ΔΕΝ ΘΑ ΠΕΘΑΝΟΥΜΕ ΠΟΤΕ

«Δεν θα σταματήσουμε ποτέ να εξερευνούμε, και το τέλος όλης μας της εξερεύνησης θα είναι να ξαναγυρίσουμε εκεί απ’ όπου είχαμε αρχίσει, και να γνωρίσουμε τον τόπο για πρώτη φορά…»
(Τ. Σ. Έλλιοτ)
«Δεν είναι νεκρό αυτό που αιώνια μπορεί να περιμένει, κι έπειτα από το πέρασμα παράξενων αιώνων ακόμη κι ο θάνατος μπορεί να πεθάνει…»
(Χ. Φ. Λάβκραφτ)
Είναι νύχτα πάλι, και κάθομαι στη βιβλιοθήκη μαζί με το φάντασμα του Μάρκου Αυρήλιου. Η γκριζογάλαζη φιγούρα του τρεμοπαίζει δίπλα μου, αλλά μπορώ να δω το καθαρό βλέμμα του να λάμπει, κι ακούω την ψιθυριστή γεροντική φωνή του καθώς πίνουμε τσάι από κούπες κινέζικης πορσελάνης, που κροταλίζουν μελαγχολικά από τα κουταλάκια μας καθώς ανακατεύουμε τον Χρόνο. Τον ακούω να μου λέει:
«Κι αν ακόμη ζούσες τρεις χιλιάδες ή τριάντα χιλιάδες χρόνια, θυμήσου πως κανείς δε χάνει άλλη ζωή απ' αυτήν που ζει τώρα, ούτε ζει άλλη απ' αυτήν που χάνει. Λοιπόν, το πιο μεγάλο χρονικό διάστημα ή το πιο μικρό είναι ίσα. Το Παρόν ανήκει σε όλους. Το να πεθάνεις σημαίνει να χάσεις το Παρόν, που είναι ένα χρονικό διάστημα άπειρα μικρό. Κανείς δε χάνει το Παρελθόν ούτε το Μέλλον, γιατί κανείς δεν μπορεί να χάσει κάτι που δεν έχει. Θυμήσου πως όλα τα πράγματα περιστρέφονται ακούραστα γύρω στις ίδιες τροχιές
-και πως για τον θεατή είναι το ίδιο αν τα βλέπει έναν αιώνα, ή δύο, ή όλη την αιωνιότητα...»
Ποιος μπορεί να μιλήσει στ’ αλήθεια για το πεπρωμένο των ανθρώπων που χάθηκαν και για τους άμετρους Χρόνους που άφησαν πίσω τους; Οι γνώσεις, τα όνειρα, η ροή της πληροφορίας, οι αναμνήσεις, τα οράματα, οι φαντασιώσεις, τα περιστατικά, οι εικόνες, τα πάντα, μπερδεύονται και φτιάχνουν το πιο περίτεχνο αραβούργημα που θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί ένας άνθρωπος με τη φτωχή του φαντασία. Ποιος μπορεί να αποδείξει ότι οι άνθρωποι είναι διαφορετικοί μέσα στην κοσμική δίνη του Χρόνου, που γεννά και καταστρέφει πρόσωπα και φωνές, μνήμες και ιστορίες; Όλα χάνονται και όλα έρχονται και όλα φεύγουν και όλα έρχονται και θα ξανάρχονται ξανά και ξανά. Τίποτε δε χάνεται. Κάποιος ατέρμων νους το θυμάται. Το ξαναζεί. Το αναπολεί. Το ονειρεύεται. Ταξιδεύει στη Μοναξιά του Χρόνου.
