ΔΕΝ ΣΥΜΦΩΝΩ


Σε ένα περιβάλλον όπου συνεχώς συζητούνται τα κάθε λογής δικαιώματα, πέρα από το επιβαλλόμενο δικαίωμα της ομόφωνης συμφωνίας, ή το συνεχώς απαιτούμενο δικαίωμα της ομόφωνης διαφωνίας, θέλω να ασκήσω το δικαίωμά μου στην προσωπική διαφωνία.

Δεν συμφωνώ με όλους αυτούς τους λογιστές και τους δικηγόρους (ακόμη κι όταν πολιτεύονται και αποτελούν σχεδόν όλον τον πολιτικό κόσμο) που θέλουν να με πείσουν ότι πρέπει να αντιμετωπίζω την πραγματικότητα και τις αντιλήψεις μου επί αυτής με λογιστικό τρόπο και με οικονομικούς όρους ή virtual νομικούς όρους. Δεν πιστεύω ότι η ζωή μου είναι αποτέλεσμα λογιστικής, δικηγορίας ή οικονομολογίας. Δεν συμφωνώ με την εκστρατεία που επί τόσα χρόνια διεξάγεται με τρόπους παράλογους, ώστε να μετατρέψουν όλους τους πολίτες σε λογιστές και χρηματιστές, τραπεζίτες και οικονομικούς αναλυτές, βάζοντας τους να παρακολουθούν βήμα-βήμα όλες τις οικονομολογικές/λογιστικές διεργασίες, και, επειδή κανείς δεν τις καταλαβαίνει, να θέλουν μετά να τους τις ερμηνεύσουν για να δικαιολογήσουν κινήσεις και χειρισμούς που είναι ολοφάνερο ότι είναι αποτέλεσμα διαπλεκόμενων συνομωσιών, που οι αληθινές ερμηνείες τους είναι απόκρυφες και προέρχονται από τεράστια παρασκήνια στα οποία σχεδόν κανείς δεν έχει αληθινή πρόσβαση (πόσο μάλλον αντίληψη ή κατανόηση).
Δεν συμφωνώ ότι η κοινωνία πρέπει να υπηρετεί την ίδια τη λογιστική της, αλλά πιστεύω ότι η λογιστική της πρέπει να υπηρετεί την κοινωνία.
Δεν συμφωνώ ακόμη και στο ότι, επειδή οι λογιστές δεν μπορούν να κάνουν σωστά τη δουλειά τους (από το ίδιο το απίστευτο απατεωνίστικο μπλέξιμο που οι ίδιοι έχουν δημιουργήσει επιτηδευμένα), θα πρέπει κάποιοι να μετατρέψουν καθημερινά εμένα σε λογιστή για να μπορέσω να τους κατανοήσω ή να τους ελέγξω ή να πάρω εγώ την ευθύνη της δουλειάς τους που δεν κάνουν.
Δεν συμφωνώ με τους λογιστές και τις όποιες πολιτικές τους δραστηριότητες, απλά ίσως τους θεωρώ αναγκαίο κακό, όπως τους θεωρούμε όλοι μας, που τους έχουμε αναθέσει αυτή τη βρώμικη δουλειά για να μην την κάνουμε εμείς –κι αυτός είναι ο μόνος λόγος ύπαρξής τους (για τον οποίον αμοίβονται πλουσιοπάροχα). Δεν θα έπρεπε να ασχολείται κανένας μας με τα λογιστικά τους, θα έπρεπε απλά να κάνουν αποτελεσματικά τη δουλειά τους (ή έστω να κρατούν αποτελεσματικά τα προσχήματα), και όχι να εξαναγκάζουν μια ολόκληρη χώρα να ασχολείται κάθε μέρα με τα λογιστικά τους, μετατρέποντας τα στο σπουδαιότερο πράγμα που υπάρχει για να προβληματιστεί κανείς. Υπάρχουν σπουδαιότερα πράγματα στη ζωή και στον κόσμο από τα λογιστικά, κι ελπίζω να με συγχωρέσουν οι λογιστές –και οι οπαδοί τους– που τολμώ να εκφέρω αυτήν την άποψη. Τολμώ ακόμη να παρασυρθώ ασύστολα και να πω ότι υπάρχουν σπουδαιότερα πράγματα στη ζωή και στον κόσμο, από το τραπεζικό σύστημα ή την οικονομολογία (σε ευρωπαϊκό ή μή επίπεδο). Δεν συμφωνώ με αυτούς που έχουν πάψει να ασχολούνται με αυτά τα σπουδαιότερα πράγματα, που τους έχουν πείσει οι λογιστές ότι πρέπει να ασχολούνται καθημερινά με τα λογιστικά τους και να προβληματίζονται με αυτά, (αντί να προβληματίζονται με τους ίδιους αυτούς τους λογιστές και με τη βίαιη αλλαγή της αντίληψης της πραγματικότητας που δραστικά επιχειρούν).   

Δεν συμφωνώ με το γελοίο και παιδαριώδες δίλημμα σύμφωνα με το οποίο στην ουσία θα πρέπει να προσδιορίσω αν είμαι Ευρωπαίος ή όχι. Πρόκειται για κάτι που αποτελεί δεδομένο γεωγραφικό προσδιορισμό, κατ’ επέκταση πολιτιστικό και κοινωνιολογικό ή ανθρωπολογικό. Είμαι Γήινος (χμ...), Ευρωπαίος και Έλληνας. Ολόκληρη η Παιδεία μου, η Τέχνη μου, ο Πολιτισμός μου, η Ιστορία μου, και οι συγγένειές μου, είναι Ευρωπαϊκές. (Μάλιστα, η ίδια η λέξη Ευρώπη, Europe, είναι Ελληνική).
Δεν συμφωνώ με όλους εκείνους που θέλουν να με βάλουν να διαλέξω αν θα είμαι μέσα στην Ευρωπαϊκή κοινότητα ή όχι, για μένα είναι το ίδιο παράδοξο με το αν θα με έβαζαν να διαλέξω αν το όνομά μου είναι αυτό που έχω ή όχι.

