Σήμερα πληροφορήθηκα για τον θάνατο του Ronnie Drew, του τελευταίου Ιρλανδού Βάρδου, τον οποίο θαύμαζα και αγαπούσα πάρα πολύ, (για πάρα πολλά χρόνια ακούω πάντα με μεγάλη συγκίνηση τα τραγούδια του), και τον οποίο είχα τη χαρά και την τιμή να συναντήσω από κοντά κάποτε στο Δουβλίνο υπό αξέχαστες συνθήκες...
Ήταν ο ιδρυτής και τραγουδιστής (μετά μαζί με τον θρυλικό Luke Kelly) του πιο φημισμένου ιρλανδικού folk συγκροτήματος, των Dubliners, και ένας άνθρωπος της καρδιάς, ποιητής, πότης, ιππότης, βάρδος και story-teller.
(Καθόλου άδικο δεν έχει ο Bonno των U2, που πρόσφατα τον χαρακτήρισε ως τον «αδιαμφισβήτητο βασιλιά της Ιρλανδίας»...)
Τα τραγούδια των Dubliners για την ελευθερία, την αγάπη, τα όνειρα, τις χαμένες στον χρόνο ιστορίες, τους ήρωες, για την Ιρλανδία, και για τα μυστικά του Βασιλείου της Καρδιάς, τα άκουγα πάντα σαν φωνές, στίχους και μελωδίες, που ήταν όσο πιο κοντά θα μπορούσε να είναι κάτι -στη σύγχρονη εποχή- στην τέχνη και τη μουσική των αληθινών Κελτών βάρδων του μακρινού παρελθόντος.
Μεγάλωσα με αυτά, μού προσέφεραν αμέτρητες συγκινήσεις και εμπνεύσεις, έμαθα και κατάλαβα τόσα πολλά πράγματα από αυτά, από την εποχή που μόνος τα ανακάλυψα και τα έπαιζα εκπέμποντάς τα από το ραδιόφωνο (στις αξιομνημόνευτα παράξενες ραδιοφωνικές εκπομπές: Το Οικουμενικό Πατριαρχείο του Φανταστικού, και, κυρίως, Το Πλοίο Φάντασμα, σ' αυτήν την τελευταία τα τραγούδια τους μαζί με άλλα πάντα συντρόφευαν τα ταξίδια του ραδιοφωνικού Κάπταιν Νέμο τον οποίον υποδυόμουν, και, αν δεν κάνω λάθος, πρέπει να ήμουν τότε ο κύριος ένοχος εξαιτίας του οποίου πολλοί άνθρωποι αγάπησαν τα ιρλανδικά τραγούδια που σχεδόν κανείς δεν γνώριζε εδώ τότε, αν συνυπολογίσω και τις πολλές εκατοντάδες κασέτες και CDs που ξαγρυπνώντας ηχογραφούσα σε συνθηματικές συλλογές μετά μανίας, μοιράζοντάς τα σε φίλους σε όλη την Ελλάδα), από εκείνη την παράξενη ραδιοφωνική εποχή της ώριμης νεότητάς μας μέχρι σήμερα, μετά από περιηγήσεις στην Ιρλανδία και που η μουσική συλλογή μου έχει ξεπεράσει κατά πολύ τις τότε συλλεκτικές προσδοκίες μου.