Το φθινόπωρο του 1883 ο Φρήντριχ Νίτσε γράφει με ένα χέρι που δεν υπάρχει πια:
«Αυτή η αργή αράχνη που γλιστρά στο φως του φεγγαριού κι αυτό το ίδιο το φως του φεγγαριού, ακόμη κι εσύ κι εγώ, που σιγοψιθυρίζουμε μπροστά στο κατώφλι του σπιτιού, που συζητούμε για πράγματα αιώνια, δεν έχουμε ήδη υπάρξει στο παρελθόν; Και δεν θα ξανασυναντηθούμε άραγε άλλη μια φορά στο μεγάλο δρόμο, σ' αυτόν τον τεράστιο τρεμάμενο δρόμο, και δεν θα ξανασυναντιόμαστε αιώνια; Αυτά σου έλεγα, όλο και πιο χαμηλόφωνα, γιατί οι πιο βαθιές και οι πιο κρυφές μου σκέψεις μου προκαλούσαν τρόμο!...»
Τον 3ο αιώνα π.Χ. ο φιλόσοφος Εύδημος γράφει: «Αν πιστέψουμε τους Πυθαγόρειους, τα ίδια πράγματα αναπαράγονται με κάθε ακρίβεια και με κάθε λεπτομέρεια, ξανά και ξανά. Και 'σεις θα ξαναβρεθείτε μαζί μου και θα σας επαναλάβω αυτήν τη θεωρία και το χέρι μου θα ξαναπαίξει με τούτο το ραβδί πάνω στο χώμα, και ούτω καθ’ εξής, ξανά και ξανά...»
O μεγάλος ψυχολόγος Καρλ Γκούσταβ Γιούνγκ, στα τελευταία χρόνια της ζωής του, αποκάλυψε στους μαθητές του ότι έβλεπε συχνά όνειρα στα οποία αντάμωνε με σοφούς άλλων εποχών σε πανέμορφους κήπους, και μιλούσε μαζί τους για ζητήματα της εξέλιξης της ανθρώπινης ψυχής. Ο Γιούνγκ δεν πίστευε ότι η ζωή κάθε άνθρώπου τερματίζεται με τον θάνατό του. Έλεγε ότι η ψυχή ζει σε διαφορετικά πλαίσια, μακριά από τους νόμους του Χώρου και του Χρόνου:
«...Αν καλλιεργήσουμε τις ψυχικές μας δυνατότητες, θα μπορέσουμε να ζήσουμε δύο ζωές. Μια με το σημερινό ζωντανό κόσμο και άλλη μια με το παρελθόν, με τον κόσμο του Χθες. Πιστεύω ότι οι άνθρωποι πρέπει να ζουν με την ψυχή τους, πέρα από τον κόσμο του Σήμερα. Αυτό που ονομάζουμε θάνατο, δεν είναι παρά η προσωποποίηση του φόβου μας για το Μέλλον, που φέρνει όλες τις αλλαγές που μας ξυπνούν από το λήθαργο των παλιών εαυτών. Δεν πιστεύω ότι θα πεθάνω. Πιστεύω ότι θα έχω μια συνέχεια της ζωής μου, και ξέρω πολύ καλά ότι με τη σκέψη μου θα μπορέσω να επικοινωνήσω με άτομα που ίσως ακόμη δεν έχουν γεννηθεί. Αργά ή γρήγορα, οι άνθρωποι θα πιστέψουν στον Κόσμο των Ονείρων και στη ζωή που συνεχίζεται μετά το θάνατο. Όταν θα γίνει αυτό, η ανθρώπινη υπόθεση θα αλλάξει καθοριστικά, γιατί θα οδηγηθούν στο να εκμεταλλευθούν αυτά τα μυστικά για την εξέλιξη της ψυχής...»
Ο Χρόνος είναι ψέματα.
