Στη Θεσσαλονίκη την Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2009, στις 7:00 μμ, στο βιβλιοπωλείο "Ψαρράς", (Φιλικής Εταιρίας 39, απέναντι από το σινέ "Μακεδονικόν") θα είμαι στο πάνελ της παρουσίασης του νέου βιβλίου του καθηγητή Χρίστου Γούδη, με τίτλο "Αλλού και Κάπως", όπου και θα μιλήσω, μαζί με τον κ. Γούδη και άλλους αξιόλογους καλεσμένους.
Στην Πάτρα θα βρίσκομαι το Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2009, στις 7:00 μμ, στο ξενοδοχείο "Βυζαντινό", όπου θα μιλήσω στο πάνελ της παρουσίασης της νέας πανηγυρικής έκδοσης του θρυλικού "Λεξικού του Ηλίου" από το "Ίδρυμα Ιωάννη Πασσά" και τις εκδόσεις "Τάλως", σε πάνελ μαζί με τον καθηγητή Χρίστο Γούδη και με τον εκδότη Τάλω Φουράκη και άλλους αξιόλογους καλεσμένους.
Νομίζω ότι οι δύο αυτές εκδηλώσεις για βιβλιόφιλους, σε Θεσσαλονίκη και Πάτρα, θα έχουν μεγάλο ενδιαφέρον...
Π. Γ.
Σκέψεις Για Χρονοταξιδιώτες
-->
Κάθομαι στο ημιφωτισμένο δωμάτιο, στο ξύλινο τραπέζι, γερμένος πάνω από τα γραπτά μου, έξω βρέχει, ποτέ δεν μου άρεσαν τα ρολόγια.
Αν και με συγκινεί ο λεπτεπίλεπτος μηχανισμός των παλιών ρολογιών, (και το παράξενο γεγονός ότι μερικές φορές οι Άγγλοι τα ονομάζουν TimePieces, «κομμάτια χρόνου»), και παρ’ όλο που μπορώ να συνδέσω τη ρυθμική ομορφιά τους με τη μουσική του Bach ή των Kraftwerk, τους μετρονόμους του πιάνου ή τα sequencers, κι εκείνη την εικόνα του MaxErnst που προδίδει ότι είμαστε φυλακισμένοι μέσα σ’ ένα ρολόι (που οι δείκτες του διακρίνονται στον δίσκο του φεγγαριού), δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι που να προκαλεί μεγαλύτερο άγχος από ένα ρολόι: Δουλεύει ασταμάτητα, μετράει τη ζωή σου, κλάσμα δευτερολέπτου προς κλάσμα δευτερολέπτου, ακόμη κι όταν δεν προσέχεις, ακόμη κι όταν κοιμάσαι ή όταν έχεις ξεχάσει ότι υπάρχει κάπου εκεί και μετράει, μετράει, μετράει. Κανένας λογικός άνθρωπος δεν θα καθόταν να ακούει συνέχεια και να αισθάνεται τους χτύπους της καρδιάς του αναλογιζόμενος ότι χτυπάει σ’ αυτόν τον ρυθμό ασταμάτητα από τότε που γεννήθηκε μέχρι σήμερα, και, αναπόφευκτα, να σκέφτεται ότι αυτός ο ευαίσθητος μηχανισμός μπορεί να σταματήσει σε κάθε στιγμή, πλημμυρίζοντας έτσι όλη του την ύπαρξή με πανικό. (Για μένα, είναι σαφές ότι ο κατασκευαστής του πρώτου ρολογιού ήθελε να φτιάξει μια τεχνητή καρδιά). Εδώ έχουμε μια ιδιαίτερη και μοναδική αίσθηση πανικού, που είναι ο πανικός που γεννιέται από τη λεπτομερή παρατήρηση. Το ίδιο αισθάνομαι και για τα ρολόγια, τη μηχανική καρδιά του Χρόνου, που περνάει, περνάει, ρέει, ρέει πάντα, και «ουδέν μένει»...
Θυμάμαι ένα ποίημα: «Η νύχτα είναι μεγάλη για 'κείνον που δεν μπορεί να κοιμηθεί. Στον κουρασμένο το μίλι φαίνεται μακρύ – κι οι εραστές δεν χορταίνουν το φιλί….»
Δεν έχουμε κοινή την αντίληψη του Χρόνου. Ο καθένας μας ζει μέσα στη δική του χρονοσφαίρα, η οποία συνεχώς αλλάζει ανάλογα με τις περιστάσεις. Το να ταξιδέψει κανείς στον Χρόνο, μάλλον σημαίνει να ταξιδέψει κανείς στον χρόνο του.
Στο κάτω-κάτω τι είναι ο Χρόνος; Υπάρχει στ’ αλήθεια;
Κατά την εποπτεία μου, αν εξαιρέσει κανείς τα ρολόγια και τα ημερολόγια που είναι ανθρώπινες εφευρέσεις και μετρούν κάτι ρυθμισμένο από εμάς, τρία είναι τα πράγματα από τα οποία συνίσταται η αντίληψη μας περί Χρόνου: η μνήμη, η φθορά, και οι κινήσεις των ουρανίων σωμάτων.
Έχουμε αντίληψη της ροής του χρόνου εξαιτίας της μνήμης, αν δεν θυμόμασταν τίποτε, ο χρόνος δεν θα περνούσε, δεν θα είχαμε το παρελθόν ως σημείο αναφοράς για να αντιλαμβανόμαστε τη χρονική ροή των γεγονότων. (Αλλά, τα πάντα που μπορεί να σκεφτεί ή να συμπεράνει κανείς σε σχέση με αυτό, είναι η μνήμη, δεν είναι ο Χρόνος).
Η φθορά των υλικών πραγμάτων (δηλαδή, η αυξανόμενη Εντροπία), την οποία παρατηρούμε παντού, το ίδιο και στον εαυτό μας, επίσης μάς υποδεικνύει έναν ρυθμό, μια ροή, στην οποία η ύλη δεν μπορεί να αντισταθεί και η ροή αυτή την επηρεάζει καθοριστικά, δημιουργώντας την ιστορία της κατάστασης της ύπαρξης. Η ύπαρξη μοιάζει να πλέει μέσα σε κάτι που σταθερά την εξαντλεί, την φθείρει, την καταστρέφει. Τα πάντα φθείρονται, παλιώνουν, παρακμάζουν, χαλάνε, μπαγιατεύουν, πεθαίνουν, αργά και σταθερά, με έναν ρυθμό. Κάτι πολύ παράξενο συμβαίνει. (Αλλά τα πάντα που μπορεί να σκεφτεί ή να συμπεράνει κανείς σε σχέση με αυτό, είναι η φθορά, δεν είναι ο Χρόνος).
Οι κινήσεις των ουρανίων σωμάτων (η πιο ασφαλής αναγνώριση της ροής του χρόνου), επιφέρουν διάφορες περιοδικές αλλαγές αλλά και περιοδικότητες, που μάς κάνουν να καταδυόμαστε στα μαθηματικά και στη γεωμετρία. Η εναλλαγή της ημέρας και της νύχτας (που εμείς την αναλύουμε σε ώρες), η εναλλαγή των εποχών (που εμείς την αναλύουμε σε μήνες και σε χρόνια), δηλαδή οι κινήσεις της Γης σε σχέση με τον Ήλιο, και οι θέσεις των άστρων, είναι αυτό που ουσιαστικά ονομάζουμε Χρόνο. Ο Χρόνος είναι αστρικός.
Όλα τα παραπάνω, όμως, πάντα σε σχέση με τον παρατηρητή. Ο χρόνος είναι ανάλογος της μνήμης του παρατηρητή, του ρυθμού της φθοράς που παρατηρεί ο παρατηρητής, της θέσης και της κίνησης του παρατηρητή σε σχέση με τα άστρα. (Αυτό, φυσικά, σημαίνει, με μια λέξη, ότι ο Χρόνος είναι σχετικός).
Το να ταξιδέψει κανείς στον Χρόνο, σημαίνει να χειριστεί με κάποιον δυναμικό τρόπο τη μνήμη, τη ροή των γεγονότων, τον ρυθμό της φθοράς (την Εντροπία), τις κινήσεις και τις θέσεις των άστρων, σε σχέση με τον ίδιο. Περί αυτού πρόκειται.
Για να μετακινηθεί κανείς ελεύθερα στον Χρόνο, στον αστρικό Χρόνο, στον μόνο ουσιαστικό Χρόνο που ξέρουμε, πρέπει να μετακινήσει το Σύμπαν.
Κι επειδή το Σύμπαν είναι μέγεθος της συνείδησής μας, (αν έχουμε την παιδεία και το ταλέντο για να αναλογιστούμε ότι το Σύμπαν είναι αυτό που η συνείδησή μας παρατηρεί και αντιλαμβάνεται, άρα υπάρχει μόνο μέσα στη συνείδησή μας, γι’ αυτό και όταν δεν υπάρχει η συνείδησή μας τότε για εμάς δεν υπάρχει και Σύμπαν), για να μετακινηθεί κανείς ελεύθερα στον Χρόνο, πρέπει να μετακινήσει τη Συνείδηση.
Αυτό, κατά τη γνώμη μου, υποδεικνύει ότι το ταξίδι στον Χρόνο μπορεί να είναι εφικτό ως συνειδησιακό ταξίδι, ως ταξίδι της Συνείδησης στον Χρόνο, και άρα εκείνη η πολυπόθητη χρονομηχανή θα πρέπει να είναι μια κατασκευή ικανή να απελευθερώσει τη συνείδησή μας από το σώμα μας και να τη στείλει σε άλλα χρονικά σημεία παρατήρησης. (Δεδομένου ότι ίσως να μπορούμε να το κάνουμε αυτό και χωρίς μία χρονομηχανή, τότε μπορούμε να ταξιδέψουμε στον Χρόνο με τη συνείδησή μας, και μάλλον το κάνουμε συνεχώς αυτό, μόνο που οι περισσότεροι το αποκαλούν Φαντασία, χωρίς να συνειδητοποιούν τι ακριβώς εννοούν με αυτήν τη λέξη).
Τώρα που κάθομαι στο ημιφωτισμένο αυτό δωμάτιο, γερμένος πάνω από τα γραπτά μου, χρονοταξιδιώτες με παρακολουθούν.
Ίσως είναι οι αναγνώστες αυτού του κειμένου, που το διαβάζουν ξαναζώντας με τη συνείδησή τους αυτή τη στιγμή που το γράφω, αφού εγώ τώρα το γράφω, κι εκείνοι τώρα το διαβάζουν, κι εγώ το γνωρίζω αυτό, γράφοντας αυτό που διαβάζεις.
Ίσως, όμως, είναι άνθρωποι που με κάποιον τρόπο επηρεάστηκαν (θα επηρεαστούν) από το κείμενό μου αυτό, και αποφάσισαν (θα αποφασίσουν) να βρουν έναν τρόπο να ταξιδέψουν στον Χρόνο, και τα κατάφεραν (θα τα καταφέρουν), και θέλησαν (θα θελήσουν) να έρθουν εδώ δίπλα μου για να παρακολουθήσουν από κοντά την πηγή της επιρροής αυτής, να με παρακολουθήσουν να γράφω αυτό που κάποτε διάβασαν (θα διαβάσουν)...
Ο πόθος για το ταξίδι στον Χρόνο, γεννιέται από την επιθυμία του αιτιατού να αντικρίσει το αίτιο...
Για να το γνωρίσει, να συνδιαλλαχθεί και να αλληλεπιδράσει συνειδητά με αυτό.
Μπορεί να με παρακολουθεί ο εαυτός μου. Αν κάποτε στο μέλλον καταφέρω να ταξιδέψω συνειδητά και ελεύθερα στον χρόνο, μπορώ από τώρα, γράφοντας αυτό το κείμενο, να δώσω εδώ τώρα ένα ραντεβού με τον χρονοταξιδιώτη εαυτό μου. Μπορώ να κλείσω αυτό το ραντεβού αυτή τη στιγμή γράφοντας και δηλώνοντάς το ότι επιθυμώ να συναντηθούμε εδώ τώρα. Αυτό σημαίνει ότι, καθώς γράφω αυτό το κείμενο (που θα θυμάται ο εαυτός μου), αν θα ταξιδέψω κάποτε στον Χρόνο, θα έρθω εδώ τώρα να με βρω. (Ο JorgeLouisBorges διηγείται ότι τού συνέβη αυτό ακριβώς το πράγμα, στο κείμενό του με τον τίτλο Ο Άλλος, σ’ ένα παγκάκι στην Ελβετία, κι ο συγγραφέας GuydeMaupassant κάποτε μπήκε μέσα στο σπίτι του και βρήκε τον εαυτό του να τον περιμένει στην πολυθρόνα δίπλα στο τζάκι).
Αν θα μπορέσω κάποτε στο μέλλον να ταξιδέψω πίσω στο παρελθόν, θα γυρίσω πίσω σε αυτή τη στιγμή που γράφω αυτό το κείμενο, και θα αγγίξω τον εαυτό μου στον ώμο.
Είναι ο καλύτερος και πιο άμεσος τρόπος για να συναντήσεις έναν χρονοταξιδιώτη: να κλείσεις ένα ραντεβού μαζί του. (Ένα ραντεβού που πραγματοποιείται άμεσα τη στιγμή που θα το κλείσεις, εκείνη την ίδια στιγμή, και σου επιβεβαιώνει άμεσα ότι το ταξίδι στον Χρόνο είναι –ήταν, ή θα είναι– εφικτό...)