Η βαριά και τραχιά αλλά τόσο γλυκιά φωνή του Ronnie Drew, και το συναίσθημα που αλάθητα μετέδιδε, ταυτίστηκε για μένα με την αρχετυπική φωνή των παπούδων βάρδων μιας νοσταλγικής πατρίδας της καρδιάς, ενός παράλληλου ρομαντικού κόσμου, που τραγουδούσαν τα μηνύματά τους προς άγνωστους παραλήπτες, εξιστορώντας πράγματα που δεν θα μπορούσες να μάθεις από πουθενά αλλού, στέλνοντας εμπνεύσεις και συναισθήματα που δεν θα μπορούσες να νιώσεις αλλιώς. Ο Ronnie Drew, για μένα, ήταν πάντοτε το παράδειγμα του gentleman βάρδου επαναστάτη, δανδή και ποιητή, που μπορούσε, σαν παππούλης που λέει ιστορίες στα παιδιά γύρω από τη φωτιά, να μεταδώσει απευθείας στην καρδιά κάτι από αλλού, κάτι από πολύ μακριά, αλλά τόσο οικείο, κοντινό, θερμό, κάτι πολύ αφηρημένο αλλά πολύ σπουδαίο. Και δεν είναι λίγες οι φορές που ήπιαμε μαζί με φίλους της καρδιάς ιρλανδέζικο ουίσκυ στην υγειά του -και στη σεβάσμια γενειάδα του- σε απολαυστικές νύχτες πλημμυρισμένες από καλή μουσική και ιδιαιτέρως εξυψωτικά συναισθήματα και ιδέες.
Όλοι οι Βάρδοι είχαν πεθάνει, είχαν φύγει, αλλά πάντα ξέραμε ότι κάπου εκεί πάνω στην Ιρλανδία ζει ο παππούλης ο Ronnie Drew που τραγουδά ακόμη, ακούραστος, για την αγάπη και την ελευθερία, και για όλα τα σημαντικά πράγματα του κόσμου.
Στο Δουβλίνο, διερευνώντας για το άγνωστο μέρος το οποίο έγραφαν πάνω τους τα εισιτήριά μας της συναυλίας, μάθαμε ότι ο Ronnie θα έπαιζε στο Tallaght, ένα μικρό προάστιο της πόλης, σε ένα θεατράκι. Μάς έκανε μεγάλη εντύπωση το γεγονός ότι ο Ronnie Drew έπαιζε σε ένα μικρό θεατράκι ενός εργατικού προαστίου, ένα τόσο μεγάλο όνομα στην Ιρλανδία, όπως το βλέπαμε εμείς.
Αποφασίσαμε να πάμε με το λεωφορείο, και πήραμε ένα ταξί μέχρι τον σταθμό, και πιάσαμε κουβέντα με τον ταξιτζή, κι εγώ τον ρώτησα αν δεν είναι πια τόσο διάσημος ο Ronnie Drew στην Ιρλανδία (για να παίζει εκεί). Δεν κατάλαβε την ερώτησή μου, σήμερα καταλαβαίνω ότι τον είχα ρωτήσει αν δεν είναι πια τόσο διάσημος ο Καραϊσκάκης, ή κάτι τέτοιο. «Ronnie?», είπε απορημένος, «ev'ry soul knows Ronnie...»
Όταν πήραμε το λεωφορείο πήγα και μίλησα με τον χαμογελαστό γέροντα οδηγό για να τον ρωτήσω σε ποια στάση έπρεπε να κατεβούμε, κι εκείνος, βλέποντας ότι είμαστε «τουρίστες», με ρώτησε τι δουλειά είχαμε στο Tallaght, δεν υπήρχε τίποτε εκεί. Του είπα για τη συναυλία, που θα γινόταν στο μικρό δημοτικό θέατρο, κι εκείνος με κοίταξε με ενδιαφέρον, σαν να κοιτούσε κάποιον πολύ εκκεντρικό τύπο, που ήρθε από την άλλη άκρη της Ευρώπης για να πάει σε ένα θεατράκι στο Tallaght. Προβληματισμένος, μάς είπε ότι την ώρα που θα τελείωνε η παράσταση θα ήταν νύχτα, και δεν θα υπήρχαν πια λεωφορεία, το τελευταίο θα έφευγε λίγη ώρα πριν. Του είπα, δεν πειράζει, θα πάρουμε ταξί, κι εκείνος γέλασε, κι εμείς καταλάβαμε ότι θα δυσκολευόμασταν να βρούμε μεταφορικό μέσο μετά, αλλά ήταν το τελευταίο πράγμα που μάς ένοιαζε. Όταν φτάσαμε, o οδηγός μάς υπέδειξε το μέρος, και, με τα πολλά, μπαίναμε συγκινημένοι μέσα στο θεατράκι που ήταν και κάτι σαν προαστιακό πολιτιστικό κέντρο, νιώθοντας ότι εκείνη τη στιγμή ένα όνειρο γινόταν αλήθεια: ήμασταν στην Ιρλανδία και θα βλέπαμε από κοντά τον Ronnie Drew!