Δεν συμφωνώ με αυτούς που θέλουν να συλλογιστώ το μέλλον μου εκτός της Ευρώπης, διότι οι ίδιοι δεν μου είπαν ποτέ να συλλογιστώ το μέλλον μου εκτός της Γης, σε μία διαστημική εξερεύνηση και αποικισμό άλλων πλανητών, άρα δεν είναι αρκετά γενναίοι και αυθεντικά ουτοπιστές για να απαιτήσουν την αληθινή απόσχιση, απλά τους απασχολεί η αποκλειστική διαχείριση των τοπικών κονδυλίων –ας το πούμε έτσι.

Δεν συμφωνώ ότι πρέπει να συμφωνήσω με τον ένα ή τον άλλο απατεώνα.
Δεν συμφωνώ με όλους εκείνους που με όλων των ειδών τις απάτες και τις εξαπατήσεις που θα μπορούσε να φανταστεί ποτέ κανείς, οδήγησαν έναν ολόκληρο λαό ενάντια στον εαυτό του, που για να αποφύγουν την καταδίκη τους προσπαθούν να μας πείσουν ότι μας εξαπάτησαν όλοι οι άλλοι εκτός από τους ίδιους.


Δεν συμφωνώ με όλους εκείνους που θέλουν να με διδάξουν το πώς θα αγαπώ την πατρίδα μου (λέγοντάς μου ότι η τάδε ιδέα μου ή πράξη μου σημαίνουν ότι δεν αγαπώ ή αγαπώ την πατρίδα μου). Η Πατρίδα είναι μια μεγαλόκαρδη έννοια, και χωράει τις αγάπες όλων, όσο διαφορετικές κι αν είναι μεταξύ τους. Μιλώντας για την Πατρίδα, δεν μιλάμε για το πανί της σημαίας (που είναι μια παραβολή), αλλά για την Αγάπη, για την καρδιά των ανθρώπων απέναντι στον τόπο και στη μνήμη του και στους συγγενείς του. Δεν μπορείς να διδάξεις τρόπους στην Αγάπη, είναι εξαιρετικά πολύτροπη για να περιοριστεί σε συγκεκριμένους τρόπους. Αγαπώ την πατρίδα μου όπως εγώ νιώθω, το ίδιο και ο καθένας μας, αν την αγαπά.
Οι προδότες, ουσιαστικά, δεν προδίδουν την Πατρίδα, αλλά την Αγάπη, προδίδουν την Αγάπη, όπως θα πρόδιδαν κάποιον άνθρωπο που αγαπούν ή όπως θα πρόδιδαν την ίδια την καρδιά τους. Δεν συμφωνώ με την αρχαία συνήθεια να εξορίζονται ή να θανατώνονται οι προδότες, διότι εξορίζουν τον εαυτό τους από μόνοι τους, μακριά από την Αγάπη, και έτσι και η μνήμη τους θανατώνεται.
Επιπλέον, δεν συμφωνώ με αυτούς που λένε ότι πατρίδα μας είναι όλος ο κόσμος, εννοώντας ότι είναι κοσμοπολίτες και απάτριδες, (όχι μόνο διότι δεν ξέρουν για ποιο πράγμα μιλάνε, αφού ο Κόσμος είναι το έναστρο διάστημα, και ο κοσμοπολίτης είναι ο πολίτης των άστρων ή ο διαστημάνθρωπος), διότι, εκ των πραγμάτων, για εμάς όλος ο κόσμος είναι η πατρίδα μας, κι ακόμη κι όταν –ταξιδεύοντας– ανακαλύψουμε ότι αυτό είναι περιοριστικό, αυτό είναι θέμα προέκτασης του πνεύματος και δεν σημαίνει ότι γινόμαστε απάτριδες.

Δεν συμφωνώ με το ότι πρέπει να βλέπω τους Ευρωπαίους ως εχθρούς, επειδή μια χούφτα Ολλανδοί, Βέλγοι, Γάλλοι και Γερμανοί χαρτογιακάδες λογιστές (σε μυστική αποστολή από τις μυστικές αδελφότητές τους) συνωμοτούν με μια χούφτα τραπεζίτες και προέδρους επιτροπών και μια χούφτα εγχώρια πολιτικά πιόνια, για να διαχειριστούν το κοινό ταμείο σύμφωνα με τα σχέδια των φατριών τους, προσπαθώντας να εγκαθιδρύσουν μια εικονική πραγματικότητα, και τα έχουν κάνει θάλασσα με τις αλυσιδωτές αντιδράσεις –που τους ξεπερνούν– των κοντόφθαλμων χειρισμών τους (που προσπαθούν να τους καλύψουν με τον μανδύα της δήθεν εξειδικευμένης αυστηρότητας). Δημιουργούν ιστορικές συγκυρίες από τις οποίες τελικά θα τιμωρηθούν, αργά ή γρήγορα.
Δεν είναι οι Ευρωπαίοι οι εχθροί μου. Αυτοί οι συγκεκριμένοι άνθρωποι, είναι. Και υπάρχουν πάρα πολλοί τρόποι για να τους αντιμετωπίσουμε. Και ο καλύτερος είναι να μπορέσουμε, εμείς οι Ευρωπαίοι, να τους εκδιώξουμε από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα. (Όχι να μας εκδιώξουν αυτοί). Δεν συμφωνώ ότι αυτό είναι αδύνατον. Τίποτε δεν είναι αδύνατον! (Και, ας ξεκινήσουμε με το να τους κατηγορήσουμε προσωπικά –αντί απλά να τους παρακολουθούμε να μας κατηγορούν «εν ονόματι των Ευρωπαίων», ή να παρακολουθούμε τους εγχώριους συναδέλφους τους να κατηγορούν «τους Ευρωπαίους» –και όχι εκείνους προσωπικά– εν ονόματί μας...)