Στο φημισμένο τεχνολογικό ινστιτούτο Μ.Ι.Τ. διοργανώθηκε, τον Μάιο του 2005, το TimeTravellerConvention, το Συνέδριο για Χρονοταξιδιώτες, με την ελπίδα να έρθουν οι συμμετέχοντες σε επαφή με χρονοταξιδιώτες από το μέλλον. Γι’ αυτόν τον λόγο, το συνέδριο διαφημίστηκε έντονα από την εφημερίδα NewYorkTimes, από τους Times του Λονδίνου, από το περιοδικό Time, από το περιοδικό Wired, και από άλλα αξιοπρόσεκτα μέσα. Οι χρονοταξιδιώτες κάποτε στο μέλλον θα ενημερωνόντουσαν για όλα αυτά, και, αν θα μπορούσαν να ταξιδέψουν σε μια δεδομένη χρονική στιγμή του παρελθόντος, ήταν καλεσμένοι να εμφανιστούν εκεί και να συμμετέχουν στο συνέδριο.
Το διαφημίζω κι εγώ εδώ με τη σειρά μου: το συνέδριο έγινε στις 7 Μαΐου 2005, στις 22:45 EDT (8 Μαΐου, 02:00 UTC) στο EastCampusCourtyard, στην αίθουσα του WalkerMemorial στο Μ.Ι.Τ.. Οι συντεταγμένες της τοποθεσίας είναι: 42.360007 degreesNorthlatitude, 71.087870 Westlongitude(42°21′36″ N,71°05′16″ W).
Συμμετείχαν πάνω από τριακόσιοι σύγχρονοι άνθρωποι, οι περισσότεροι ειδικοί σε διάφορους τομείς, κι ανάμεσά τους πολλοί άγνωστοι.
Οι χωροχρονικές συντεταγμένες πρέπει να συνεχίσουν να δημοσιοποιούνται, συνεχώς και με την κάθε ευκαιρία, έτσι ώστε οι μελλοντικοί χρονοταξιδιώτες να ενημερωθούν και να αποκτήσουν έτσι την ευκαιρία να είχαν συμμετάσχει...
Το ζήτημα, φυσικά, όπως ίσως καταλαβαίνετε, είναι το αν, οι χρονοταξιδιώτες που πήγαν –θα πάνε– στο συνέδριο, θελήσουν να εμφανιστούν ανοιχτά και να δηλώσουν ότι είναι χρονοταξιδιώτες. Το ζήτημα είναι το αν ο χρονοταξιδιώτης εαυτός μου με παρακολουθεί κρυφά αυτή τη στιγμή που γράφω αυτό το κείμενο, ή το αν οι αναγνώστες μου από το μέλλον θελήσουν να επικοινωνήσουν ανοιχτά μαζί μου ή το κάνουν απαρατήρητοι από εμένα.
Διότι, για διάφορους λόγους, π.χ. εγώ, αν ήμουν –αν θα ήμουν– χρονοταξιδιώτης, δεν θα το ανακοίνωνα σε κανέναν από το χωροχρονικό συνεχές το οποίο θα επισκεφτόμουν, θα ήθελα να περάσω απαρατήρητος. Θα παρευρισκόμουν στο συνέδριο χωρίς να καταλάβει κανείς ποιος είμαι, και, αν θα επικοινωνούσα με κάποιον ανοιχτά, θα το έκανα μεμονωμένα σε κάποιον και όχι σε όλους δημοσίως. Επίσης, θα ανησυχούσα μήπως προκαλέσω τρόμο ή κάποιο κακό στον εαυτό μου, γι’ αυτό και αυτή τη στιγμή θα τον παρακολουθούσα κρυφά....
Κοιτώντας τα άστρα, κοιτάμε το παρελθόν. Επειδή το φως των άστρων καθυστερεί μέχρι να φτάσει στη Γη, τα βλέπουμε όπως ήταν στο παρελθόν και όχι όπως είναι αυτή τη στιγμή. Πολλές φορές, μάλιστα, βλέπουμε ένα άστρο που έχει καταστραφεί πολύ καιρό πριν, αλλά το φως του μόλις τώρα φτάνει εδώ πέρα. Οι ίδιες οι ακτίνες του ήλιου μας που μάς ζεσταίνουν και μάς φωτίζουν, έχουν ξεκινήσει από τον ήλιο αρκετά λεπτά πριν φτάσουν σ’ εμάς, είναι θερμότητα και φως από το παρελθόν.
Όταν θέλεις να κοιτάξεις στο παρελθόν, δεν έχεις παρά να κοιτάξεις τον νυχτερινό ουρανό.
Καθώς ξανά και ξανά τα σκέφτομαι όλα αυτά, έχει γεννηθεί στο μυαλό μου μία συνταρακτική ιδέα. Την καταθέτω:
Εφόσον το φως από τη Γη (και άρα η εικόνα της) ταξιδεύει προς το διάστημα, υπάρχουν –σε αυτό το φως που ταξιδεύει στο Άγνωστο– εικόνες της Γης από το κοντινό ή το μακρινό παρελθόν της. Κάποιος που θα κοιτάξει με ένα τηλεσκόπιο τη Γη από έναν μακρινό αστερισμό, θα δει τη Γη μας όπως αυτή ήταν στο παρελθόν.
Αν θα μπορούσαμε, με ένα πολύ ισχυρό τηλεσκόπιο, να υπολογίσουμε την πορεία αυτού του φωτός και να το στοχεύσουμε, θα μπορούσαμε να δούμε με το τηλεσκόπιό μας περιστατικά του παρελθόντος, με απόλυτη ακρίβεια, σαν να τα βλέπουμε σε ένα κινηματογραφημένο ντοκουμέντο. Θα μπορούσαμε, ίσως, αν γνωρίζουμε τις ακριβείς γεωγραφικές συντεταγμένες στις οποίες έλαβε χώρα ένα γεγονός, και τον ακριβή χρόνο στον οποίο συνέβη, να στοχεύαμε με το τηλεσκόπιό μας προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση του διαστήματος, για να μπορέσουμε να κοιτάξουμε στο φως που ταξιδεύει εκεί έξω από τότε. Θα μπορούσαμε να δούμε το χτίσιμο των Πυραμίδων, τους περσικούς πολέμους, τις εκστρατείες του Μεγάλου Αλεξάνδρου, τον Χριστό, τη μάχη του Βατερλώ, τον Χουντίνι να δραπετεύει από τα δεσμά του στον πάτο του ποταμού, τη δολοφονία του Κένεντυ, κλπ, κλπ... Θα μπορούσαμε να λύσουμε όλα τα μεγάλα μυστήρια!
Μάλιστα, αυτή η συνταρακτική ιδέα για ένα οπτικό ταξίδι στον Χρόνο, θα μπορούσε να γίνει τελείως συγκεκριμένη και εφικτή με τον εξής τρόπο: Θα μπορούσαμε να στείλουμε ένα ισχυρό διαστημικό τηλεσκόπιο σε έναν μακρινό πλανήτη, να το στοχεύσουμε προς τη Γη, με δυνατότητα να ζουμάρει σε συγκεκριμένες τοποθεσίες της Γης, να το ρυθμίσουμε να προβάλλει αυτό που βλέπει σε μία οθόνη, και εμείς με τη σειρά μας να στοχεύσουμε αυτήν την οθόνη από τη Γη με ένα ισχυρό διαστημικό τηλεσκόπιο, με αποτέλεσμα να μπορούμε να παρακολουθούμε σκηνές του παρελθόντος μας...
(Επίσης, ένας πολύ μακρινός εξωγήινος πολιτισμός μπορεί να μάς παρακολουθήσει, ίσως και πολύ εμπεριστατωμένα ίσως και επί μεγάλο χρονικό διάστημα, βλέποντας, φυσικά, το παρελθόν μας, και να μάς στείλει ένα σήμα με τις εικόνες που κατέγραψε, οπότε και έτσι θα δούμε το παρελθόν μας, με εξωγήινη βοήθεια...)
Ίσως σκεφτεί κάποιος ότι η παραπάνω ιδέα δεν είναι παρά μια δική μου επιστημονική φαντασία, αλλά δεν είναι καθόλου απίθανο να συμβαίνει ήδη κάτι ανάλογο. (Δεν νομίζω να νομίζετε ότι αν μπορούσαν να δουν το παρελθόν με το διαστημικό τηλεσκόπιο Χαμπλ, θα έβαζαν εισιτήρια για να πάτε να το δείτε κι εσείς;...)
(TraditionsandstudentactΜοιάζουμε, εμείς εδώ στη Γη, να είμαστε πάνω σε μια νησίδα παρόντος μέσα σε μια απέραντη διαστημική θάλασσα παρελθόντος...
Από την άλλη, αν το σκεφτεί σωστά κανείς, ο χρόνος δεν υπάρχει καν. Είναι κάτι φανταστικό (όπως και τα πάντα, μάλλον). Το παρελθόν δεν υπάρχει, ανήκει μόνο στη μνήμη και στη φαντασία μας, είναι νοητικό σχήμα. Το μέλλον δεν υπάρχει, ανήκει μόνο στη φαντασία μας, είναι εξ ολοκλήρου νοητικό σχήμα. Το παρόν είναι τόσο απειροελάχιστο, που, αν υπάρχει, δεν μπορούμε να το υπολογίσουμε, και μόνο μέχρι να πούμε τη λέξη «παρόν» έχει γίνει παρελθόν, πρόκειται για μια απειροελάχιστη στιγμή, πάνω στην οποία στηρίζεται ακροβατικά όλος μας ο κόσμος.
Ακόμη κι αν καταφέρουμε να ταξιδέψουμε στο παρελθόν ή στο μέλλον, θα το βιώσουμε ως παρόν.
Ακόμη κι όταν διαβάζουμε για το παρελθόν, ή το βλέπουμε σε ταινίες και φωτογραφίες ή το ακούμε σε ηχογραφήσεις, το διαβάζουμε στο παρόν, το βλέπουμε και το ακούμε στο παρόν, για εμάς είναι κι αυτό παρόν. Το ίδιο ισχύει όταν διαβάζουμε για το μέλλον, ή όταν προσπαθούμε να το συλλάβουμε, το κάνουμε στο παρόν. Ταυτόχρονα, σχεδόν την ίδια στιγμή, όλο αυτό το κάνουμε στο μέλλον. Πριν προλάβουμε να κάνουμε το βήμα στο παρόν, βρισκόμαστε ήδη στο μέλλον.
Ζούμε σε απειροελάχιστες στιγμές, στα όρια της επίγνωσης, σε διαδοχικές απειροελάχιστες στιγμές παρόντος, δεν μπορούμε στ’ αλήθεια να βιώσουμε τον χρόνο έτσι όπως τον εννοούμε (κάτι που κυρίως σημαίνει ότι τον εννοούμε λάθος)...
Θα μού άρεσε πολύ να είμαι χρονοταξιδιώτης, αν δεν ήμουν.
-->
-->
ΕΞΩΔΙΑΣΤΑΣΙΑΚΕΣ ΟΝΤΟΤΗΤΕΣ
--> -->
Ζούμε και κινούμαστε σε τρεις διαστάσεις: Είμαστε τρισδιάστατοι.
Στην πραγματικότητα «Διάσταση» δεν σημαίνει παρά «Κατεύθυνση».
Είναι πολύ πιο εύκολο να κατανοήσουμε το ζήτημα των διαστάσεων, αν τις δούμε ως κατευθύνσεις. Για τα όντα του κόσμου μας υπάρχουν τρεις τρόποι κίνησης, υπάρχουν τρεις κατευθύνσεις: μπρος-πίσω, δεξιά-αριστερά, πάνω-κάτω, (αν θεωρήσουμε ως μία ακόμη κατεύθυνση και την κίνησή μας στο Χρόνο, από το παρελθόν προς το μέλλον, τότε έχουμε ακόμη μία κατεύθυνση-διάσταση, αυτήν του Χρόνου). Με οποιονδήποτε τρόπο κι αν κινηθούμε μέσα στο Χώρο, κινούμαστε σε κάποια απ’ αυτές τις τρεις κατευθύνσεις (σε σχέση πάντοτε με τη θέση του παρατηρητή, κι αυτό είναι πολύ σημαντική επισήμανση και με τρομερές προεκτάσεις).
Απ’ όσο ξέρουμε, κανείς μέχρι τώρα δεν έχει ανακαλύψει ένα μέρος, που να μην μπορούμε να φτάσουμε σ’ αυτό με μία κίνηση προς την πρώτη, τη δεύτερη ή την τρίτη κατεύθυνση. Παραδειγματικά, αυτό ίσως σημαίνει ότι αυτήν τη στιγμή, ίσως μέσα στο ίδιο μου το σπίτι υπάρχει ένα δωμάτιο –ή και περισσότερα– το οποίο δεν μπορώ να επισκεφτώ, γιατί για να φτάσω σ’ αυτό χρειάζεται ένας «τέταρτος» τρόπος κίνησης. Πρέπει να κινηθώ με έναν «άλλον τρόπο», σε μία άγνωστη κατεύθυνση. Η πόρτα για το δωμάτιο αυτό θα είναι μπροστά μου, αλλά δεν θα τη βλέπω, επειδή αντιλαμβάνομαι τον κόσμο με τρεις διαστάσεις (σημειώνω ότι αυτό δεν σημαίνει ότι μένω ανεπηρέαστος από συμβάντα που συμβαίνουν σε μια τέταρτη ή πέμπτη διάσταση).
