχανος, κοσμοπολίτης και ευγενής, πανεπιστήμονας και καλλιτέχνης, πολυεπίπεδος και περίτεχνος, οραματιστής και ιδεαλιστής. Αγαπά τα πάντα, όλα τα θέλει, όλα μπορεί να τα κάνει, όλα μπορεί να τα κατανοήσει.
Ο συγγραφέας ε.φ. Robert A. Heinlein, όταν δεν έστελνε διαστημικούς πεζοναύτες να γενοκτονούν εξωγήινες ράτσες, έγραφε μερικά πολύ έξυπνα πράγματα:
«Ένα ανθρώπινο όν, πρέπει να μπορεί να αλλάζει πάνες, να οργανώνει μια εισβολή, να σφάζει ένα γουρούνι, να ναυπηγεί ένα πλοίο, να σχεδιάζει ένα κτίριο, να συνθέτει μία σονάτα, να κάνει ισολογισμούς, να χτίζει έναν τοίχο, να γιατρεύει ένα σπασμένο κόκαλο, να παρηγορεί τους ετοιμοθάνατους, να παίρνει εντολές, να δίνει εντολές, να συνεργάζεται, να δρα ολομόναχος, να λύνει εξισώσεις, να αναλύει ένα νέο πρόβλημα, να μαγειρεύει ένα καλό φαγητό, να προγραμματίζει ένα κομπιούτερ, να πολεμά αποτελεσματικά, να ονειρεύεται, να γράφει ποιήματα, να είναι αληθινά ευγενής, να ανάβει μια φωτιά, να φυτεύει ένα παρτέρι λουλούδια, να πλένει ρούχα, να ζωγραφίζει, να ξαναπροσπαθεί, να πεθαίνει γενναία. Η εξειδίκευση είναι για τα έντομα…»
Ίσως τελικά να μην είμαστε από τη φύση μας εγωιστές, να μην είναι φυσική η κλίση μας για μια πάγια ταυτότητα, ναρκισσισμό, εξειδίκευση, έλεγχο, μικρότητα, εξουσία.
Ίσως να μην είμαι εγώ ο κόσμος, αλλά απλά ο κόσμος να μου ανήκει, έτσι απλά, κι εγώ να μην έχω πάει ποτέ να δω και να απολαύσω τα απέραντα κτήματά μου. Να βγω έξω από τον εαυτό μου, να με δω από όλες τις άλλες οπτικές γωνίες, όσο περισσότερες τόσο καλύτερα, να γνωρίσω τους άλλους ανθρώπους, να γνωρίσω άλλους εαυτούς, να δω πολλά διαφορετικά ηλιοβασιλέματα, να διαβάσω όλα τα βιβλία που έγραψαν άλλοι, να μάθω πράγματα που δεν προβλεπόταν ποτέ να μάθω, να γνωρίσω τα αστέρια.
Θέλω να μάθω από πού έρχομαι, από πού ήρθα εδώ, πού ήμουν πριν βρεθώ εδώ, ποια είναι η δική μου ξεχωριστή πατρίδα. Θέλω να καταλάβω πού πηγαίνω, προς τα πού πορεύομαι, πού θα καταλήξω, ποιο θα είναι το τέλος του ταξιδιού μου, ο προορισμός μου.
Θέλω να μάθω τα πάντα, να καταλάβω τα πάντα, με όλους τους δυνατούς τρόπους και με όλους τους αδύνατους, να καταλάβω όλα όσα υπάρχουν και όλα όσα δεν υπάρχουν, και καταλαβαίνοντάς τα να τα κάνω όλα να υπάρχουν, και να καταλάβω όλες τις σημασίες τους και όλες τις ανοησίες τους και όλα εκείνα που θα καταλάβαιναν όλοι οι άλλοι για όλα αυτά, και όλα εκείνα που θα καταλάβαιναν όλα αυτά για όλους τους άλλους.
Θέλω να παρατηρήσω τα πάντα, με όλες τις λεπτομέρειες, να ακούσω όλες τις ιστορίες τους, τις μυστικές και τις φανερωμένες, να δω όλες τις πλευρές τους και να με δουν και αυτές, και έπειτα θέλω να περιγράψω τα πάντα σε όλους τους άλλους, να διηγηθώ τα πάντα, να δικαιώσω τα πάντα, να βάλω σε λέξεις το ανείπωτο, να περιγράψω το απερίγραπτο, να διηγηθώ το ανεκδιήγητο, να εξιστορήσω το ανιστόρητο, να μιλήσω ακόμη και για το μηδαμινό, για το ασήμαντο, ακόμη και για εκείνο που είναι μεγαλειώδες και άφταστο, άφατο, αόρατο, θέλω να μάθω όλα εκείνα που διηγήθηκε ποτέ κανείς, θέλω να διηγηθώ όλα εκείνα που δεν διηγήθηκε ποτέ κανείς.
Θέλω να τα καταλάβω όλα, εδώ και τώρα.
