-->
ΕΙΜΑΣΤΕ ΠΑΡΑΞΕΝΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ
Θέλησα να γράψω αυτές τις σελίδες επειδή αγανάκτησα και κουράστηκα ν’ ακούω κάθε μέρα όλων των ειδών τους επαΐοντες να εξηγούν απλόχερα τα ανεξήγητα, να υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχει στ’ αλήθεια πεδίο μελέτης και έρευνας των παράξενων και ανεξήγητων φαινομένων και ζητημάτων, να δίνουν σε αυτές τις τάσεις όποια ερμηνεία τους βολεύει, να μας χλευάζουν που ασχολούμαστε ειλικρινά με όλα αυτά, ή στην καλύτερη περίπτωση να μας θεωρούν εμάς τους ίδιους «παράξενα φαινόμενα» ανεξήγητα ή εξηγήσιμα.
Συχνά λέμε ότι τα λεγόμενα «ανεξήγητα φαινόμενα» δεν θα έπρεπε να αποκαλούνται έτσι, αλλά θα έπρεπε να τα λέμε «σκοπίμως μη εξηγημένα φαινόμενα», για να κάνουμε αυτομάτως και την ανάλογη καταγγελία. Παρ’ όλο που γνωρίζω σε βάθος τι εννοεί και πόσο δίκιο έχει, αυτή η ατάκα, υπενθυμίζω συχνά στον εαυτό μου ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δεν θα καταλάβαιναν τι εννοεί , γι’ αυτό και θέλω εδώ να πω κάτι παραπάνω απ’ αυτό.
Οι εναλλακτικές ερμηνείες για τα λεγόμενα «παράξενα και ανεξήγητα φαινόμενα» όπως και οι προβληματισμοί για την ύπαρξη εξωγήινων, για το Παράξενο, για τις εναλλακτικές πραγματικότητες, για την παραψυχολογία, για τις εναλλακτικές καταστάσεις συνείδησης, για τα κοσμολογικά μυστήρια και τη σημειολογία τους, για τις εναλλακτικές κοσμοθεωρίες, για τον μυστκισμό, την εναλλακτική Ιστορία, τις άγνωστες δυνάμεις του ανθρώπου, κλπ, εντάσσονται κανονικότατα στο πεδίο της φιλοσοφίας και της ατέρμονης εξερεύνησης του Αγνώστου από τα ικανά μέλη της ανθρωπότητας, και αποτελούν ένα μέρος από τα μεγάλα Μυστήρια του Σύμπαντος, του κόσμου μας και του εαυτού μας, για τα οποία θα έπρεπε να διαλογίζεται κάθε ορθά σκεπτόμενος και ευφυής άνθρωπος, και να τα εξερευνεί με όλες του τις μικρές δυνάμεις.
Επιπλέον, όλα αυτά είναι πανανθρώπινα και διαχρονικά ζητήματα, κι έτσι, η ενασχόληση με όλα αυτά και με τις –κυριολεκτικά άπειρες– προεκτάσεις τους, δεν είναι χαρακτηριστικό μιας συγκεκριμένης εθνικότητας ανθρώπων, ούτε θα μπορούσε ποτέ να είναι, ούτε ποικίλουν ιδιαίτερα οι προβληματισμοί αυτοί από εθνότητα σε εθνότητα ή από χρόνο σε χρόνο, και επίσης δεν είναι ζήτημα αποκλειστικά σύγχρονο ούτε τοπικό. Ήταν από πάντοτε εδώ, παντού, σε όλους.
Κατά τη γνώμη μου, ο κάθε άνθρωπος είναι και πρέπει να νιώθει πολίτης του κόσμου, «Κοσμοπολίτης», και να ερευνά τα μυστήρια του κόσμου στον οποίον βρέθηκε, να ερευνά ο ίδιος προσωπικά και να παίρνει μονάχα ερεθίσματα γι’ αυτό από τη μόρφωσή του, τη συνεχή ενημέρωσή του, και τη θέαση της ίδιας του της εξελικτικής νοητικής πορείας. Και επειδή η λέξη «Κόσμος», πρωταρχικά στα ελληνικά σημαίνει το «έναστρο διάστημα» (που στέκει σαν «κόσμημα» ψηλά στον ουρανό), δηλαδή το αχανές Σύμπαν, η λέξη «Κοσμοπολίτης» σημαίνει πολίτης του Σύμπαντος, δηλαδή ενεργό μέλος της Πολιτείας του Σύμπαντος.
Για παράδειγμα, πώς θα μπορούσε ο πολίτης του Σύμπαντος να μην είναι ανοιχτός στις «θεωρίες» που αφορούν την ύπαρξη εξωγήινων πολιτισμών ή τις ενδεχόμενες επισκέψεις από αυτούς στον κόσμο μας; Μα, ναι, πως θα μπορούσε να μην είναι; Αφού και ο ίδιος ανήκει σε έναν «εξωγήινο πολιτισμό» σε σχέση με τους Κοσμοπολίτες που ζουν στους άπειρους άλλους κόσμους της αχανούς Πολιτείας του Σύμπαντος. Και αυτό δεν είναι απλά «θεωρίες», αφού έχει υπολογιστεί από σοφούς ανθρώπους ότι μόνο στο άμεσα παρατηρήσιμο από 'μας μικρό κομμάτι του γνωστού Σύμπαντος, στον γαλαξία μας, πρέπει να υπάρχουν τουλάχιστον ένα εκατομμύριο εξωγήινοι πολιτισμοί. Ακόμη και αν οι υπολογισμοί αυτοί είναι λανθασμένοι, τότε είναι βέβαιο ότι τουλάχιστον αριθμούν πολλές χιλιάδες μόνο στον γαλαξία μας. Και, επιπλέον, αν κάποιος πίστευε το αντίθετο θα ήταν απλώς παράλογο ή ύποπτη επιβολή σκέψης. Είναι επίσης παράλογο να πιστεύει κανείς ότι όλοι αυτοί οι πολιτισμοί θα «κάθονται στ’ αυγά τους» και δεν θα ταξιδεύουν για να εξερευνήσουν το σύμπαν, με όλους τους –γνωστούς σε εμάς ή άγνωστους– τρόπους. Και, κατά τη γνώμη μου, είναι επίσης παράλογο να πιστεύει κανείς ότι αν ήρθαν, έρχονται ή θα έρθουν εδώ, θα του έδιναν προσωπική ή επίσημη αναφορά ή θα τους ζητούσε λογαριασμό για το πώς θα πρέπει να κινούνται, π.χ. κρυφά ή φανερά. Και δεν συζητώ καν για τις ανυπολόγιστες προθέσεις τους, τις πιθανές επεμβάσεις τους, τη φυσιολογία τους, κλπ. Και όλο αυτό χωρίς να βάλουμε στη συζήτηση τους παράλληλους κόσμους, τις άλλες διαστάσεις, τις εναλλακτικές πραγματικότητες, κλπ, κλπ.
Δηλώνω απερίφραστα σε όλους τους μικρόμυαλους –και, κατ’ επέκταση, στενόμυαλους– ανθρώπους εκεί έξω (αν και δεν το θεωρώ πιθανό να διαβάζουν αυτές τις σελίδες): Κυρίες και κύριοι, το Σύμπαν (το Συν-Παν, δηλαδή τα Πάντα και Κάτι παραπάνω από τα πάντα), είναι τόσο τιτάνια αχανές και τεράστιο, τόσο άπειρο και αιώνιο, που έχει αρκετό χώρο και χρόνο ώστε να δικαιώσει όλες τις υποθέσεις που μπορεί να συλλάβει ανθρώπινος ή εξωανθρώπινος νους. Σας προκαλώ να δοκιμάσετε να φανταστείτε το πιο τρελό, παράλογο και υπερβολικό πράγμα που θα μπορούσατε ποτέ σας να φανταστείτε, κι έπειτα σας προκαλώ να αναλογιστείτε ότι το Σύμπαν έχει τόσο άπειρο χώρο και χρόνο ώστε αυτό που φανταστήκατε να συμβαίνει κάπου, κάπως, κάποτε, μέσα σ’ αυτό το τιτάνια άγνωστο Σύμπαν μας (και πιθανώς σε άπειρα πολλά άλλα παράλληλα σύμπαντα). Η λογική σας, οι νόμοι σας, οι αντιλήψεις σας, οι σπουδαιότητές σας, οι βεβαιότητές σας, είναι απελπιστικά τοπικές, μικρές, στενές, αμελητέες.
Όσο για τον κόσμο μας, είναι απλά Παράξενος. Όποιος σας λέει ότι δεν είναι, τότε αυτός είναι απλά ηλίθιος, κάτι που δεν είναι καθόλου παράξενο, αφού το είδος του αφθονεί γύρω μας.
Κι επειδή η λέξη «κόσμος» κατέληξε να σημαίνει τον πλανήτη μας ή την ίδια την ανθρωπότητα (όπως όταν λέμε «πολύς κόσμος»), αυτό –κατά τη, λογοτεχνική αδεία, γνώμη μου– έγινε επειδή οι ίδιοι οι άνθρωποι μπορούν να νοηθούν ως Κόσμοι, κάθε άνθρωπος και ένα έναστρο διάστημα, εφ’ όσον «ό,τι είναι πάνω είναι και κάτω».
Έτσι, εκτός από ταξιδιώτες του εξώτερου διαστήματος (είτε στα ταξίδια μας ανά τον «κόσμο», είτε στα διαστημικά μας ταξίδια, είτε διότι οι μακρινοί πρόγονοι ή τα γονίδιά μας ταξίδεψαν από το διάστημα για να έρθουν εδώ), εκτός από αυτά, είμαστε και ταξιδιώτες του εσωτερικού διαστήματος, «inner-spacemen», εξερευνούμε τον εαυτό μας για να γνωρίσουμε το Σύμπαν, αφού στην πραγματικότητα ποτέ δεν βλέπουμε το ίδιο το Σύμπαν αλλά αντιλαμβανόμαστε μόνο το μάτι μας να βλέπει το Σύμπαν, δεν ξέρουμε το Σύμπαν, ξέρουμε τις αισθήσεις μας για το Σύμπαν, κι ό,τι άλλο καταλάβουμε γι’ αυτό, είναι επίσης μέσα μας… Όλα τα «παράξενα ανεξήγητα φαινόμενα» είναι η σύνθεση της υπέροχης, παράξενης και ανεξήγητης ζωής μας, που φοβόμαστε να την εξηγήσουμε ακόμη και στον εαυτό μας, ενώ βαθιά μέσα μας ξέρουμε τι συμβαίνει… Ναι, ξέρουμε τι συμβαίνει! Θυμηθείτε το επιτέλους!
Εμείς που ασχολούμαστε ένθερμα με τα Μυστήρια του Κόσμου, γνωρίζουμε ότι το μόνο αληθινά μεγάλο και σημαντικό ζήτημα είναι η ίδια η φύση της πραγματικότητας, και οι άπειρες δυνατότητες χειρισμού της και κατανόησής της.