Αν και το σύμπαν φαίνεται ότι έχει μονάχα τρεις κατευθύνσεις για εμάς, είναι δυνατόν να φανταστούμε ότι υπάρχουν πολύ περισσότερες, αλλά για κάποιον λόγο οι υπολογισμοί μας και οι αισθήσεις μας είναι ανίκανες να τις αντιληφθούν. Οι γεωμετρίες τότε που προκύπτουν από μια τέτοια προέκταση, θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν σαν πιο «υψηλές», ή πιο πολύπλοκες, σε σχέση με τη στερεά γεωμετρία, όπως κι αυτή με τη σειρά της είναι υψηλότερη από την απλή γεωμετρία. Στη Γεωμετρία, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για την ακολουθία α) της μιας κατεύθυνσης: Ευθεία Γραμμή, β) των δύο κατευθύνσεων: Τετράγωνο γ) των τριών κατευθύνσεων: Κύβος, δ) και –ναι– των τεσσάρων κατευθύνσεων: Υπερκύβος, ο οποίος είναι γνωστός και ως Τεσσεράκτιον. (Οι ιδιότητες αυτού του σχήματος είναι πολύ γοητευτικές, αλλά δεν είναι εύκολο να τις εξερευνήσουμε. Οι έδρες του αποτελούνται από οκτώ κύβους, όπως ακριβώς οι έδρες του κύβου αποτελούνται από έξι τετράγωνα…)
Ο καλύτερος τρόπος για να κατανοήσουμε φευγαλέα μια Τέταρτη Κατεύθυνση, είναι να κατεβούμε για λίγο σε έναν κόσμο δύο κατευθύνσεων. Δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε ένα επίπεδο σύμπαν, στο οποίο δεν υπάρχει η κατεύθυνση του ύψους. Ένας απλός κόσμος: σαν ένα τεράστιο κομμάτι χαρτί, γεμάτο ζωγραφιές. Ας τον ονομάσουμε Επιπεδοχώρα (για να θυμηθούμε και τον Ε. Α. Άμποτ). Αν η Επιπεδοχώρα έχει νοήμονες κατοίκους, αυτοί θα είναι εξοικειωμένοι με τα σχήματα της απλής γεωμετρίας (γραμμές, κύκλοι, τρίγωνα, κλπ), αλλά θα είναι εντελώς ανίκανοι να φανταστούν τέτοιες θαυμαστές οντότητες όπως οι σφαίρες, οι κύβοι και οι πυραμίδες. Στην Επιπεδοχώρα, οποιαδήποτε κλειστή καμπύλη και γωνία, π.χ. ένας κύκλος ή ένα τετράγωνο, θα απέκλειε τελείως έναν χώρο. Δεν θα υπήρχε τρόπος για έναν αυτόχθονα να βγει ή να μπει εκεί μέσα, εκτός κι αν με κάποιο θαύμα διαπερνούσε τη γραμμή όπως εμείς χρειαζόμαστε ένα θαύμα για να περάσουμε μέσα από έναν τοίχο. Οι τράπεζες του κόσμου εκείνου, δεν θα ήταν παρά απλά γραμμικά τετράγωνα, και τα περιεχόμενα τους θα ήταν απολύτως ασφαλή εκεί μέσα. Όμως, για όντα σαν κι εμάς, που είμαστε ικανοί να κινούμαστε και στην Τρίτη Κατεύθυνση (του ύψους) αυτά τα χρηματοκιβώτια θα ήταν ορθάνοιχτα. Όχι μόνο θα μπορούσαμε να δούμε μέσα σ’ αυτά, όχι μόνο θα μπορούσαμε να μπούμε εκεί μέσα χωρίς κανείς να μας δει, αλλά θα μπορούσαμε να πάρουμε και ό,τι θέλουμε, κάνοντας το να εξαφανιστεί μυστηριωδώς από εκεί. Κανείς τους δεν πρόκειται να καταλάβει τί συνέβη, ούτε και να το εξηγήσει…
Η αναλογία είναι τώρα προφανέστατη, αν την προεκτείνουμε στο δικό μας σύμπαν. Δεν μπορούν να υπάρχουν κλειστοί χώροι στων «τριών κατευθύνσεων κόσμο» μας, για μια οντότητα ικανή για κίνηση σε μια Τέταρτη Κατεύθυνση, δηλαδή για μια οντότητα από άλλη διάσταση. Σημειώστε ότι, αυτή η «εξωδιαστασιακή» οντότητα, θα χρειαζόταν να ταξιδέψει μονάχα ένα χιλιοστό της ίντσας γι’ αυτήν, όπως κι εμείς χρειαστήκαμε να πηδήξουμε λιγότερο από το πάχος μιας τρίχας για να σαλτάρουμε πάνω από τους «τοίχους» της Επιπεδοχώρας.
Αυτό το όν, θα μπορούσε να μετακινήσει τον κρόκο ενός αυγού χωρίς να σπάσει το τσόφλι του αυγού! Θα μπορούσε να κάνει εγχειρήσεις χωρίς να αφήσει καμιά ουλή ή πληγή, να περάσει «πέρα» από τους τοίχους ενός κλειδωμένου δωματίου χωρίς να περάσει «μέσα» από τους τοίχους…
Αν υπάρχει αληθινά μια Τέταρτη Κατεύθυνση, τότε θα πρέπει να υπάρχουν χώροι στον κόσμο μας που δεν μπορούμε να τους επισκεφτούμε. Χώροι ανάμεσα στους χώρους, που μπορούμε να τους συλλάβουμε μονάχα ως άλλα χωροχρονικά συνεχή. Δηλαδή, Παράλληλοι Κόσμοι.
Αν στις τρεις κατευθύνσεις κινούμαστε με το σώμα μας (άρα το σώμα είναι το όχημά μας για να κινούμαστε στον τρισδιάστατο κόσμο μας) άραγε ποιο όχημα χρησιμοποιούμε για την κίνηση στην Τέταρτη ή Πέμπτη Κατεύθυνση; Μια εύκολη απάντηση θα έλεγε ότι χρησιμοποιούμε τη συνείδηση. Για παράδειγμα, κινούμαστε στον Χρόνο με τη συνείδησή μας. Μέσα από αυτό το πρίσμα, το ταξίδι στο Χρόνο, η Τέταρτη ή Πέμπτη Κατεύθυνση, θα είναι μια προβολή της συνείδησης σε άλλα χωροχρονικά συνεχή. Ίσως αυτήν την κατάσταση στην καθομιλουμένη την ονομάζουμε «Όνειρο». Αν και είναι ωραία σκέψη, δεν είναι αρκετή.
Αφού ο Χώρος και ο Χρόνος είναι αλληλένδετοι (για εμάς δεν υπάρχει ξεχωριστά ο Χώρος και ο Χρόνος, υπάρχει μόνο «Χωρόχρονος»), τότε θα πρέπει να μπορούμε να κινηθούμε στην Τέταρτη Κατεύθυνση με το σώμα μας. Θα πρέπει π.χ. να μπορούμε να μπούμε μέσα στο όνειρο με το σώμα μας, να εξαφανιστούμε από το κρεβάτι μας και όλοι ν' αρχίσουν να μάς ψάχνουν. Εμείς θα έχουμε ξυπνήσει μέσα στο όνειρό μας, από το όνειρο που βλέπαμε. Το όνειρο αυτό θα ήταν η καθημερινή μας πραγματικότητα. Νομίζαμε ότι ήμαστε ξύπνιοι, ενώ απλά ονειρευόμασταν -και όταν μετά πηγαίναμε να «ονειρευτούμε», ξυπνούσαμε για να βρούμε τον εαυτό μας μέσα στο όνειρο. (Να ξυπνάς μέσα στο όνειρο, στο οποίο ονειρεύεσαι ότι ξυπνάς μέσα στο όνειρο, που ονειρεύεσαι ότι ξυπνάς μέσα στο όνειρο: να μια κατεύθυνση που καταδύεται σαν σπείρα μέσα στους Χωρόχρονους της συνείδησης…) Οι «ονειρικές οντότητες» είναι εξωδιαστασιακές οντότητες…
Οι Εξωδιαστασιακές Οντότητες θα μπορούσαν να κινούνται με ένα τέταρτο τρόπο κίνησης, σε μία Τέταρτη Κατεύθυνση που δεν έχουμε καμία άμεση αντίληψη γι’ αυτήν, και θα μπορούσαν επίσης να κινούνται σε έναν άλλο Χρόνο, σε μία άλλη χρονική ακολουθία γεγονότων. Θα μπορούσαν να υπάρχουν ολόκληροι πολιτισμοί από εξωδιαστασιακές οντότητες, δίπλα μας, κι εμείς να μη γνωρίζουμε το παραμικρό…
Μπορώ ίσως να καταθέσω εδώ μία λογοτεχνική ιδέα, μία virtual εικόνα μιας τέτοιας Εξωδιαστασιακής Οντότητας: φανταστείτε ένα στερεόγραμμα που αποτελείται από στερεογράμματα! (Αντί για τις γνωστές κουκίδες, έχει μικρά στερεογράμματα που αποκαλύπτουν την τελική εικόνα, και πρέπει να δεις την εικόνα «με άλλα μάτια» για να σου αποκαλυφθεί). Τώρα φανταστείτε ότι αυτό το «μετα-στερεόγραμμα» είναι αόρατο για εσάς, αλλά ίσως να μπορείτε να το αντιληφθείτε σαν μια σκιά στην άκρη του ματιού σας ή σαν μια φευγαλέα κίνηση μέσα στο δωμάτιο. Φανταστείτε επίσης ότι, αν μπορούσατε να το δείτε, δεν θα το βλέπατε σε μια κανονική γραμμική ροή κίνησης, με μια κανονική χρονική ακολουθία, αλλά θα ήταν σαν να βλέπατε ένα τυχαίο αποσπασματικό μοντάζ μιας ταινίας, με καμία λογική ακολουθία. Τη μια στιγμή θα ήταν μεγάλο, την άλλη μικρό, τη μια στιγμή θα ήταν εδώ, την άλλη εκεί, κλπ. Κι όλα αυτά δεν θα ήταν παρά μία προβολή αυτής της εξωδιαστασιακής οντότητας και όχι η ίδια όπως «στ’ αλήθεια είναι», γιατί θα ήταν απερίγραπτη για τις αισθήσεις σας στην κανονική της μορφή...
Εφ’ όσον μιλάμε για Εξωδιαστασιακές Οντότητες, μιλάμε για όντα και δυνάμεις που δεν υπακούνε στους νόμους των τριών διαστάσεων, με φυσικό αποτέλεσμα να υπάρχουν πολλές παραδοξολογίες κατά την παρατήρηση –όταν είναι ευφικτή– της δράσης τους. Να υπενθυμίσω πάλι αυτό που έλεγα παραπάνω, ότι ένα πενταδιάστατο όν θα μπορούσε να αφαιρέσει τον κρόκο ενός αυγού χωρίς να σπάσει το αυγό. Έτσι, πράγματα όπως η κίνηση και η μετακίνηση, η επικοινωνία, η εμφάνιση, η δομή των σωμάτων, κλπ, θα είναι τελείως διαφορετικά απ’ ό,τι έχουμε συνηθίσει στον κόσμο μας των τριών διαστάσεων.
Γι’ αυτό και τείνω να πιστέψω ότι για όλα αυτά είναι σημαντικό κλειδί τα όνειρα. Γιατί, σε ποια διάσταση βρίσκονται οι ονειροχώρες που επισκεπτόμαστε όταν κοιμόμαστε; Εκεί, στην ονειροχώρα που θα βρεθείς σήμερα το βράδυ, μπορεί μια τέτοια οντότητα να σου εμφανιστεί με τη μορφή ενός σπιτιού ή ενός δέντρου ή ενός ήχου, γιατί αυτή θα είναι η έκφρασή της στη συγκεκριμένη διάσταση, εσύ θα βλέπεις μόνο αυτό που θα μπορείς να δεις.
Και, εδώ που τα λέμε, το ίδιο ίσως ισχύει και στην καθημερινή μας πραγματικότητα. Πώς ξέρεις στ’ αλήθεια ότι αυτό που βλέπεις γύρω σου είναι αυτό που νομίζεις ότι είναι; Ποτέ δεν κατάλαβα π.χ. γιατί βλέπουμε σαν οντότητα το λουλούδι και όχι τη ρίζα του, ενώ όλα όσα ξέρουμε λένε ότι η αληθινή ύπαρξη του λουλουδιού είναι κάτω από το χώμα, εννοώ ότι το λουλούδι δεν είναι παρά ένα «πλοκάμι» της ρίζας. Κρίνουμε πάντα απ’ αυτό που εμείς βλέπουμε, και κανείς ποτέ δεν θα μας πείσει για το αντίθετο. Το θέμα είναι αν βλέπουμε σωστά, ή αν τα πράγματα «φαίνονται» σωστά…
Με όλα αυτά απλά εννοώ ότι ίσως κάποια από τα πράγματα που βλέπουμε γύρω μας, να μην είναι παρά «πλοκάμια» κάποιων άλλων πραγμάτων που δεν βρίσκονται εδώ. Μπορεί να είναι προβολές από άλλού, όπως η σκιά σου είναι η προβολή του σώματός σου πάνω στον τοίχο. Ίσως ο κόσμος μας (όπως και κατά το περίεργο παράδειγμα του Πλάτωνα) να είναι ένα τέτοιος τοίχος, που κατοπτρίζει σκιές από οργανικά και ανόργανα όντα και υπάρξεις που δεν κινούνται στο δικό μας Χωρόχρονο…
Για να το πάω ακόμη πιο μακριά, ίσως εμείς οι ίδιοι να είμαστε σκιές κάποιων άλλων, εξωδιαστασιακών οντοτήτων, αδιανόητων οντοτήτων που κινούνται και περιγράφονται σε εκατό διαστάσεις, και όχι μόνο σε τρεις όπως εμείς, οι σκιές τους.
Έτσι κι αλλιώς, όταν εμείς οι άνθρωποι θα βλέπαμε τέτοια όντα, δεν θα βλέπαμε την αληθινή οντότητα, αλλά απλά εκείνο το τμήμα της που συσχετίζεται με τις διαστάσεις στις οποίες ζούμε και παρατηρούμε.
Δεν το σκέφτονται πολλοί άνθρωποι αυτό: ένα όν «από άλλη διάσταση» (π.χ. τετραδιάστατο) που θα κινείται στον κόσμο μας, δεν θα είναι αόρατο. Θα έχει τις τρεις διαστάσεις που καθιστούν ένα όν ορατό στον τρισδιάστατο κόσμο. Δεν θα είναι αόρατο, κάτι θα είναι ορατό από αυτό. Θα βλέπουμε κάτι από αυτό, που θα μπορούσε να είναι κάτι αναγνωρίσιμο από εμάς ή όχι.