Θέλω να ταξιδέψω σε όλον τον κόσμο και να γνωρίσω όλον τον κόσμο, να μην αφήσω ούτε γωνιά του κόσμου που να μην τη δω και να μην τη νιώσω, να ταξιδέψω με όλους τους τρόπους, με τα πόδια μου και με τη φαντασία μου, έρποντας και πετώντας, τρέχοντας και τηλεμεταφέροντας τον εαυτό μου, με τραίνα και με όνειρα, με πλοία και αεροπλάνα, με αυτοκίνητα και με άλογα, να πάω παντού, να πάω στο Βόρειο και στο Νότιο Πόλο, στον Ατλαντικό και στον Ειρηνικό Ωκεανό, στις πόλεις και στα δάση, στα βουνά και στους κάμπους, όπου ζει άνθρωπος και όπου δεν ζει άνθρωπος, να ταξιδέψω ακόμη και στο εσωτερικό της Γης, θέλω να ταξιδέψω σε όλους τους εναλλακτικούς κόσμους που στέκουν ανάμεσα στη Γη, πέρα από τη Γη, σε όλους τους κόσμους όλων των όντων, ορατούς και αόρατους, υπαρκτούς και ανύπαρκτους, να εξερευνήσω ό,τι μπορεί να εξερευνηθεί και ό,τι δεν μπορεί να εξερευνηθεί, θέλω να περιπλανηθώ ακόμη και σε κόσμους που εγώ ο ίδιος θα κατασκευάσω.
Μια νύχτα θέλω να δω όλα τα άστρα, όσα φαίνονται και όσα δεν φαίνονται, να τα μετρήσω όλα, και να μάθω όλα τα ονόματά τους, και όλα τα ονόματα που τους έχουν δώσει όλοι εκείνοι που κατοικούν σε αυτά, και όλα τα ονόματα που έχουν δώσει όλοι σε όλα τα άλλα άστρα.
Θέλω να διαβάσω όλα τα βιβλία. Όλα τα βιβλία που γράφτηκαν ποτέ και όλα εκείνα που δεν γράφτηκαν ποτέ. Θέλω να γράψω τα πάντα για όλα τα βιβλία που θα διαβάσω, και θέλω να γράψω τα πάντα που μπορώ να γράψω και όλα εκείνα που δεν μπορώ να γράψω, και να διαβάσω και όλα τα βιβλία που θα γράψω για όλα αυτά. Θέλω να ακούσω όλες τις μουσικές που παίχτηκαν ποτέ, σε όλον τον κόσμο και στους κόσμους, και εκείνες που δεν ακούστηκαν ποτέ από κανέναν. Θέλω να ακούσω όλους μα όλους τους ήχους, να μυρίσω όλες μα όλες τις μυρωδιές, να αγγίξω οτιδήποτε μπορεί να αγγιχτεί, ακόμη και το τελείως ανέγγιχτο. Θέλω να γνωρίσω όλους τους ανθρώπους, να μιλήσω με όλους τους ανθρώπους, να γίνω φίλος με όλους τους ανθρώπους, ακόμη και τους ανθρώπους που δεν θέλω να γνωρίσω, ακόμη και εκείνους που δεν θέλω να είναι φίλοι μου, θέλω να μου διηγηθούν όλοι την ιστορία της ζωής τους, καθώς και οτιδήποτε ένιωσαν, σκέφτηκαν, εμπνεύστηκαν ή φαντάστηκαν ποτέ τους. Θέλω να κάνω όλα τα επαγγέλματα ανεξαιρέτως, και να μάθω τα μυστικά κάθε επαγγέλματος. Θέλω να πολεμήσω με τους πάντες και με τα πάντα, και έπειτα να συμφιλιωθώ με τα πάντα.
Θέλω να κοιμηθώ σε όλους τους τόπους και να ξυπνήσω σε όλους τους τόπους. Θέλω να δω όλους τους πίνακες που ζωγραφίστηκαν ποτέ, και όλες τις φωτογραφίες που τραβήχτηκαν ποτέ, να δω όλες τις ταινίες που γυρίστηκαν ποτέ, ακόμη και όλα εκείνα τα αμελητέα πράγματα που υπάρχουν στις ταινίες, πίσω στο φόντο κάθε σκηνής. Θέλω να ενοικήσω μέσα σε κάθε κτίριο που έχτισε άνθρωπος, και να περπατήσω σε όλους τους δρόμους όλων των πόλεων και όλων των χωριών του κόσμου.
Θέλω να μιλήσω με τα πουλιά. Θέλω να μιλήσω με τα φαντάσματα. Να φάω κάθε φαγητό και να πιω κάθε ποτό. Θέλω να μυθοποιήσω ξανά όλες τις μυθολογίες. Θέλω να ονειρευτώ όλα τα όνειρα που είδε ποτέ κανείς. Θέλω να ταξιδέψω στον χρόνο, σε όλους τους χρόνους. Θέλω να γνωρίσω όλες τις ηδονές, και να δοκιμαστώ σε όλες τις αρετές, και να επινοήσω νέες ηδονές και νέες αρετές. Θέλω να κλάψω για όλες τις θλίψεις και να χαρώ για όλες τις χαρές.