Δεν συμφωνώ με το ότι υπάρχει δίλημμα για τα νομίσματα. Κανένα δίλημμα δεν υπάρχει. Τα νομίσματα είναι αυτό που νομίζουμε. Αν θέλουμε μια κοινή Ευρωπαϊκή πορεία για τους λαούς της Ευρώπης, θα πρέπει να υπάρχει ένα κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα, δηλαδή να νομίζουμε κοινά. Αν θέλουμε να ακολουθούμε την κοινή Ευρωπαϊκή πορεία, πρέπει να μας συμπεριλαμβάνει αυτή στο κοινό νόμισμα, εκ των πραγμάτων. Δεν συμφωνώ ότι υπάρχει στ’ αλήθεια δίλημμα περί αυτού.
Και ακόμη και η Αλληλεγγύη θα έπρεπε να είναι εντελώς δεδομένη, απέναντι μας και απέναντι σε όλους, (αφού κι εμείς π.χ. δίνουμε την αλληλεγγύη μας με το να χρησιμοποιούμε τα προϊόντα τους αντί να παράγουμε τα δικά μας, ή τους προσφέρουμε και το πολυτιμότερο αγαθό μας ως λαός: την φιλοξενία μας και τον ήλιο μας απέναντι στην αποξένωση και τη συννεφιά τους –αλλά και τον εγκέφαλό μας, ναι, σχεδόν ολόκληρο το εγκεφαλικό δυναμικό μας, με τη συνεχή διαρροή των εγκεφάλων μας προς τις περιοχές τους και προς χρήση τους, για να μη μιλήσουμε και για τα εκατομμύρια εργατικά κι επαγγελματικά μας χέρια και τους φόρους τους, που χρησιμοποιούν στις χώρες τους προς άμεσο ώφελός τους. Κ.ά.).

Επίσης, συμβολικά, δεν συμφωνώ ότι –με συνοπτικές διαδικασίες– οι Γερμανοί είναι εχθροί μας. Για μένα, οι Γερμανοί είναι εκείνοι που παραδοσιακά ήταν πάντα οι μεγαλύτεροι Φιλέλληνες στην Ευρώπη, οι μόνοι που υποτίθεται ότι είναι διαχρονικά οι μεγαλύτεροι θαυμαστές του ελληνικού πολιτισμού, αλλά και οι άνθρωποι που κυριολεκτικά ανακάλυψαν τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και τον καθόρισαν μελετώντας τον, όταν αυτός ήταν ξεχασμένος όχι μόνο από τους πάντες αλλά και από εμάς τους ίδιους. (Αλλά ακόμη και οι πρώτοι που δημιούργησαν τον τουρισμό μας, τον οποίον τόσο σημαντικό θεωρούμε όπως διαχρονικά και καθημερινά φαίνεται). Αυτήν τη στιγμή, μάλιστα, υπάρχουν περισσότεροι Γερμανοί που γνωρίζουν αρχαία ελληνικά, περισσότεροι από τους Έλληνες που τα γνωρίζουν. Επίσης, τα λέω αυτά, διότι για μένα οι Γερμανοί είναι ο Γκαίτε, ο Σοπενχάουερ, ο Νίτσε, ο Καντ, ο Χάιντεγκερ, ο Μπετόβεν, ο Βάγκνερ, ο Μπραμς, ο Μότσαρτ, ο Ε.Τ.Α. Χόφφμαν, ο Χάινε, ο Χόλντερλιν, ο Νοβάλις, ο Χέρμαν Χέσσε, ο Τόμας Μαν, ο Χανς Χάινζ Έβερς, ο Μάιστερ Έκχαρτ, ο Γιάκομπ Μπαίμε, ο Λάιμπνιτς, ο Παράκελσος, ο Κάσπαρ Φρίντριχ, ο Φριτς Λανγκ, ο Μουρνάου, και αμέτρητοι άλλοι Γερμανοί, που μου έδωσαν φως και ομορφιά όταν βρισκόμουν στο σκοτάδι μου και στην ασχήμια μου, το ίδιο και σε τόσους πολλούς συνανθρώπους μου. Οι Γερμανοί δεν είναι η Μέρκελ ή ο Σόιμπλε, κλπ, ή οι Γερμανοί τραπεζίτες. Οι Γερμανοί για μένα είναι το ευγενικό πνεύμα της Γερμανίας, για το οποίο είμαι ευγνώμων και πάντα θα είμαι. Δεν συμφωνώ ότι οι Γερμανοί είναι οι εχθροί μας.
Τα ίδια κι ακόμη περισσότερο ισχύουν και για τους Γάλλους, και μάλιστα στο έπακρο... Και για τους Βρετανούς (όχι απαραίτητα εκείνους τους κακούς σνομπ συνομώτες Άγγλους που συνήθως έχουμε υπ’ όψιν μας). Και για τους Ιρλανδούς, που βρίσκονται μέσα στην καρδιά μου.
Αλλά και για αρκετούς άλλους αδελφούς λαούς μας της Ευρώπης.