Μέσα από τα παραπάνω πρίσματα, ένα «στοιχειωμένο σπίτι» ίσως είναι ένα σπίτι που φιλοξενεί μία εξωδιαστασιακή οντότητα, το μόνο που θα αντιλαμβανόμασταν εμείς θα ήταν κάποιες ενδείξεις ενός μικρού ποσοστού της δραστηριότητάς της μέσα στο σπίτι, δεν θα αντιλαμβανόμασταν την ίδια την οντότητα στην ολότητά της, ούτε όλες τις δραστηριότητές της και τα αποτελέσματά τους, παρά μόνο τα αποτελέσματα των δραστηριοτήτων της στο δικό μας πεδίο. Κι ακόμη κι αυτά τα ολίγα, θα τα κατανοούσαμε μόνο σε σχέση με τις πεποιθήσεις και τις γνώσεις μας, δηλαδή με τα δικά μας περιορισμένα κριτήρια.
Ας επιστρέψουμε για λίγο στην «Επιπεδοχώρα» και στους υποθετικούς δυσδιάστατους κατοίκους της. Πάρτε ένα κομμάτι χαρτί και ζωγραφίστε ένα ανθρωπάκι. Αν βάλετε το δάχτυλο σας μπροστά στο πρόσωπο του, θα δείτε τη σκιά του να απλώνεται πάνω του. Το ανθρωπάκι θα δει τη σκιά, αλλά δεν πρόκειται να δει το δάχτυλό σας όσο κοντά στο πρόσωπο του κι αν το βάλετε και όσο κι αν το κουνάτε επιδεικτικά, κινείται και στη διάσταση του ύψους, ένα τελείως άγνωστο πεδίο για το ίδιο. Το δάχτυλο σας ανήκει σε μιαν άλλη διάσταση, για την οποία δεν είναι ενήμερο το ανθρωπάκι αυτό. Αν διαλογιστεί πάνω στη σκιά, ενδεχομένως, αν είναι ιδιαίτερα ευφυής, ίσως μπορέσει να συλλάβει διανοητικά την ύπαρξη του δάχτυλου σας που προκαλεί τη σκιά που παρατηρεί, αλλά και πάλι δεν θα δει το δάχτυλο. Δηλαδή η κατανόηση του δαχτύλου δεν είναι απαγορευτική, η άμεση αντίληψη του είναι. Μπορείτε με το δάχτυλο σας να τρυπήσετε το ανθρωπάκι και να τού προκαλέσετε βλάβη. Το ίδιο δεν πρόκειται να καταλάβει τί ακριβώς συνέβη –παρ’ όλο που θα έχει υποστεί τη ζημιά– και θα το αποδώσει σε κάποιο άλλο συμβάν που βρίσκεται στο πεδίο κατανόησης του.
Το παραπάνω παράδειγμα γίνεται ιδιαίτερα τρομακτικό, αν το ανάγουμε στον τρισδιάστατο κόσμο μας και το «δάκτυλο» είναι μια εξωδιαστασιακή οντότητα που κινείται σε ένα πεδίο περισσότερων διαστάσεων από το δικό μας…
Επίσης, οι επαφές, από πεδίο σε πεδίο, είναι πάντα μονόδρομες, από το ανώτερο προς το κατώτερο, και όχι και το αντίστροφο. Το δυσδιάστατο γραμμικό σκίτσο πάνω στο χαρτί, υπάρχει και στον τρισδιάστατο κόσμο μας, συμπεριλαμβάνεται σ’ αυτόν, αλλά όχι το αντίστροφο. Ο κάτοικος της ανώτερης διάστασης έχει αντίληψη και εμπειρία της κατώτερης, καθώς και κίνηση σ’ αυτήν, αλλά δεν ισχύει το ίδιο για την κατώτερη διάσταση, ο κάτοικός της δεν έχει αντίληψη και εμπειρία της ανώτερης, ούτε κίνηση σε αυτήν. Αν αυτή η νομολογία σχέσεων συνεχίζεται με τον ίδιο τρόπο προς τις επόμενες διαστάσεις που στέκουν πέρα από τις τρεις δικές μας, θα είναι μια νομολογία καθοριστική για την αντίληψη, εμπειρία και επαφή μας με μία εξωδιαστασιακή οντότητα.
Όπως το ανθρωπάκι στην «Επιπεδοχώρα» βλέπει μια σκιά (ή μια γραμμή) και όχι το δάκτυλο, έτσι κι εμείς θα βλέπουμε κάτι άλλο και όχι την εξωδιαστασιακή οντότητα (ή δεν θα τη βλέπαμε ολόκληρη όπως είναι). Στο παράδειγμά μας, αν το φως της λάμπας που φωτίζει το χαρτί δεν είναι στην κατάλληλη θέση, ή αν το ίδιο το ανθρωπάκι δεν βρίσκεται στην κατάλληλη θέση, το ανθρωπάκι δεν θα αντιληφθεί απολύτως τίποτε, ούτε γραμμή, ούτε σκιά, ούτε δάκτυλο, όσο κοντά του και αν το πλησιάσετε. Ίσως όμως να νιώσει τη θερμότητα που εκπέμπει το δάκτυλο, ή να νιώσει τον αέρα που θα τού φυσήξετε στο πρόσωπο.
Αυτό ίσως δείχνει ότι η επαφή με μία εξωδιαστασιακή οντότητα μπορεί να μην είναι οπτική, αλλά να συμπεριλαμβάνει μία από τις άλλες αισθήσεις μας, π.χ. την όσφρηση. Επίσης δείχνει ότι μπορεί να έχει να κάνει και με τη γεωγραφία, τη θέση μας σε αυτήν, τη χρονική στιγμή, ή τις καιρικές συνθήκες, τις συνθήκες του φωτός, ένα σωρό παράγοντες που υπόκεινται σε συνεχείς αλλαγές.
Τέλος, (για να φτάσουμε στα όρια της περιορισμένης φαντασίας μας), όπως ακριβώς το ανθρωπάκι που κατοικεί σ’ αυτό το δυσδιάστατο κείμενο, αντιλαμβάνεται την εξωδιαστασιακή οντότητα «αναγνώστης» «μεταφρασμένη» σε κάτι αντιληπτό και αποδεκτό στον δυσδιάστατο κόσμο του, και μπορεί να θεωρήσει ότι συναντώντας τον αναγνώστη συνάντησε μία γραμμή, ή ένα σημείο ανάμεσα σε όλα τα άλλα δυσδιάστατα σημεία του κόσμου του, ένα σημείο που είχε λίγο παράξενη συμπεριφορά ή μία απρόβλεπτη θέση, έτσι ακριβώς αν αύριο εγώ βρεθώ μπροστά σε μία εξωδιαστασιακή οντότητα, μπορεί να θεωρήσω ότι βρέθηκα μπροστά σε έναν ακόμη άνθρωπο, σε μία καμηλοπάρδαλη, μία μύγα, ένα δέντρο, μία δίνη στο νερό, ένα τυφώνα, μία σκιά, μία ομίχλη, ένα ξωτικό, έναν ερπετοειδή εξωγήινο, ένα UFO, ή και, ακόμη πιο ακαθόριστα, σε μια μελαγχολία, μια μυρωδιά θειαφιού, ένα μικρό κρύο άνεμο, έναν ανεξήγητο θόρυβο, ένα φτάρνισμα, μία σύγχυση, ένα σεισμό, έναν πονοκέφαλο, μια ουρανοκατέβατη καταπληκτική ιδέα, μια σκέψη.
Ακόμη και τα λεγόμενα crop-circles(τα «αγρογλυφικά») που εμφανίζονται μυστηριωδώς σε διάφορα μέρη του κόσμου μας, θα μπορούσαν να είναι σημεία επαφής του κόσμου μας με παράξενες εξωδιαστασιακές οντότητες, «ίχνη από αλλού».
Ίσως ακόμη κι εκείνος ο «κόσμος των πνευμάτων», για τον οποίο μιλούν όλες οι παραδόσεις όλων των λαών του κόσμου από τη βαθιά αρχαιότητα ως σήμερα (παραδόξως χωρίς να έχουν επαφές μεταξύ τους), ίσως να είναι ένας κόσμος μιας άλλης διάστασης, κι αυτό που αντιλαμβάνονται οι ανθρώπινοι λαοί ως καλά ή κακά πνεύματα, θεούς ή δαίμονες, να είναι εξωδιαστασιακές οντότητες που κατοικούν σε ένα άλλο πεδίο που συνυπάρχει με το δικό μας αλλά εμείς δεν μπορούμε ούτε να το αντιληφθούμε, ούτε να το επισκεφτούμε, ενώ οι κάτοικοί του μπορούν και να μας αντιληφθούν και να μας επισκεφτούν, αλλά και να δράσουν με ένα σωρό ανεξιχνίαστους –για εμάς– τρόπους επάνω μας και πάνω στον κόσμο μας.
Ίσως, μάλιστα, όπως εμείς θεωρούμε π.χ. ότι όλα τα σκίτσα του κόσμου ανήκουν στο δικό μας κόσμο και είναι δικά μας, να θεωρούν και εκείνα –τα όντα που στέκουν πέρα από την αντίληψή μας– ότι εμείς ανήκουμε στο δικό τους κόσμο και είμαστε δικοί τους, εμείς και ο κόσμος μας...
Γιατί να πιστεύουμε ότι είμαστε –εμείς και τα άλλα πλάσματα που παρατηρούμε– οι μόνες οντολογικές ιεραρχίες αυτο-συντηρούμενης αυτόματης τάξης σε μορφή οργανισμών, που έχουν αποκτήσει συνείδηση;
Μπορεί να υπάρχουν μορφές ζωής που δεν βασίζονται στη χημεία, στα άτομα, ή ακόμη και μορφές ζωής που δεν είναι εστιασμένες σε ένα συγκεκριμένο σημείο στο Χώρο και στο Χρόνο. Είναι πιο πιθανό οι ιεραρχίες των οντοτήτων να συνεχίζουν ακόμη πιο μακριά προς τα πάνω και προς τα κάτω στις διαστάσεις, πέρα από τις διαστάσεις που εμείς αντιλαμβανόμαστε, παρά να μη συμβαίνει αυτό. Ακόμη και το ίδιο το Σύμπαν μέσα στο οποίο ζούμε, μπορεί να ειδωθεί ως μία ζωντανή οντότητα, κινούμενη και εξελισσόμενη, κι εμείς να μην είμαστε παρά απλώς μικρά τμήματα αυτής της εξέλιξης, αυτού του υπερ-οργανισμού. Το Σύμπαν μπορεί να είναι –κι αυτό κατά τη γνώμη μου είναι το πιο πιθανό– μία πολυδιαστασιακή υπερ-οντότητα.
Και μπορεί να υπάρχουν άλλα τμήματα αυτής της εξελικτικής διαδικασίας, που ξεφεύγουν της περιορισμένης –και «χαμηλής», λόγω θέσης– παρατήρησης και εποπτείας μας. Είναι πιο πιθανό να συμβαίνει αυτό, παρά να μη συμβαίνει. Οι οντότητες που θα κατοικούν στους χωροχρόνους που περιγράφονται ως άλλα τμήματα της συμπαντικής εξελικτικής διαδικασίας, ή ακόμη και αυτής του ίδιου μας του κόσμου, θα είναι τελείως ξένες για τον τρόπο αντίληψης και σκέψης μας.
Το Σύμπαν είναι πάρα πολύ πιο μεγάλο και πάρα πολύ πιο παράξενο, απ’ όσο είμαστε ικανοί να φανταστούμε, και το ίδιο ισχύει και για τον μικρό κόσμο μας, (που μπορεί να μην είναι και τόσο μικρός, ιδωμένος μέσα απ’ αυτό το πρίσμα).
Ο εγκέφαλός μας δεν μπορεί να ξεπεράσει τους περιορισμούς του για να δεχθεί, χωρίς να μεταλλαχθεί ριζικά, αυτές τις διαφορές που καθιστούν ξένες αυτές τις οντότητες. Κι όμως, αν υπάρχουν, θα έχουμε συνεχώς επαφή με τέτοια όντα. Επαφές που δεν καταγράφονται πουθενά. Κι αυτό το γεγονός, αν ισχύει, από μόνο του συνιστά μία μυστική ιστορία του κόσμου και μία μυστική ιστορία των εμπειριών μας.
Ίσως οι εξωδιαστασιακές οντότητες να εμφανίζονται ως μέρη της ίδιας της συνείδησής μας, να είναι ανόργανες μορφές ζωής (ξένες προς την έννοια που αποδίδουμε στο οργανικό όν), μη-τοπικές στο χώρο, μη-μετρήσιμες στο χρόνο.
Διανοητές όπως ο Terrence McKenna και ο TimothyLeary, τις περιγράφουν ως όντα από το Υπερδιάστημα, που τις προσεγγίζουμε αντιληπτικά χρησιμοποιώντας παραισθησιογόνα μανιτάρια ή LSD, ή βλέπουμε αλληγορικές αναπαραστάσεις τους στον Κυβερνοχώρο.
Οι αποκρυφιστές αναφέρονται σε αυτές ως πνεύματα, κανάλια, egregorons, θεότητες, δαίμονες, στοιχειακά, κ.λπ.
Οι UFOλόγοι τις περιγράφουν ως εξωγήινους που κατέχουν τεχνολογίες που τους επιτρέπουν να εμφανίζονται και να εξαφανίζονται ή να αλλάζουν μορφές κατά βούληση, το ίδιο και τα οχήματά τους.
Οι παραψυχολόγοι τις θεωρούν μη καταγραμμένες μορφές ενέργειας, σκεπτομορφές, αιθερικά σώματα, εκπομπές του ασυνειδήτου, φαντάσματα.
Οι λαογράφοι και οι παραδόσεις τις εξιστορούν ως ξωτικά, νεράιδες, στοιχειά, Faeries, κλπ.
Οι θρησκείες τις περιγράφουν ως αγγέλους, διαβόλους, Τζιν, Ντέβας, κ.ά.
