LA FOLIE


Οι είσοδοι της νύχτας, εκείνες που οδηγούν στα πιο μυστικά μέρη, ανοίγουν και κλείνουν ανάλογα με τις φάσεις του φεγγαριού, σε τοποθεσίες που κανείς δεν θυμάται πού είναι ακριβώς, όπως εκείνα τα καταπληκτικά όνειρα που τελείως τα ξεχνάς αμέσως μόλις ξυπνήσεις.
Κάπου υπάρχει ένα στοιχειωμένο λούνα-παρκ, που τα παιχνίδια του οδηγούν σε άλλους κόσμους, αργά τη νύχτα, αν είσαι ο κατάλληλος άνθρωπος στο κατάλληλο μέρος την κατάλληλη στιγμή. Οι περισσότεροι άνθρωποι ποτέ δεν είναι, όλοι κοιμούνται, κανείς δεν είναι ξύπνιος εκεί που δεν πρέπει. Πόσες φορές στοιχειώσαμε τα όνειρα των κοιμισμένων, τους ταξιδέψαμε στα πιο παράξενα μέρη –μπορούμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε, έτσι κι αλλιώς, όταν ξυπνάνε, κανένας δεν θυμάται τίποτα.
Επισκέπτες από άλλους κόσμους τις νύχτες μεταμφιέζονται και στέκουν ανάμεσά μας, κανείς μας δεν παρατηρεί τίποτε, κι όποιος αντιλαμβάνεται κάτι, δεν μιλάει. Σε ποιον να μιλήσει και γιατί;
Αν, όπως το λέει ο Shakespeare, όλος ο κόσμος είναι μια σκηνή και όλοι οι άνθρωποι ηθοποιοί, τότε υπάρχουν πολλοί ξένοι ανάμεσά μας που υποδύονται τους ανθρώπους, ή ένα σωρό οικεία ή ανοίκεια αντικείμενα που κανείς δεν προσέχει ότι βρίσκονται εκεί που βρίσκονται κάποιες νύχτες.
Λένε πως «η νύχτα έχει χίλια μάτια», κι όπως λέει και το παλιό τραγούδι: «...'cause the night has a thousand eyes. And a thousand eyes can't help but see, if you are true to me. So remember when you tell those little white lies, That the night has a thousand eyes...»

Ακούω ακόμη το La Folie των Stranglers, τριάντα χρόνια μετά. («...Un autre endroit, une autre vie. Eh oui, c'est une autre histoire, Mais a qui tou raconter? Chez les ombres de la nuit?...») Διαβάζω ξανά το The Other Side του Alfred Kubin, α, και το The Dark Chamber του Leonard Cline.