Δεν συμφωνώ ότι το τραγικό είναι πως τα τελευταία χρόνια έχει καταστραφεί η οικονομία μας, οι τράπεζές μας ή τα ασφαλιστικά ταμεία μας. Προσωπικά πιστεύω ότι είναι τραγικότερο που έχει καταστραφεί η Τέχνη μας (θεωρώ ότι η ελληνική Τέχνη σχεδόν δεν υπάρχει πια), η Παιδεία μας, η γλώσσα μας, τα πανεπιστήμιά μας, η ελληνική επιστημονική έρευνα, η underground σκηνή μας, ο κινηματογράφος μας, η ποίησή μας, η λογοτεχνία μας (που, κατά τη γνώμη μου, στην πλειοψηφία της είναι για γέλια, αν δεν είναι σχεδόν ανύπαρκτη), η διαθέσιμη βιβλιογραφία μας, η μελέτη των αρχαιοτήτων μας, και οι περισσότερες ιδιαιτερότητές μας... Δεν συμφωνώ ότι θα πεθάνουμε ως χώρα αν πεθάνουν οι τράπεζές μας ή η χρηματοπιστωτική μας αξιοπιστία. Πεθαίνουμε ως χώρα και ως λαός κι έθνος επειδή πεθαίνουν όλα τα παραπάνω, και επειδή στην ουσία θανατώνουμε τους νέους μας, μετατρέποντάς τους σε ανδρείκελα καταναλωτισμού, εργασιομανίας, βιοπάλης, αμορφωσιάς, ομοιογένειας. Τους δίνουμε όλα τα λάθος μηνύματα και διδάγματα, όλα.
Έτσι πεθαίνουν τα όνειρά μας, η καρδιά μας, η ταυτότητά μας, η ψυχή μας. Επειδή εμείς οι ίδιοι τα έχουμε σκοτώσει τόσα χρόνια, με την αδιαφορία και την ανοησία, τη μισαλλοδοξία και τη μετριότητα, τη φιλαργυρία και την παράνοια, και την αληθινή προδοσία, που δεν είναι στ’ αλήθεια πολιτική, αλλά ψυχική.
Δεν συμφωνώ ότι κινδυνεύουμε να χάσουμε την οικονομία μας ή την (ανέκαθεν σχεδόν ανύπαρκτη) «ανεξαρτησία» μας.  Κινδυνεύουμε να χάσουμε την ψυχή μας.
Εγώ, εσύ, ο καθένας μας προσωπικά, και τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας.

Δεν συμφωνώ ότι χρειαζόμαστε «αλλαγές», ή «διεκδικήσεις».
Χρειαζόμαστε αυθεντικές επαναστάσεις. Του Πνεύματος!
Δεν συμφωνώ ότι πρέπει να επαναστατήσουμε απέναντι σε μια εικονική Ευρώπη.
Πρέπει να επαναστατήσουμε απέναντι στην Ελλάδα όπως είναι αυτή τη στιγμή.
Ενάντια στην κατάντια μας.
Δεν συμφωνώ ότι πρέπει να ανακτήσουμε την «αξιοπρέπεια» μας, που είναι από μόνη της μια απαίτηση αναξιοπρεπής.
Πιστεύω ότι πρέπει να ανακτήσουμε την ψυχή μας, που κάθε μέρα τη χάνουμε.
Δεν μας την κλέβουν. Δεν θα μας τη δώσει πίσω κανείς.
Την έχουμε πουλήσει.
Και την έχουμε ξεχάσει.

Στην απαράδεκτη καθημερινή ύπνωση, έχουμε ξεχάσει το Πνεύμα μας, και έχουμε χάσει την Αλήθεια.
Απαιτούμε μόνο χρήματα, που δυστυχώς πλέον για εμάς σημαίνουν τα πάντα και συνδέονται με τα πάντα. Δυστυχώς... Και αυτό το γεγονός είναι η αληθινή δυστυχία μας.  

Αυτή είναι η προσωπική μου διαφωνία.


Παντελής Γιαννουλάκης




      


GOING UNDERGROUND! 
(ΠΕΡΝΩΝΤΑΣ ΣΤΟΝ ΥΠΟΚΟΣΜΟ...)