Και σας διαβεβαιώ ότι τα λεγόμενα «παράξενα και ανεξήγητα φαινόμενα» είναι ένας πολύ γενικός όρος για να μπορεί να συζητηθεί σοβαρά, αφού χρησιμοποιείται από ανθρώπους που και οι ίδιοι δεν ξέρουν τι ακριβώς εννοούν με τον όρο αυτόν, και άρα ποτέ δεν θα μπορέσουν να απαντήσουν σε τίποτε σχετικά με αυτά, αφού δεν ξέρουν καν για ποιο πράγμα ρωτάνε.
Έτσι, ακόμη και απλά, αν οποιοδήποτε φαινόμενο που «δεν εξηγείται» είναι ένα «ανεξήγητο φαινόμενο», τότε μέσα στα φαινόμενα αυτά πρέπει να εντάξουμε την ίδια τη ζωή (μπορείτε να δώσετε έναν ορισμό για τη ζωή και να την εξηγήσετε;), την ίδια τη λειτουργία του εγκεφάλου μας που προσπαθεί να εξηγήσει τη ζωή και ό,τι άλλο, τη φαντασία μας, τα όνειρά μας, τη γεύση της σοκολάτας (που όλοι ξέρουμε ότι είναι «γλυκιά», αλλά δεν μπορούμε να εξηγήσουμε τι ακριβώς εννοούμε με αυτό), τις «συμπτώσεις» τις οποίες βιώνουμε σχεδόν καθημερινά, τον Χρόνο, τις ανεξήγητες αποδημίες των γενιών των πεταλούδων στα ίδια μέρη, τα τηλεπαθητικά φαινόμενα που έχουμε όλοι μας παρατηρήσει με κάποιους δικούς μας ανθρώπους, κλπ, και άπειρα άλλα.
Ο πατέρας του εναλλακτικού στοχασμού του 20ου αιώνα, ο Τσαρλς Φορτ, έλεγε: «Τα πράγματα δεν είναι αυτό που φαίνονται. Τελικά, αν η εμφάνιση και η ουσία ήταν το ίδιο πράγμα, δεν θα υπήρχε καμιά απολύτως ανάγκη επιστήμης...»
Πραγματικά, αν οι θεωρήσεις που μας επιβάλλει η κοινή λογική για το Σύμπαν ήταν σωστές, τότε η επιστήμη θα είχε λύσει όλα τα μυστήρια του Σύμπαντος εδώ και χιλιάδες χρόνια. Ο κεντρικός σκοπός της επιστήμης είναι να «ξεφλουδίσει» το «περιτύλιγμα» των πραγμάτων (το φαινόμενο) και να αποκαλύψει αυτό που κρύβεται από κάτω, τη βαθύτερη φύση τους (την ουσία). (Τέλος πάντων, αυτό στα ελληνικά λέγεται «εξουσία»). Ένας ορθά σκεπτόμενος άνθρωπος θα μπορούσε να θέσει ως κεντρικό μότο κάθε επιστήμης το εξής: «Τα πράγματα δεν είναι αυτό που φαίνονται». Τελικά, αν η εμφάνιση και η ουσία ήταν το ίδιο πράγμα, δεν θα υπήρχε καμιά απολύτως ανάγκη επιστήμης, ο Τσαρλς Φορτ έχει απόλυτο δίκιο.
Τώρα, τα πράγματα που δεν φαίνονται, μπορεί να μην φαίνονται, αλλά κανονικότατα λειτουργούν και αλληλεπιδρούν μέσα στον κόσμο όπως και τα πράγματα που φαίνονται, και η δράση τους και η αλληλεπίδρασή τους με τα πάντα, είναι πολύ λογικό να προκαλεί «παράξενα κι ανεξήγητα φαινόμενα», δηλαδή να προκαλεί παράδοξα φαινόμενα που δεν μπορούμε να τα εξηγήσουμε, όχι επειδή είναι από τη φύση τους ανεξήγητα αλλά επειδή εμείς δεν μπορούμε να τα εξηγήσουμε, στην παρούσα εξελικτική φάση μας (την προσωπική, φυσικά).
Δεν μπορούμε παρά με τόλμη και όραμα να ελπίζουμε ότι ακόμη και αυτά που είναι τώρα για εμάς «ανεξήγητα φαινόμενα», θα τα εξηγήσουμε κάποτε (ξεκινώντας από τώρα). Για να το επιτύχουμε αυτό όμως, πρέπει να εξερευνούμε, να αξιολογούμε τις γνώσεις μας και να τις επεκτείνουμε, να συνδέουμε γνώσεις που φαίνονται ασύνδετες μεταξύ τους, να σημειολογούμε, να φιλοσοφούμε, να πειραματιζόμαστε, να λειτουργούμε δημιουργικά με τη φαντασία μας, να είμαστε ελεύθεροι να συζητάμε ανοιχτά τις παράξενες απόψεις μας και τα συμπεράσματά μας, να είμαστε λόγιοι, να είμαστε ανοιχτοί και να μην απορρίπτουμε τίποτε χωρίς ιδιαίτερο λόγο.
Αυτό, για έναν ευφυή άνθρωπο, απλά σημαίνει να επεκτείνουμε συνεχώς τη λογική μας προς το παράλογο, με μια τολμηρή εξερευνητική αποστολή με σκοπό να το «λογικοποιήσουμε», να δημιουργήσουμε «αποικίες» εκεί, να προεκτείνουμε τελικά προς τα εκεί τον «πολιτισμό» μας. Δηλαδή να γινόμαστε όλο και πιο συνειδητοί Κοσμοπολίτες, Πολίτες του Σύμπαντος, σε ένα Σύμπαν που το κατακτάμε με τον νου μας όλο και περισσότερο. Αυτή είναι η μεγαλύτερη περιπέτεια, γι' αυτό ζούμε! Αλλιώς είμαστε απλά ανθρωπάκια!
Τέλος, αυτό που μετράει είναι τελικά να εξηγήσω εγώ ο ίδιος τα «παράξενα κι ανεξήγητα φαινόμενα», και όχι να τα εξηγήσουν κάποια αφηρημένα επιβεβλημένα σχήματα όπως η «ανθρωπότητα» ή η «επιστήμη», διότι και τις υπάρχουσες εξηγήσεις κάποιων «εξηγήσιμων φαινομένων» από ομάδες ανθρώπων, έτσι κι αλλιώς η πλειοψηφία της ανθρωπότητας δεν τις παρακολουθεί και δεν τις κατανοεί, δέχεται απλώς μία επιβολή απλοϊκών ερμηνευτικών προτύπων σκέψης για αυτά, (άσε που οι περισσότερες ερμηνείες είναι ακόμη κι αυτές συχνά λάθος, αναχρονιστικές, ανεπαρκείς πλέον, ή ακόμη –σε πολλές περιπτώσεις– και προϊόντα συνωμοσίας).
Αν εγώ επιτέλους εξηγήσω τα «ανεξήγητα φαινόμενα», έστω και μόνο στον εαυτό μου και σε κανέναν άλλον, ικανοποιητικά, αυτό αρκεί, και δεν θα υπάρχουν ανεξήγητα για μένα, μέχρι βέβαια να εντοπίσω –λόγω αυξημένης πλέον εποπτείας– τα επόμενα «παράξενα φαινόμενα». Ούτε χρειάζεται να δώσεις λογαριασμό σε κανέναν για τις εξηγήσεις σου, ούτε είναι απαραίτητο σώνει και καλά να συμβαδίζουν με όλων των άλλων λες και είναι θέμα τροχαίας. Η ανθρωπότητα δεν εξελίσσεται ομοιόμορφα, ούτε συντονισμένα. Δεν είμαστε οι πρώτοι, ούτε οι καλύτεροι, ούτε σήμερα ούτε χθες.
Οι άνθρωποι ουσιαστικά επιλέγουν ποια φαινόμενα θα θεωρούν ανεξήγητα και ποια όχι, τι είναι παράξενο και τι δεν είναι, ή το επιλέγουν άλλοι γι’ αυτούς... Η ελεύθερη εξερεύνηση των ζητημάτων αυτών σταδιακά –ή τελείως απότομα– προεκτείνει την πραγματικότητα. Οι περισσότεροι δεν θέλουν να προεκταθεί η πραγματικότητα: θέλουν να παραμείνει όπως την εποπτεύουν, για να την ελέγχουν. Η πραγματικότητα μας ελέγχεται απόλυτα, και οι κάθε είδους ελεγκτές της δεν θέλουν να προεκταθεί χωρίς την άδειά τους γιατί θα χάσουν τον έλεγχο!
Σε κάθε περίπτωση, πίσω από αυτά που γράφω εδώ, ξεπροβάλλει μία μεγάλη επισήμανση ή υπενθύμιση: ο κόσμος δεν είναι αυτό που φαίνεται.
Ίσως κάποιος να θέλει να επιμείνει ότι αυτό δεν ισχύει για τον κόσμο, και ότι οι ελεγκτές του κόσμου μας τα έχουν ανακαλύψει όλα, τα έχουν ερμηνεύσει όλα, τα κουμαντάρουν όλα, τα ξέρουν όλα. Έτσι, λένε ότι ο κόσμος είναι αυτό που φαίνεται, ή αυτό που θέλουν αυτοί να φαίνεται. Ίσως, αλλά είναι βέβαιο πως η αντίθετη διαπίστωση ισχύει για τη γνώση. Η γνώση του κόσμου δεν είναι αυτό που φαίνεται. Επεκτείνεται συνεχώς μέσα από τον καθένα μας που είναι διατεθειμένος να υπερβεί τον συνηθισμένο εαυτό του και τη στενή παιδεία του, για να εξερευνήσει την υπερβατική γνώση του κόσμου, το Παράξενο του κόσμου, και άρα τον ίδιο τον κόσμο, και επειδή εμείς είμαστε ο κόσμος, τον ίδιο τον εαυτό μας. Εμείς οι ίδιοι δεν είμαστε αυτό που φαινόμαστε, αυτό είναι το μόνο σίγουρο.
Σε ένα τέτοιο ατέρμονο ταξίδι εξερεύνησης και λογιότητας, προσωπικά –απογοητευμένος από τη γενιά μου– έχω εναποθέσει όλες τις ελπίδες μου στη νέα γενιά, στους όλο και πιο σοφούς αλλά λιγοστούς εκείνους νέους που παίρνουν τη σκυτάλη σιγά-σιγά κάθε μέρα. Σας εύχομαι να περιπλανηθείτε όσο πιο μακριά γίνεται και να στείλετε πίσω την ανταπόκρισή σας –πιο θαυμαστή απ’ οτιδήποτε φαντάστηκαν ποτέ οι ελεγκτές μας– και ολόψυχα σάς εύχομαι να τα καταφέρετε όπου εμείς αποτυγχάνουμε… Γι’ αυτό και μόνο, όλα αυτά αξίζουν τον κόπο…
ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΓΙΑΝΝΟΥΛΑΚΗΣ