Θέλω να πιω κρασί με όλους τους ποιητές, και να απαγγείλουμε ποιήματα σε όλες τις γλώσσες, και θέλω να επινοήσω νέες γλώσσες και να γράψω ποιήματα σε αυτές. Θέλω να ζήσω όλες τις ζωές, να μεταμορφωθώ σε οτιδήποτε θα μπορούσε να μεταμορφωθεί οτιδήποτε. Θέλω να δικαιώσω όλες τις χαμένες υποθέσεις. Θέλω να καταλάβω όλες τις αλήθειες και κάθε μία από τις αμέτρητες διαφορετικές όψεις τους, θέλω να επαληθεύσω όλα τα ψέματα και να διαψεύσω όλες τις αλήθειες. Θέλω να λύσω όλα τα μυστήρια και να επινοήσω νέα μυστήρια. Θέλω να καταλάβω τα αηδόνια. Θέλω να γίνω σαν τον άνεμο, να είμαι παντού και πουθενά. Θέλω να είμαι ελεύθερος και ευτυχισμένος.
Θέλω όλον τον χρόνο του Σύμπαντος.
Η θέληση και οι πόθοι του Ονειροπόλου, αποτελούν την αληθινή τραγωδία του ανθρώπου.
Θα τα καταφέρει ποτέ, άραγε, να ξεπεράσει τη θνητότητα του, τη μηδαμινότητά του; Να κατακτήσει την ελευθερία και την ευτυχία; Θα κατορθώσει ποτέ να γνωρίσει όλο το Άγνωστο;

Τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές, ατενίζω γύρω μου την αγαπημένη μου βιβλιοθήκη, γεμάτη από χιλιάδες βιβλία (και μουσικές, ταινίες, εικόνες, περιοδικά, αρχεία, κλπ) που απέκτησα με πολύχρονη μελέτη και στερήσεις, πάθος και αφοσίωση, βιβλιογραφικές αναζητήσεις και πολλές περιπέτειες (ξοδεύοντας και μια περιουσία).
Πίσω από κάθε τίτλο κρύβεται και από ένας συναρπαστικός μικρόκοσμος –ένα ιδιωτικό σύμπαν– ιδεών και γνώσεων, ερευνών και εμπνεύσεων, ιστοριών και ονείρων, αγώνων και αναμνήσεων. Μέσα σε κάθε βιβλίο κρύβεται το πνεύμα του συγγραφέα του, ζωντανό και αγωνιώδες, η ίδια η καταγραφή της περιπέτειας όλων των ιδιαίτερων ανθρώπων που προσπάθησαν να καταλάβουν πράγματα που οι άλλοι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν, και να εκφράσουν πράγματα που οι άλλοι άνθρωποι αδυνατούν να εκφράσουν. Να ψάξουν εκεί που οι άλλοι δεν ψάχνουν.
Μια τιτάνια σκυταλοδρομία που έρχεται από τα άγνωστα βάθη της αρχαιότητας, περνά σήμερα από δίπλα μας και συνεχίζει προς το άγνωστο μέλλον.
Μελετητές και λογοτέχνες, ερευνητές και ποιητές, πρωτοποριακοί επιστήμονες και καλλιτέχνες, λόγιοι και μυστικιστές, εξερευνητές και ταξιδευτές, βάρδοι και φιλόσοφοι, άνδρες και γυναίκες, μια διαχρονική και γενναία παρέλαση μοναδικών πνευμάτων που δίνουν ελπίδα στην ανθρωπότητα ότι δεν υπάρχει μάταια.
Ποτέ μου δεν ένιωσα μόνος με όλους αυτούς για παρέα μου, στις ευτυχισμένες αλλά και στις δύσκολες στιγμές της ζωής μου: με συντρόφευσαν με αγάπη, παρηγορία, σοφία και έμπνευση, και μου δίδαξαν ό,τι ξέρω και δεν ξέρω.