Οι ήρωές μου ήτανε πάντα συγγραφείς και ποιητές, καλλιτέχνες άλλων πραγματικοτήτων, μακριά από τις καθημερινές μας, μακριά από τον κόσμο όπως τον ξέρουμε, που χάθηκαν άδοξα, και που τους θυμούνται λίγοι άνθρωποι, σαν να ήταν πρόσωπα οικεία, φίλοι μας καλοί, που παίξαμε μαζί και χαρήκαμε και λυπηθήκαμε μαζί και χαθήκαμε. Θυμάμαι τον William Hope Hodgson, αγαπημένο μου συγγραφέα του The Night Land και του The House on the BorderLand, που τραυματίστηκε στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, τον στείλανε σπίτι του, εκείνος έγινε καλά και, σε μια κρίση θάρρους ενάντια στη μοίρα, επέστρεψε στον πόλεμο και σκοτώθηκε στη μεγάλη επίθεση στη μάχη της Υπρ, το 1918, ήτανε μήνας Μάιος, σαν τώρα, μέσα στην άνοιξη –ή μήπως ήταν τέλη Απριλίου; Ο Hodgson, κι ο Hanns Heinz Ewers που πέθανε φτωχός και φυματικός και κυνηγημένος, η τρέλα του Gerard de Nerval, κι η σοφίτα του Apollinaire στο Παρίσι, την οποία την ξέρω όπως ξέρω το παιδικό μου δωμάτιο. O Arthur Machen και το Hill of Dreams του, Ο Λόφος των Ονείρων μας. Παιδικά πράγματα.
Μια μικρή μαύρη γραφομηχανή RemingtonStreamliner, στην οποία έγραφα για φαντάσματα, για στοιχειωμένους φωταγωγούς, μαγικά νησιά, και για τις μυστικές ταράτσες μιας γειτονιάς που δεν υπάρχει πια. Όλοι μιλάνε για τα χρήματα, (για τα λεφτά, λεφτά εδώ λεφτά εκεί, παντού για λεφτά μιλάνε), κι όλοι κλαίγονται, ή ονειρεύονται μια σύνταξη ή την πολιτική διαφάνεια, κι εγώ –κάποιο πρόβλημα θα έχω, φαίνεται– και τι δεν θα έδινα να είχα εκείνη τη χαμένη μου Streamliner, και κάτι Africa Corps μικρά στρατιωτάκια Airfix που παίζαμε με αφοσίωση όταν ήμασταν μικρά αγόρια, κι ένα λευκό πλαστικό φρούριο της Λεγεώνας των Ξένων εναντίον των Βεδουίνων, α, και τον πρώτο δίσκο των Kraftwerk στο παλιό μου βινύλιο στο παλιό σαλόνι των γονιών μου στο παλιό πικ-απ με το ραδιόφωνο με τις συχνότητες στα βραχέα. Τώρα σχεδόν απαγορεύεται να έχεις ραδιόφωνο με συχνότητες στα βραχέα κύματα. Περνάει ο καιρός και γέρασε ακόμη και ο Stephen King, οι Ramones πέθαναν όλοι νομίζω, χάθηκε ακόμη και το παλιό μας λευκό Volkswagen σε κάποια άλλη διάσταση, νομίζω το πρώτο αυτοκίνητο στο οποίο μπήκα ποτέ. Κι ευτυχώς που, όταν πήγα τελευταία φορά στη Σκωτία, στο Loch Ness ακόμη πιστεύουν οι άνθρωποι στο τέρας της λίμνης, κι άμα θέλουν οι διάφοροι εξυπνάκηδες ψευτοεπιστήμονες εδώ πέρα, να πάνε εκεί να πούνε στους Highlanders ότι δεν υπάρχει το Τέρας του Λοχ Νες και τα παρόμοια, να φάνε το ξύλο της ζωής τους! Έχουμε γίνει τόσο απογοητευτικοί, πρέπει να ταξιδέψεις μακριά για να το δεις πόσο πολύ.