Συγγραφείς Φανταστικής Λογοτεχνίας όπως ο Χ. Φ. Λάβκραφτ, ο Άρθουρ Μάχεν ή ο Άλτζερνον Μπλάκγουντ, μέσα στις ιστορίες τους τις αντικρίζουν ως Κθούλου, Γιογκ-Σοθώθ, Γουέντιγκο, Ιτιές, κατοίκους του Λόφου των Ονείρων και ακατονόμαστες εξωκοσμικές ράτσες ή ανόργανα όντα.
Λοιπόν, η δράση εξωδιαστασιακών οντοτήτων ως πιθανή ερμηνεία για τα παράξενα φαινόμενα και όντα που καταγράφουν αμέτρητοι αντισυμβατικοί γνωσιολογικοί τομείς, θα μπορούσε να στοιχειοθετεί μία ενοποιημένη θεωρία της Μεταφυσικής και του Παράξενου.
Αν το Σύμπαν είναι μία ζωντανή υπερ-οντότητα, και εμείς είμαστε στοιχεία της ζωής της, άραγε πώς θα αναγνωρίζαμε ένα άλλο στοιχείο, ξένης και τελείως διαφορετικής μορφής από εμάς; Με ποιους παράξενους τρόπους διαπλέκονται τα στοιχεία του υπερ-οργανισμού του Σύμπαντος για να παράγουν ξεχωριστές πραγματικότητες; Και ποια είναι η θέση μας και η εξελικτική πορεία μας μέσα σε ένα τέτοιο πλέγμα σχέσεων και πραγματικοτήτων;
Αυτές θα έπρεπε να είναι οι ερωτήσεις της θρησκείας και της επιστήμης, της φιλοσοφίας και της τέχνης. Και οι απαντήσεις τους θα έπρεπε να είναι αλληλοσυνδεόμενες.
Το Σύμπαν δεν μπορεί παρά να είναι μια ζωντανή υπερ-οντότητα, πολυδιαστασιακή και πιο σύνθετη πέρα από κάθε φαντασία, και δεν μπορεί παρά να εξελίσσεται και να προεκτείνει συνεχώς τη ζωή του σε άλλες «πραγματικότητες», ακόμη και πέρα από την ίδια την έννοια της πραγματικότητας όπως την καταλαβαίνουμε. Σε άλλες εκδοχές του κόσμου μας, άλλους νόμους της φυσικής, άλλες δονήσεις, άλλα σύμπαντα, ακόμη και στις μυθολογικές πραγματικότητες του ασυνείδητου, ακόμη και πέρα από τους ασαφείς κόσμους του ονείρου.
Πολλά είναι τα μυαλά που υποστήριξαν, στην ιστορία της ανθρωπότητας, ότι μπόρεσαν να αντιληφθούν αυτές τις πραγματικότητες, είτε σε εναλλακτικές καταστάσεις συνείδησης, χρησιμοποιώντας ψυχεδελικές ουσίες ή διαλογισμό, προσευχή ή τεχνολογικές εφευρέσεις, είτε εξ υφαρπαγής, απρόβλεπτα και απερίγραπτα, είτε μέσα από τη φιλοσοφία και τη λογοτεχνική ή την ποιητική έμπνευση, είτε ερχόμενοι σε επαφή με κάτι που το κατατάσσουμε στα πλαίσια της μαγείας ή της θρησκευτικής εμπειρίας.
Στην πραγματικότητα, το κάθε τι είναι μια θρησκευτική εμπειρία, διότι το κάθε τι αποτελεί ένα κομμάτι της ζωντανής υπερ-οντότητας που ονομάζουμε Σύμπαν. (Ουσιαστικά, το λέμε «Σύμπαν» –Συν-Παν– βάζοντας αυτό το Συν δίπλα στο Παν, για να καταδείξουμε τα «πάντα και κάτι παραπάνω από τα πάντα», για να δώσουμε χώρο ύπαρξης ακόμη και σε εξωδιαστασιακές ή και εξω-συμπαντικές οντότητες, όπως ο Θεός που δημιούργησε το Σύμπαν). Αλλά, η ολότητα βρίσκεται έξω από τη δυνατότητα αντίληψης και κατανόησής μας. Το ίδιο το Σύμπαν βρίσκεται πέρα από την αντίληψη των στοιχείων που το αποτελούν, πέρα από οτιδήποτε μικρότερο από το ίδιο. Και το μέγεθος υποδεικνύει απλώς μία διάσταση, και πρέπει να υπάρχουν πράγματα ακόμη και πέρα από το μέγεθος. Εξωδιαστασιακές οντότητες χωρίς μέγεθος, ακόμη και χωρίς ζωή όπως εμείς καταλαβαίνουμε τη ζωή.
Η ίδια η σκέψη μας ίσως αντιλαμβάνεται εξωδιαστασιακές οντότητες που τις ονομάζουμε ιδέες, και το εξωκοσμικό πεδίο τους να είναι εκείνος ο «κόσμος των ιδεών». Την ίδια στιγμή που ένας επισκέπτης από εκεί, γίνεται αντιληπτός ως ιδέα ή έμπνευση στο νου μας, μπορεί να ζωογονεί τον σπόρο ενός φυτού μέσα στο έδαφος του κήπου μας, και να προκαλεί ένα μικρό σεισμό στην άλλη άκρη του κόσμου, καθώς και μια παράξενη ανάμνηση από κάτι που δεν ζήσαμε, δέκα χρόνια αργότερα στο μέλλον…
-->
ΗΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜΑ
-->
Κάνει κρύο.
Είμαστε μακριά από τον ήλιο μας, τον πατέρα του φωτός και της θαλπωρής.
Το ηλιοβασίλεμα σήμερα είχε κάτι από τα παγωμένα τοπία ενός άλλου κόσμου, απόμακρου στη σκοτεινιά του ηλιακού συστήματος.
Φαίνονται και στους άλλους πλανήτες τα ηλιοβασιλέματα. Κανένα διαστημικό σκάφος μας δεν φωτογράφησε ένα, όλα τους ψάχνουν το χώμα και τις τροχιές, τους χημικούς τύπους και τα μαθηματικά. Μοιάζει απαγορευμένη η εικόνα ενός εξωγήινου ουρανού. Οι άνθρωποι θα άρχιζαν να ονειρεύονται, κανείς δεν τους θέλει να ονειρεύονται, όλοι τούς θέλουν προσγειωμένους να κοιτούν το χώμα και τους αριθμούς, σαν τα μικρά ρομποτικά διαστημόπλοια που στέλνουμε εκεί έξω. Τελειώνουν την τροχιά τους, προσγειώνονται, στέλνουν πίσω τα στοιχεία για το χώμα, μετρούν τους αριθμούς, κι έπειτα χάνονται.
Μέχρι κι οι τεχνητοί δορυφόροι μας κοιτούν προς τη Γη, κι όχι στην απέραντη εικόνα του σύμπαντος. Είναι σαν να φοβούνται να κοιτάξουν προς τα πάνω.
Εκτός από εκείνο το διαστημικό τηλεσκόπιο, που βλέπει εικόνες που κανένα μάτι ανθρώπου δεν είδε ποτέ, κι ούτε θα δει, εικόνες από πολύχρωμα μακρινά νεφελώματα, από τιτάνια μάτια στο διάστημα, κεφαλές αλόγων, αστρικές μέδουσες, πρόσωπα ολύμπιων θεών, καινοφανείς αστέρες, νέμπουλα, σούπερ νόβα, και αόρατες μελανές οπές. Εικόνες που βλέπουν και αναλύουν οι Κοσμοκράτορες, αυτοί που κρατούν τον Κόσμο, δηλαδή το διάστημα, τα άστρα, το κόσμημα των ουρανών. Ακόμη κι αυτές τις λιγοστές εικόνες που οι Κοσμοκράτορες επιτρέπουν να δειχθούν, σχεδόν κανείς δεν τις βλέπει, κανείς δεν ονειροπολεί, κανείς δεν μελαγχολεί για τη μικρότητά μας απέναντι στους γαλαξίες των αμέτρητων δισεκατομμυρίων άστρων.
Ποιοί είμαστε εμείς που θα εξερευνήσουμε το άπειρο των κόσμων; Με αυτά τα χέρια, με αυτά τα πόδια, αυτά τα ίδια ταλαίπωρα χέρια και πόδια που τα έχουμε από τότε που γεννηθήκαμε, με αυτό το μυαλό που ξεχνάει τις λεπτομέρειες, με αυτά τα μάτια που έχουν αντικρίσει όλα τα θαύματα του κόσμου κι όμως ποτέ δεν τα είδαν, με αυτά τα αυτιά που έχουν μάθει να ακούν μόνο απόηχους μικρών αποστάσεων. Ποιοι είμαστε εμείς που θα εξερευνήσουμε το άπειρο των κόσμων;
Υπήρξαν κάποιες στιγμές που ένας αστροναύτης, ψηλά εκεί στον διαστημικό σταθμό, έμεινε σιωπηλός. Ατενίζοντας το άπειρο. Σιωπηλοί οι αστροναύτες απέναντι στην απέραντη εικόνα που δεν είδε άλλος κανείς. Κανείς τους δεν μίλησε γι’ αυτό, κανείς δεν τούς αφήνει να το κάνουν.
Υπήρξε κάποτε μια στιγμή μέσα στη νύχτα, στον Ατλαντικό Ωκεανό, που ατένισα τον ουρανό των άπειρων άστρων. Έπλεα στην αστρική θάλασσα, μέσ’ στο σκοτάδι, σιωπηλός, μέσ’ στην απέραντη σιωπή. Μια ψυχούλα σαν σπίθα μικρή στον απέραντο ωκεανό των άστρων, χαμένη στα κύματα, χωρίς πυξίδα, χωρίς χρόνο πολύ.
Είδα τους κόσμους. Και κατάλαβα για πρώτη φορά, πόσο μακριά είμαστε από οπουδήποτε. Είμαστε τόσο μακριά από την πατρίδα. Εξόριστοι εδώ πέρα, χωρίς τον χάρτη της διαδρομής, χωρίς μηνύματα, χωρίς ούτε καν ένα τραγούδι.
Κανείς δεν θα μάς θυμάται. Κανείς δεν θα μάθει ποτέ για την ένδοξη ιστορία μας, τη Βαβυλώνα, τις θεόρατες πυραμίδες στην έρημο, το Έπος του Γκιλγκαμές, την Τροία που την πήραμε μαζί με τον Αχιλλέα με δόρατα κι ασπίδες που έλαμπαν στον ήλιο (όπως κάποτε μού ‘πε ένας γέροντας στον Άθωνα που τις νύχτες ολομόναχος άκουγε τις τροχιές των πλανητών), τη γενναία στρατιά του Αλέξανδρου στην άκρη του κόσμου μπροστά σε ελέφαντες πολεμικούς, τους αμέτρητους πίνακες στο Λούβρο, την Ενάτη του Μπετόβεν που την έγραψε κουφός, τις περιπέτειες του Δον Κιχώτη που γράφτηκαν σε μια φυλακή, την Έναστρη Νύχτα του Βαν Γκογκ που έκοψε το αυτί του για μια αγαπημένη, τη μάχη του Υπρ στα χαρακώματα, την πολιορκία του Στάλινγκραντ μέσα στα χιόνια, τις εξερευνήσεις του Λοχαγού Μπέρτον, την ένδοξη θλίψη του Ναπολέοντα στη Νήσο της Αγίας Ελένης, την αγία πυρά που κατέκαυσε την Ζαν Ντ’ Αρκ και τον Τζιορντάνο Μπρούνο, τον Ιρλανδό πατριώτη ποιητή Πάτρικ Πηρς στο εκτελεστικό απόσπασμα, την κατάκτηση της Σελήνης, τους ηρωικούς εργάτες που θυσιάστηκαν για να σφραγίσουν το Τσέρνομπιλ, τους πανάρχαιους δρόμους της Νέας Υόρκης όπως θα τους βλέπουν οι μελλοντικοί αρχαιολόγοι, το διαστημικό μας τηλεσκόπιο που κρυφοκοίταζε το Σύμπαν...
Είναι πολλοί αυτοί που πιστεύουν ότι δεν πήγαμε ποτέ στη Σελήνη, ότι όλα ήταν μια κινηματογραφική σκηνοθεσία, μια συνωμοσία. Είναι μεγάλη η άγνοιά μας, κι η δική μου δεν είναι μικρότερη. Αλλά, ξέρω πλέον ότι πήγαμε εκεί πάνω, στ’ αλήθεια. Το κατάλαβα βλέποντας μια σκηνή σ’ ένα βίντεο. Δεν ήταν τα βίντεο της NASAαπό το φεγγάρι (που τα έχασαν, έτσι κι αλλιώς). Ήταν σε ένα άλλο βίντεο, πιο πρόσφατο. Ένας δημοσιογράφος ρώτησε ειρωνικά τον Μπαζ Όλντριν, έναν από τους δύο ανθρώπους που πρώτοι πάτησαν στο φεγγάρι, για τη συνωμοσία της προσσελήνωσης, λέγοντάς του ότι δεν πήγαν ποτέ εκεί. Ο Μπαζ οργίστηκε και τού έριξε μια μπουνιά, μπροστά σε τόσες κάμερες. Είδα το βλέμμα του. Αυτός ο άνθρωπος είχε πάει στο φεγγάρι. Το είδα στο βλέμμα του και στη γροθιά του. Είχε εκτοξευτεί καθισμένος στη μύτη ενός πυραύλου, είχε ταξιδέψει στο φεγγάρι μέσα σε έναν θερμοσίφωνα, τον είχε προσσεληνώσει, είδε τη Γη με μια θέα που κανείς δεν είχε ξαναδεί, μπήκε πάλι στον θερμοσίφωνα, κατάφερε και γύρισε εδώ πίσω, πέρασε τη φλεγόμενη στρατόσφαιρα, κι έπεσε στον απέραντο ωκεανό, απ’ όπου τον περιμάζεψαν οι δύτες. Κι ήταν τώρα ακόμη ζωντανός, γέροντας...ποιος ξέρει τι όνειρα να βλέπει ο Μπαζ Όλντριν; Και κάποιος γελοίος τού έλεγε τώρα ότι δεν το έκανε όλο αυτό. Κι ο Μπαζ τον χτύπησε. Έπεσαν πάνω του και τον άρπαξαν για να μην τον ξαναχτυπήσει. Είχαν ονομάσει Μπαζ ένα κουκλάκι σε ένα καρτούν, στο ToyStory. Ο BuzzLightyear, ο Μπαζ-Έτος-Φωτός.