Στη Θεσσαλονίκη
την
Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2009, στις 7:00 μμ, στο βιβλιοπωλείο "Ψαρράς",
(Φιλικής Εταιρίας 39, απέναντι από το σινέ "Μακεδονικόν")
θα είμαι στο πάνελ της παρουσίασης του νέου βιβλίου
του καθηγητή Χρίστου Γούδη, με τίτλο "Αλλού και Κάπως",
όπου και θα μιλήσω, μαζί με τον κ. Γούδη και άλλους αξιόλογους καλεσμένους.

Στην Πάτρα
θα βρίσκομαι το
Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2009, στις 7:00 μμ, στο ξενοδοχείο "Βυζαντινό",
όπου θα μιλήσω στο πάνελ της παρουσίασης της νέας πανηγυρικής έκδοσης του θρυλικού "Λεξικού του Ηλίου" από το "Ίδρυμα Ιωάννη Πασσά" και τις εκδόσεις "Τάλως",
σε πάνελ μαζί με τον καθηγητή Χρίστο Γούδη και με τον εκδότη Τάλω Φουράκη
και άλλους αξιόλογους καλεσμένους.

Νομίζω ότι οι δύο αυτές εκδηλώσεις για βιβλιόφιλους,
σε Θεσσαλονίκη και Πάτρα,
θα έχουν μεγάλο ενδιαφέρον...

Π. Γ.

Σκέψεις Για Χρονοταξιδιώτες



-->
Κάθομαι στο ημιφωτισμένο δωμάτιο, στο ξύλινο τραπέζι, γερμένος πάνω από τα γραπτά μου, έξω βρέχει, ποτέ δεν μου άρεσαν τα ρολόγια.
Αν και με συγκινεί ο λεπτεπίλεπτος μηχανισμός των παλιών ρολογιών, (και το παράξενο γεγονός ότι μερικές φορές οι Άγγλοι τα ονομάζουν Time Pieces, «κομμάτια χρόνου»), και παρ’ όλο που μπορώ να συνδέσω τη ρυθμική ομορφιά τους με τη μουσική του Bach ή των Kraftwerk, τους μετρονόμους του πιάνου ή τα sequencers, κι εκείνη την εικόνα του Max Ernst που προδίδει ότι είμαστε φυλακισμένοι μέσα σ’ ένα ρολόι (που οι δείκτες του διακρίνονται στον δίσκο του φεγγαριού), δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι που να προκαλεί μεγαλύτερο άγχος από ένα ρολόι: Δουλεύει ασταμάτητα, μετράει τη ζωή σου, κλάσμα δευτερολέπτου προς κλάσμα δευτερολέπτου, ακόμη κι όταν δεν προσέχεις, ακόμη κι όταν κοιμάσαι ή όταν έχεις ξεχάσει ότι υπάρχει κάπου εκεί και μετράει, μετράει, μετράει. Κανένας λογικός άνθρωπος δεν θα καθόταν να ακούει συνέχεια και να αισθάνεται τους χτύπους της καρδιάς του αναλογιζόμενος ότι χτυπάει σ’ αυτόν τον ρυθμό ασταμάτητα από τότε που γεννήθηκε μέχρι σήμερα, και, αναπόφευκτα, να σκέφτεται ότι αυτός ο ευαίσθητος μηχανισμός μπορεί να σταματήσει σε κάθε στιγμή, πλημμυρίζοντας έτσι όλη του την ύπαρξή με πανικό. (Για μένα, είναι σαφές ότι ο κατασκευαστής του πρώτου ρολογιού ήθελε να φτιάξει μια τεχνητή καρδιά). Εδώ έχουμε μια ιδιαίτερη και μοναδική αίσθηση πανικού, που είναι ο πανικός που γεννιέται από τη λεπτομερή παρατήρηση. Το ίδιο αισθάνομαι και για τα ρολόγια, τη μηχανική καρδιά του Χρόνου, που περνάει, περνάει, ρέει, ρέει πάντα, και «ουδέν μένει»...


Θυμάμαι ένα ποίημα: «Η νύχτα είναι μεγάλη για 'κείνον που δεν μπορεί να κοιμηθεί. Στον κουρασμένο το μίλι φαίνεται μακρύ – κι οι εραστές δεν χορταίνουν το φιλί….»
Δεν έχουμε κοινή την αντίληψη του Χρόνου. Ο καθένας μας ζει μέσα στη δική του χρονοσφαίρα, η οποία συνεχώς αλλάζει ανάλογα με τις περιστάσεις. Το να ταξιδέψει κανείς στον Χρόνο, μάλλον σημαίνει να ταξιδέψει κανείς στον χρόνο του.
Στο κάτω-κάτω τι είναι ο Χρόνος; Υπάρχει στ’ αλήθεια;
Κατά την εποπτεία μου, αν εξαιρέσει κανείς τα ρολόγια και τα ημερολόγια που είναι ανθρώπινες εφευρέσεις και μετρούν κάτι ρυθμισμένο από εμάς, τρία είναι τα πράγματα από τα οποία συνίσταται η αντίληψη μας περί Χρόνου: η μνήμη, η φθορά, και οι κινήσεις των ουρανίων σωμάτων.
Έχουμε αντίληψη της ροής του χρόνου εξαιτίας της μνήμης, αν δεν θυμόμασταν τίποτε, ο χρόνος δεν θα περνούσε, δεν θα είχαμε το παρελθόν ως σημείο αναφοράς για να αντιλαμβανόμαστε τη χρονική ροή των γεγονότων. (Αλλά, τα πάντα που μπορεί να σκεφτεί ή να συμπεράνει κανείς σε σχέση με αυτό, είναι η μνήμη, δεν είναι ο Χρόνος).
Η φθορά των υλικών πραγμάτων (δηλαδή, η αυξανόμενη Εντροπία), την οποία παρατηρούμε παντού, το ίδιο και στον εαυτό μας, επίσης μάς υποδεικνύει έναν ρυθμό, μια ροή, στην οποία η ύλη δεν μπορεί να αντισταθεί και η ροή αυτή την επηρεάζει καθοριστικά, δημιουργώντας την ιστορία της κατάστασης της ύπαρξης. Η ύπαρξη μοιάζει να πλέει μέσα σε κάτι που σταθερά την εξαντλεί, την φθείρει, την καταστρέφει. Τα πάντα φθείρονται, παλιώνουν, παρακμάζουν, χαλάνε, μπαγιατεύουν, πεθαίνουν, αργά και σταθερά, με έναν ρυθμό. Κάτι πολύ παράξενο συμβαίνει. (Αλλά τα πάντα που μπορεί να σκεφτεί ή να συμπεράνει κανείς σε σχέση με αυτό, είναι η φθορά, δεν είναι ο Χρόνος).
Οι κινήσεις των ουρανίων σωμάτων (η πιο ασφαλής αναγνώριση της ροής του χρόνου), επιφέρουν διάφορες περιοδικές αλλαγές αλλά και περιοδικότητες, που μάς κάνουν να καταδυόμαστε στα μαθηματικά και στη γεωμετρία. Η εναλλαγή της ημέρας και της νύχτας (που εμείς την αναλύουμε σε ώρες), η εναλλαγή των εποχών (που εμείς την αναλύουμε σε μήνες και σε χρόνια), δηλαδή οι κινήσεις της Γης σε σχέση με τον Ήλιο, και οι θέσεις των άστρων, είναι αυτό που ουσιαστικά ονομάζουμε Χρόνο. Ο Χρόνος είναι αστρικός.
Όλα τα παραπάνω, όμως, πάντα σε σχέση με τον παρατηρητή. Ο χρόνος είναι ανάλογος της μνήμης του παρατηρητή, του ρυθμού της φθοράς που παρατηρεί ο παρατηρητής, της θέσης και της κίνησης του παρατηρητή σε σχέση με τα άστρα. (Αυτό, φυσικά, σημαίνει, με μια λέξη, ότι ο Χρόνος είναι σχετικός).
Το να ταξιδέψει κανείς στον Χρόνο, σημαίνει να χειριστεί με κάποιον δυναμικό τρόπο τη μνήμη, τη ροή των γεγονότων, τον ρυθμό της φθοράς (την Εντροπία), τις κινήσεις και τις θέσεις των άστρων, σε σχέση με τον ίδιο. Περί αυτού πρόκειται.
Για να μετακινηθεί κανείς ελεύθερα στον Χρόνο, στον αστρικό Χρόνο, στον μόνο ουσιαστικό Χρόνο που ξέρουμε, πρέπει να μετακινήσει το Σύμπαν.
Κι επειδή το Σύμπαν είναι μέγεθος της συνείδησής μας, (αν έχουμε την παιδεία και το ταλέντο για να αναλογιστούμε ότι το Σύμπαν είναι αυτό που η συνείδησή μας παρατηρεί και αντιλαμβάνεται, άρα υπάρχει μόνο μέσα στη συνείδησή μας, γι’ αυτό και όταν δεν υπάρχει η συνείδησή μας τότε για εμάς δεν υπάρχει και Σύμπαν), για να μετακινηθεί κανείς ελεύθερα στον Χρόνο, πρέπει να μετακινήσει τη Συνείδηση.
Αυτό, κατά τη γνώμη μου, υποδεικνύει ότι το ταξίδι στον Χρόνο μπορεί να είναι εφικτό ως συνειδησιακό ταξίδι, ως ταξίδι της Συνείδησης στον Χρόνο, και άρα εκείνη η πολυπόθητη χρονομηχανή θα πρέπει να είναι μια κατασκευή ικανή να απελευθερώσει τη συνείδησή μας από το σώμα μας και να τη στείλει σε άλλα χρονικά σημεία παρατήρησης. (Δεδομένου ότι ίσως να μπορούμε να το κάνουμε αυτό και χωρίς μία χρονομηχανή, τότε μπορούμε να ταξιδέψουμε στον Χρόνο με τη συνείδησή μας, και μάλλον το κάνουμε συνεχώς αυτό, μόνο που οι περισσότεροι το αποκαλούν Φαντασία, χωρίς να συνειδητοποιούν τι ακριβώς εννοούν με αυτήν τη λέξη).
Τώρα που κάθομαι στο ημιφωτισμένο αυτό δωμάτιο, γερμένος πάνω από τα γραπτά μου, χρονοταξιδιώτες με παρακολουθούν.
Ίσως είναι οι αναγνώστες αυτού του κειμένου, που το διαβάζουν ξαναζώντας με τη συνείδησή τους αυτή τη στιγμή που το γράφω, αφού εγώ τώρα το γράφω, κι εκείνοι τώρα το διαβάζουν, κι εγώ το γνωρίζω αυτό, γράφοντας αυτό που διαβάζεις.
Ίσως, όμως, είναι άνθρωποι που με κάποιον τρόπο επηρεάστηκαν (θα επηρεαστούν) από το κείμενό μου αυτό, και αποφάσισαν (θα αποφασίσουν) να βρουν έναν τρόπο να ταξιδέψουν στον Χρόνο, και τα κατάφεραν (θα τα καταφέρουν), και θέλησαν (θα θελήσουν) να έρθουν εδώ δίπλα μου για να παρακολουθήσουν από κοντά την πηγή της επιρροής αυτής, να με παρακολουθήσουν να γράφω αυτό που κάποτε διάβασαν (θα διαβάσουν)...
Ο πόθος για το ταξίδι στον Χρόνο, γεννιέται από την επιθυμία του αιτιατού να αντικρίσει το αίτιο...
Για να το γνωρίσει, να συνδιαλλαχθεί και να αλληλεπιδράσει συνειδητά με αυτό.