Με έκπληξη διαπιστώσαμε ότι στις θέσεις του μικρού θεάτρου γύρω μας δεν καθόντουσαν γενειοφόροι επαναστάτες του I.R.A., ποιητές, ονειροπόλοι, μυστικιστές και μελετητές της ιρλανδικής μουσικής, αλλά άνθρωποι της γειτονιάς, παππούδες και γιαγιάδες και θείοι και θείες και παιδάκια, όλοι τους καλοντυμένοι όπως ντυνόντουσαν παλιά σε ένα χωριό για την κυριακάτικη βόλτα. Όλοι μάς κοιτούσαν περίεργοι, διότι ήμασταν οι μόνοι ξένοι εκεί μέσα, και προφανώς αναρωτιόντουσαν τι δουλειά είχαμε εκεί πέρα. Είχαμε κρατήσει θέσεις στην πρώτη σειρά. Ένιωσα σαν να ήμασταν εμείς το θέαμα.
Σε λίγο, προς έκπληξή μας, πάνω στη σκηνή βγήκε μια παιδική χορωδία και τραγούδησε δυο-τρία παλιά γλυκανάλατα ποπ τραγούδια, κι έπειτα πάνω στη σκηνή βγήκε ένας κωμικός, ένας stand-up comedian, και άρχισε τα εξωφρενικά αστεία, με μεγάλη σοβαρότητα, όπως συνηθίζεται στην Αμερική. Συνειδητοποιήσαμε ότι θα παρακολουθούσαμε ένα ολόκληρο πρόγραμμα, επαρχιωτικού στυλ, το οποίο, καλώς εχόντων των πραγμάτων, θα τελείωνε με την εμφάνιση του Ronnie Drew...
Μετά εμφανίστηκε μια πενηντάρα «σέξυ» κυρία φορώντας μία στρας τουαλέτα, και άρχισε να τραγουδά 70s ποπ-γκλαμ και ντίσκο κομμάτια (όπως το I Will Survive), με μεγάλο στόμφο και σκηνική παρουσία που ενθουσίασε το ακροατήριο που χτυπούσε παλαμάκια με τον ρυθμό, κι εμείς κοιτιόμασταν απορημένοι, και η κυρία σε κάποια στιγμή κατέβηκε από τη σκηνή και ήρθε και στάθηκε από πάνω μου τραγουδώντας (προφανώς αναγνωρίζοντας ότι ήμασταν ξένοι, μάς έκανε αυτήν την τιμή), κοιτώντας με στα μάτια, ποτέ στη ζωή μου δεν έχω συγκρατηθεί τόσο μα τόσο πολύ για να μην πέσω κάτω στο πάτωμα από τα γέλια και προσβάλλω και την κυρία και ρεζιλευτούμε. Τέσσερα-πέντε τραγούδια αργότερα η δοκιμασία μου τελείωσε, η κυρία αποσύρθηκε εν μέσω ζητωκραυγών, και στη σκηνή εμφανίστηκε ένα χορευτικό-τραγουδιστικό γκρουπ από πέντε δεκαεξάχρονα κοριτσάκια που τραγουδούσαν και χόρευαν ραπ! Κατέβαλαν μεγάλες προσπάθειες για να μοιάζουν με τα ινδάλματά τους, και πρέπει να είχαν κάνει εξοντωτικές πρόβες -η όλη ατμόσφαιρα στο κοινό ήταν εκείνη που υπάρχει όταν οι γονείς πηγαίνουν σε μια σχολική παράσταση και ενθαρρύνουν τα παιδιά τους που όμως δεν τα καταφέρνουν και τόσο καλά αλλά όλοι χειροκροτούν όρθιοι.