Σήμερα περνούσαν κάτω από το μπαλκόνι μου οι μαύρες λιμουζίνες των ελεγκτών τού λεγόμενου Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, κι εγώ έκλεινα τις κουρτίνες μήπως τυχόν και κάποιος από την ασφάλειά τους, που τσεκάρει την περίμετρο, δει με τα κιάλια του μέσα από το παράθυρό μου και ανακαλύψουν ότι στον τοίχο μου έχω πορτραίτα ρομαντικών συγγραφέων του προηγούμενου αιώνα, ένα σπαθί Σαρακηνού πειρατή, ψυχεδελικές εικόνες από το 2001: Οδύσσεια του Διαστήματος, φωτογραφίες του Lon Chaney (ποιος είναι αυτός;) από το χαμένο London After Midnight, και του Salvator Dali («Ποια είναι η γνώμη σας για τα ναρκωτικά;» τον ρωτούσαν, «Τα ναρκωτικά;;; Εγώ είμαι τα ναρκωτικά!!!» έλεγε), και κάτι κέλτικες άρπες των Βάρδων και κάτι παράξενες μάσκες θεοτήτων από την Πολυνησία, γιατί θα με καταλάβουν ότι δεν ενδιαφέρομαι για τα δελτία ειδήσεων που στήνουν για όλους μας και –φαντάζομαι– θα με συλλάβουν ή θα με φορολογήσουν ακριβότερα.
Προχθές ο θυρωρός μού έφερνε πάλι λογαριασμούς όλων των ειδών (θεωρεί ότι κάνω συλλογή), κι εγώ, καθώς άνοιγα την πόρτα μόνο μια χαραμάδα, πίσω της προσπαθούσα με το πόδι μου να κρατήσω όλα τα ξωτικά και τα γκόμπλινς μέσα στη ντουλάπα του διαδρόμου, γιατί θέλανε να βγούνε και να τον φάνε. Συνέχεια τους εξηγώ ότι μπορούν να τρώνε μόνο τους λογαριασμούς, αλλά δεν καταλαβαίνουν!
Θυμάμαι τότε που οι τράπεζες με έπαιρναν συνέχεια τηλέφωνο, (αυτή τη δουλειά κάνουν οι άνθρωποι, είναι τηλεφωνήτριες, ξοδεύουν τα λεφτά του κοσμάκη στα τηλέφωνα –αλλά θα μου πεις οι τηλεφωνικές εταιρίες πάλι σ’ αυτούς τα δίνουν), κι εγώ δεν το σήκωνα γιατί θα άκουγαν από το ακουστικό τις μουσικές από Theremin και τα χαβανέζικα, τις ντανταϊστικές ηχογραφήσεις και τους παραμορφωμένους δρυοκολάπτες του Luc Ferrari, για να μη μιλήσω και για τη Diamanda Gallas («Ο Εαυτόν Τιμωρούμενος»), κ.ά., που ακούγονται από τα ηχεία του ταλαίπωρου στερεοφωνικού μου. Παλιά το σήκωνα το τηλέφωνο, αλλά μόλις ακούγανε αυτά τα παράξενα πράγματα από το βάθος, άκουγα τις τηλεφωνήτριες να συνεννοούνται και να λένε πράγματα του στυλ: «Βρήκαμε κι άλλον, είναι περίπτωση Χ-16, φώναξε την προϊσταμένη...» και άλλα τέτοια συνθηματικά, και καταλάβαινα ότι με σημειώνανε ως αναξιόπιστο (οι δημόσιοι υπάλληλοι, απ’ όσο ξέρω, είναι οι πιο αξιόπιστοι), και ως «εκκεντρικό», δηλαδή ως περίπτωση που δεν μπορούν να χειριστούν τα κεντρικά τους, και με βάζανε στη λίστα για περαιτέρω συνεχείς ενοχλήσεις όλων των ειδών από μισθοφόρους, (η νέα τους εφεύρεση είναι τα μη-επανδρωμένα τηλεκατευθυνόμενα σκάφη που έρχονται έξω από το παράθυρό σου και φωνάζουν ηχογραφημένα μηνύματα με τηλεβόα: «Το μήνυμα αυτό απευθύνεται....κλπ...κλπ...» Γι’ αυτό, έλεγα, ας παίρνουν όσα τηλέφωνα θέλουν, εγώ δεν το σηκώνω, (αλλά δεν το άκουγα κιόλας κάτω από τους παραμορφωμένους δρυοκολάπτες)....
Ο φίλος μου ο Μάρκος (μέγας συνωμοσιολόγος) με συμβούλεψε τα απογεύματα να ανοίγω την τηλεόραση με τον ήχο στο τέρμα, για να ακούνε οι γείτονες τις ειδήσεις και να νομίζουνε ότι είμαι νορμάλ. (O Μάρκος όντως έχει δίκιο, το κόλπο δουλεύει, με βλέπουν στον δρόμο και με χαιρετούν σαν να μην είμαι αόρατος εξωγήινος). Κι έτσι αποφεύγω να με καρφώσουνε στην εκάστοτε κυβέρνηση ότι δεν τής δίνω σημασία. (Ο Μάρκος λέει ότι αυτά τα πράγματα κυκλοφορούν από στόμα σε στόμα, κι έτσι φτάνουν από τη γειτονιά μέχρι τις αρμόδιες υπηρεσίες). Εδώ και λίγο καιρό που το κάνω αυτό τα απογεύματα, είμαι βέβαιος ότι ο τύπος που λέει τις ειδήσεις στην τηλεόραση έχει τρόπο και βλέπει μέσα στο σπίτι. Μιλάμε για αμφίδρομη παρακολούθηση, τον βλέπεις εσύ στην τηλεόραση αλλά σε βλέπει κι αυτός από την τηλεόραση. 
.......Προχθές καθόμασταν με τον Μάρκο και πειραματιζόμασταν την ώρα που ο τύπος λέει τις ειδήσεις: ανοίγαμε ένα βιβλίο και μάς κοιτούσε αυστηρά. Κλείναμε το βιβλίο και χαμογελούσε. Ανοίγαμε το βιβλίο και ξερόβηχε. Κλείναμε το βιβλίο και κουνούσε επιδοκιμαστικά το κεφάλι του ευχαριστημένος. Πηγαίναμε να γελάσουμε με την κατάσταση, κι εκείνος αμέσως άρχιζε να μάς δείχνει κηδείες και γυναίκες που κλαίνε και νοσοκομεία κλπ κλπ. Πήγαινα να πατήσω το κουμπί να κλείσω την τηλεόραση και ο τηλεπαρουσιαστής έβγαζε άλλους τέσσερις τύπους  σε παράθυρα που με κοιτούσαν και φώναζαν όλοι μαζί! Ο Μάρκος μού είπε καλύτερα να μη μιλάμε γιατί ήταν σίγουρος ότι μάς άκουγαν κιόλας, και μου έφερε ένα σημειωματάριο, στο οποίο γράφουμε ό,τι έχουμε να πούμε και σχίζουμε σελίδες και τις δίνουμε ο ένας στον άλλον, κι ο Μάρκος μού είπε να διπλώνουμε τα χαρτιά όταν τα δίνουμε, για να μη διαβάζουν τι γράφουμε οι άνθρωποι από την τηλεόραση, και, πραγματικά, όταν πήγαινα να του δώσω το χαρτί με αυτό που ήθελα να του πω, ο τηλεπαρουσιαστής ήταν σαν να έσκυβε από την οθόνη για να δει τι έγραφα!
Ευτυχώς που έχω και μερικούς φίλους που ξέρουν από αυτά τα πράγματα και καταλαβαινόμαστε...

Καθώς η χώρα ολόκληρη είναι βυθισμένη στη μιζέρια, στα βογκητά και στη γκρίνια, στη μαυρίλα και στην απελπισία, υπακούοντας στις μαγικές υπνωτιστικές εντολές που εκπέμπονται από τηλεοράσεις, ραδιόφωνα κι εφημερίδες, εγώ έχω μία καταπακτή κάτω από το κρεβάτι μου, στο πάτωμα, όπου κανείς δεν βλέπει, κανείς δεν πηγαίνει, κανείς δεν ξέρει. Ανοίγω την καταπακτή και βγαίνει φως από εκεί κάτω, είναι το φως που υπάρχει μέσα σε κάθε άνθρωπο, το φως του κόσμου, το φως που κινδυνεύει να σβήσει, αλλά ευτυχώς που μερικοί από εμάς το φυγαδεύουμε και το προστατεύουμε, και ίσως θα συνεχίσει έτσι να υπάρχει (γι’ αυτούς που δεν θα καταλήξουν να το απεχθάνονται, ή που δεν θα το προδώσουν για να μην τους μειώσουν τη σύνταξη για να πεθάνουν ευτυχισμένοι συνταξιούχοι). 
Για εμάς υπάρχει ακόμη η ποίηση, η καλή μουσική, η εξερεύνηση του Αγνώστου, η μεταφυσική φιλοσοφία, η Περιπέτεια, η λογοτεχνία, η ζωγραφική, το Σύμπαν, η φιλία, ο έρωτας, η εντομολογία, τα φεγγάρια του Δία, η φαντασία, τα παιχνίδια, η δικαιοσύνη κι η καλοσύνη, οι παράξενες αναζητήσεις, τα πειράματα, οι εναλλακτικές οπτικές των πραγμάτων.
Οι εναλλακτικές οπτικές των πραγμάτων;; 
Τί απέγιναν αυτές;; 
Τι συνέβη και ξαφνικά όλοι σκέφτονται τα ίδια;; Γιατί λειτουργούν όλοι με τον ίδιο τρόπο; Τι απέγιναν οι εναλλακτικές λειτουργίες; 
Η εναλλακτική σκέψη! Η εναλλακτική φιλοσοφία, η εναλλακτική προσέγγιση της πραγματικότητας! Τι απέγινε η Αντι-Κουλτούρα (The Counter-Culture) μας? Πώς εισέβαλλε έτσι σε όλα τα μυαλά η τεχνητή οικονομική κρίση, η κρίση των ιδεών, η κρίση των κρίσεων, και το τάδε και το δείνα πρόβλημα του κράτους;... (Οι εκπομπές θέλουν να κάνουν όλους τους ανθρώπους λογιστές, να παρακολουθούν τα λογιστικά προβλήματα που έχουν αντικαταστήσει τις ανούσιες πολιτικές ανησυχίες...)