Το ίδιο νιώθω και για τους αμέτρητους ενδιαφέροντες ανθρώπους που έχω συναντήσει προσωπικά στη ζωή μου και έχουν εντυπώσει κάτι από το πνεύμα τους στο δικό μου. Κατά βάθος, εγώ δεν είμαι απλά εγώ, είμαι όλοι αυτοί και αυτές, είμαι μια πνευματική βιβλιοθήκη, είμαι ένα πορτραίτο όλων των πορτραίτων που αντίκρισα. (Το παράξενο είναι ότι το ίδιο ακριβώς συνέβαινε και με τον καθένα από όλους αυτούς ανεξαιρέτως…)
Σήμερα, στήνω αυτί ακούγοντας όλο αυτό το ετερόκλητο και ανυπολόγιστο πλήθος ιδιαίτερων φωνών μέσα στους αιώνες, και μπορώ να διακρίνω ανάμεσα από τα αγωνιώδη τους διαφορετικά μηνύματα: τελικά ένα και μόνο ένα μήνυμα κοινό, που εκπέμπεται καθαρά και επίμονα από όλες τις πλευρές, το οποίο –ξεκάθαρα και αδιαμφισβήτητα– είναι αυτό:
«Ο κόσμος δεν είναι αυτό που φαίνεται. Ο άνθρωπος δεν είναι αυτό που φαίνεται. Αγωνιστήκαμε, πολεμήσαμε και ψάξαμε πολύ, μάθαμε πολλά, πήγαμε μακριά, στο τέλος εξαφανιστήκαμε και δεν είμαστε πια εδώ. Δικαιώστε μας! Προσπαθήστε να καταλάβετε αυτά που καταλάβαμε και έπειτα συνεχίστε πιο πέρα, κάντε ένα βήμα πιο μακριά. Συνεχίστε να εξερευνείτε το Άγνωστο, με όλες σας τις δυνάμεις, όπως μπορείτε. Στοχεύστε προς το Άγνωστο, προς το άπιαστο, προς το ακατανόητο, το ανεξήγητο, το ασυνήθιστο, το παράξενο, προς το ανέκφραστο και το ανείπωτο, το παράλογο και το μακρινό. Σας δίνουμε ό,τι βρήκαμε, συνεχίστε εσείς. Αν δεν συνεχίσετε εσείς, τότε τα πάντα μέχρι τώρα έγιναν μάταια. Συνεχίστε την εξερεύνηση με όλους τους τρόπους. Μην αφήνετε τίποτε να σας σταματήσει, μη φοβάστε, μην παραδίνεστε. Το πνεύμα μας είναι μαζί σας…»
Όλη αυτή η τιτάνια, πολυποίκιλη, ιδιαίτερη και διαχρονική περιπέτεια όλων αυτών των ανθρώπων, που δικαιώνουν την ίδια την ύπαρξη της ανθρωπότητάς μας, έγινε με μόνο μία κοινή και αγνή και ξεκάθαρη πρόθεση: την εξερεύνηση του Αγνώστου.
Δεν έχει σημασία πως το καταλαβαίνεις αυτό ή ποια διάσταση ή νόημα του δίνεις, δεν έχει σημασία πως το σκέφτεσαι ή τι πιστεύεις γι’ αυτό, σημασία έχει πως, πίσω από όλα αυτά, το μήνυμα είναι κοινό και είναι ένα, και πρέπει να το δικαιώσουμε, όπως πρέπει να δικαιώσει ο καθένας μας τον πατέρα του και τη μητέρα του, τα παιδιά του και την πατρίδα του, τους συντρόφους του, τον εαυτό του και τον κόσμο του. Αυτή είναι η υψηλή αποστολή των ανθρώπων που δεν είναι αυτόματα ή ζώα, αλλά αναγνωρίζουν ότι πάνω απ’ όλα είναι πνεύματα.
Αυτό είναι το πνεύμα της ανθρωπότητάς μας που αξίζει να λέγεται έτσι.
Αυτό πίστευαν και έκαναν όλοι αυτοί, αυτό πρέπει να πιστεύουμε και να κάνουμε κι εμείς σε ό,τι πράττουμε, σε ό,τι συζητούμε και αναζητούμε, σε ό,τι διαβάζουμε και βλέπουμε, σε ό,τι δίδουμε και μεταδίδουμε, σε ό,τι μαθαίνουμε και σε ό,τι διδάσκουμε. Πρέπει να μπορέσουμε να σηκώσουμε στους ώμους μας την πλήρη ευθύνη και συνείδηση αυτής της μεγάλης πανανθρώπινης αποστολής, την οποία να την ακολουθούμε όπως μπορούμε, με πρόθεση καθαρή, με ελευθερία και ανεξαρτησία, με ονειροπόληση, με κατανόηση και περισυλλογή, με γενναιότητα και τόλμη, με αγάπη και αφοσίωση.
Δεν πρέπει να αποδεχθούμε ως ανυπέρβλητο εμπόδιο κανένα δόγμα, κανέναν εχθρό, καμία απογοήτευση, κανένα μικρόμυαλο συμφέρον, κανέναν χλευασμό, κανέναν δισταγμό ή φόβο, καμία αδυναμία ή άγνοια δική μας ή των άλλων, καμία σκοπιμότητα πέρα από τη δικαίωση των πανανθρώπινων πόθων μας και την εξασφάλιση της δυνατότητας να συνεχίσουμε αυτό που κάνουμε, με όλο και περισσότερα και καλύτερα μέσα. Με όλο και περισσότερες ικανότητες και περισσότερους συνταξιδιώτες, σε αυτό το μεγάλο ταξίδι που ουσιαστικά είναι πολύ μοναχικό και πολύ μακρινό. Κάθε βήμα του, όμως, είναι πολύ κοντινό (είναι το επόμενο βήμα), και σε κάθε βήμα έχουμε και τουλάχιστον ακόμη έναν συνταξιδιώτη (αυτόν που ακολουθεί τα βήματά μας ή που εμείς ακολουθούμε τα δικά του).