Ο Χρόνος δεν υπάρχει. Το Παρελθόν συνεχίζει να ζει μέσα στο Παρόν και να διατρέχει συνεχώς το Μέλλον. Εμείς είμαστε εδώ αλλά και αλλού, ταυτόχρονα, και όλοι οι Χρόνοι υπάρχουν ο ένας μέσα στον άλλον, ατέρμονα, κι όλα αυτά που υπήρξαν και όλα αυτά που υπάρχουν και όλα αυτά που θα υπάρξουν, υπάρχουν τώρα, αυτή τη στιγμή, αυτή τη μοναδική στιγμή, όλα μαζί, έξω από τον Χρόνο. Κι όλα είναι ένα, το ένα μέσα στο άλλο, κι όλα είναι κάτι άλλο.
Η θέα από το παράθυρο του 2ου ορόφου στις 18:30΄ το απόγευμα στις 28 Φεβρουαρίου 1931 όπως την έβλεπε κάποτε ο Χάουαρντ Λάβκραφτ, ίδια είναι με τη θέα μιας συννεφοκόκκινης κοιλάδας από την κορυφή ενός λόφου ονειρικού σε όνειρο που είδε ο ίδιος τη νύχτας της 14ης Δεκεμβρίου 1917, ίδια είναι με τη γκραβούρα που χάραξε το χέρι του Ντορέ σε σελίδα της Μπαλάντας του Αρχαίου Ναυτικού του Κόλλεριτζ, ίδια είναι με την ανάμνηση που έρχεται και ξανάρχεται στον νου μου για έναν κήπο παιδικό γεμάτο μικρά αγάλματα στο σούρουπο, για ένα πύργο στη φουρτουνιασμένη παραλία πριν από χρόνους αμέτρητους, ίδια είναι με τη θέα απ’ το παράθυρο ενός τραίνου που ταξιδεύει σε ένα δειλινό του 2038 για μια πόλη μακρινή. Ο Χρόνος είναι ψέματα.
Όλα τα βιβλία γράφηκαν την ίδια στιγμή, μια ανείπωτη, απερίγραπτη στιγμή, που πλέει ατέρμονα στη θάλασσα της αιωνιότητας, που δεν άρχισε ποτέ και δεν τελείωσε ποτέ. Κανένας άνθρωπος δεν τα διάβασε.
Ποτέ δεν παραδόθηκε η Ρώμη στους βαρβάρους, ποτέ δεν ξεψύχησε ο Πόε φτωχός και μεθυσμένος στη Βαλτιμόρη, γιατί το 1849 είναι ένας τόπος απρόσιτος που τον ονειρεύονται τα βιβλία, είναι ένας τόπος που ταξιδεύει ατέλειωτα στο παράξενο ημίφως του γαλαξία. Το πρόσωπο του Ηράκλειτου είναι ζωγραφισμένο πάνω στο δίσκο της πανσελήνου, ήταν εκεί ακόμη και τότε που αυτός ονειρευόταν τις φωτιές μέσα στη νύχτα σε μια έρημη εξοχή της Ιωνίας, αλλά κρύβεται και μέσα σ’ ένα καθρέφτη όταν κοιτάχτηκε μέσα σ' αυτόν μια κρύα νύχτα ενός αιωνόβιου χειμώνα ο Ρότζερ Μπέηκον, και μέσα στην κρυστάλλινη σφαίρα του Τζων Ντη, που του την έδωσε ένα απόγευμα ένας άγγελος που πετούσε έξω απ’ το παράθυρό του, ο ίδιος άγγελος που ονειρεύτηκαν ο Μπλέηκ κι ο Σβέντενμποργκ, εκείνος ο άγγελος που διακρίνεται σε μια σταγόνα νερού που στάζει από τη βρύση ενός σπιτιού που χάθηκε στην άβυσσο του Χρόνου μιας Θεσσαλονίκης που δεν υπάρχει πια παρά μόνο μέσα στις μνήμες μου, αλλά δεν τον είδε κανείς, «άγγελε, που είσαι όλο χαρά, ευτυχία και φως μονάχα, ξέρεις την αδικία, τις θλίψεις, τα ντροπιάσματα, την άγνοια και την πλήξη;» γράφει ο Μπωντλαίρ γι’ αυτόν, αιώνες μακριά απ’ οπουδήποτε, έχοντας το ίδιο χαμένο βλέμμα που είχε για λίγο η Γκοζίμα στις 22:17’ μιας Κυριακής, όταν ο Νίτσε της φώναξε «σ’ αγαπώ», κι όταν την ίδια στιγμή ένα ελάφι στο Κεμπέκ κοιτούσε τις κορυφές των δέντρων που έπαιζαν με τον άνεμο μέσα στη νύχτα, τον ίδιο άνεμο που φύσηξε απ’ το ανοιχτό παράθυρο και κυμάτισε τις κουρτίνες μέσα στο δωμάτιο του Χάουαρντ Λάβκραφτ ένα ανοιξιάτικο απόγευμα του 1937, κι αυτός δεν το ’ξερε ότι σε πέντε μέρες θα πεθάνει.