Μπορεί να με παρακολουθεί ο εαυτός μου. Αν κάποτε στο μέλλον καταφέρω να ταξιδέψω συνειδητά και ελεύθερα στον χρόνο, μπορώ από τώρα, γράφοντας αυτό το κείμενο, να δώσω εδώ τώρα ένα ραντεβού με τον χρονοταξιδιώτη εαυτό μου. Μπορώ να κλείσω αυτό το ραντεβού αυτή τη στιγμή γράφοντας και δηλώνοντάς το ότι επιθυμώ να συναντηθούμε εδώ τώρα. Αυτό σημαίνει ότι, καθώς γράφω αυτό το κείμενο (που θα θυμάται ο εαυτός μου), αν θα ταξιδέψω κάποτε στον Χρόνο, θα έρθω εδώ τώρα να με βρω. (Ο Jorge Louis Borges διηγείται ότι τού συνέβη αυτό ακριβώς το πράγμα, στο κείμενό του με τον τίτλο Ο Άλλος, σ’ ένα παγκάκι στην Ελβετία, κι ο συγγραφέας Guy de Maupassant κάποτε μπήκε μέσα στο σπίτι του και βρήκε τον εαυτό του να τον περιμένει στην πολυθρόνα δίπλα στο τζάκι).
Αν θα μπορέσω κάποτε στο μέλλον να ταξιδέψω πίσω στο παρελθόν, θα γυρίσω πίσω σε αυτή τη στιγμή που γράφω αυτό το κείμενο, και θα αγγίξω τον εαυτό μου στον ώμο.
Είναι ο καλύτερος και πιο άμεσος τρόπος για να συναντήσεις έναν χρονοταξιδιώτη: να κλείσεις ένα ραντεβού μαζί του. (Ένα ραντεβού που πραγματοποιείται άμεσα τη στιγμή που θα το κλείσεις, εκείνη την ίδια στιγμή, και σου επιβεβαιώνει άμεσα ότι το ταξίδι στον Χρόνο είναι –ήταν, ή θα είναι– εφικτό...)


Στο φημισμένο τεχνολογικό ινστιτούτο Μ.Ι.Τ. διοργανώθηκε, τον Μάιο του 2005, το Time Traveller Convention, το Συνέδριο για Χρονοταξιδιώτες, με την ελπίδα να έρθουν οι συμμετέχοντες σε επαφή με χρονοταξιδιώτες από το μέλλον. Γι’ αυτόν τον λόγο, το συνέδριο διαφημίστηκε έντονα από την εφημερίδα New York Times, από τους Times του Λονδίνου, από το περιοδικό Time, από το περιοδικό Wired, και από άλλα αξιοπρόσεκτα μέσα. Οι χρονοταξιδιώτες κάποτε στο μέλλον θα ενημερωνόντουσαν για όλα αυτά, και, αν θα μπορούσαν να ταξιδέψουν σε μια δεδομένη χρονική στιγμή του παρελθόντος, ήταν καλεσμένοι να εμφανιστούν εκεί και να συμμετέχουν στο συνέδριο.
Το διαφημίζω κι εγώ εδώ με τη σειρά μου: το συνέδριο έγινε στις 7 Μαΐου 2005, στις 22:45 EDT (8 Μαΐου, 02:00 UTC) στο East Campus Courtyard, στην αίθουσα του Walker Memorial στο Μ.Ι.Τ.. Οι συντεταγμένες της τοποθεσίας είναι: 42.360007 degrees North latitude, 71.087870 West longitude (42°21′36″ N, 71°05′16″ W).
Συμμετείχαν πάνω από τριακόσιοι σύγχρονοι άνθρωποι, οι περισσότεροι ειδικοί σε διάφορους τομείς, κι ανάμεσά τους πολλοί άγνωστοι.
Οι χωροχρονικές συντεταγμένες πρέπει να συνεχίσουν να δημοσιοποιούνται, συνεχώς και με την κάθε ευκαιρία, έτσι ώστε οι μελλοντικοί χρονοταξιδιώτες να ενημερωθούν και να αποκτήσουν έτσι την ευκαιρία να είχαν συμμετάσχει...


Το ζήτημα, φυσικά, όπως ίσως καταλαβαίνετε, είναι το αν, οι χρονοταξιδιώτες που πήγαν –θα πάνε– στο συνέδριο, θελήσουν να εμφανιστούν ανοιχτά και να δηλώσουν ότι είναι χρονοταξιδιώτες. Το ζήτημα είναι το αν ο χρονοταξιδιώτης εαυτός μου με παρακολουθεί κρυφά αυτή τη στιγμή που γράφω αυτό το κείμενο, ή το αν οι αναγνώστες μου από το μέλλον θελήσουν να επικοινωνήσουν ανοιχτά μαζί μου ή το κάνουν απαρατήρητοι από εμένα.
Διότι, για διάφορους λόγους, π.χ. εγώ, αν ήμουν –αν θα ήμουν– χρονοταξιδιώτης, δεν θα το ανακοίνωνα σε κανέναν από το χωροχρονικό συνεχές το οποίο θα επισκεφτόμουν, θα ήθελα να περάσω απαρατήρητος. Θα παρευρισκόμουν στο συνέδριο χωρίς να καταλάβει κανείς ποιος είμαι, και, αν θα επικοινωνούσα με κάποιον ανοιχτά, θα το έκανα μεμονωμένα σε κάποιον και όχι σε όλους δημοσίως. Επίσης, θα ανησυχούσα μήπως προκαλέσω τρόμο ή κάποιο κακό στον εαυτό μου, γι’ αυτό και αυτή τη στιγμή θα τον παρακολουθούσα κρυφά....
Κοιτώντας τα άστρα, κοιτάμε το παρελθόν. Επειδή το φως των άστρων καθυστερεί μέχρι να φτάσει στη Γη, τα βλέπουμε όπως ήταν στο παρελθόν και όχι όπως είναι αυτή τη στιγμή. Πολλές φορές, μάλιστα, βλέπουμε ένα άστρο που έχει καταστραφεί πολύ καιρό πριν, αλλά το φως του μόλις τώρα φτάνει εδώ πέρα. Οι ίδιες οι ακτίνες του ήλιου μας που μάς ζεσταίνουν και μάς φωτίζουν, έχουν ξεκινήσει από τον ήλιο αρκετά λεπτά πριν φτάσουν σ’ εμάς, είναι θερμότητα και φως από το παρελθόν.
Όταν θέλεις να κοιτάξεις στο παρελθόν, δεν έχεις παρά να κοιτάξεις τον νυχτερινό ουρανό.
Καθώς ξανά και ξανά τα σκέφτομαι όλα αυτά, έχει γεννηθεί στο μυαλό μου μία συνταρακτική ιδέα. Την καταθέτω:
Εφόσον το φως από τη Γη (και άρα η εικόνα της) ταξιδεύει προς το διάστημα, υπάρχουν –σε αυτό το φως που ταξιδεύει στο Άγνωστο– εικόνες της Γης από το κοντινό ή το μακρινό παρελθόν της. Κάποιος που θα κοιτάξει με ένα τηλεσκόπιο τη Γη από έναν μακρινό αστερισμό, θα δει τη Γη μας όπως αυτή ήταν στο παρελθόν.
Αν θα μπορούσαμε, με ένα πολύ ισχυρό τηλεσκόπιο, να υπολογίσουμε την πορεία αυτού του φωτός και να το στοχεύσουμε, θα μπορούσαμε να δούμε με το τηλεσκόπιό μας περιστατικά του παρελθόντος, με απόλυτη ακρίβεια, σαν να τα βλέπουμε σε ένα κινηματογραφημένο ντοκουμέντο. Θα μπορούσαμε, ίσως, αν γνωρίζουμε τις ακριβείς γεωγραφικές συντεταγμένες στις οποίες έλαβε χώρα ένα γεγονός, και τον ακριβή χρόνο στον οποίο συνέβη, να στοχεύαμε με το τηλεσκόπιό μας προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση του διαστήματος, για να μπορέσουμε να κοιτάξουμε στο φως που ταξιδεύει εκεί έξω από τότε. Θα μπορούσαμε να δούμε το χτίσιμο των Πυραμίδων, τους περσικούς πολέμους, τις εκστρατείες του Μεγάλου Αλεξάνδρου, τον Χριστό, τη μάχη του Βατερλώ, τον Χουντίνι να δραπετεύει από τα δεσμά του στον πάτο του ποταμού, τη δολοφονία του Κένεντυ, κλπ, κλπ... Θα μπορούσαμε να λύσουμε όλα τα μεγάλα μυστήρια!
Μάλιστα, αυτή η συνταρακτική ιδέα για ένα οπτικό ταξίδι στον Χρόνο, θα μπορούσε να γίνει τελείως συγκεκριμένη και εφικτή με τον εξής τρόπο: Θα μπορούσαμε να στείλουμε ένα ισχυρό διαστημικό τηλεσκόπιο σε έναν μακρινό πλανήτη, να το στοχεύσουμε προς τη Γη, με δυνατότητα να ζουμάρει σε συγκεκριμένες τοποθεσίες της Γης, να το ρυθμίσουμε να προβάλλει αυτό που βλέπει σε μία οθόνη, και εμείς με τη σειρά μας να στοχεύσουμε αυτήν την οθόνη από τη Γη με ένα ισχυρό διαστημικό τηλεσκόπιο, με αποτέλεσμα να μπορούμε να παρακολουθούμε σκηνές του παρελθόντος μας...
(Επίσης, ένας πολύ μακρινός εξωγήινος πολιτισμός μπορεί να μάς παρακολουθήσει, ίσως και πολύ εμπεριστατωμένα ίσως και επί μεγάλο χρονικό διάστημα, βλέποντας, φυσικά, το παρελθόν μας, και να μάς στείλει ένα σήμα με τις εικόνες που κατέγραψε, οπότε και έτσι θα δούμε το παρελθόν μας, με εξωγήινη βοήθεια...)
Ίσως σκεφτεί κάποιος ότι η παραπάνω ιδέα δεν είναι παρά μια δική μου επιστημονική φαντασία, αλλά δεν είναι καθόλου απίθανο να συμβαίνει ήδη κάτι ανάλογο. (Δεν νομίζω να νομίζετε ότι αν μπορούσαν να δουν το παρελθόν με το διαστημικό τηλεσκόπιο Χαμπλ, θα έβαζαν εισιτήρια για να πάτε να το δείτε κι εσείς;...)