Και ο καθένας πρέπει να το κάνει αυτό στον χρόνο και στον χώρο που του αντιστοιχεί. Κάνε το οπουδήποτε και οποτεδήποτε, με όποιον τρόπο μπορείς, με ό,τι ξέρεις, όπως θέλεις, στο μικρό ή στο μεγάλο, λίγο ή πολύ, κρυφά ή φανερά.
Μόλις το συνειδητοποιήσεις ότι το κάνεις, θα ξέρεις ότι δεν είσαι μόνος σου ή μόνη σου, ότι συμμετέχεις με τον τρόπο σου σε αυτή τη σκυταλοδρομία, σε αυτήν την εξερεύνηση. Που ταυτόχρονα είναι και ένας πόλεμος. Κατά τη γνώμη μου, οι μάχες του είναι τα πιο σημαντικά συμβάντα του κόσμου, είτε γίνονται σε έναν κόκκο σκόνης είτε γίνονται στον γαλαξία, είτε γίνονται στη σκέψη είτε γίνονται στα λόγια είτε γίνονται στην πράξη. Αγωνίσου όπως μπορείς, σε ό,τι σου αντιστοιχεί.
Η εξερεύνηση του Αγνώστου εξαρτάται από τους ανθρώπους που τη διεξάγουν. Δεν υφίσταται από μόνη της. Ζει από τους ανθρώπους που ζουν με αυτήν και για αυτήν. Είναι άνθρωποι, συγκεκριμένοι άνθρωποι. Είναι χώρος και χρόνος. Έχει ιστορία. Έχει ήττες και νίκες, θλίψεις και χαρές, υπάρχουν ακόμη και χώροι και χρόνοι όπου δεν υφίσταται καθόλου. Γι’ αυτό και πρέπει να την υποστηρίζουμε όπως μπορούμε, στον χώρο και στον χρόνο που μας αντιστοιχεί, εκεί που μας έτυχε, πάντα με ελπίδα και με το καλύτερο δυνατό μέσο.
Η ανθρώπινη και πανανθρώπινη αποστολή της εξερεύνησης του Αγνώστου, της δικαίωσης των ονείρων και των οραμάτων των αδελφών μας που προηγήθηκαν από εμάς, της εξασφάλισης ότι τα παιδιά μας θα συνεχίσουν να προσπαθούν να κάνουν αληθινά τα όνειρα όλων μας, πρέπει πάντα να βρίσκεται στα χέρια των καλών ανθρώπων. Των σοφών ανθρώπων.
Αν δεν ξέρεις πώς να γίνεις καλός άνθρωπος ή πώς να ξεχωρίζεις τους καλούς ανθρώπους, ζήτησε ταπεινά να σε συμβουλεύσει κάποιος που εκτιμάς για το πώς να τα καταφέρεις. Κι έπειτα ζήτησε το από κάποιον άλλον, και μετά από κάποιον άλλον, μέχρι να πάρεις όλες τις συμβουλές που μπορεί να πάρει κανείς. Έπειτα ακολούθησε εκείνες που σου φαίνονται καλύτερες από όλες αυτές…

Αν είσαι ολομόναχος και δεν έχεις κάποιον για να σε συμβουλεύσει, θα το κάνω εγώ για σένα:

Μη δειλιάζεις να υπερασπιστείς το δίκαιο και να καταγγείλεις την αδικία, όπου βρεθείς μπροστά σε άλλους ανθρώπους.
Όμως, εσύ μέσα σου να ξέρεις πως δίκαιο δεν υπάρχει, ούτε άδικο υπάρχει, αυτά είναι πρόσημα που αλλάζουν από κεφάλι σε κεφάλι, δεν υπάρχει τίποτε παρόμοιο, υπάρχουν μόνο στενές και ανοικτές οπτικές. Έτσι, αρκεί να είσαι εναντίον της αυστηρότητας και να την πολεμάς όπου εμφανίζεται μπροστά σου.
Αλλά πρόσεξε, πολεμώντας την αυστηρότητα πρέπει να την πολεμάς και μέσα σου, πράγμα που σημαίνει ότι δεν πρέπει να είσαι αυστηρός με την αυστηρότητα.