Ο Χρόνος είναι ψέματα.
Άνθρωποι που χάθηκαν μέσα στους καιρούς. Παντού ξανασυναντιούνται. Ηλιοβασίλεμα λουσμένο μ’ αναμνήσεις, μια ερημική παραλία μ’ έναν ύποπτο άνεμο, ένα υπόγειο δωμάτιο και ψιθυριστές ιστορίες, κάποιος παίζει μια ανήκουστη μελωδία στο πιάνο, δεν θα την ακούσει ποτέ κανείς, κάποιος βαδίζει μόνος κι είναι νύχτα, δεν τον βλέπει κανείς, εκείνο το εγκαταλειμμένο σπίτι που κάποτε πρέπει να το εξερευνήσουμε είναι και θα είναι στοιχειωμένο στους αιώνες των αιώνων. Ένα όνειρο που το ξέχασα, σήμερα το ονειρεύεται κάποιος άλλος. Κάποιος βγαίνει μέσα από το σκοτάδι και πυροβολεί τον Ιούλιο Βερν, οι σφαίρες τον αφήνουν κουτσό, δεν μπόρεσε να ταξιδέψει στα ταξίδια που ήθελε και το μόνο που μπόρεσε ήταν να γράψει γι' αυτά, και πόσοι άνθρωποι άραγε ταξίδεψαν μέσα από αυτά τα γραπτά; Η Καρδιά του Σκοταδιού και η Ουλαλούμη, το
Xanadu και ο Ιπτάμενος Ολλανδός, ο Τζακ Λόντον βάζει το ρεβόλβερ στον κρόταφο, ένα τραγούδι από ένα μακρινό τόπο, κάποιος ουρλιάζει τα βράδια στις γειτονιές, ένας γέρος με τρελό βλέμμα ψάχνει στα σκουπίδια απέναντι από το σπίτι μου, ο Αλμπέρ Καμύ στρίβει τη γωνία για το δυστύχημα, ένας προδότης στο εκτελεστικό απόσπασμα, μια παρέα παιδιών κυνηγά μια γάτα, τα μάτια της κοιτούν με αγωνία τον ουρανό, ένας φτωχός ποιητής πουλάει στο καφενείο τα ποιήματά του για τον Λόρκα, τον θυμάμαι ακόμη, κορίτσια που γελούν ανέμελα, ένα τηλέφωνο που χτυπά αλλά κανείς δεν το σηκώνει, ένας στρατιώτης στη σκοπιά σημαδεύει το φεγγάρι, από τον ουρανό κατεβαίνει η Νέα Ιερουσαλήμ, προσγειώνεται χωρίς κανείς να τη δει. Κάποιος βγαίνει μέσα από το σκοτάδι και πυροβολεί τον Ιούλιο Βερν…
Η χαμένη αλληλογραφία του Λάβκραφτ, το χαμόγελο του συνταγματάρχη Τσέρτσγουορντ, ο Ρεμπώ λαθρέμπορος όπλων στην Αβησσυνία, μια θολή ασπρόμαυρη φωτογραφία του Ρόμπερτ Τσέημπερς, ένας παλιός δίσκος του Ντοκ Γουάτσον του τυφλού βάρδου, η φυματίωση του Χανκ Γουίλιαμς, μια ταινία με τη θλίψη του Μπόρχες, παλεύει ο Χουντίνι με τις αλυσίδες στον βυθό ενός ποταμού, ο Μπέλα Λουγκόσι τρελάθηκε και πίστευε πως είναι ο Ντράκουλα, ένα σημείωμα που έγραψε ο Σκοττ μέσα σ’ ένα αντίσκηνο στην Ανταρκτική, ένα σκουριασμένο σπαθί που κάποτε το χάιδεψε ο Σαλαντίν, ένα σκιτσάκι του Φώτη Κόντογλου, κι ένα παράξενο όνειρο του Φραντς Κάφκα.