Αρχίσαμε να έχουμε σοβαρές αμφιβολίες για το αν τελικά βρισκόμασταν στο σωστό μέρος. Φαινόταν απίστευτο το ότι ο Ronnie Drew θα εμφανιζόταν ανάμεσα από όλα αυτά...
Κι όμως, κάποτε, επιτέλους, τα φώτα χαμήλωσαν κι εμφανίστηκε στη σκηνή ο ζωντανός θρύλος για εμάς. Κρατούσε την κιθάρα του, με ένα ζεστό χαμόγελο κάτω από τη γενειάδα, και τα μάτια του έλαμπαν πίσω από τα μεγάλα γυαλιά. Με την εξαιρετικά χαρακτηριστική φωνή του χαιρέτησε ευγενικά τον κόσμο, όπως χαιρετά κανείς τους θαμώνες όταν μπαίνει σε ένα επαρχιακό pub στην Ιρλανδία, σύστησε τον μουσικό που θα τον συνόδευε (τον σεμνό και σιωπηλό κιθαρίστα Mike Hanrahan, που κάθισε σε ένα ψηλό σκαμνάκι), και άρχισε να μιλά σαν να βρισκόταν μεταξύ φίλων. Κάθε μεγάλη προσδοκία μας επιβεβαιώθηκε με μιάς. Ακολούθησε ένα από τα πιο μαγευτικά συναυλιακά δίωρα που μπορώ να θυμηθώ ότι έχω παρευρεθεί στη ζωή μου. (Ακόμη και σήμερα, παρ' όλο που έχω παρακολουθήσει πολλές δεκάδες αξιοσημείωτες συναυλίες, αυτήν συνεχίζω να τη θεωρώ ως μία από τις δύο ή τρεις καλύτερες που έχω δει ποτέ μου).
Η παρουσία του Ronnie, one-man-show, ήταν τόσο μα τόσο πληθωρική που ένιωθες ότι κυριολεκτικά είχε πλημμυρίσει τη σκηνή, ήταν σαν να είχε εμφανιστεί ένας ολόκληρος στρατός. Το πρώτο τραγούδι με το οποίο ξεκίνησε ήταν το A Bunch of Red Roses for Me.
Κατά τη βάρδικη συνήθεια, πριν από κάθε τραγούδι διηγούταν μια ιστορία, άλλες φορές ήταν η ιστορία που κρυβόταν πίσω από το κομμάτι, άλλες ήταν μια ιστορία από τη ζωή του ή ιστορίες από διάφορες περιστάσεις και γεγονότα στην Ιρλανδία. Ήταν ένας εξαίσιος τύπος ο Ronnie, ένας πολύ σπάνιος άνθρωπος και καλλιτέχνης, (είναι μεγάλο κρίμα που εμείς στην Ελλάδα δεν έχουμε σήμερα μια τέτοια προσωπικότητα). Άλλες φορές με τα λεγόμενα του σε έκανε αληθινά να δακρύζεις, και άλλες να κρατάς την κοιλιά σου από τα γέλια, άλλες φορές να αναπολείς μαζί του αξιομνημόνευτα περιστατικά που δεν έζησες ποτέ, άλλες να συγκινείσαι επικά, και άλλες να θαυμάζεις την ποιητική του ρητορικότητα που σε παρέσερνε με την ευφράδειά και τη μεταδοτικότητά της.
Εκεί, επάνω σ' εκείνη την ταπεινή σκηνή ενός προαστιακού μικρού θεάτρου, έστεκε, ζεστή και υπερήφανη, η ίδια η ψυχή της Ιρλανδίας. Καμία περιήγηση δεν θα μπορούσε να μού τη δείξει τόσο καλά όσο μού την έδειξε, εμένα, έναν ξένο, εκείνο το βράδυ ο βάρδος Ronnie Drew.