Το μεγαλύτερο χάρισμα που είναι δυνατόν να έχει ένας άνθρωπος, είναι να μπορεί να βγαίνει από το σώμα του και να μπαίνει στο σώμα του άλλου, να μπορεί να αφήνει για λίγο τη θέση του και να μπαίνει στη θέση του άλλου. Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει πως πρέπει να λειτουργεί όπως λειτουργούν οι άλλοι, ούτε πως πρέπει να αντιμετωπίζει λειτουργικά τα πάντα μ’ αυτόν τον τρόπο. Ας είναι μια πράξη μυστική, προσωπική, έτσι ώστε να μην αποκομίζεις θολές εικόνες από τις καταστάσεις, έτσι ώστε να γνωρίζεις τα ελατήρια των άλλων, έτσι ώστε να μπορείς να δείξεις κατανόηση όταν αυτή απαιτείται να ενεργοποιηθεί. Αυτό μπορεί να λειτουργεί και απλώς ως μια υπενθύμιση ότι εσύ δεν είσαι απλά εσύ, αλλά είσαι όλος ο κόσμος.
Εσύ είσαι ο κόσμος. Ο κόσμος είναι δικό σου κατασκεύασμα.
Όταν πολεμάς με τον κόσμο, πολεμάς με τον εαυτό σου. Ότι βλέπεις στον κόσμο, είναι δικό σου, γιατί το βλέπεις με τα δικά σου μάτια, και ο νους σου αναγνωρίζει μονάχα ό,τι γνωρίζει. Όταν διακρίνεις κάτι κακό μπροστά σου, στην ουσία διακρίνεις κάτι κακό μέσα σου. Όταν διακρίνεις κάτι καλό σε οτιδήποτε, είναι γιατί έχεις αυτό το καλό μέσα σου.
Δεν μπορείς να δεις τίποτε και να καταλάβεις τίποτα, αν δεν το έχεις ήδη μέσα σου.
Να μη διστάζεις να κάνεις το καλό, παντού και πάντα, αρκεί να θυμάσαι ότι κάτι που είναι καλό για σένα ίσως να μην είναι καλό για κάποιον άλλο. Οπότε, κάτι που «είναι καλό», είναι απλά καλό για τον εαυτό σου. Η λαϊκή ρήση «κάνε το καλό και ρίξ’ το στο γιαλό», εννοεί ότι ο γιαλός θα το φέρει πίσω σε σένα, γιατί σου ανήκει, γιατί το κύμα φέρνει πίσω στο γιαλό ό,τι πετάξεις στο νερό από την παραλία. Αλλά, το κύμα φέρνει πίσω και το κακό.
Ό,τι σε κάνει να νιώθεις καλά, είναι «καλό».
Ό,τι σε κάνει να νιώθεις άσχημα, είναι «κακό».
Να παρατηρείς προσεκτικά όλους τους ανθρώπους, αλλά να συναναστρέφεσαι στενά μόνο με ανθρώπους που σου ταιριάζουν, με ανθρώπους που σου μοιάζουν, που είναι σαν κι εσένα. Αν δεν το κάνεις αυτό, θα έχεις πάντα προβλήματα με τους άλλους ανθρώπους. Αν αποτυχαίνεις σ’ αυτές σου τις επιλογές ανθρώπων, σημαίνει πως δεν ξέρεις καλά εσένα, άρα δεν ξέρεις και ποιοι είναι αυτοί που είναι σαν κι εσένα.
Όταν βρίσκεις τον εαυτό σου σε αδιέξοδο, όταν ανακαλύπτεις ότι έχεις πέσει σε παγίδα, το φταίξιμο δεν είναι της παγίδας, αλλά δικό σου, γιατί αυτό σημαίνει ότι δεν προσέχεις που βαδίζεις.
Ποτέ να μην νιώσεις αβοήθητος και ανυπεράσπιστος. Υπάρχει ένα άχραντο μυστήριο στον κόσμο, στ' αλήθεια υπάρχει, κάποιοι το ονομάζουν Θεό, κάποιοι το ονομάζουν όπως νομίζουν, σχεδόν κανείς δεν το έχει αντικρίσει, αλλά το μυστήριο αυτό θα σε βοηθήσει και θα σε υπερασπιστεί, αν αξίζεις για να το κάνει. Την αξία σου να την καταλαβαίνεις από το αν σε αγαπούν οι άλλοι άνθρωποι.
Ακολούθα την καρδιά σου.
Όπου σου δείχνει η καρδιά σου ότι πρέπει να πας, εκεί να πηγαίνεις.
Τα μεγαλύτερα εγκλήματα είναι εκείνα της καρδιάς. Το μεγαλύτερο έγκλημα που μπορείς να κάνεις είναι να εγκληματήσεις εις βάρος της καρδιάς σου.
Αν ακούς τι σου λέει η καρδιά σου, ποτέ δεν θα κάνεις λάθος.
Αλλά πρέπει να απαλλάξεις την καρδιά σου από τις δαγκάνες της συνήθειας. Συχνά η καρδιά αγαπά αυτό που απλώς έχει συνηθίσει να αγαπά, κι ο χρόνος μπορεί να τη διαψεύσει.