Ο Μέλβιλ στο Μόμπυ Ντικ γράφει σελίδες επί σελίδων για να περιγράψει την τρομερή λευκότητα της φάλαινας, ο Καρυωτάκης δίπλα στο κύμα κάπου στην Πρέβεζα οπλίζει το πιστόλι, κι ο Κουράνις ακόμη βασιλεύει στη Σελεφαΐς και στη Σεράνιαν, κοιμάται ο Κθούλου κι ονειρεύεται στο βυθισμένο παλάτι του στο βυθό του Ειρηνικού, κι ένας ζωγράφος που ταξιδεύει από πίνακα σε πίνακα δεν έχει να πληρώσει το ρεύμα, φτωχός ο Βιλλιέ ντε Λιλ Αντάμ γράφει τα διηγήματά του πάνω στις χαρτοπετσέτες ενός καπηλειού, κανείς δεν είδε το απερίγραπτο βλέμμα του κύκνου που πέταξε πάνω από τις καλαμιές προς τα δυτικά χθες το βραδάκι, πριν την αρχή του Χρόνου ένας άνθρωπος γυμνός ανακαλύπτει έκθαμβος τη φωτιά και μια μάγισσα τραγουδά μέσα στις φλόγες μιας πυρράς που δεν την άναψε ακόμη η Ιερά Εξέταση.
Ένα τραίνο παλιό παίζει ρυθμούς πάνω στις ράγες του σιδηρόδρομου και νανουρίζει τον δεκανέα Χίτλερ σ’ ένα ταξίδι προς τη Βιέννη, κι η Ιρλανδία είναι ελεύθερη, στην Ελλάδα κανείς δεν άκουσε ακόμη για τον Όμηρο, κι ο Γκυ ντε Μωπασάν γράφει την τελευταία γραμμή του Χόρλα, ένα πλάσμα αόρατο τον παρακολουθεί, ο Κόνγουεη ακόμη ψάχνει για τη Σάνγκρι-Λα, κι ο καπνός από το τσιγάρο μου ίδιος είναι μ’ εκείνον που σκέπασε τη βιβλιοθήκη στην Αλεξάνδρεια.
Ένα από τα πιο παράξενα βιβλία που έχουν γραφεί ποτέ πάνω στο ζήτημα του Χρόνου είναι το An Experiment with Time του J. W. Dunne (1875-1949), που εξετάζει ίσως τις πιο συγκλονιστικές παραμέτρους πάνω στο ανεξάντλητο μυστήριο του Χρόνου. Ο Dunne υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι ένα συνειδητό υποκείμενο δεν έχει μόνο συνείδηση του πράγματος που παρατηρεί, αλλά και ενός υποκειμένου Α που παρατηρεί, αλλά και, κατά συνέπεια, ενός άλλου υποκειμένου Β που έχει συνείδηση του Α, και, κατά συνέπεια, ενός άλλου υποκειμένου Γ που έχει συνείδηση του Β. (Δοκίμασες ποτέ να μην σκεφτείς τίποτε, χωρίς να σκέφτεσαι ότι δεν πρέπει να σκεφτείς τίποτε, και άρα, χωρίς να σκέφτεσαι ότι δεν πρέπει να σκεφτείς πως δεν πρέπει να σκεφτείς τίποτε;...) Ο Dunne προσθέτει ότι αυτά τα αναρίθμητα ενδόμυχα υποκείμενα, δεν ανήκουν στις τρεις διαστάσεις του Χώρου (στις τρεις κατευθύνσεις), αλλά στις αναρίθμητες διαστάσεις του Χρόνου.