Ήταν μία μυστική περίσταση, αυτό ένιωσα. Στο πιο απρόσμενο και ακατάλληλο μέρος, εκεί που κανείς δεν θα το περίμενε, ανάμεσα από τους σαλτιμπάγκους ενός αδιάφορου λαϊκού πανηγυριού, ήταν σαν να είχε εμφανιστεί ένας αληθινός μάγος, κάνοντας αληθινά μαγικά, που όλοι νόμιζαν ότι ήταν τρικ, και ξαφνικά, απροειδοποίητα, αυτός άνοιξε μία πύλη, εκεί, διαθέσιμη και προσβάσιμη μέχρι και για το πιο μικρό παιδάκι της γειτονιάς, μια πύλη για το χιλιοτραγουδισμένο Βασίλειο της Καρδιάς, όπου όλοι ήταν προσκεκλημένοι, όλοι, και οι απλοί μεροκαματιάρηδες με τα κυριακάτικα σακάκια τους και οι γιαγιάδες με το πασατέμπο και τα παιδάκια κι εμείς οι αλλαζονικοί και υπερόπτες ταξιδιώτες από αλλού. Και έρεε το νέκταρ ενός πνεύματος αγίου θα έλεγες, από αυτόν τον άνθρωπο, για τον κάθε άνθρωπο, και για εκείνους που καταλάβαιναν και για εκείνους που δεν καταλάβαιναν και για όλους, κι ήταν πολύ παππούς, βαρύς μάστορας αυτής της μαγικής τέχνης των βάρδων, αλλά με ανάλαφρη καρδιά σαν μικρό παιδί, ένας σοφός ιππότης που είχε καθίσει στο χώμα να παίξει με τα παιδιά και τους ξετύλιγε το αραβούργημα της μνήμης, της φυλής, της τέχνης, των ηρώων, των περιπετειών, των ταξιδιών, των κόσμων μέσα σε κόσμους. Ποτέ πριν δεν είχα ξαναδεί ή ξανανιώσει κάτι ανάλογο σε μία δημόσια συνεύρεση, ήταν κάτι συγκλονιστικό για μένα, ελαφρύ να είναι το χώμα που τον σκεπάζει...
Θα μπορούσα εδώ να διηγηθώ όλες τις ιστορίες που διηγήθηκε μπροστά μου, να περιγράψω τα τραγούδια, τους στίχους, τις ιστορίες, τις εικόνες, αλλά γνωρίζω ότι θα είναι μάταιο. Ήταν κάτι που συνέβη εκείνες τις ώρες, και μόνο εκείνες τις ώρες, εκεί σ' εκείνο το απρόσμενο μέρος, για λίγο, μόνο για εκείνους που ήταν εκεί για να το δουν, να το ακούσουν, να το νιώσουν, και έγινε πια ένα κομμάτι της καρδιάς σου με το πέρασμα των χρόνων. Πώς να ξετυλίξεις την καρδιά σου για να το ξεχωρίσεις απ' όλα τ' άλλα που περιέχει και με τα οποία είναι αναπόσπαστη ενότητα πια;
Στο απόγειο της βραδιάς τον θυμάμαι να τραγουδά το Viva La Quinta Brigada, και να απαριθμεί μέσα στο τραγούδι τα ονόματα των Ιρλανδών ηρώων που έφυγαν από την Ιρλανδία και πήγαν και πέθαναν στην Ισπανία στον ισπανικό πόλεμο, τα ονόματα και τη ζωή τους (πώς είναι δυνατόν να διηγήθηκε για τόσους ανθρώπους μέσα σε ένα τραγούδι;) και θυμάμαι εμένα και τον Χάρη να έχουμε ξεσηκωθεί χωρίς να γνωρίζουμε γιατί (δεν ήταν κάτι πολιτικό, ούτε εκείνος φαινόταν να το εννοεί ακριβώς ως τέτοιο, ήταν...κάτι συνθηματικό, κάτι κωδικό, μια αλληγορία για κάτι άλλο, πιο σημαντικό). Νομίζω αμέσως μετά τραγούδησε και το Ojos Negros, στα ισπανικά (είχε ζήσει στην Ισπανία ο Ronnie παλιά), και τα είχε ταιριάξει τόσο πολύ αυτά τα εξωτικά μαζί με βάρδικες μπαλάντες όπως το συνταρακτικό Two Island Swans, το Raglan Road, το The Rare Old Times, το Foggy Dew ή το εξαίσια λυρικά δοσμένο My Brothers in Arms...