Ένα έτος φωτός είναι η απόσταση που διανύει ένα σώμα όταν ταξιδεύει με την ταχύτητα του φωτός. Μια ταχύτητα στην οποία ποτέ δεν θα τρέξουμε, ένας χρόνος που ποτέ δεν θα ζήσουμε, μια απόσταση που ποτέ δεν θα διανύσουμε. Το έτος φωτός είναι η μέτρηση του χρόνου της φαντασίας. Της ένδοξης φαντασίας μας, που κανείς δεν θα τη θυμάται. Της φαντασίας μας που ταξιδεύει στο άπειρο των κόσμων. Με μια ταχύτητα ανώτερη από την ταχύτητα του φωτός: με την ταχύτητα της σκέψης.
Σε μια στιγμή προσωπικής έμπνευσης, μια από εκείνες τις στιγμές στις οποίες ατενίζουμε το αβέβαιο μέλλον, προσεύχομαι για εκείνον τον άγνωστο μου άνθρωπο που πρώτος θα δει ένα εξωγήινο ηλιοβασίλεμα, σ’ έναν μακρινό πλανήτη. Κανείς δεν ξέρει ακόμη το όνομά του, κανείς δεν ξέρει καν αν θα υπάρξει ποτέ ένας τέτοιος άνθρωπος, ένας άνθρωπος που θα πάρει επάνω του όλες τις αμαρτίες μας και όλες τις αγωνίες μας και όλα τα όνειρά μας, και θα τα πάρει μαζί του σε έναν άλλον πλανήτη. Και θα είναι τόσο μακριά από τη γαλάζια μας πατρίδα, στην ξενιτιά –θα πρέπει να βρούμε μια νέα λέξη γι’ αυτήν τη νέα μοναξιά, γι’ αυτήν τη νέα διαστημική νοσταλγία.
Στη σιωπή εκείνης της πρώτης στιγμής, θα ατενίσει το ηλιοβασίλεμα. Ένα ηλιοβασίλεμα που κανείς ποτέ δεν θα έχει ξαναδεί.
Εγώ, ένα μικρό ανθρωπάκι, ανέβαινα κάποτε σκαρφαλώνοντας σ’ ένα βουνό της Γης μας, κάτω από τον καυτό ήλιο ενός καλοκαιριού που έκαιγε όλη μου την ύπαρξη. Νόμισα πως θα πεθάνω, κι όμως τα κατάφερα, κι έφτασα στον σκιερό προορισμό μου. Κι εκεί πάνω, ένας γέρος μού έδειξε τον λαμπρό ήλιο στον γαλάζιο μας ουρανό, και μου είπε: «Τον βλέπεις τον ήλιο εκεί πάνω; Που σ’ έκαψε μέχρι ν’ ανεβείς εδώ στη μοναξιά μας; Είδες πόσο πολύ καίει; Φαντάσου πόσο καίει αυτός που τον έφτιαξε...»
Ποιος είναι αυτός που έφτιαξε όλους αυτούς τους ήλιους, που καίνε τα σύμπαντα, που καίνε τους άπειρους κόσμους, που δίνουν το φως τους σε όλο το μαύρο διάστημα, το φως τους που ταξιδεύει μέχρι τον φακό του διαστημικού μας τηλεσκοπίου που παρατηρεί τη συμπαντική ζωγραφική, και μέχρι τον φακό του ταλαίπωρου ματιού μας που ατενίζει το ηλιοβασίλεμα;
Λέμε ότι ο ήλιος βασιλεύει, στον ουρανό, παντού, λίγο πριν πέσει το σκοτάδι. Και ξέρουμε ότι θα έρθει ξανά, θα ανατείλει. Είναι ένα ζωντανό όν ο ήλιος μας. Είναι ο βασιλιάς μας. Το φως του δίνει τη ζωή, την εικόνα, τα πρόσωπά μας, τη ζέστη μέσα στο κρύο, το φως στην άκρη του τούνελ. Όποτε πέφτει το σκοτάδι, ξέρουμε την υπόσχεσή του ότι θα έρθει ξανά, την αυγή. Και πάντα έρχεται. Και θα έρχεται, ξανά και ξανά, εις τους αιώνας των αιώνων. Για να φωτίσει εμένα, ένα ανθρωπάκι μικρό και ανίδεο, στην κορυφή ενός βουνού, που ατενίζει το Σύμπαν. Και άπειροι άλλοι μακρινοί ήλιοι στέλνουν εδώ σε μένα το φως τους, υπάρχουν, νεύουν μηνύματα, που ταξιδεύουν τα έτη φωτός, ταξιδεύουν, από τη μακρινή μου πατρίδα μέχρις εδώ, σ’ εμένα, ψιθυρίζοντάς μου ότι δεν είμαι μόνος, μέσα στη σιωπή.
Δεν είμαι μόνος μου, εγώ, μέσα στο άπειρο Σύμπαν, με σκέφτονται τ’ αδέλφια μου όπως τα σκέφτομαι κι εγώ, και ταξιδεύει η σκέψη μας ταχύτερα από την ταχύτητα του φωτός. Δεν είμαι στ’ αλήθεια μικρός και φτωχός. Ποιος βασιλιάς έχει ένα τέτοιο αστρικό στέμμα πάνω απ’ το κεφάλι του; Ποιανού μυαλού τα όνειρα γίνονται τόσα άστρα διάπυρα;
Κι όμως, ποιο παιδί δεν μπορεί να αγκαλιάσει τον πατέρα του, γιατί καίει τόσο πολύ;
Και ποιος πατέρας δεν έδειξε τα άστρα για πρώτη φορά στα παιδιά του, εκεί ψηλά στον ουρανό, δίνοντάς τους έτσι την κληρονομιά των ονείρων του Σύμπαντος;
Κάνει κρύο.
Το ηλιοβασίλεμα σήμερα είχε κάτι από τα παγωμένα τοπία ενός άλλου κόσμου, απόμακρου στη σκοτεινιά του ηλιακού συστήματος.
Φαίνονται και στους άλλους πλανήτες τα ηλιοβασιλέματα.
Έχουν και οι άλλοι πλανήτες παιδιά και πατέρες, μητέρες και εγγόνια. Και μάς φαντάζονται. Έτη φωτός μακριά. Σήμερα το βραδάκι.
Ο συγγραφέας Παντελής Β. Γιαννουλάκης ζει και γράφει στην Θεσσαλονίκη, και σε πολλές εναλλακτικές πραγματικότητες που εξερευνεί με την ιδιαίτερη λογοτεχνία του και τις μελέτες του. Έχει συγγράψει και δημοσιεύσει ως τώρα 35 βιβλία, και πάνω από τρεις χιλιάδες άρθρα, δοκίμια και πρωτότυπα κείμενα και διηγήματα, σε περιοδικά, έντυπα, συλλογικά έργα, ειδικές θεματικές εκδόσεις και ανθολογίες. Έχει δημιουργήσει ή συντονίσει 12 περιοδικά και έντυπα, έχει ιδρύσει 4 εκδοτικούς οίκους. Έχει κάνει σπουδές Κινηματογράφου & Σκηνοθεσίας και Ιστορίας της Τέχνης, υπήρξε δημιουργός ραδιοφωνικών εκπομπών, τηλεοπτικών εκπομπών και ντοκιμαντέρ, έχει κάνει πολλές εξερευνήσεις και έρευνες στην Ελλάδα και σε αρκετά μέρη του κόσμου. Έχει κάνει μεταφράσεις έργων, υπήρξε editor πολλών ανθολογιών και επιμελητής εκδόσεων, μουσικός, περιηγητής, ξεναγός, συλλέκτης, αλληλογράφος, εισηγητής, διακεκριμένος ομιλητής με πολλές δεκάδες διαλέξεις σε μεγάλο κοινό, ειδικός γνωσιολόγος σε ποικίλα πεδία γνώσης. Είναι ο δημιουργός, εκδότης και διευθυντής του περιοδικού “Strange”, δημιουργός των εκδόσεων “Αόρατο Κολλέγιο” και “Άγνωστο” (επίσης, στο παρελθόν, των εκδόσεων “Terra Nova” και “Αρχέτυπο”), και έχει εκδόσει πάνω από διακόσια βιβλία... Είναι πατέρας δύο αγοριών, και έχει καθοδηγήσει και προωθήσει πάρα πολλούς συγγραφείς, ερευνητές και μελετητές. Ασχολείται ένθερμα με την Φανταστική Λογοτεχνία, την σημειολογία, την φιλοσοφία, την λογοτεχνία μυστηρίων, τις εναλλακτικές κοσμοθεωρίες, και τα μυστήρια του ανθρώπου και των κόσμων του.
Αγωνιζομαστε για την προεκταση της πραγματικοτητας
Χρειαζόμαστε ένα παραμέρισμα της κουρτίνας, που ο συμβατικός κόσμος έχει τραβήξει μπροστά στα μάτια μας, μια νέα και μεγάλη προέκταση του οπτικού μας πεδίου, του πεδίου παρατήρησης.
Χρειαζόμαστε νέους τρόπους αντίληψης και κατανόησης, και νέους τρόπους μετάδοσης των πραγμάτων που θα αντιληφθούμε και θα κατανοήσουμε.
Αυτό θα σημαίνει μια ριζική αναθεώρηση ενός μεγάλου μέρους των γνώσεων μας και των πραγμάτων που θεωρούμε δεδομένα.
Μια τέτοια αναθεώρηση δεν συμφέρει κανέναν από αυτούς που χειρίζονται τις λειτουργίες των καθημερινών συστημάτων, και, επιπλέον, οι περισσότεροι άνθρωποι δεν είναι διατεθειμένοι να εγκαταλείψουν το μικρό, σίγουρο και ασφαλές νησί τους, για να εξερευνήσουν τα αβέβαια νερά ενός νέου και παράξενου ωκεανού...
Η πραγματικότητα είναι τελείως σχετική, κι αυτό αποδεικνύεται από το αγωνιώδες πείσμα της να μην αναιρεθεί, και από την αδυναμία της να σε τιμωρήσει μόλις την αναιρέσεις…
Ο Κοσμος εναντια στον Μυθο του
Ζούμε σε εποχές κατοχής και αντίστασης. Ο κόσμος επιζητά να παγιώσει τελείως την εικόνα του, και όλοι ανεξαιρέτως να υπηρετούν το τεχνητό κοσμικό είδωλο που ο κόσμος έφτιαξε για τον εαυτό του. Οι άνθρωποι που διαχώρισαν τον εαυτό τους από αυτόν τον κόσμο, αποσυρόμενοι στο ιδιωτικό τους σύμπαν, αντιστέκονται εστιαζόμενοι στον αέναα κρυφώς εξελισσόμενο μύθο του κόσμου, που η παγιωμένη εικόνα προσπαθεί να εξαφανίσει.
Οι άνθρωποι που προσπαθούν ν’ αποδράσουν από τις υποθέσεις αυτού του απογοητευτικού κόσμου, σπιθαμή με σπιθαμή φτιάχνουν μυστικά το Παραμύθι του Κόσμου. Το διηγείται ο ένας στον άλλον ψιθυριστά κι αν κάποιος είναι χωρίς συντρόφους, το διηγείται στον εαυτό του. Υπενθυμίζει συνέχεια την ιστορία, αποστηθίζει τους χάρτες και τα σημάδια, κάνει εξάσκηση τις νύχτες όταν όλοι κοιμούνται, απαγγέλλει το ποίημα, γράφει το μήνυμα, κουρδίζει τα ρολόγια και τα βιολιά, κοιμάται με το ξίφος κάτω απ’ το μαξιλάρι -μην έρθει η ώρα και δεν είναι έτοιμος για την ηρωική έξοδο…
Κάποιος που μπορεί να κοιτάξει γύρω του με τα σωστά μάτια, θα αντικρίσει παντού ολόγυρα το Παραμύθι του Κόσμου. Είναι τόσο μεγάλο και τόσο υπέροχο, γενιές ολόκληρες συνωμοτών το έφτιαχναν, το έγνεθαν, το έπλεκαν, το έχτιζαν, το χρωμάτιζαν. Στέκει εκεί (πού;) και διηγείται την πιο παράξενη ιστορία που ειπώθηκε ποτέ. Την ιστορία ενός άλλου κόσμου, κάπου πέρα, μακριά απ’ αυτόν εδώ τον κόσμο, κι ακόμη πιο μακριά, στα βάθη του νου και της καρδιάς μας.
Τα μηνύματα από αυτόν τον κρυφό κόσμο, αναπόφευκτα, είναι πολεμικές ανταποκρίσεις, ενός πολέμου μυστικού, ανάμεσα στους υπηρέτες της κατοχής του κόσμου και στους παρτιζάνους του Αντίκοσμου...
Life is Stranger than Fiction.
«Η ζωή είναι πιο παράξενη από τα μυθιστορήματα».
Το πιο ουσιαστικό επίτευγμα της Λογοτεχνίας μέχρι σήμερα, είναι ότι κατέληξε σ’ αυτό το συμπέρασμα. Αυτό δεν έγινε, βέβαια, για να απορρίψει τον εαυτό της, αλλά για να δώσει μια νέα σημασία στο ατέρμονο νόημα της ζωής.
Η ζωή καθορίστηκε από τη Λογοτεχνία.