(Ο Λάιμπνιτς έγραφε: «Αν το πνεύμα έπρεπε να ξανασκέφτεται την κάθε σκέψη του, θα αρκούσε να αντιληφθεί μία μονάχα αίσθηση, για να τη σκεφτεί, και για να σκεφτεί ύστερα τη σκέψη, και ύστερα τη σκέψη της σκέψης, και ούτω καθ’ εξής επ’ άπειρον...» Σημείωσε ότι είναι κάποιες σκέψεις του για τη φύση του Θεού...)
Η διαδικασία που πρότεινε ο Dunne για την απόκτηση ενός άπειρου αριθμού Χρόνων είναι η εξής: θεωρεί δεδομένο ότι το Μέλλον υπάρχει ήδη με όλες τις λεπτομέρειές του. Προς αυτό το προϋπάρχον Μέλλον κυλά ο απόλυτος ποταμός του Κοσμικού Χρόνου, η θνητή ζωή μας. Αυτή η ροή απαιτεί έναν καθορισμένο Χρόνο. Θα έχουμε, λοιπόν, έναν δεύτερο Χρόνο, εντός του οποίου πρέπει να κυλήσει ο πρώτος, έναν τρίτο Χρόνο, για να κυλήσει ο δεύτερος, και ούτω καθ’ εξής επ’ άπειρον. Σ' αυτούς τους παράλληλους Χρόνους, κατοικούν αδιάκοπα τα αδιόρατα υποκείμενα που αναπαράγει αυτός ο πολλαπλασιασμός. Υποκείμενα που βρίσκονται το ένα μέσα στο άλλο, παρατηρώντας τους Χρόνους που τους αναλογούν, αλλά όλα βρίσκονται το ένα μέσα στο άλλο.
Αμέτρητα βυθισμένα πλοία, μαζί με όλους τους πνιγμένους ναύτες τους και τις άγνωστες ιστορίες τους, μια λίμνη γαλήνια δίπλα σ’ ένα γαλάζιο βουνό πριν αρχίσει η μέτρηση του Χρόνου, ένας μαυροντυμένος φίλος τραγουδά το Santa Lucia, η Ρώμη φλέγεται, χαράματα, ο Φίλιπ Ντικ γράφει το τελευταίο του διήγημα, ο ίδιος δεν το ξέρει, ο Λάβκραφτ ζεσταίνει νερό για τσάι, ο θάνατος βαδίζει αργά και έρχεται, όλο έρχεται, σε λίγο θα ‘ναι εδώ, ποιος ξέρει από ποια πόρτα θα μπει. Την τελευταία στιγμή πόθησε το χαμόγελο μιας γυναίκας, ένα κρασί που έπινε μαζί με φίλους καρδιακούς, τη μυρωδιά του χώματος μετά τη βροχή, ένα βιβλίο γαλλικής ποίησης, ακόμη κι ο Νερβάλ είναι νεκρός, στρώσαμε την κληρονομιά μας πάνω σε νεκρούς, που δεν το ήξεραν, ακόμη και την τελευταία στιγμή…
Πριν ξεψυχήσει, ο Έντγκαρ Πόε ψιθύρισε: «Κύριε, βοήθησε τη φτωχή μου ψυχή…»
Το Κοράνι γράφει: «…Ο Κύριός σου δε σε εγκατέλειψε. Δε σε βρήκε ορφανό και σου έδωσε στέγη; Δε σε βρήκε διψασμένο και σου έδωσε νερό;…» Θυμήσου, Κύριε, τον Άρθουρ Μάχεν, που περπάτησε πάνω στους λόφους του ονείρου κι έγραψε κάποτε σε μια σελίδα ημερολογίου (κι είναι σαν να το έχουμε γράψει όλοι μας):