Θυμάμαι όλη τη βραδιά σαν σε όνειρο. Κι όπως όλα τα όνειρα, τελείωσε, και είχαμε μείνει έκθαμβοι. Δεν θυμάμαι πόσες φορές πήγε να φύγει και τον γυρίσαμε πίσω για να παίξει κι άλλο. Εκείνο το θεατράκι πήγε να γκρεμιστεί από τα χειροκροτήματα και τον ενθουσιασμό, μέσα στην προαστιακή νύχτα, κάποτε, κάπου στην Ιρλανδία.
Στο τέλος, και καθώς ο κόσμος έφευγε και όλοι μάς χαιρετούσαν (είχαν νιώσει ότι είχαμε συμμετάσχει σε κάτι δικό τους και είχαμε ανταποκριθεί σωστά σε αυτό, ή κάτι τέτοιο), ζαλισμένοι από την περίσταση, κοντοσταθήκαμε στην πόρτα. Είχαμε έρθει από τόσο μακριά και ο Ronnie Drew βρισκόταν μερικά μέτρα πιο πέρα κάπου εκεί κοντά. Δεν μπορούσαμε απλά να φύγουμε! Έπρεπε να πάμε να του μιλήσουμε. Βγήκαμε κρυφά από την πίσω πόρτα σε ένα σκοτεινό προαύλιο δίπλα σ' ένα πάρκινγκ. Είδαμε μπροστά μας το συγκρότημα με τα κοριτσάκια που χορεύανε ραπ. Ρωτήσαμε πού είναι ο Ronnie Drew. Μάς έδειξαν την πόρτα μιας αποθήκης δίπλα στο θέατρο.
Πήγαμε να τη χτυπήσουμε, αλλά η πόρτα άνοιξε και βγήκε ο Ronnie. Φορούσε ένα γκρίζο πανωφόρι και κάπνιζε το παλιό καλό πούρο του. Μάς είδε και γελούσε, σαν να μάς περίμενε! Εμείς και ο Ronnie Drew, μόνοι μας, μπροστά σε μια αποθήκη μέσα στη μαύρη νύχτα. Πέσαμε στην αγκαλιά του δακρυσμένοι κι εκείνος μάς αγκάλιαζε και γελούσε. Τού είπαμε ότι είχαμε έρθει από την Ελλάδα, ότι ακούγαμε τόσα χρόνια τα τραγούδια του, κι ότι ήρθαμε τώρα επιτέλους να τον δούμε. Μάς άκουγε χαρούμενος και με χτυπούσε φιλικά στην πλάτη, μάς έδινε ευχές, μάς ρωτούσε για την Ελλάδα, ειλικρινά ήμουν τόσο χαρούμενος και συνεπαρμένος που δεν θυμάμαι για ποια πράγματα μιλήσαμε. Θυμάμαι τα υγρά μάτια του, την ικανοποίησή του, τη χαρά του, την ευγένειά του. Η σκηνή ήταν πολύ ιδιαίτερη, δεν θέλαμε να τη χαλάσουμε με φωτογραφήσεις. Ο Χάρης τού είπε, γράψε μας κάτι σε ένα χαρτάκι, να το δείξουμε στους φίλους μας πίσω στην πατρίδα γιατί δεν θα μάς πιστεύουν. Του έδωσα ένα φύλλο από το μικρό σημειωματάριό μου, έκανε πώς βουτάει το στυλό μέσα στην καρδιά του, χαμογέλασε, κι έπειτα έγραψε πάνω σ' εκείνο το χαρτάκι: «God Bless, Pan & Harry, God Bless! Ronnie...»