Δεκάδες αιώνες χρειάστηκαν για να μετατρέψει ο άνθρωπος τα πάντα σε Λογοτεχνία. Ζούσε καταγράφοντας τα πάντα γύρω του, όλες τις πληροφορίες, όλες τις εμπειρίες, όλες τις ανακαλύψεις, όλα τα όνειρα, όλα τα συναισθήματα, όλα τα φαινόμενα, όλες τις ιδέες, όλες τις υποθέσεις… Και τα καταχωρούσε στην αιώνια βιβλιοθήκη.
Κάποτε η ζωή ξεπερνούσε τη Λογοτεχνία. Τώρα πια η βιβλιοθήκη είναι τόσο τεράστια, που η Λογοτεχνία ξεπερνά τη ζωή.
Οτιδήποτε ζω, μέχρι και η τελευταία εμπειρία και σκέψη μου, έχει ήδη προβλεφθεί από πριν μέσα στη Λογοτεχνία. Οι επιρροές της Λογοτεχνίας πάνω στη ζωή είναι τόσο πολυσύνθετες και εξαπλωμένες σε κάθε στοιχείο με όλους τους πιθανούς τρόπους, κρύβονται τόσο καλά μέσα στην ίδια τη ζωή, που σχεδόν κανείς δεν υποπτεύεται πως η κάθε στιγμή της ζωής του έχει ήδη πρωταγωνιστήσει στις σελίδες κάποιου βιβλίου, κάποτε.
Η ίδια η Λογοτεχνία άρχισε κάποτε να παρατηρεί τον εαυτό της, και ανακάλυψε μια συγκλονιστική παραδοξολογία. Αφού η ζωή και η σκέψη καθοριζόταν πλέον από τη Λογοτεχνία, τότε η κύρια αποστολή της Λογοτεχνίας, που ήταν να εξερευνήσει τη ζωή και τη σκέψη, είχε μετασχηματιστεί σε κάτι τελείως νέο και παράξενο: η Λογοτεχνία εξερευνούσε πια τη Λογοτεχνία.
Έτσι, μπορούσες πια να αφιερώσεις όλη σου τη ζωή στην εξερεύνηση της λογοτεχνίας, που εξερευνεί τον εαυτό της, και να εξερευνήσεις τη ζωή σου...
Ο Συγγραφεας ειναι ενα ιδιαιτερο ειδος ανθρωπου
Αυτό που κάνει τους συγγραφείς να ξεχωρίζουν από τους υπόλοιπους ανθρώπους, είναι κυρίως το γεγονός ότι οι συγγραφείς παρατηρούν πράγματα που οι υπόλοιποι άνθρωποι δεν τα παρατηρούν, δεν τα προσέχουν, δεν τους δίνουν σημασία. Κι επιπλέον, οι συγγραφείς τα θυμούνται, τα καταγράφουν, συγκεντρώνουν αυτές τις αξιομνημόνευτες λεπτομερείς παρατηρήσεις τους ως οπλοστάσιο, ως θησαυροφυλάκιο λεπτομερειών, που κάπου θα χρησιμοποιηθούν κάποτε.
Ο συγγραφέας έχει πάντα ένα σημειωματάριο γενικών καταγραφών, και πολλά άλλα σημειωματάρια και σημειώσεις που σχετίζονται με τα διάφορα σχέδια του, με συνεχείς σημειώσεις που αντίστοιχα τα αφορούν, χωρίς ακόμη τα έργα να έχουν αρχίσει να γράφονται, αλλά και κατά τη διάρκεια της συγγραφής τους. Στο γενικό σημειωματάριο, σημειώνει συνεχώς τα πάντα, οτιδήποτε ενδιαφέρον παρατηρεί γύρω του, ακούει, διαβάζει, βλέπει, μαθαίνει, εμπνέεται, ονειρεύεται, θυμάται, κλπ. Δεν αφήνει καμιά καλή και «ενδιαφέρουσα» σκέψη, ιδέα, έμπνευση, πληροφορία, σημειολογία, σύνδεση, αλληγορία, μεταφορά, απόσπασμα, παραδοξολογία, οξύμωρο, λέξη, μυστικό, παρατήρηση, επισήμανση, ανάμνηση, αφορισμό, απόφθεγμα, σύλληψη, να του ξεφύγει. Όταν οτιδήποτε από αυτά βγαίνει στον δρόμο του, το καταγράφει, για να το χρησιμοποιήσει, κάπου, κάπως, αργότερα. Είναι συλλέκτης ιδεών, σκέψεων, λέξεων, πληροφοριών, ενδιαφερόντων ζητημάτων και παρατηρήσεων. Διαθέτει μια ολόκληρη αόρατη βιβλιοθήκη από αυτά.
Ο συγγραφέας που δεν το κάνει συνειδητά και αφοσιωμένα και συνεχώς αυτό το πράγμα, που δεν παρατηρεί τις φευγαλέες λεπτομέρειες του κόσμου, δεν είναι συγγραφέας.
Αυτό, σταδιακά, του δίνει μια εποπτεία πάνω στην καθημερινή πραγματικότητα που οι άλλοι άνθρωποι ούτε που την έχουν ονειρευτεί ποτέ τους. Και, σιγά-σιγά, αρχίζει να ξεχωρίζει αμέσως το συγγραφικό ίχνος όταν εμφανίζεται οπουδήποτε για να του προσφερθεί από τη συγχρονικότητα. Μόλις παρατηρεί αυτό που πρέπει, ένα καμπανάκι χτυπάει στο κεφάλι του, κι εκείνος περισυλλέγει την παρατήρηση. Κι έπειτα την αντιμετωπίζει σαν πολύτιμη πληροφορία, σαν εύθραυστο μυστικό.
Μέσα από διεργασίες όπως αυτή και πολλές άλλες, ο συγγραφέας δεν περιμένει την έμπνευση, είναι ο Κυνηγός της Έμπνευσης, εκπαιδεύεται να την αναγνωρίζει παντού γύρω του, να την παραμονεύει και να την αρπάζει με λεπτεπίλεπτο τρόπο. Δεν είναι ποτέ απροετοίμαστος για αυτό.
Έτσι, παντού και πάντα, ο συγγραφέας καταστρατηγεί μια οικειότητα με το Παράξενο. Οι αληθινοί συγγραφείς είναι ερωτευμένοι με το Παράξενο. Είναι το παρασκήνιο του κόσμου μας.
Συμφωνώ με τον J. K. Chesterton, που γράφει:
«Το ότι υπάρχει ένας κόσμος πίσω από τον κόσμο, δεν το γνωρίζουν πολλοί άνθρωποι. Βέβαια, υπάρχει και ένας άλλος άνθρωπος πίσω από κάθε άνθρωπο, αλλά κι αυτό ακόμη συχνά ο ίδιος ο άνθρωπος δεν το γνωρίζει. Υπάρχει ένα παρασκήνιο στα πάντα, ένα σκοτεινό παρασκήνιο, πολλές φορές πέρα από κάθε φαντασία. Στο παρασκήνιο αυτό, πίσω από την αυλαία του κόσμου, δεν πηγαίνει κανείς, εκτός από τους συγγραφείς…»
Η αληθινά μεγάλη ευχαρίστηση που αντλώ από τον κόσμο, προέρχεται από τα βιβλία. Ίσως γιατί ο ίδιος ο κόσμος είναι ένα ανεξάντλητο βιβλίο. Ίσως γιατί ο κάθε άνθρωπος δεν είναι παρά ακόμη ένα βιβλίο. Παραμένει ακόμη άγνωστος ο συγγραφέας του κόσμου μας. Υπάρχουν νύχτες που το μόνο που θέλω είναι να τον γνωρίσω, και να μου επιτρέψει να περιπλανηθώ στην απέραντη βιβλιοθήκη του. Έχω πολλές όμορφες ερωτήσεις να του κάνω, δίπλα από το τζάκι, πίνοντας λίγο κονιάκ…
Μια Δευτερη Ζωη
Όταν ονειρευόμαστε, ο εγκέφαλός μας λειτουργεί κανονικότατα σαν να δέχεται αληθινά ερεθίσματα, και δίνει στους επιστήμονες την εικόνα ενός εγκεφάλου που βλέπει, ακούει, οσμίζεται, γεύεται, πιάνει, κινείται, κλπ, και επεξεργάζεται πληροφορίες σαν να τις δέχεται από το εξωτερικό περιβάλλον, με τη διαφορά ότι το σώμα κοιμάται και τίποτε από όλα αυτά δεν παρατηρείται να συμβαίνει σε αυτήν την πραγματικότητα...
Έχουμε έναν δεύτερο μυστηριώδη εαυτό, ο οποίος ζει κανονικά σε έναν παράλληλο κόσμο, τον κόσμο των ονείρων: ένα ολόκληρο εναλλακτικό σύμπαν. Μια μυστηριώδης ονειρική γεωγραφία που το πανόραμά της ξανοίγεται μέσα μας. Την εξερευνούμε ασυνείδητα μέσα από αινιγματικές εμπειρίες και βιώματα που καταγράφονται από τον εγκέφαλό μας ως αληθινά, για τον οποίο έχει αποδειχθεί επιστημονικά ότι ενώ ονειρευόμαστε συνεχίζει να λειτουργεί κανονικά σαν να βιώνει πραγματικές καταστάσεις.
Ζούμε μέσα στα όνειρα…μια δεύτερη ζωή.
Το μάτι. Αυτό το οπτικό πεδίο συναλλαγής του εσωτερικού κόσμου με τον εξωτερικό κόσμο, το μάτι, είναι το μόνο όργανό μας που ζει από το φως ενώ το υπόλοιπο σώμα μας είναι βουτηγμένο στη λάσπη, στην ύλη. Το μάτι έχει τη μορφή του σύμπαντος. Τρεις ομόκεντροι κύκλοι το περιγράφουν, η σφαίρα, η ίριδα και η κόρη: Ο εξωτερικός κύκλος του υπεργαλαξιακού κόσμου, ο εσωτερικός κύκλος του γαλαξιακού κόσμου, ο εσώτατος κύκλος του υποσελήνιου κόσμου. Κοιτώντας κανείς (με το μάτι του) το ανθρώπινο μάτι, είναι σαν να παρατηρεί το σχέδιο του Σύμπαντος. Το μαγικό σημείο όπου ενώνεται ο άνθρωπος με τον Θεό. Τα άστρα του ουρανού εκπροσωπούνται από το άστρο του ματιού. Η ίδια η κόρη του ματιού είναι μια άβυσσος, εκεί απ’ όπου μπορεί κανείς να ατενίσει με ίλιγγο τα βάθη της ανθρώπινης ψυχής, αστρική στη φύση της και αόρατη. Κατοπτρισμένη πάνω στην κόρη είναι εκείνη η ανταύγεια ενός φωτεινού γαλαξία, το ίχνος του θεϊκού φωτός, το σπερματικό φως του κόσμου, του εσωτερικού κόσμου...
Όταν υπάρχει κάτι που δεν το ξέρεις Πώς ξέρεις ότι δεν υπάρχει;
Ξέρουμε ότι πολλά από τα όνειρά μας δεν θα γίνουν αληθινά. Ίσως να μη γίνουν ποτέ αληθινά. Κι όμως, συνεχίζουμε να ονειρευόμαστε.
Αυτό λέει πολλά, και δεν είναι τόσο παράδοξο όσο ακούγεται.
Έχουμε μάθει ότι τα όνειρά μας είναι σημαντικά όχι γιατί γίνονται αληθινά, αλλά γιατί μας οδηγούν σε μέρη που ποτέ δεν θα πηγαίναμε αλλιώς, και μας διδάσκουν πράγματα που ποτέ δεν ξέραμε ότι μπορούσαμε να μάθουμε…
Ο κόσμος που παρακολουθούμε, εκείνος ο κόσμος της καθημερινής μας πραγματικότητας, δεν είναι ο αληθινός κόσμος, είναι μία περιγραφή του.
Είναι η γλώσσα της πραγματικότητας που έχουμε μάθει. Γύρω μας μιλιούνται πολλές άλλες γλώσσες, πολλές άλλες εκδοχές και περιγραφές, αλλά εμείς λαμβάνουμε, επεξεργαζόμαστε και καταλαβαίνουμε μόνο τη γλώσσα που εμείς έχουμε μάθει. Η πραγματικότητα που ξέρουμε, όποια κι αν είναι αυτή, είναι το προϊόν αυτής της συνειδησιακής περιγραφής, αυτής της «γλώσσας», καθώς και των επιβεβλημένων τεχνητών νόμων της.
Έξω από αυτήν την περιγραφή και καταγραφή, ο αληθινός κόσμος είναι κρυφός.
Αν ο κόσμος αποτελούταν απλά από εικόνες, όλες οι υπόλοιπες αναρίθμητες εικόνες θα ήταν έξω από την εικόνα που εμείς βλέπουμε.
Κατά τη γνώμη μου, το πρόβλημα δεν είναι στο γεγονός ότι βλέπουμε μονάχα ένα απειροελάχιστα μικρό κομμάτι της μεγάλης εικόνας του κόσμου. Το πρόβλημα είναι στο γεγονός ότι νομίζουμε πως, αυτό το απειροελάχιστα μικρό κομμάτι που βλέπουμε και καταλαβαίνουμε, είναι η μεγάλη εικόνα.
Αναπόφευκτα, αυτό το πρόβλημα –που είναι απλό στη ρίζα του– μας αποτρέπει από το να αναζητήσουμε τη μεγάλη εικόνα, και από το να κατανοήσουμε την ίδια μας τη θέση μέσα σε αυτήν.
Δεν θα ήταν και τόσο τολμηρό αν έλεγα ότι, ο εαυτός μας είναι απόλυτο δημιούργημα της εικόνας που έχουμε για τον κόσμο. Δηλαδή, είναι ένας μικρός εαυτός.
Κατ' επέκταση, αυτός ο μικρός εαυτός, έχει μικρή γνώση, μικρή κατανόηση, μικρή έμπνευση, μικρές δυνατότητες, μικρές προεκτάσεις, μικρές πιθανότητες, μικρή νοημοσύνη, και μεγάλη μικροπρέπεια.