Να μην αφήνεις την καρδιά σου να κρίνει. Το μυαλό σου είναι αυτό που πρέπει να κρίνει. Η καρδιά συμβουλεύει το μυαλό και όχι το μυαλό την καρδιά. Το μυαλό σκέφτεται, η καρδιά νιώθει. Έτσι, «ακολούθα την καρδιά σου» σημαίνει «ακολούθα αυτό που νιώθεις».
Να κοιτάς πολύ μακριά ή πολύ κοντά. Πολύ ψηλά ή πολύ χαμηλά. Πολύ βαθιά ή πολύ επιφανειακά. Πολύπλοκα ή απλά. Αλλά να τα κάνεις και τα δύο.
Να στέκεις μακριά από τη μετριότητα. Οι ενδιάμεσες καταστάσεις σχεδόν πάντα καταλήγουν σε κάτι πρόστυχο. Η λέξη «μετριοπάθεια» σημαίνει ότι κάποιος πάσχει από το μέτριο.
Κινήσου. Όταν κινείσαι, πράγματα συμβαίνουν. Τα Θαύματα ψάχνουν για να σε βρουν, και δεν θα σε βρουν αν είσαι αμπαρωμένος, πρέπει να κινηθείς προς το μέρος τους για να σε εντοπίσουν. Προς τα πού νιώθεις ότι είναι η κατεύθυνση των Θαυμάτων; Κινήσου προς τα εκεί. Δεν έχει σημασία η κατεύθυνση, σημασία έχει να κινηθείς.
Και λάθος να κάνεις, το λάθος δεν είναι παρά μια άστοχη ανόητη παρατήρηση, αργότερα θα ανακαλύψεις ότι ακόμη και το λάθος έγινε για καλό. Μην φοβάσαι. Ο μόνος ενεργός εχθρός είναι ο φόβος, γιατί είναι σύμμαχος της αδράνειας.
Μη φοβάσαι τίποτε.
Μη φοβάσαι μήπως κάνεις κάτι ανόητο. Θα σε κρίνουν άνθρωποι που θα κριθούν από την ίδια την ανοησία τους. Απλά κάνε το, ό,τι κι αν είναι αυτό που θεωρείς καλό. Όσο εσύ θα είσαι ανοιχτός, για να παίρνεις μαθήματα από τις πράξεις σου, καμιά σου πράξη δεν θα είναι ανόητη, γιατί θα έχει συμβάλλει στη σοφία…
Μη φοβάσαι την γνώμη των άλλων. Αν είναι καχύποπτοι θα σε υποψιαστούν ό,τι κι αν κάνεις, αν είναι είρωνες θα σε ειρωνευτούν ό,τι κι αν κάνεις, αν δεν συμφωνούν με αυτά που λες θα στραφούν εναντίον σου ότι κι αν τους πεις, δεν μπορείς να τους πείσεις. Πράξε αυτό που θέλεις, και μην στεναχωριέσαι, οι πράξεις μένουν, τα λόγια που τις κριτικάρουν χάνονται…
Μη φοβάσαι τον κίνδυνο. Τίποτε δεν κατακτήθηκε χωρίς ρίσκο, χωρίς τόλμη, χωρίς αβεβαιότητα και ανασφάλεια…
Μη φοβάσαι το Άγνωστο. Δεν είναι απαραίτητο να κρύβει κάτι τρομερό, μπορεί να κρύβει κάτι υπέροχο. Κι άλλωστε από το τρομερό τι έχεις να φοβηθείς; Την μηδαμινή εύθραυστη ζωούλα σου, που έτσι κι αλλιώς θα την χάσεις κάποτε; Σε κάθε στιγμή που περνά, ο ουρανός μπορεί να κατακρημνιστεί πάνω στα κεφάλια μας…
Ζήσε τη ζωή σου. Κάνε τα πράγματα που ονειρεύεσαι. Τώρα. Δεν έχει σημασία ο τρόπος. Απλά κάνε τα. Πρέπει να ξεγεννήσεις τις ιδέες σου, να τις τραβήξεις από τον κόσμο των ιδεών και των ονείρων, και να τις ξεγεννήσεις στην πραγματικότητα, στον φυσικό κόσμο. Το όνειρο του χθες είναι η αλήθεια του σήμερα. Πέτα όλα τα βέλη σου στον στόχο, μια - δυο -τρεις, κάποιο θα πέσει στο κέντρο. Μην απογοητεύεσαι ποτέ για τίποτε…
Μπορεί αύριο το πρωί, το Σύμπαν να σταματήσει την αέναη τροχιά του, και να μας στερήσει τα πάντα. Μονάχα ένα πράγμα δεν μπορεί να μας στερήσει κανείς: την Ελπίδα…
Να σέβεσαι τις αντιφάσεις. Ο κόσμος είναι φτιαγμένος απ’ αυτές. Η μεγαλύτερη ελευθερία που θα μπορούσε να έχει ένας άνθρωπος, είναι αυτή που του επιτρέπει να είναι ελεύθερος να αντιφάσκει. Να υπερασπίζεις το δικαίωμά σου να αντιφάσκεις, και να αποδέχεσαι τις αντιφάσεις των άλλων. Όταν η ζωή δεν είναι παρά συνεχής κίνηση και αλλαγή, αναπόφευκτα εσύ που είσαι ζωντανός αλλάζεις από στιγμή σε στιγμή, οπότε το να αντιφάσκεις σημαίνει απλά ότι είσαι ζωντανός.