«Ενώ εγώ βρίσκομαι εντελώς μόνος, μέσα στο μικρό δωμάτιό μου, χωρίς φίλους, έρημος. Συνειδητοποιώντας ως το βάθος της καρδιάς μου την ολοκληρωτική μου αδεξιότητα. Κι όσες φορές σκέφτηκα να δοκιμάσω να χειριστώ τον υπέροχο λόγο της Λογοτεχνίας, περιπλανιέμαι αμήχανος μέσα στον κόσμο της φαντασίας, χωρίς να ξέρω που πηγαίνω. Αναζητώ ψηλαφώντας το δρόμο μου, όπως ένας τυφλός, και χτυπώ το κεφάλι μου στον τοίχο, όπως ένας τυφλός. Κανείς δε με βοηθά, δεν έχω κανένα φίλο, κανένα να με συμβουλέψει, κανένα να με παρηγορήσει…»
Οι Θεοί με μάτια πύρινα τριγυρνούν στην πόλη,
μια σκιά σ’ ένα παράθυρο αγναντεύει τους δρόμους,
άνθρωποι που εξαφανίστηκαν το βράδυ, καθώς γύριζαν στο σπίτι…
Ο Dunne υποστηρίζει ότι η αιωνιότητα μας ανήκει από τώρα, κάτι που μας το αποδεικνύουν τα όνειρα κάθε νύχτας. Σ' αυτά, συγχέονται το άμεσο Παρελθόν και το άμεσο Μέλλον. Όταν είμαστε ξύπνιοι, διατρέχουμε τον διαδοχικό Χρόνο με σταθερή ταχύτητα, στο όνειρο περιπλανιόμαστε σε ζώνες του Χρόνου που μπορεί να είναι αχανείς.
Ο Dunne μάς διαβεβαιώνει με τον πιο υπέροχο τρόπο ότι:
«Ο θάνατος θα μας διδάξει τον σωστό χειρισμό της αιωνιότητας. Θα ξαναβρούμε όλες τις στιγμές της ζωής μας, και θα τις συνδυάσουμε όπως μας αρέσει. Ο Θεός, οι φίλοι μας, ο Ιούλιος Καίσαρ και ο Σαίξπηρ, θα συνεργαστούν μαζί μας σ' αυτό το παιχνίδι...»
Ομολογώ ότι οι παραπάνω γραμμές είναι το πιο όμορφο και ελπιδοφόρο πράγμα που έχω διαβάσει ποτέ μου. Αν πρέπει να πιστέψουμε σε κάτι συγκεκριμένο σχετικά με τον θάνατο, ας πιστέψουμε σ’ αυτό. Υπονοεί, όπως εγώ το καταλαβαίνω, ότι πίσω από τα πάντα υπάρχει ένα θαυμάσιο, υπέροχο παιχνίδι, το οποίο κάποτε θα μας αποκαλυφθεί και θα γελάσουμε μαζί για όλα όσα νομίζαμε, και θ' αρχίσουμε πάλι να παίζουμε σαν τα παιδιά.
Αυτό το κείμενο που γράφω εδώ, δεν πρόκειται να σβηστεί ποτέ, θα υπάρχει για πάντα και για πάντα.
Τίποτε δεν πέθανε, ποτέ.
Δεν θα πεθάνουμε ποτέ.
Κι όλα θα ζουν, για πάντα, εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.