Και, έχω παρατηρήσει πως, όταν μεγαλώνει η εικόνα του κόσμου που βλέπουμε και κατανοούμε, μεγαλώνει και ο εαυτός, εμπλουτίζεται, αποκτά μεγαλύτερη ελευθερία (ελευθερία πνεύματος, τουλάχιστον), τα πάντα αυξάνονται για αυτόν.
Αυτό που θέλω να πω είναι ότι ο κόσμος, τελικά, είναι ο χάρτης του.
Όταν μεγαλώνει ο χάρτης, μεγαλώνει ο κόσμος.
Όταν ο χάρτης είναι μικρός και περιορισμένος, ο αληθινός κόσμος είναι κρυφός.
Ο κόσμος δεν είναι αυτό που φαίνεται.
Είναι πολύ μα πολύ περισσότερα πράγματα από αυτό που φαίνεται ότι είναι...ό,τι κι αν σου φαίνεται...
Τα βιβλία είναι συχνά πολύ καλός τρόπος για να βλέπεις τον κόσμο με άλλα μάτια.
Και τα βιβλία είναι παράθυρα.
Είναι σαν κιάλια που βλέπουν αλλού. Η αριστερή σελίδα για το αριστερό σου μάτι και η δεξιά σελίδα για το δεξί σου μάτι. Βάζεις μπροστά στο πρόσωπό σου ένα βιβλίο και αντικρίζεις το πανόραμα της ανάγνωσης. Το πεδίο της γνώσης από αλλού. Είναι μία τηλε-όραση. Βλέπεις μακριά, σε άλλους τόπους, σε άλλες ζωές, σε άλλα μυαλά, σε άλλους χρόνους.
Και, όταν γράφεις ένα βιβλίο, είσαι κάτι σαν οπτικός. Ρυθμίζεις έντεχνα την όραση του φίλου σου, του αναγνώστη σου, έτσι ώστε να μπορέσει να δει αλλού, να αλλάξει για λίγο την οπτική του κόσμου του και να παρακολουθήσει έναν απόκρυφο μικρόκοσμο, χαρτογραφημένο μέσα στις σελίδες…
Η Μεση Οδος
Η πεζοπορία, η οδοιπορία, η περιπλάνηση, το ταξίδι, η περιπέτεια, η περιπολία, η πρωτοπορία, η ανίχνευση, η εξερεύνηση...
Οι περισσότεροι άνθρωποι, δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν καταλαβαίνουν πόσο σημαντικά είναι όλα αυτά: Σχετίζονται με την πλοήγηση στον υλικό κόσμο.
Η τέχνη της πλοήγησης στον υλικό κόσμο είναι τόσο σημαντική όσο και η τέχνη της αναπνοής. Παραδόξως, για τους περισσότερους ανθρώπους, και οι δύο αυτές τέχνες είναι αυτοματικές συνήθειες και τίποτε παραπάνω.
Αλλά υπάρχει και η τέχνη της πλοήγησης στον πνευματικό κόσμο...
Εξασκούμε την πλοήγηση στον υλικό κόσμο χρησιμοποιώντας -διανύοντας- τις διαδρομές, και –από την άλλη– εξασκούμε την πλοήγηση στον πνευματικό κόσμο με τη φαντασία μας.
Όμως, αν συνδυάσουμε αυτά τα δύο, τις διαδρομές και τη φαντασία, έχουμε ένα νέο είδος πλοήγησης. Και πρόκειται για πλοήγηση σε ένα νέο πεδίο, ούτε πραγματικό ούτε φανταστικό, σε εκείνο το συνδετικό πεδίο μεταξύ πνεύματος και ύλης, που είναι ένα κρυφό ενδιάμεσο πεδίο, μυστικό και απαγορευμένο, για το οποίο δεν συζητά κανείς...
Αυτή είναι η λεγόμενη «αόρατη πλευρά τουκόσμου», και αυτήν εννοούσε ο παππούλης μου ο Τσαρλς Φορτ όταν έλεγε ότι ανακάλυψε μία «πυξίδα για τη ναυσιπλοΐα της αόρατης πλευράς του κόσμου...»
Λοιπόν, αυτή η νέα πλοήγηση σ’ αυτό το μυστικό ενδιάμεσο πεδίο, βασίζεται –στο πρώτο στάδιο εξάσκησής της– σε μία σχετικά απλή τεχνική: να κάνεις μία πλοήγηση στο υλικό πεδίο με πνευματικό τρόπο (ή, αν το προτιμάτε έτσι, στο πνευματικό πεδίο με υλικό τρόπο).
Μία περιπλάνηση στις διαδρομές του υλικού κόσμου με πνευματικό τρόπο. Πρόκειται για ένα λειτουργικό συνδυασμό της περιπλάνησης στους δρόμους και της περιπλάνησης στη φαντασία. Κι αυτό κάνει εκείνο το ενδιάμεσο πεδίο να αρχίσει να διακρίνεται αδιόρατα. (Και διακρίνεται γιατί «ανταποκρίνεται» στην περιπλάνησή σου).
Μία αφηρημένη περιπλάνηση μέσα στον τρισδιάστατο χάρτη της πόλης, αφήνοντας τον εαυτό μας να παρασυρθεί από τη φαντασία, αλλά ταυτόχρονα και να παρασυρθεί από τους δρόμους. Δηλαδή, να παρασυρθεί στις διαδρομές της φαντασίας, και ταυτόχρονα να παρασυρθεί από τις διαδρομές της πόλης. Να παρασυρθεί από τη ροή των συλλογισμών, και ταυτόχρονα να παρασυρθεί στη ροή των δρόμων. Από τα «μονοπάτια της σκέψης» και από τα μονοπάτια του κόσμου. Να «αποπροσανατολιστεί» κάποιος από τον εαυτό του, και ταυτόχρονα να αποπροσανατολιστεί μέσα στην πόλη. Να «περι-πλανηθεί»…
Μ’ αυτόν τον τρόπο, ο εσωτερικός κόσμος μεταμορφώνεται σε εξωτερικό και μπορείς να περιπλανηθείς κανονικά μέσα του: να τον περπατήσεις.
Αν προτιμάτε, ο εξωτερικός κόσμος μεταμορφώνεται σε εσωτερικό και μπορείς να περιπλανηθείς σ’ αυτόν με τη σκέψη σου.
Το ίδιο είναι, απλά εξαρτάται από την οπτική γωνία από την οποία το βλέπεις…
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιπλάνησης, που σε πρώτη φάση γίνεται χωρίς νόημα, ο περιπλανώμενος είναι βυθισμένος σε μια επιλεγμένη φαντασίωση, (αλλά και στους αυθόρμητους συλλογισμούς του, ακολουθώντας με τον νου του ελεύθερα τη ροή τους, παρατηρώντας πως αυτή αρχίζει να σχετίζεται με τα ερεθίσματα που λαμβάνει από ολόγυρά του), και καθώς ακολουθεί τελείως αυθόρμητες διαδρομές, σταδιακά αρχίζει να συμβαίνει το εξής:
Η περιπλάνησή του αρχίζει να αποκτά νόημα, είναι σαν να βαδίζει πάνω σε υπονοούμενα, σαν να γράφει ή να διαβάζει ένα κείμενο, τα πάντα γύρω του αποκτούν ένα ιδιόμορφο νόημα, ή ένα πλέγμα από κρυφά νοήματα, που του αποκαλύπτονται, που συνδέονται όλο και περισσότερο με τους συλλογισμούς του. Φτάνει σε ένα σημείο που αυτό το φαινόμενο γίνεται τόσο έντονο, που ο περιπλανώμενος θεωρεί ότι μπορεί να κοντρολάρει το ίδιο το τοπίο, και όχι μόνο τις σκέψεις του. Η Πλοήγηση έχει ξεκινήσει…
Για τον Πλοηγό που θα το κάνει αυτό, οι συνηθισμένοι υλικοί δρόμοι του κόσμου χάνουν κάθε συμβατική σημασία. Οι διαδρομές αποκτούν ένα τελείως διαφορετικό νόημα γι’ αυτόν, η πόλη η ίδια μεταλλάσσεται μυστικά, οι δρόμοι της οδηγούν «αλλού»…
Τί να συμβαίνει στα ερημικά μέρη της εξοχής, τη νύχτα, όταν δεν είναι κανείς εκεί για να το δει;...
Χωρις Εμενα
Ο κόσμος που ζούμε, είναι ένα πάρα πολύ παράξενο μέρος! Αλλά, εγκλωβισμένοι μέσα στις υποθέσεις της καθημερινότητάς μας, έχουμε την τάση να το ξεχνάμε αυτό ή να το αγνοούμε. Εμείς οι ίδιοι που βαδίζουμε σ’ αυτό το παράξενο μέρος, είμαστε πάρα πολύ παράξενα όντα… Είναι τόσα πολλά τα πράγματα που δεν ξέρουμε για τους μηχανισμούς του κόσμου και του εαυτού μας, που φοβόμαστε να παραδεχτούμε αυτή την μεγάλη αλήθεια. Θέλουμε τον κόσμο και τον εαυτό μας να είναι μικροί, συγκεκριμένοι και περιορισμένοι, για να μπορούμε να τους ελέγχουμε και να νιώθουμε ασφαλείς. Αλλά τον κόσμο και τον εαυτό μας, τους διατρέχουν δυνάμεις ανεξιχνίαστες. Βιαστήκαμε να τους δώσουμε ονόματα, περιγραφές, επιστήμες, για να μπορούμε να έχουμε έναν υποτυπώδη έλεγχο πάνω στην αχαλίνωτη πραγματικότητα. Κι όμως, τα πράγματα δεν τελειώνουν στα όρια που έχουν θέσει αυτές οι εξηγήσεις. Τα πράγματα είναι ατέλειωτα . Αυτή τη βροχερή νύχτα, μέσα στη μοναξιά μου, καθώς γράφω, έχω δίπλα μου ένα βιβλίο κιτρινισμένο από το χρόνο, το Pensees του BlaisePascal. Ανοίγω μια σελίδα στην τύχη και διαβάζω: «Όταν ατενίζω μπροστά μου τον ορίζοντα με το περιορισμένο βλέμμα μου… τί αχανές διάστημα είναι αυτό μέσα στο οποίο εγώ δεν υπάρχω! Κι αν κοιτάξω πίσω μου… τί φρικτή δίνη ατέλειωτων χρόνων που εγώ δεν υπήρξα! Όταν βυθίζομαι στον κόσμο της γνώσης… τί απύθμενες θάλασσες γνώσεων που εγώ δε γνωρίζω και ίσως ούτε θα γνωρίσω ποτέ! Πόσα πράγματα συμβαίνουν συνεχώς, χωρίς εμένα! Και… πόσο λίγο χώρο καταλαμβάνω εγώ σ’ αυτή την ατέρμονη άβυσσο του Χρόνου…»
Είδα το σπίτι που μένει ο Θεός. Ταξίδευα με το τραίνο και το είδα να περνά μέσα στη νύχτα. Είχε φως στο παράθυρο, και μια μικρή αυλή. Καθόταν εκεί και διάβαζε, ανάμεσα στα βιβλία του, και σήκωσε το βλέμμα του, και κοίταξε από το παράθυρο το τραίνο μου να περνά μέσα στη νύχτα. Ήμουν μόνος μου στο βαγόνι, και μου χαμογέλασε…
Η ΨΥΧΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Οι αληθινοί Συγγραφείς, οι εξερευνητές των ανθρώπινων ονείρων, οι πολεμιστές των ιδεών και των λέξεων, οι ονειροπόλοι που οραματίζονται νέους κόσμους στο σύμπαν μιας σελίδας, που δημιουργούν την ζωντανή φαντασία της ανθρωπότητας, οι αληθινοί Συγγραφείς, επιζητούν να μιλήσουν για το ανείπωτο, να βάλουν σε λόγια το ανήκουστο, να φωτίσουν το Άγνωστο, να διασώσουν το χαμένο, να περιγράψουν το απερίγραπτο, να διηγηθούν όλες τις ιστορίες που δεν διηγήθηκε ποτέ κανείς. Η λογοτεχνία τους είναι η ίδια η οικουμενική μνήμη των περίτεχνων ονείρων του κόσμου μας, η κιβωτός της ιστορίας της ανθρώπινης θέλησης, της δραματικής προσπάθειας να προσεγγιστεί το άφταστο άστρο, της συγκλονιστικής ανθρώπινης περιπέτειας που διαρκεί όσο θα διαρκεί η καταγραφή της. Η μνήμη των βάρδων είναι η μνήμη του κόσμου. Η μνήμη των εξερευνητών είναι οι χάρτες του κόσμου.
. . . . . Όλα τα πράγματα συνδέονται. Οι αληθινοί Συγγραφείς γνωρίζουν αυτό το μυστικό, και εφαρμόζουν την τέχνη του για να αποκαλύψουν την κρυφή δομή του κόσμου. Οι ατμόσφαιρες, τα μηνύματα, η τέχνη, οι ιστορίες, οι ιδέες, οι ήρωες, οι μνήμες, είναι αιθέρια εργαλεία που χρησιμοποιούνται για να αποκαλύψουν το αραβούργημα των δικτύων που ενώνουν τα πάντα, σε ένα βαθύτερο επίπεδο που κανείς δεν παρατηρεί εκτός από τους Συγγραφείς.
. . . . . Οι εικόνες, οι εμπνεύσεις, οι γνώσεις και οι πληροφορίες, ταξιδεύουν στον χώρο και στον χρόνο σταλμένες από τους Συγγραφείς. Είναι ο καθρέφτης του κόσμου. Του αληθινού κόσμου. Εκείνου που βρίσκεται μέσα μας. Του κόσμου της φαντασίας μας. Που δημιούργησε το Σύμπαν. Το αληθινό δικό μας Σύμπαν. Της ανθρώπινης ψυχής.