Να μετανιώνεις πάντοτε για οτιδήποτε κάνεις.
Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να είσαι πάντοτε σε επαφή με τις διαφορετικές πιθανότητες που λειτουργούν στο Σύμπαν, να ξέρεις ότι η πραγματικότητα θα μπορούσε να ακολουθήσει οποιαδήποτε επιλογή, κι ότι κάπου, κάπως, το έχει κάνει, έστω κι αν την έχεις αφήσει πίσω σου.
Το παρελθόν δεν υπάρχει, ανήκει μόνο στη μνήμη και στη φαντασία σου.
Το μέλλον δεν υπάρχει, είναι αποκλειστικά φανταστική κατασκευή.
Το παρόν δεν υπάρχει, γιατί είναι μια τόσο απειροελάχιστη στιγμή που κανείς δεν μπορεί να τη διακρίνει, παρ’ όλο που όλοι μας στεκόμαστε πάνω της.
Μονάχα αυτή η απειροελάχιστη στιγμή υπάρχει.
Το να δεις ένα πράγμα δύο φορές, σημαίνει να δεις δύο διαφορετικά πράγματα.
Να είσαι ρευστός και ακέραιος.
Το νερό ρέει συνεχώς αλλά δεν παύει ποτέ να είναι νερό ή να επιστρέφει πάντα στο νερό. Να είσαι σαν το νερό.
Μόνο αν είσαι ρευστός και ακέραιος μπορείς να έχεις ελπίδα.
Να διδάσκεις ό,τι γνωρίζεις.
Βρεθήκαμε εδώ μέσα σε μία τραγωδία. Ο άνθρωπος είναι από τη φύση του τραγικός. Το μόνο που έχουμε αληθινά δικό μας είναι τα όνειρά μας και οι μνήμες μας. Αυτά που κάναμε και αυτά που θέλουμε να κάνουμε, αυτά που νιώσαμε και καταλάβαμε και αυτά που θέλουμε να νιώσουμε και να καταλάβουμε. Η υφή του κόσμου αποτελείται από όνειρα και μνήμη, γιατί ο άνθρωπος αποτελείται από όνειρα και μνήμη. Αν χάσεις τα όνειρα –δηλαδή την ελπίδα– και τη μνήμη, σημαίνει ότι έχασες τον κόσμο. Ότι έχασες τον άνθρωπο. Ότι έχασες τον εαυτό σου.
Τίποτε δεν είναι ψέματα και τίποτε δεν είναι αλήθεια, γιατί δεν υπάρχει κανείς που να μπορεί να βγει έξω από τα πράγματα για να κρίνει αντικειμενικά τα πράγματα. Όλα είναι υποκειμενικά, γιατί όλοι είμαστε υποκείμενα. Αντικείμενα δεν υπάρχουν.
Όποιος δεν ελπίζει, δεν πρόκειται ποτέ να βρει το ανέλπιστο.
Κανείς δεν μπορεί να βρει κάτι που δεν έχει ήδη.
Να ονειρεύεσαι. Το όνειρο είναι το πρώτο στάδιο της ύπαρξης.
Το ξέρω, τα όνειρα δεν είναι τα πάντα. Όμως, είναι το πρώτο βήμα για τα πάντα.

«Προφήτες της φύσης εμείς, θα μιλήσουμε σ’ αυτούς για μια ατέλειωτη έμπνευση, αγιασμένη από μια μεγάλη αιτία, ευλογημένη από τη μοίρα. Αυτά που νιώσαμε κι άλλοι θα τα νιώσουν, κι εμείς θα τους διδάξουμε γιατί. Θα τους διδάξουμε πως ο νους του ανθρώπου μπορεί να γίνει χίλιες φορές πιο όμορφος από τη γη που αυτός βαδίζει. Πως μπορεί να υψωθεί πάνω από το ύψος και το σχήμα των πραγμάτων, εκείνο που όλες οι επαναστάσεις που έγιναν στο όνομα των ελπίδων και των φόβων του ανθρώπου δεν μπόρεσαν να το αλλάξουν. Θα τους μιλήσουμε για τη θεία ομορφιά και την αστείρευτη ποιότητα του θεϊκού οικοδομήματος: του ανθρώπου. Αυτά που αγαπήσαμε κι άλλοι θα τ’ αγαπήσουν, κι εμείς θα τους διδάξουμε το πως…»
(William Wordsworth)