 (Traditions and student actΜοιάζουμε, εμείς εδώ στη Γη, να είμαστε πάνω σε μια νησίδα παρόντος μέσα σε μια απέραντη διαστημική θάλασσα παρελθόντος...
Από την άλλη, αν το σκεφτεί σωστά κανείς, ο χρόνος δεν υπάρχει καν. Είναι κάτι φανταστικό (όπως και τα πάντα, μάλλον). Το παρελθόν δεν υπάρχει, ανήκει μόνο στη μνήμη και στη φαντασία μας, είναι νοητικό σχήμα. Το μέλλον δεν υπάρχει, ανήκει μόνο στη φαντασία μας, είναι εξ ολοκλήρου νοητικό σχήμα. Το παρόν είναι τόσο απειροελάχιστο, που, αν υπάρχει, δεν μπορούμε να το υπολογίσουμε, και μόνο μέχρι να πούμε τη λέξη «παρόν» έχει γίνει παρελθόν, πρόκειται για μια απειροελάχιστη στιγμή, πάνω στην οποία στηρίζεται ακροβατικά όλος μας ο κόσμος.
Ακόμη κι αν καταφέρουμε να ταξιδέψουμε στο παρελθόν ή στο μέλλον, θα το βιώσουμε ως παρόν.
Ακόμη κι όταν διαβάζουμε για το παρελθόν, ή το βλέπουμε σε ταινίες και φωτογραφίες ή το ακούμε σε ηχογραφήσεις, το διαβάζουμε στο παρόν, το βλέπουμε και το ακούμε στο παρόν, για εμάς είναι κι αυτό παρόν. Το ίδιο ισχύει όταν διαβάζουμε για το μέλλον, ή όταν προσπαθούμε να το συλλάβουμε, το κάνουμε στο παρόν. Ταυτόχρονα, σχεδόν την ίδια στιγμή, όλο αυτό το κάνουμε στο μέλλον. Πριν προλάβουμε να κάνουμε το βήμα στο παρόν, βρισκόμαστε ήδη στο μέλλον.
Ζούμε σε απειροελάχιστες στιγμές, στα όρια της επίγνωσης, σε διαδοχικές απειροελάχιστες στιγμές παρόντος, δεν μπορούμε στ’ αλήθεια να βιώσουμε τον χρόνο έτσι όπως τον εννοούμε (κάτι που κυρίως σημαίνει ότι τον εννοούμε λάθος)...

Θα μού άρεσε πολύ να είμαι χρονοταξιδιώτης, αν δεν ήμουν.