Σήμερα που έβγαινα από το σπίτι κρατούσα κάτι παράξενα περιοδικά, και μάλλον τράβηξα την προσοχή επειδή δεν ήμουν σκυθρωπός και βιαστικός, που-και-που κοιτούσα τον ουρανό και όχι συνέχεια το πεζοδρόμιο, και δεν σταμάτησα να κοιτάξω τα πρωτοσέλιδα των κρεμασμένων εφημερίδων όταν έπρεπε. Δύο μαυροντυμένοι τύποι άρχισαν να με ακολουθούν. Ήταν άνθρωποι της Υ.Δ.Ο. (Υπηρεσία Διώξεως Ονειροπόλων). Σε μια γωνία με σταμάτησαν άγρια και άρχισαν τις ερωτήσεις:
«Σας αρέσει ο Ρεμπώ;» είπε ο ένας. «Ε, χμ, ναι, ίσως, μερικές φορές», είπα, ήξερα ότι έπρεπε να απαντήσω «ποιος είναι αυτός;» αλλά δεν ήθελα και να αρνηθώ και τον Ρεμπώ εδώ που καταντήσαμε. «Πώς σάς φαίνεται το ότι παράτησε την ποίηση κι έφυγε και πήγε κι έγινε λαθρέμπορος όπλων στην Αβησσυνία, μακριά από τον κόσμο όπως τον ήξερε;...» ρώτησε ο άλλος. «Ε, δεν ξέρω, μού φαίνεται λίγο ενδιαφέρον, αλλά, ε, δεν είναι και τόσο μακριά η Αβησσυνία, και....» .....«Πείτε μας, τότε, είναι αρκετά μακριά η Κούφια Γη;;;...» 
Ωπ, αυτοί με αναγνώρισαν!!! Κλώτσησα τον έναν, έσπρωξα τον άλλον, κι άρχισα να τρέχω. «Σταμάτα! Νομίζεις δεν θα φτάσει το Δ.Ν.Τ. και οι "Θεσμοί" στην Κούφια Γη;; Παραδόσου!» φώναζαν, και όλοι οι άνθρωποι έβγαιναν έντρομοι στα μπαλκόνια και με έδειχναν με το δάχτυλο τους τσιρίζοντας, όπως στο φινάλε από το παλιό Invasion of the Body Snatchers.   
Πίσω από την επόμενη γωνία, με μια δρασκελιά, άνοιξα ένα καπάκι του δρόμου και βρέθηκα κάτω στον υπόνομο. Γλύτωσα! 
Εκεί, αμέσως με υποδέχτηκαν αντιστασιακά τα μέλη της «Αδελφότητας των Υπονόμων». 

Λοιπόν, φυγαδεύσαμε και τον Μάρκο και τους άλλους φίλους, και, εκεί κάτω στους υπονόμους, μαζί με όλο το Underground, συνωμοτούμε για την ανατροπή του κατεστημένου της επιφανείας. Θα τα καταφέρουμε, μάλλον, αλλά, έτσι όπως έχουν αρχίσει όλοι να συνωμοσιολογούν, αναρωτιέμαι αν θα μείνει στο τέλος επιφάνεια και δεν έρθουν όλοι εδώ κάτω, κι εμείς δεν θα έχουμε πού να πάμε...