Η ώρα ήταν περασμένη. Άρχισε να κάνει κρύο. Μιλώντας, καταλάβαμε ότι δεν είχε πάρει λεφτά για να παίξει εκεί, το έκανε «for the people». Σε λίγο τον πήρε ο μαυροντυμένος Mike Hanrahan ευγενικά λέγοντας μας ότι o Ronnie είναι πολύ κουρασμένος, εκείνος αμήχανος από την παρέμβαση δεν ήθελε να μάς αφήσει, αλλά τελικά μπήκαν σε ένα αυτοκίνητο κι έφυγαν, ο Ronnie μάς χαιρετούσε από το παράθυρο με το πούρο ανάμεσα από τα δόντια του. «Failte!»
Μείναμε εκεί ακίνητοι, χαρούμενοι, αέρας φυσούσε, νύχτα, κρύο. Κοίταξα γύρω μου. Ψυχή πουθενά. Ήμασταν, γι' ακόμη μια φορά, όπως τόσες άλλες, στη μέση του πουθενά.
Απόμακρα φώτα εργοστασίων, άδειοι σκοτεινοί δρόμοι, ερημιά. Βαδίσαμε προς το μέρος απ' όπου είχαμε έρθει μέχρι εκεί. Μπροστά μας, λίγο πιο πέρα, αντικρίσαμε τους προβολείς ενός οχήματος, νομίσαμε ότι ήταν κάποιο φορτηγό. Ήταν το λεωφορείο! Υποτίθεται ότι το τελευταίο λεωφορείο έπρεπε να είχε φύγει πριν από μία ώρα. Τρέξαμε προς το μέρος του. Πλησιάσαμε, ήταν τελείως άδειο. Στο τιμόνι καθόταν χαμογελαστός ο παππούλης οδηγός που μάς είχε φέρει.
«Το ήξερα ότι δεν θα βρίσκατε μεταφορικό μέσο για να γυρίσετε, ξένοι εδώ μέσα στην ερημιά», είπε χαμογελώντας ζεστά, «και είπα να σάς περιμένω. Ανεβείτε να φύγουμε!».
Κάπου εκεί μακριά στην Ιρλανδία, στο Tallaght έξω από το Δουβλίνο, σ' ένα τελείως άγνωστο για εμάς μέρος τότε, σ' έναν άλλο κόσμο, ο οδηγός του λεωφορείου της γραμμής μάς περίμενε για να μάς γυρίσει πίσω, «για να μη χαθούμε». Καλή του ώρα, όπου κι αν είναι τώρα...και αιωνία η μνήμη του βάρδου της καρδιάς, του Ronnie Drew, που ταξιδεύει τώρα για τον παράδεισο, μαζί με τις νεράιδες της Ιρλανδίας, ή για εκείνο το κρυφό μέρος που πηγαίνουν οι βάρδοι όταν φεύγουν από αυτόν τον κόσμο. Σίγουρα φεύγοντας θα τον περίμενε το λεωφορείο, αργοπορημένα μέσα στη νύχτα, θα τον περίμενε για να μη χαθεί, όπως δεν χαθήκαμε κι εμείς και ξέρουμε ακόμη πού βαδίζουμε και γιατί...
click >
The Auld Triangle
Nora
The Dunes
The Rare Old Times
Ojos Negros
Viva La Quinta Brigada
Skibbereen
The Irish Rover (The Dubliners with The Pogues)
And the Band Played Waltzing Matilda
The Holy Ground
Στη μνήμη του Ciaran Bourke (όποιος ξέρει τι βλέπει, καταλαβαίνει)
Raglan Road
The Parting Glass
R.I.P. Ronnie