-->


-->
ΕΞΩΔΙΑΣΤΑΣΙΑΚΕΣ ΟΝΤΟΤΗΤΕΣ


--> -->
Ζούμε και κινούμαστε σε τρεις διαστάσεις: Είμαστε τρισδιάστατοι.
Στην πραγματικότητα «Διάσταση» δεν σημαίνει παρά «Κατεύθυνση».
Είναι πολύ πιο εύκολο να κατανοήσουμε το ζήτημα των διαστάσεων, αν τις δούμε ως κατευθύνσεις. Για τα όντα του κόσμου μας υπάρχουν τρεις τρόποι κίνησης, υπάρχουν τρεις κατευθύνσεις: μπρος-πίσω, δεξιά-αριστερά, πάνω-κάτω, (αν θεωρήσουμε ως μία ακόμη κατεύθυνση και την κίνησή μας στο Χρόνο, από το παρελθόν προς το μέλλον, τότε έχουμε ακόμη μία κατεύθυνση-διάσταση, αυτήν του Χρόνου). Με οποιονδήποτε τρόπο κι αν κινηθούμε μέσα στο Χώρο, κινούμαστε σε κάποια απ’ αυτές τις τρεις κατευθύνσεις (σε σχέση πάντοτε με τη θέση του παρατηρητή, κι αυτό είναι πολύ σημαντική επισήμανση και με τρομερές προεκτάσεις).
Απ’ όσο ξέρουμε, κανείς μέχρι τώρα δεν έχει ανακαλύψει ένα μέρος, που να μην μπορούμε να φτάσουμε σ’ αυτό με μία κίνηση προς την πρώτη, τη δεύτερη ή την τρίτη κατεύθυνση. Παραδειγματικά, αυτό ίσως σημαίνει ότι αυτήν τη στιγμή, ίσως μέσα στο ίδιο μου το σπίτι υπάρχει ένα δωμάτιο –ή και περισσότερα– το οποίο δεν μπορώ να επισκεφτώ, γιατί για να φτάσω σ’ αυτό χρειάζεται ένας «τέταρτος» τρόπος κίνησης. Πρέπει να κινηθώ με έναν «άλλον τρόπο», σε μία άγνωστη κατεύθυνση. Η πόρτα για το δωμάτιο αυτό θα είναι μπροστά μου, αλλά δεν θα τη βλέπω, επειδή αντιλαμβάνομαι τον κόσμο με τρεις διαστάσεις (σημειώνω ότι αυτό δεν σημαίνει ότι μένω ανεπηρέαστος από συμβάντα που συμβαίνουν σε μια τέταρτη ή πέμπτη διάσταση).
Αν και το σύμπαν φαίνεται ότι έχει μονάχα τρεις κατευθύνσεις για εμάς, είναι δυνατόν να φανταστούμε ότι υπάρχουν πολύ περισσότερες, αλλά για κάποιον λόγο οι υπολογισμοί μας και οι αισθήσεις μας είναι ανίκανες να τις αντιληφθούν. Οι γεωμετρίες τότε που προκύπτουν από μια τέτοια προέκταση, θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν σαν πιο «υψηλές», ή πιο πολύπλοκες, σε σχέση με τη στερεά γεωμετρία, όπως κι αυτή με τη σειρά της είναι υψηλότερη από την απλή γεωμετρία. Στη Γεωμετρία, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για την ακολουθία α) της μιας κατεύθυνσης: Ευθεία Γραμμή, β) των δύο κατευθύνσεων: Τετράγωνο γ) των τριών κατευθύνσεων: Κύβος, δ) και –ναι– των τεσσάρων κατευθύνσεων: Υπερκύβος, ο οποίος είναι γνωστός και ως Τεσσεράκτιον. (Οι ιδιότητες αυτού του σχήματος είναι πολύ γοητευτικές, αλλά δεν είναι εύκολο να τις εξερευνήσουμε. Οι έδρες του αποτελούνται από οκτώ κύβους, όπως ακριβώς οι έδρες του κύβου αποτελούνται από έξι τετράγωνα…)
Ο καλύτερος τρόπος για να κατανοήσουμε φευγαλέα μια Τέταρτη Κατεύθυνση, είναι να κατεβούμε για λίγο σε έναν κόσμο δύο κατευθύνσεων. Δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε ένα επίπεδο σύμπαν, στο οποίο δεν υπάρχει η κατεύθυνση του ύψους. Ένας απλός κόσμος: σαν ένα τεράστιο κομμάτι χαρτί, γεμάτο ζωγραφιές. Ας τον ονομάσουμε Επιπεδοχώρα (για να θυμηθούμε και τον Ε. Α. Άμποτ). Αν η Επιπεδοχώρα έχει νοήμονες κατοίκους, αυτοί θα είναι εξοικειωμένοι με τα σχήματα της απλής γεωμετρίας (γραμμές, κύκλοι, τρίγωνα, κλπ), αλλά θα είναι εντελώς ανίκανοι να φανταστούν τέτοιες θαυμαστές οντότητες όπως οι σφαίρες, οι κύβοι και οι πυραμίδες. Στην Επιπεδοχώρα, οποιαδήποτε κλειστή καμπύλη και γωνία, π.χ. ένας κύκλος ή ένα τετράγωνο, θα απέκλειε τελείως έναν χώρο. Δεν θα υπήρχε τρόπος για έναν αυτόχθονα να βγει ή να μπει εκεί μέσα, εκτός κι αν με κάποιο θαύμα διαπερνούσε τη γραμμή όπως εμείς χρειαζόμαστε ένα θαύμα για να περάσουμε μέσα από έναν τοίχο. Οι τράπεζες του κόσμου εκείνου, δεν θα ήταν παρά απλά γραμμικά τετράγωνα, και τα περιεχόμενα τους θα ήταν απολύτως ασφαλή εκεί μέσα. Όμως, για όντα σαν κι εμάς, που είμαστε ικανοί να κινούμαστε και στην Τρίτη Κατεύθυνση (του ύψους) αυτά τα χρηματοκιβώτια θα ήταν ορθάνοιχτα. Όχι μόνο θα μπορούσαμε να δούμε μέσα σ’ αυτά, όχι μόνο θα μπορούσαμε να μπούμε εκεί μέσα χωρίς κανείς να μας δει, αλλά θα μπορούσαμε να πάρουμε και ό,τι θέλουμε, κάνοντας το να εξαφανιστεί μυστηριωδώς από εκεί. Κανείς τους δεν πρόκειται να καταλάβει τί συνέβη, ούτε και να το εξηγήσει…
Η αναλογία είναι τώρα προφανέστατη, αν την προεκτείνουμε στο δικό μας σύμπαν. Δεν μπορούν να υπάρχουν κλειστοί χώροι στων «τριών κατευθύνσεων κόσμο» μας, για μια οντότητα ικανή για κίνηση σε μια Τέταρτη Κατεύθυνση, δηλαδή για μια οντότητα από άλλη διάσταση. Σημειώστε ότι, αυτή η «εξωδιαστασιακή» οντότητα, θα χρειαζόταν να ταξιδέψει μονάχα ένα χιλιοστό της ίντσας γι’ αυτήν, όπως κι εμείς χρειαστήκαμε να πηδήξουμε λιγότερο από το πάχος μιας τρίχας για να σαλτάρουμε πάνω από τους «τοίχους» της Επιπεδοχώρας.
Αυτό το όν, θα μπορούσε να μετακινήσει τον κρόκο ενός αυγού χωρίς να σπάσει το τσόφλι του αυγού! Θα μπορούσε να κάνει εγχειρήσεις χωρίς να αφήσει καμιά ουλή ή πληγή, να περάσει «πέρα» από τους τοίχους ενός κλειδωμένου δωματίου χωρίς να περάσει «μέσα» από τους τοίχους…
Αν υπάρχει αληθινά μια Τέταρτη Κατεύθυνση, τότε θα πρέπει να υπάρχουν χώροι στον κόσμο μας που δεν μπορούμε να τους επισκεφτούμε. Χώροι ανάμεσα στους χώρους, που μπορούμε να τους συλλάβουμε μονάχα ως άλλα χωροχρονικά συνεχή. Δηλαδή, Παράλληλοι Κόσμοι.
Αν στις τρεις κατευθύνσεις κινούμαστε με το σώμα μας (άρα το σώμα είναι το όχημά μας για να κινούμαστε στον τρισδιάστατο κόσμο μας) άραγε ποιο όχημα χρησιμοποιούμε για την κίνηση στην Τέταρτη ή Πέμπτη Κατεύθυνση; Μια εύκολη απάντηση θα έλεγε ότι χρησιμοποιούμε τη συνείδηση. Για παράδειγμα, κινούμαστε στον Χρόνο με τη συνείδησή μας. Μέσα από αυτό το πρίσμα, το ταξίδι στο Χρόνο, η Τέταρτη ή Πέμπτη Κατεύθυνση, θα είναι μια προβολή της συνείδησης σε άλλα χωροχρονικά συνεχή. Ίσως αυτήν την κατάσταση στην καθομιλουμένη την ονομάζουμε «Όνειρο». Αν και είναι ωραία σκέψη, δεν είναι αρκετή.
Αφού ο Χώρος και ο Χρόνος είναι αλληλένδετοι (για εμάς δεν υπάρχει ξεχωριστά ο Χώρος και ο Χρόνος, υπάρχει μόνο «Χωρόχρονος»), τότε θα πρέπει να μπορούμε να κινηθούμε στην Τέταρτη Κατεύθυνση με το σώμα μας. Θα πρέπει π.χ. να μπορούμε να μπούμε μέσα στο όνειρο με το σώμα μας, να εξαφανιστούμε από το κρεβάτι μας και όλοι ν' αρχίσουν να μάς ψάχνουν. Εμείς θα έχουμε ξυπνήσει μέσα στο όνειρό μας, από το όνειρο που βλέπαμε. Το όνειρο αυτό θα ήταν η καθημερινή μας πραγματικότητα. Νομίζαμε ότι ήμαστε ξύπνιοι, ενώ απλά ονειρευόμασταν -και όταν μετά πηγαίναμε να «ονειρευτούμε», ξυπνούσαμε για να βρούμε τον εαυτό μας μέσα στο όνειρο. (Να ξυπνάς μέσα στο όνειρο, στο οποίο ονειρεύεσαι ότι ξυπνάς μέσα στο όνειρο, που ονειρεύεσαι ότι ξυπνάς μέσα στο όνειρο: να μια κατεύθυνση που καταδύεται σαν σπείρα μέσα στους Χωρόχρονους της συνείδησης…) Οι «ονειρικές οντότητες» είναι εξωδιαστασιακές οντότητες…
Οι Εξωδιαστασιακές Οντότητες θα μπορούσαν να κινούνται με ένα τέταρτο τρόπο κίνησης, σε μία Τέταρτη Κατεύθυνση που δεν έχουμε καμία άμεση αντίληψη γι’ αυτήν, και θα μπορούσαν επίσης να κινούνται σε έναν άλλο Χρόνο, σε μία άλλη χρονική ακολουθία γεγονότων. Θα μπορούσαν να υπάρχουν ολόκληροι πολιτισμοί από εξωδιαστασιακές οντότητες, δίπλα μας, κι εμείς να μη γνωρίζουμε το παραμικρό…
Μπορώ ίσως να καταθέσω εδώ μία λογοτεχνική ιδέα, μία virtual εικόνα μιας τέτοιας Εξωδιαστασιακής Οντότητας: φανταστείτε ένα στερεόγραμμα που αποτελείται από στερεογράμματα! (Αντί για τις γνωστές κουκίδες, έχει μικρά στερεογράμματα που αποκαλύπτουν την τελική εικόνα, και πρέπει να δεις την εικόνα «με άλλα μάτια» για να σου αποκαλυφθεί). Τώρα φανταστείτε ότι αυτό το «μετα-στερεόγραμμα» είναι αόρατο για εσάς, αλλά ίσως να μπορείτε να το αντιληφθείτε σαν μια σκιά στην άκρη του ματιού σας ή σαν μια φευγαλέα κίνηση μέσα στο δωμάτιο. Φανταστείτε επίσης ότι, αν μπορούσατε να το δείτε, δεν θα το βλέπατε σε μια κανονική γραμμική ροή κίνησης, με μια κανονική χρονική ακολουθία, αλλά θα ήταν σαν να βλέπατε ένα τυχαίο αποσπασματικό μοντάζ μιας ταινίας, με καμία λογική ακολουθία. Τη μια στιγμή θα ήταν μεγάλο, την άλλη μικρό, τη μια στιγμή θα ήταν εδώ, την άλλη εκεί, κλπ. Κι όλα αυτά δεν θα ήταν παρά μία προβολή αυτής της εξωδιαστασιακής οντότητας και όχι η ίδια όπως «στ’ αλήθεια είναι», γιατί θα ήταν απερίγραπτη για τις αισθήσεις σας στην κανονική της μορφή...