ΜΕΓΑΛΕΣ ΠΑΙΔΙΚΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

Περνούν τα χρόνια και, εγώ κι οι φίλοι μου και οι Συνταξιδιώτες μας, παντού και πάντα αναρωτιόμαστε για τα μεγάλα ερωτήματα. Ποιοί αληθινά είμαστε, από πού ήρθαμε, πού πάμε, γιατί, κλπ. Κι ένα σωρό άλλα ερωτήματα που πηγάζουν από τα αμέτρητα μυστήρια του ανθρώπου και των κόσμων του. Και, σ’ ένα ατέρμονο κυνήγι αναζήτησης, συλλαμβάνουμε και διανθίζουμε όλο και πιο πολύ τις μεγάλες απαντήσεις σε όλα αυτά. (Κι ακόμη κι αν θέλεις να τα μεταδώσεις όλα αυτά, οι απαντήσεις στα μεγάλα ερωτήματα είναι τόσο μεγάλες και περίπλοκες, που κανείς δεν αφιερώνει χρόνο για να τις ακούσει και να τις μελετήσει σοβαρά και να τις κατανοήσει, ή, άλλοτε, είναι τόσο μικρές και απλές, που κανείς δεν τούς δίνει σημασία...)  
Ώσπου μια μέρα, εγώ, ένας αφοσιωμένος ή παθιασμένος κυνηγός των μεγάλων απαντήσεων των μεγάλων ερωτήσεων, άκουσα ένα αξιοθαύμαστο μικρό αγόρι επτά-οκτώ χρονών, να με ρωτάει:
«Αφότου έχεις ακούσει έναν ήχο, μετά πού πηγαίνει ο ήχος;;...»
«...!...» (Τί τού απαντάς;)
Εκείνος συνέχισε: «Τώρα που έχουμε αναμμένες τις λάμπες, το δωμάτιο έχει πολύ φως. Και σκέψου ότι το δωμάτιο είναι πολύ καλά κλειστό. Αν όμως σβήσουμε τις λάμπες, απότομα, το φως εξαφανίζεται αμέσως! Πώς έφυγε και πού πήγε όλο αυτό το φως;;...»
«...!...» (Τι να πω; Αντί αυτού, δοκίμασα να πω κάτι, επ’ ευκαιρίας, για την ταχύτητα του φωτός, αλλά στο τέλος το παράτησα...)
«Αφού υπάρχει ταχύτητα του φωτός....Ποια είναι η ταχύτητα του σκοταδιού;;» ρώτησε.
«...!!...»
«Και θέλω να μού πεις: Πού ζει ο Θεός;...»
«...!!!...» (Μα, ναι, φυσικά, πού ζει ο Θεός;)
«Ω, δεν ξέρεις να μού πεις;...» είπε, κοιτώντας το απορημένο ή απελπισμένο βλέμμα μου.
«Να, ξέρεις, μικρέ, εμείς...πού να ξέρουμε πού ζει ο Θεός;...είμαστε τα δημιουργήματά του αλλά δεν ξέρουμε πολλά γι’ αυτόν...και...»
«Εγώ νομίζω πως λες ψέματα ότι δεν ξέρεις. Για να μη σε καταλάβει, γιατί είσαι παιχνίδι...»
«...!!....εγώ....μα, τί εννοείς;...»
«Να, τις προάλλες που βλέπαμε το Toy Story, την ταινία....Αν ο αστροναύτης, ο Buzz LightYear, στ’ αλήθεια δεν ξέρει ότι είναι παιχνίδι...τότε γιατί σταματάει να μιλάει και να κουνιέται όπως τα άλλα παιχνίδια όταν έρχονται οι άνθρωποι;... Και, είναι κάτι σαν θεοί του, και το ξέρει...άρα...»
«...!!!....χμ...ναι....»
«Λοιπόν;...»
«Ξέρεις....ο Πινόκιο που είναι ξύλινος και θέλει να γίνει αληθινό αγόρι....και...χμ....άσ’ το!...χμ....Α....Να, θυμάσαι εκείνον τον αστροναύτη που πήγε πρώτος για πρώτη φορά πάνω στο φεγγάρι, που βλέπαμε τη φωτογραφία του που κατέβαινε από τη σκάλα της σεληνακάτου, και βλέπαμε και την παλιά εκείνη ταινία από το φεγγάρι; Και ο άνθρωπος τότε, πιο κοντά στον Θεό, μόνος του εκεί πάνω, έτσι ένιωσε,  και...»
«Ναι...αλλά...ποιος έβγαλε τη φωτογραφία τού πρώτου ανθρώπου που κατεβαίνει στο φεγγάρι με τη σκάλα; Αφού ήταν ο πρώτος που κατέβηκε αυτός, ποιος τον έβγαλε φωτογραφία; Και ποιος τράβηξε την ταινία;....»
«...!!!....» (Σωστός ο μικρός...Τι τού λες τώρα;...)
«Λοιπόν;» είπε. «Γιατί κάνουμε ότι δεν ξέρουμε πού ζει ο Θεός; Αφού μάλλον...το ξέρει ότι δεν είμαστε παιχνίδια...»
«!!....» (..Ιδέα!...) «Ε, να...φαίνεται...έχουμε πάθει αμνησία!....Αυτό είναι: Πάθαμε όλοι αμνησία εδώ....και...εκείνος ο αρχαίος σοφός που σού έλεγα....χμ....εκείνος στην προτομή....ο Πλάτωνας με το μεγάλο μούσι...έλεγε...»
«Α....αν κάποιος λοιπόν έχει πάθει αμνησία, και μετά γίνει καλά...θα θυμάται ότι τα είχε ξεχάσει όλα;...»
«...!!...» (χμ, ΟΚ...θα θυμάται;;...) Αυτοσχεδίασα: «Λοιπόν, δες το έτσι, αν όλες οι χώρες χρωστάνε, (γιατί όλες χρωστάνε), πού πήγαν όλα τα λεφτά; Πού βρίσκονται;...» (Αυτό δεν φάνηκε να το κατάλαβε –αλλά κι εγώ μετά δυσκολίας το συσχέτισα, ως τραβηγμένη αλληγορία...) «Άσ’ το αυτό...» «Είναι ελαττώματα της λογικής μας αυτά, προβλήματα του μυαλού μας, που δείχνουν ότι κάτι μάς διαφεύγει στη λογική...στη σκέψη....όταν σκεφτόμαστε....δεν σκεφτόμαστε σωστά....» «Χμ...Λοιπόν...Αν σε κάτι που κάνεις, επίτηδες θέλεις να αποτύχεις, και το επιτύχεις αυτό...τότε...πέτυχες ή απέτυχες;...» (Χα, χα, αυτό τού άρεσε...) Όμως, σαν μικρό παιδί, όλα αυτά τον παρέσυραν ενθουσιωδώς σε συναγωνισμό για το ποιος θα πει την πιο έξυπνη αυτο-ακυρούμενη ατάκα...