Γέρασε και η Laurie Anderson. Την είδα στο εξώφυλλο του τελευταίου δίσκου της, Homeland, μεταμφιεσμένη σε άντρα. Γέρασε πολύ. Κάποτε ήταν πολύ ωραία γυναίκα, παράξενη, μού άρεσε. Περιπλανιέται στην Αμερική, σαν νομάδας, και ηχογραφεί τις μουσικές της, αυθόρμητα πια, από αυτοσχεδιασμούς στις συναυλίες. Μου άρεσε πολύ η Αμερική. Η California μου άρεσε πολύ, η δυτική ακτή, οι έρημοι, ο νότος.
Θυμάμαι τώρα το Big Sur μέσα στο δάσος, το Bodega Bay εκεί που γύρισε το The Birds ο HitchcockTippi Hedren πολύ παλιά κάποτε ήταν η γυναίκα των ονείρων μου), το Corona del Mar, θυμάμαι τη Santa Cruz και το Redondo Beach, είχανε κάτι από την καρδιά, κάτι From the Heart, και κάτι decadent, κάτι αόριστο, ποτέ δεν θα μπορέσω να το βάλω σε λέξεις, το ένιωσα εκεί.
Διαβάζω τις αναμνήσεις του συγγραφέα E. Hoffman Price από τις συναντήσεις του με τον Clark Ashton Smith στο Auburn, κι αργότερα στο Monterey. Ο άνθρωπος πήγε να βρει τον Emperor of Dreams. Διηγείται τα πάντα για τα ποτά που πίνανε, αλλά σχεδόν τίποτε για αυτά που συζητούσαν. Αυτό μού θύμισε όλα εκείνα τα αποσιωπητικά στην αλληλογραφία του H. P. Lovecraft από τους τόμους των Selected Letters του Arkham House, από την ευγενή «λογοκρισία» του August Derleth, (τον θυμάμαι μαυροντυμένο στο μαόνινο γραφείο του, ανάμεσα από τα βιβλία, χαμογελαστό, δίπλα στο παράξενο τζάκι, σε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία). Πού να βρίσκονται όλα εκείνα τα μικρά γλυπτά του Clark Ashton Smith; Ο Ε. Hoffman Price, με το παλιό του αυτοκίνητο, ταξίδεψε από τη Νέα Ορλεάνη και επισκέφτηκε τον Smith στο ερημητήριό του στην καλύβα μέσα στο δάσος, στον παλιό χρυσοθηρικό βορρά της California, μετά ταξίδεψε στο Texas και επισκέφτηκε τον Robert E. Howard (ο Howard για μένα έχει το πρόσωπο του ηθοποιού Vincent DOnofrio, από την αγαπημένη ταινία The Whole Wide World, βασισμένη στο βιβλίο που έγραψε για αυτόν –μετά τον θάνατό του– ο πρώτος του έρωτας, η κοκέτα mademoiselle Novallyne Price Ellis, την οποία στην ταινία υποδύεται η όμορφη Renee Zellweger), ω, κι ο E. Hoffman Price ταξίδεψε στο Providence και επισκέφτηκε τον H. P. Lovecraft. Ναι! Μετά, ο άνθρωπος κάποτε φιλοξένησε τον ίδιο τον Lovecraft στη Florida. (Το φαντάζεσαι; Να φιλοξενείς τον Lovecraft;) ...Απ’ αυτόν έχουμε εκείνη τη διήγηση ότι, στο σπίτι του, άφησε τον φιλοξενούμενο Lovecraft στο σαλόνι επειδή δεν νύσταζε, τον άφησε εκεί αγκαλιά με ένα γατάκι, και πήγε να κοιμηθεί. Όταν ξύπνησε το πρωί, o Lovecraft ήταν ακόμη εκεί ξύπνιος στην πολυθρόνα, και είπε στον οικοδεσπότη του ότι το γατάκι κοιμήθηκε στην αγκαλιά του και ο Lovecraft έμεινε εκεί και δεν κουνήθηκε καθόλου για να μην το ξυπνήσει.

Μέσα στη νύχτα, ζωντανεύουν οι ήρωές μας, γελούν, διηγούνται, οι εικόνες τους τρέμουν, θολώνουν, χάνονται, ήτανε καλοί άνθρωποι. Δεν θα φοβόντουσαν τίποτε απολύτως από όσα φοβάσαι σήμερα.
Η αγάπη δημιουργεί τα σύμπαντα, νικά την εντροπία. Η αγάπη, κυρίες και κύριοι, και η αλλόκοτη δημιουργική τρέλα μέσα στη νύχτα, που φτιάχνει καθεδρικούς ναούς στον άνεμο, στιχάκια που τα ακούνε μόνο οι άγγελοι, παράξενα γλυπτά και πυρετικούς πίνακες και μουσικές ανήκουστες, εκκεντρικές θεωρίες και συγκλονιστικές ανακαλύψεις, εξερευνήσεις, λογοτεχνίες και τέχνη κι αριστουργήματα που θα ξεχαστούν, όπως κι οι άνθρωποι που τα σκάρωσαν, που δεν είναι πια παρά σκιές, κι όμως μένει η μνήμη, που δεν σώζεται πουθενά –όλα τα κεφάλια θα χαθούν– αλλά υπάρχει, και θα υπάρχει μέχρι να χαθεί κι ο τελευταίος από εμάς, πέρα από τις εξόδους της νύχτας. Στο άπειρο. Εκεί που όλα δεν τελειώνουν ποτέ, και μόνο αρχίζουν...


O Clark Ashton Smith