Εφ’ όσον μιλάμε για Εξωδιαστασιακές Οντότητες, μιλάμε για όντα και δυνάμεις που δεν υπακούνε στους νόμους των τριών διαστάσεων, με φυσικό αποτέλεσμα να υπάρχουν πολλές παραδοξολογίες κατά την παρατήρηση –όταν είναι ευφικτή– της δράσης τους. Να υπενθυμίσω πάλι αυτό που έλεγα παραπάνω, ότι ένα πενταδιάστατο όν θα μπορούσε να αφαιρέσει τον κρόκο ενός αυγού χωρίς να σπάσει το αυγό. Έτσι, πράγματα όπως η κίνηση και η μετακίνηση, η επικοινωνία, η εμφάνιση, η δομή των σωμάτων, κλπ, θα είναι τελείως διαφορετικά απ’ ό,τι έχουμε συνηθίσει στον κόσμο μας των τριών διαστάσεων.
Γι’ αυτό και τείνω να πιστέψω ότι για όλα αυτά είναι σημαντικό κλειδί τα όνειρα. Γιατί, σε ποια διάσταση βρίσκονται οι ονειροχώρες που επισκεπτόμαστε όταν κοιμόμαστε; Εκεί, στην ονειροχώρα που θα βρεθείς σήμερα το βράδυ, μπορεί μια τέτοια οντότητα να σου εμφανιστεί με τη μορφή ενός σπιτιού ή ενός δέντρου ή ενός ήχου, γιατί αυτή θα είναι η έκφρασή της στη συγκεκριμένη διάσταση, εσύ θα βλέπεις μόνο αυτό που θα μπορείς να δεις.
Και, εδώ που τα λέμε, το ίδιο ίσως ισχύει και στην καθημερινή μας πραγματικότητα. Πώς ξέρεις στ’ αλήθεια ότι αυτό που βλέπεις γύρω σου είναι αυτό που νομίζεις ότι είναι; Ποτέ δεν κατάλαβα π.χ. γιατί βλέπουμε σαν οντότητα το λουλούδι και όχι τη ρίζα του, ενώ όλα όσα ξέρουμε λένε ότι η αληθινή ύπαρξη του λουλουδιού είναι κάτω από το χώμα, εννοώ ότι το λουλούδι δεν είναι παρά ένα «πλοκάμι» της ρίζας. Κρίνουμε πάντα απ’ αυτό που εμείς βλέπουμε, και κανείς ποτέ δεν θα μας πείσει για το αντίθετο. Το θέμα είναι αν βλέπουμε σωστά, ή αν τα πράγματα «φαίνονται» σωστά…
Με όλα αυτά απλά εννοώ ότι ίσως κάποια από τα πράγματα που βλέπουμε γύρω μας, να μην είναι παρά «πλοκάμια» κάποιων άλλων πραγμάτων που δεν βρίσκονται εδώ. Μπορεί να είναι προβολές από άλλού, όπως η σκιά σου είναι η προβολή του σώματός σου πάνω στον τοίχο. Ίσως ο κόσμος μας (όπως και κατά το περίεργο παράδειγμα του Πλάτωνα) να είναι ένα τέτοιος τοίχος, που κατοπτρίζει σκιές από οργανικά και ανόργανα όντα και υπάρξεις που δεν κινούνται στο δικό μας Χωρόχρονο…
Για να το πάω ακόμη πιο μακριά, ίσως εμείς οι ίδιοι να είμαστε σκιές κάποιων άλλων, εξωδιαστασιακών οντοτήτων, αδιανόητων οντοτήτων που κινούνται και περιγράφονται σε εκατό διαστάσεις, και όχι μόνο σε τρεις όπως εμείς, οι σκιές τους.
Έτσι κι αλλιώς, όταν εμείς οι άνθρωποι θα βλέπαμε τέτοια όντα, δεν θα βλέπαμε την αληθινή οντότητα, αλλά απλά εκείνο το τμήμα της που συσχετίζεται με τις διαστάσεις στις οποίες ζούμε και παρατηρούμε.
Δεν το σκέφτονται πολλοί άνθρωποι αυτό: ένα όν «από άλλη διάσταση» (π.χ. τετραδιάστατο) που θα κινείται στον κόσμο μας, δεν θα είναι αόρατο. Θα έχει τις τρεις διαστάσεις που καθιστούν ένα όν ορατό στον τρισδιάστατο κόσμο. Δεν θα είναι αόρατο, κάτι θα είναι ορατό από αυτό. Θα βλέπουμε κάτι από αυτό, που θα μπορούσε να είναι κάτι αναγνωρίσιμο από εμάς ή όχι.
Μέσα από τα παραπάνω πρίσματα, ένα «στοιχειωμένο σπίτι» ίσως είναι ένα σπίτι που φιλοξενεί μία εξωδιαστασιακή οντότητα, το μόνο που θα αντιλαμβανόμασταν εμείς θα ήταν κάποιες ενδείξεις ενός μικρού ποσοστού της δραστηριότητάς της μέσα στο σπίτι, δεν θα αντιλαμβανόμασταν την ίδια την οντότητα στην ολότητά της, ούτε όλες τις δραστηριότητές της και τα αποτελέσματά τους, παρά μόνο τα αποτελέσματα των δραστηριοτήτων της στο δικό μας πεδίο. Κι ακόμη κι αυτά τα ολίγα, θα τα κατανοούσαμε μόνο σε σχέση με τις πεποιθήσεις και τις γνώσεις μας, δηλαδή με τα δικά μας περιορισμένα κριτήρια.
Ας επιστρέψουμε για λίγο στην «Επιπεδοχώρα» και στους υποθετικούς δυσδιάστατους κατοίκους της. Πάρτε ένα κομμάτι χαρτί και ζωγραφίστε ένα ανθρωπάκι. Αν βάλετε το δάχτυλο σας μπροστά στο πρόσωπο του, θα δείτε τη σκιά του να απλώνεται πάνω του. Το ανθρωπάκι θα δει τη σκιά, αλλά δεν πρόκειται να δει το δάχτυλό σας όσο κοντά στο πρόσωπο του κι αν το βάλετε και όσο κι αν το κουνάτε επιδεικτικά, κινείται και στη διάσταση του ύψους, ένα τελείως άγνωστο πεδίο για το ίδιο. Το δάχτυλο σας ανήκει σε μιαν άλλη διάσταση, για την οποία δεν είναι ενήμερο το ανθρωπάκι αυτό. Αν διαλογιστεί πάνω στη σκιά, ενδεχομένως, αν είναι ιδιαίτερα ευφυής, ίσως μπορέσει να συλλάβει διανοητικά την ύπαρξη του δάχτυλου σας που προκαλεί τη σκιά που παρατηρεί, αλλά και πάλι δεν θα δει το δάχτυλο. Δηλαδή η κατανόηση του δαχτύλου δεν είναι απαγορευτική, η άμεση αντίληψη του είναι. Μπορείτε με το δάχτυλο σας να τρυπήσετε το ανθρωπάκι και να τού προκαλέσετε βλάβη. Το ίδιο δεν πρόκειται να καταλάβει τί ακριβώς συνέβη –παρ’ όλο που θα έχει υποστεί τη ζημιά– και θα το αποδώσει σε κάποιο άλλο συμβάν που βρίσκεται στο πεδίο κατανόησης του.
Το παραπάνω παράδειγμα γίνεται ιδιαίτερα τρομακτικό, αν το ανάγουμε στον τρισδιάστατο κόσμο μας και το «δάκτυλο» είναι μια εξωδιαστασιακή οντότητα που κινείται σε ένα πεδίο περισσότερων διαστάσεων από το δικό μας…
Επίσης, οι επαφές, από πεδίο σε πεδίο, είναι πάντα μονόδρομες, από το ανώτερο προς το κατώτερο, και όχι και το αντίστροφο. Το δυσδιάστατο γραμμικό σκίτσο πάνω στο χαρτί, υπάρχει και στον τρισδιάστατο κόσμο μας, συμπεριλαμβάνεται σ’ αυτόν, αλλά όχι το αντίστροφο. Ο κάτοικος της ανώτερης διάστασης έχει αντίληψη και εμπειρία της κατώτερης, καθώς και κίνηση σ’ αυτήν, αλλά δεν ισχύει το ίδιο για την κατώτερη διάσταση, ο κάτοικός της δεν έχει αντίληψη και εμπειρία της ανώτερης, ούτε κίνηση σε αυτήν. Αν αυτή η νομολογία σχέσεων συνεχίζεται με τον ίδιο τρόπο προς τις επόμενες διαστάσεις που στέκουν πέρα από τις τρεις δικές μας, θα είναι μια νομολογία καθοριστική για την αντίληψη, εμπειρία και επαφή μας με μία εξωδιαστασιακή οντότητα.
Όπως το ανθρωπάκι στην «Επιπεδοχώρα» βλέπει μια σκιά (ή μια γραμμή) και όχι το δάκτυλο, έτσι κι εμείς θα βλέπουμε κάτι άλλο και όχι την εξωδιαστασιακή οντότητα (ή δεν θα τη βλέπαμε ολόκληρη όπως είναι). Στο παράδειγμά μας, αν το φως της λάμπας που φωτίζει το χαρτί δεν είναι στην κατάλληλη θέση, ή αν το ίδιο το ανθρωπάκι δεν βρίσκεται στην κατάλληλη θέση, το ανθρωπάκι δεν θα αντιληφθεί απολύτως τίποτε, ούτε γραμμή, ούτε σκιά, ούτε δάκτυλο, όσο κοντά του και αν το πλησιάσετε. Ίσως όμως να νιώσει τη θερμότητα που εκπέμπει το δάκτυλο, ή να νιώσει τον αέρα που θα τού φυσήξετε στο πρόσωπο.
Αυτό ίσως δείχνει ότι η επαφή με μία εξωδιαστασιακή οντότητα μπορεί να μην είναι οπτική, αλλά να συμπεριλαμβάνει μία από τις άλλες αισθήσεις μας, π.χ. την όσφρηση. Επίσης δείχνει ότι μπορεί να έχει να κάνει και με τη γεωγραφία, τη θέση μας σε αυτήν, τη χρονική στιγμή, ή τις καιρικές συνθήκες, τις συνθήκες του φωτός, ένα σωρό παράγοντες που υπόκεινται σε συνεχείς αλλαγές.
Τέλος, (για να φτάσουμε στα όρια της περιορισμένης φαντασίας μας), όπως ακριβώς το ανθρωπάκι που κατοικεί σ’ αυτό το δυσδιάστατο κείμενο, αντιλαμβάνεται την εξωδιαστασιακή οντότητα «αναγνώστης» «μεταφρασμένη» σε κάτι αντιληπτό και αποδεκτό στον δυσδιάστατο κόσμο του, και μπορεί να θεωρήσει ότι συναντώντας τον αναγνώστη συνάντησε μία γραμμή, ή ένα σημείο ανάμεσα σε όλα τα άλλα δυσδιάστατα σημεία του κόσμου του, ένα σημείο που είχε λίγο παράξενη συμπεριφορά ή μία απρόβλεπτη θέση, έτσι ακριβώς αν αύριο εγώ βρεθώ μπροστά σε μία εξωδιαστασιακή οντότητα, μπορεί να θεωρήσω ότι βρέθηκα μπροστά σε έναν ακόμη άνθρωπο, σε μία καμηλοπάρδαλη, μία μύγα, ένα δέντρο, μία δίνη στο νερό, ένα τυφώνα, μία σκιά, μία ομίχλη, ένα ξωτικό, έναν ερπετοειδή εξωγήινο, ένα UFO, ή και, ακόμη πιο ακαθόριστα, σε μια μελαγχολία, μια μυρωδιά θειαφιού, ένα μικρό κρύο άνεμο, έναν ανεξήγητο θόρυβο, ένα φτάρνισμα, μία σύγχυση, ένα σεισμό, έναν πονοκέφαλο, μια ουρανοκατέβατη καταπληκτική ιδέα, μια σκέψη.