«Άραγε, μπορείς να ονειρευτείς ότι ονειρεύεσαι;...» ρώτησε, σαν να έκανε μια μεγάλη ανακάλυψη...
«Άκου που σου λέω, μπορείς...Ένα όνειρο μέσα σ’ ένα όνειρο, όπως με τους αντικριστούς καθρέφτες» είπα, και πρόσθεσα (επιτέλους σε κάποιον που δεν το είχε ξανακούσει): «Αν σου πω ότι λέω πάντα ψέματα...λέω την αλήθεια;...τί λες;...»
(Παραδόξως δεν μπερδεύτηκε): «Όχι, λες ψέματα...» (λοιπόν, έχει δίκιο, σκεφτείτε το...)
Τέλος πάντων, δεν μπορείς να κάνεις φιλοσοφική συζήτηση με τα παιδιά, στο τέλος παίζουν αντί να φιλοσοφούν...όπως κι εμείς φιλοσοφούμε ενώ θά ‘πρεπε να παίζουμε...
Σταδιακά, δέχτηκα έναν καταιγισμό από τις πιο παράξενες παιδικές ερωτήσεις, που το παιδικό μυαλό τις μάζευε αφοσιωμένα και συλλεκτικά και τώρα έλπιζε πώς επιτέλους ένας μεγάλος θα μπορούσε να τις απαντήσει:
«Γιατί δεν υπάρχουν γατοτροφές με ποντίκι;...»
«Μπορείς να φουσκώσεις ένα μπαλόνι μέσα στο νερό;...»
«Όταν κάποιος είναι ιδιοκτήτης ενός κομματιού γης, αυτή η γη τού ανήκει μέχρι το κέντρο της Γης;...»
«Γιατί η κόλλα δεν κολλάει μέσα στο σωληνάριο;...»
«Γιατί στο αεροπλάνο που ταξιδέψαμε, στην περίπτωση που κάτι πάθει το αεροπλάνο, κάτω από το κάθισμα βάζουν σωσίβια για πλοίο και δεν βάζουν αλεξίπτωτα;...»
«Το “μαύρο κουτί” των αεροπλάνων δεν παθαίνει τίποτε και το βρίσκουν και τούς λέει τι έγινε, επειδή είναι φτιαγμένο από ένα ειδικό υλικό που δεν καταστρέφεται. Γιατί δεν φτιάχνουν από αυτό το υλικό όλο το αεροπλάνο;...»
«Γιατί, για να κλείσουμε το κομπιούτερ [στα Windows], πατάμε με το βελάκι το κουμπί που γράφει “Έναρξη”;...»
«Γιατί, στο καρτούν, ο πεινάλας Coyote που κυνηγάει ασταμάτητα τον Road Runner [μπιπ-μπιπ!] για να τον φάει, αφού έχει τόσα λεφτά και παραγγέλνει όλα αυτά τα μηχανήματα και τις παγίδες και τις βόμβες και τους πυραύλους, δεν παραγγέλνει φαγητό να φάει π.χ. ένα κοτόπουλο;...»
«Γιατί ο Γκούφυ περπατάει όρθιος και μιλάει, και ο Πλούτο είναι συνέχεια στα τέσσερα και μόνο γαβγίζει, ενώ είναι και οι δύο σκύλοι;...»
«Γιατί οι μεγάλοι, για να πουν ότι δουλεύουν πολύ, λένε “δουλεύω σαν το σκυλί”, αφού οι σκύλοι είναι συνέχεια αραγμένοι και δεν κάνουν τίποτα;...»
«Γιατί ο Νώε δεν έκλεισε έξω από την κιβωτό το ζευγάρι με τα άτιμα τα κουνούπια;...»
«Για να φτιάξουμε ελαιόλαδο ζουπάμε τις ελιές, για καλαμποκέλαιο ζουπάμε τα καλαμπόκια, για ηλιέλαιο ζουπάμε τα ηλιολούλουδα....αλλά...για το Baby Oil τί ζουπάμε;;...»
«Γιατί μου λες ότι η μύτη μου τρέχει....και ότι τα πόδια μου μυρίζουν;...»
«Μα, ο Ταρζάν δεν θα έπρεπε να έχει γενειάδα;...»
«Η μαμά μου όταν ήμουν μωρό με τάιζε με μικρά κουταλάκια, ενώ οι μεγάλοι τρώνε με κουτάλια. Οι Κινέζοι τρώνε με ξυλάκια, οπότε οι οδοντογλυφίδες είναι για να τρώνε τα μικρά Κινεζάκια;...»
«Οι Καμικάζι γιατί φοράνε κράνη;...»
«Γιατί στο τηλεκοντρόλ έχει κουμπί για να ανοίγει [Eject] το βίντεο;....αφού πρέπει να σηκωθείς για να βγάλεις το cd ή την κασέτα...»
«Αν έλεγα στο Τζίνι: “εύχομαι να μην μου πραγματοποιήσεις αυτήν μου την ευχή”…τί θα έκανε το Τζίνι;;...»
«Αν οι άνθρωποι εξελίχτηκαν από τους πιθήκους, όπως μού λέει ο παππούς, γιατί υπάρχουν ακόμη πίθηκοι; Δεν τελείωσαν;...Και, πότε θα γίνουν άνθρωποι;...»
«Αφού όλα τα έντομα έχουν τόση μανία με το φως, και όλα πετάνε συνέχεια προς το φως όταν το δουν, γιατί δεν πετάνε όλα μαζί προς τον ήλιο; –να φύγουν να ησυχάσουμε...»
«Τι ήταν πρώτο; Το πορτοκαλί ή το πορτοκάλι;...»
«Με τί σπόρους, δηλαδή κουκούτσια, βγαίνουν τα σταφύλια χωρίς κουκούτσια;...»
«Τί χρώμα έχει ο χαμαιλέοντας;...»
«Μπορείς να κλάψεις μέσα στο νερό;...»
«Τα ψάρια διψάνε ποτέ;...»

Τα παιδιά έχουν μεγαλύτερες ερωτήσεις από τους μεγάλους, και θέλουν απαντήσεις για όλες. Ίσως γι’ αυτό να τούς ανήκει η Βασιλεία των Ουρανών, αλλά μέχρι να μεγαλώσουν την έχουν πουλήσει... Εγώ, για παράδειγμα, τώρα μόλις σκέφτηκα να πάω να κάνω copyright το σύμβολο τού Copyright... ©

Παντελής Γιαννουλάκης