ΦΑΡΟΦΥΛΑΚΑΣ


.......Εκεί ψηλά στον βορρά, στη Σκωτία, στη νήσο του Skye στις Εβρίδες, έμενα σ’ ένα σπιτάκι σ’ ένα ερημικό μέρος που λεγότανε Neist Point. Απ’ το παράθυρό μου έβλεπα τον φάρο στο ακρωτήρι, δίπλα στους πιο ψηλούς γκρεμούς που έχεις φανταστεί ποτέ σου. Ολόγυρα απέραντα λιβάδια, βράχια κι ερημιά, πιο πέρα ξεχώριζες στο βάθος δυο-τρεις φάρμες, παντού πρόβατα έβοσκαν ελεύθερα, κι όταν φυσούσε ο αέρας δεν σταματούσε για μέρες, κι έκανε κρύο πολύ και δεν μπορούσες να βγεις από το σπίτι. Τις νύχτες άκουγα τα κύματα από τη Βόρειο Θάλασσα, ο άνεμος σφύριζε, οι πόρτες έτριζαν, κι ήταν σαν να ταξίδευα μέσα σ’ ένα πλοίο για τον Βόρειο Πόλο.
Έριχνα τα ξύλα στη σόμπα, τα κούτσουρα είχαν πάνω τους ρόζους που πολλοί έμοιαζαν με πρόσωπα, παράξενα μικροσκοπικά πρόσωπα που σε κοιτούσαν μέσα από το ξύλο. Τα ξύλα έπαιρναν φωτιά, τα κοιτούσα μέσα από το πορτάκι της σόμπας να καίγονται σιγά-σιγά, τα πρόσωπα με κοιτούσαν κι αυτά σιωπηλά μέσ’ από τις φλόγες. Όλοι οι πεθαμένοι πρόγονοι του τόπου, οι παλιοί θαλασσόλυκοι που φεύγανε στο άγνωστο να κυνηγήσουν τις φάλαινες, νεκροί τώρα πια, τους είχανε θάψει σε παλιούς τάφους κάτω από τα δέντρα, περάσανε τα χρόνια, γίνανε ένα με το χώμα, τις πέτρες και τα δέντρα, περάσανε τα πρόσωπά τους μέσα στο ξύλο και τυπωθήκανε εκεί.
Κι ήτανε πάνω στα κούτσουρα οι φάτσες τους, ακίνητες, παραμορφωμένες, σε κοιτούσανε σαν κάτι να θέλανε να σου πουν, αλλά δεν έλεγαν τίποτα. Ίσως να θέλανε να πούνε ιστορίες για τις φάλαινες, πώς τραγουδούσανε τις νύχτες και τις ακούγανε σαν σειρήνες που θέλανε να τους πνίξουν, και τεντώνανε τις ουρές τους έξω από το νερό σαν να τους χαιρετούσαν. Ίσως να θέλανε να πούνε σε κάποιον τις συνταγές που ξέρανε για το πως να φτιάξεις καλό ουίσκι, από ‘κείνο που το πίνεις και εξατμίζεται στη γλώσσα σου, αφήνοντάς σου ένα γαργάλημα στον ουρανίσκο. Ίσως να θέλανε να διηγηθούν αστείες ιστορίες, όπως εκείνες που λένε οι κιθαρωδοί στα παμπ, όταν νιώθουν πολύ μεθυσμένοι για να τραγουδήσουν. Σε κοιτούσανε μέσα από το ξύλο αλλά δεν έλεγαν τίποτα.
Τους έβλεπα να καίγονται μέσα στη σόμπα, κι ήξερα πως τους ελευθέρωνα, οι φλόγες λύνανε τα μάγια που τους κρατούσανε μέσα στο ξύλο, διαλύανε την ξύλινη μνήμη τους που είχε ρουφήξει το δέντρο μέσ’ απ’ το χώμα, γινότανε καπνός που έφευγε από το μπουρί και λευτερωνότανε στον άνεμο, πετούσανε οι ψυχές τους προς τη Βόρειο Θάλασσα, πηγαίνανε πάλι να κυνηγήσουν τις φάλαινες.
Κολλούσα το πρόσωπό μου στο τζάμι, θάμπωνε από τα χνώτα μου κι από τη ζέστη που έβγαζε η σόμπα. Κοιτούσα έξω, στη νύχτα. Εκεί δε νυχτώνει όπως εδώ, δεν πέφτει το σκοτάδι, η νύχτα είναι ένα βαθύ μπλε, όπως το προχωρημένο σούρουπο... Έβλεπα τη μπλε νύχτα μέσ’ από το τζάμι, κι ο φάρος αναβόσβηνε μέσα στην ερημιά. Ζούσε ένας φαροφύλακας εκεί. Του άρεσε πολύ το τσάι, κι όποτε πήγαινα να τον επισκεφτώ πίναμε κανάτες ολόκληρες. Είχε ένα πόδι ξύλινο. Τις νύχτες, μέσα στην ησυχία, στο σπιτάκι μου θαρρούσα πως τον άκουγα να περπατά πάνω κάτω μέσα στο φάρο, τακ-τακ-τακ, άκουγα το ξυλοπόδαρό του να χτυπά στα σανίδια.
Μερικές φορές, ξεσπούσαν τόσο μεγάλες καταιγίδες, που φοβόμουν ότι θα ξεριζώσουν τον φάρο και θα τον κάνουν πύραυλο. Φανταζόμουν τον φάρο να εκτοξεύεται μέσα στην καταιγίδα σαν πύραυλος, και να απομακρύνεται προς το διάστημα, με το φως του ν’ αναβοσβήνει ακόμη, στέλνοντας σήμα της πορείας του μέσα στη νύχτα. Κι ο φαροφύλακας με το ξύλινο πόδι, θα γινόταν αστροναύτης.
Φοβόμουν ότι θα ξυπνήσω ένα πρωί και θα ανακάλυπτα πως ο φάρος δεν είναι πια εκεί. Πως χάθηκε στην καταιγίδα χθες το βράδυ. Κι έλεγα, για φαντάσου τον γερο-Γουίλυ να πίνει το τσάι του στο φεγγάρι. Το φεγγάρι φαίνεται μεγαλύτερο από τη βόρεια Σκωτία. Ίσως από εκεί να είναι πιο κοντά απ’ ό,τι απ’ εδώ…......

(Ιστορίες που δεν Διηγήθηκε Ποτέ Κανείς, Π. Γ. )