Ακόμη και τα λεγόμενα crop-circles (τα «αγρογλυφικά») που εμφανίζονται μυστηριωδώς σε διάφορα μέρη του κόσμου μας, θα μπορούσαν να είναι σημεία επαφής του κόσμου μας με παράξενες εξωδιαστασιακές οντότητες, «ίχνη από αλλού».
Ίσως ακόμη κι εκείνος ο «κόσμος των πνευμάτων», για τον οποίο μιλούν όλες οι παραδόσεις όλων των λαών του κόσμου από τη βαθιά αρχαιότητα ως σήμερα (παραδόξως χωρίς να έχουν επαφές μεταξύ τους), ίσως να είναι ένας κόσμος μιας άλλης διάστασης, κι αυτό που αντιλαμβάνονται οι ανθρώπινοι λαοί ως καλά ή κακά πνεύματα, θεούς ή δαίμονες, να είναι εξωδιαστασιακές οντότητες που κατοικούν σε ένα άλλο πεδίο που συνυπάρχει με το δικό μας αλλά εμείς δεν μπορούμε ούτε να το αντιληφθούμε, ούτε να το επισκεφτούμε, ενώ οι κάτοικοί του μπορούν και να μας αντιληφθούν και να μας επισκεφτούν, αλλά και να δράσουν με ένα σωρό ανεξιχνίαστους –για εμάς– τρόπους επάνω μας και πάνω στον κόσμο μας.
Ίσως, μάλιστα, όπως εμείς θεωρούμε π.χ. ότι όλα τα σκίτσα του κόσμου ανήκουν στο δικό μας κόσμο και είναι δικά μας, να θεωρούν και εκείνα –τα όντα που στέκουν πέρα από την αντίληψή μας– ότι εμείς ανήκουμε στο δικό τους κόσμο και είμαστε δικοί τους, εμείς και ο κόσμος μας...
Γιατί να πιστεύουμε ότι είμαστε –εμείς και τα άλλα πλάσματα που παρατηρούμε– οι μόνες οντολογικές ιεραρχίες αυτο-συντηρούμενης αυτόματης τάξης σε μορφή οργανισμών, που έχουν αποκτήσει συνείδηση;
Μπορεί να υπάρχουν μορφές ζωής που δεν βασίζονται στη χημεία, στα άτομα, ή ακόμη και μορφές ζωής που δεν είναι εστιασμένες σε ένα συγκεκριμένο σημείο στο Χώρο και στο Χρόνο. Είναι πιο πιθανό οι ιεραρχίες των οντοτήτων να συνεχίζουν ακόμη πιο μακριά προς τα πάνω και προς τα κάτω στις διαστάσεις, πέρα από τις διαστάσεις που εμείς αντιλαμβανόμαστε, παρά να μη συμβαίνει αυτό. Ακόμη και το ίδιο το Σύμπαν μέσα στο οποίο ζούμε, μπορεί να ειδωθεί ως μία ζωντανή οντότητα, κινούμενη και εξελισσόμενη, κι εμείς να μην είμαστε παρά απλώς μικρά τμήματα αυτής της εξέλιξης, αυτού του υπερ-οργανισμού. Το Σύμπαν μπορεί να είναι –κι αυτό κατά τη γνώμη μου είναι το πιο πιθανό– μία πολυδιαστασιακή υπερ-οντότητα.
Και μπορεί να υπάρχουν άλλα τμήματα αυτής της εξελικτικής διαδικασίας, που ξεφεύγουν της περιορισμένης –και «χαμηλής», λόγω θέσης– παρατήρησης και εποπτείας μας. Είναι πιο πιθανό να συμβαίνει αυτό, παρά να μη συμβαίνει. Οι οντότητες που θα κατοικούν στους χωροχρόνους που περιγράφονται ως άλλα τμήματα της συμπαντικής εξελικτικής διαδικασίας, ή ακόμη και αυτής του ίδιου μας του κόσμου, θα είναι τελείως ξένες για τον τρόπο αντίληψης και σκέψης μας.
Το Σύμπαν είναι πάρα πολύ πιο μεγάλο και πάρα πολύ πιο παράξενο, απ’ όσο είμαστε ικανοί να φανταστούμε, και το ίδιο ισχύει και για τον μικρό κόσμο μας, (που μπορεί να μην είναι και τόσο μικρός, ιδωμένος μέσα απ’ αυτό το πρίσμα).
Ο εγκέφαλός μας δεν μπορεί να ξεπεράσει τους περιορισμούς του για να δεχθεί, χωρίς να μεταλλαχθεί ριζικά, αυτές τις διαφορές που καθιστούν ξένες αυτές τις οντότητες. Κι όμως, αν υπάρχουν, θα έχουμε συνεχώς επαφή με τέτοια όντα. Επαφές που δεν καταγράφονται πουθενά. Κι αυτό το γεγονός, αν ισχύει, από μόνο του συνιστά μία μυστική ιστορία του κόσμου και μία μυστική ιστορία των εμπειριών μας.
Ίσως οι εξωδιαστασιακές οντότητες να εμφανίζονται ως μέρη της ίδιας της συνείδησής μας, να είναι ανόργανες μορφές ζωής (ξένες προς την έννοια που αποδίδουμε στο οργανικό όν), μη-τοπικές στο χώρο, μη-μετρήσιμες στο χρόνο.
Διανοητές όπως ο Terrence McKenna και ο Timothy Leary, τις περιγράφουν ως όντα από το Υπερδιάστημα, που τις προσεγγίζουμε αντιληπτικά χρησιμοποιώντας παραισθησιογόνα μανιτάρια ή LSD, ή βλέπουμε αλληγορικές αναπαραστάσεις τους στον Κυβερνοχώρο.
Οι αποκρυφιστές αναφέρονται σε αυτές ως πνεύματα, κανάλια, egregorons, θεότητες, δαίμονες, στοιχειακά, κ.λπ.
Οι UFOλόγοι τις περιγράφουν ως εξωγήινους που κατέχουν τεχνολογίες που τους επιτρέπουν να εμφανίζονται και να εξαφανίζονται ή να αλλάζουν μορφές κατά βούληση, το ίδιο και τα οχήματά τους.
Οι παραψυχολόγοι τις θεωρούν μη καταγραμμένες μορφές ενέργειας, σκεπτομορφές, αιθερικά σώματα, εκπομπές του ασυνειδήτου, φαντάσματα.
Οι λαογράφοι και οι παραδόσεις τις εξιστορούν ως ξωτικά, νεράιδες, στοιχειά, Faeries, κλπ.
Οι θρησκείες τις περιγράφουν ως αγγέλους, διαβόλους, Τζιν, Ντέβας, κ.ά.
Συγγραφείς Φανταστικής Λογοτεχνίας όπως ο Χ. Φ. Λάβκραφτ, ο Άρθουρ Μάχεν ή ο Άλτζερνον Μπλάκγουντ, μέσα στις ιστορίες τους τις αντικρίζουν ως Κθούλου, Γιογκ-Σοθώθ, Γουέντιγκο, Ιτιές, κατοίκους του Λόφου των Ονείρων και ακατονόμαστες εξωκοσμικές ράτσες ή ανόργανα όντα.
Λοιπόν, η δράση εξωδιαστασιακών οντοτήτων ως πιθανή ερμηνεία για τα παράξενα φαινόμενα και όντα που καταγράφουν αμέτρητοι αντισυμβατικοί γνωσιολογικοί τομείς, θα μπορούσε να στοιχειοθετεί μία ενοποιημένη θεωρία της Μεταφυσικής και του Παράξενου.
Αν το Σύμπαν είναι μία ζωντανή υπερ-οντότητα, και εμείς είμαστε στοιχεία της ζωής της, άραγε πώς θα αναγνωρίζαμε ένα άλλο στοιχείο, ξένης και τελείως διαφορετικής μορφής από εμάς; Με ποιους παράξενους τρόπους διαπλέκονται τα στοιχεία του υπερ-οργανισμού του Σύμπαντος για να παράγουν ξεχωριστές πραγματικότητες; Και ποια είναι η θέση μας και η εξελικτική πορεία μας μέσα σε ένα τέτοιο πλέγμα σχέσεων και πραγματικοτήτων;
Αυτές θα έπρεπε να είναι οι ερωτήσεις της θρησκείας και της επιστήμης, της φιλοσοφίας και της τέχνης. Και οι απαντήσεις τους θα έπρεπε να είναι αλληλοσυνδεόμενες.
Το Σύμπαν δεν μπορεί παρά να είναι μια ζωντανή υπερ-οντότητα, πολυδιαστασιακή και πιο σύνθετη πέρα από κάθε φαντασία, και δεν μπορεί παρά να εξελίσσεται και να προεκτείνει συνεχώς τη ζωή του σε άλλες «πραγματικότητες», ακόμη και πέρα από την ίδια την έννοια της πραγματικότητας όπως την καταλαβαίνουμε. Σε άλλες εκδοχές του κόσμου μας, άλλους νόμους της φυσικής, άλλες δονήσεις, άλλα σύμπαντα, ακόμη και στις μυθολογικές πραγματικότητες του ασυνείδητου, ακόμη και πέρα από τους ασαφείς κόσμους του ονείρου.
Πολλά είναι τα μυαλά που υποστήριξαν, στην ιστορία της ανθρωπότητας, ότι μπόρεσαν να αντιληφθούν αυτές τις πραγματικότητες, είτε σε εναλλακτικές καταστάσεις συνείδησης, χρησιμοποιώντας ψυχεδελικές ουσίες ή διαλογισμό, προσευχή ή τεχνολογικές εφευρέσεις, είτε εξ υφαρπαγής, απρόβλεπτα και απερίγραπτα, είτε μέσα από τη φιλοσοφία και τη λογοτεχνική ή την ποιητική έμπνευση, είτε ερχόμενοι σε επαφή με κάτι που το κατατάσσουμε στα πλαίσια της μαγείας ή της θρησκευτικής εμπειρίας.
Στην πραγματικότητα, το κάθε τι είναι μια θρησκευτική εμπειρία, διότι το κάθε τι αποτελεί ένα κομμάτι της ζωντανής υπερ-οντότητας που ονομάζουμε Σύμπαν. (Ουσιαστικά, το λέμε «Σύμπαν» –Συν-Παν– βάζοντας αυτό το Συν δίπλα στο Παν, για να καταδείξουμε τα «πάντα και κάτι παραπάνω από τα πάντα», για να δώσουμε χώρο ύπαρξης ακόμη και σε εξωδιαστασιακές ή και εξω-συμπαντικές οντότητες, όπως ο Θεός που δημιούργησε το Σύμπαν). Αλλά, η ολότητα βρίσκεται έξω από τη δυνατότητα αντίληψης και κατανόησής μας. Το ίδιο το Σύμπαν βρίσκεται πέρα από την αντίληψη των στοιχείων που το αποτελούν, πέρα από οτιδήποτε μικρότερο από το ίδιο. Και το μέγεθος υποδεικνύει απλώς μία διάσταση, και πρέπει να υπάρχουν πράγματα ακόμη και πέρα από το μέγεθος. Εξωδιαστασιακές οντότητες χωρίς μέγεθος, ακόμη και χωρίς ζωή όπως εμείς καταλαβαίνουμε τη ζωή.
Η ίδια η σκέψη μας ίσως αντιλαμβάνεται εξωδιαστασιακές οντότητες που τις ονομάζουμε ιδέες, και το εξωκοσμικό πεδίο τους να είναι εκείνος ο «κόσμος των ιδεών». Την ίδια στιγμή που ένας επισκέπτης από εκεί, γίνεται αντιληπτός ως ιδέα ή έμπνευση στο νου μας, μπορεί να ζωογονεί τον σπόρο ενός φυτού μέσα στο έδαφος του κήπου μας, και να προκαλεί ένα μικρό σεισμό στην άλλη άκρη του κόσμου, καθώς και μια παράξενη ανάμνηση από κάτι που δεν ζήσαμε, δέκα χρόνια αργότερα στο μέλλον…