Δημήτρης Κούγκουλος, Απών
Εχάθη
στις φωτισμένες στοές
προς την Κούφια Γη
ακολουθώντας το όραμα
ενός κρυφού καλύτερου κόσμου
και της Αιώνιας Ζωής
στα ιερά υπόγεια νερά
στο άκτιστον Φως
στον Άγνωστο Πόλεμο
στους μυστικούς αριθμούς ως Πυθαγόρειος
και στις λέξεις αγνώστων γλωσσών
ερδεσιανών, των συνθηματικών των νάνων
και των νεράιδων των φαρραγγιών
που προσπάθησαν να τον απαγάγουν κι απέτυχαν
τόσες φορές
Και σε σκονισμένους ναούς
πίσω από παλιές κλειδωμένες πόρτες
και σε υπόγεια γεμάτα με κόκαλα
ανθρώπινα
και πάνω στα βουνά τα μαύρα
όπου βλέπαμε φωτιές μέσα στη νύχτα
και θεούς που ψιθυρίζανε
Και μέσα στις αρχαίες σπηλιές
που κάποτε μαζί ακoλουθήσαμε τα ξωτικά
κι ακούσαμε το τραγούδι των Νυμφών
Νυμφόληπτος
Εκοιμήθη
σκιά μεσ’ στις σκιές της νύχτας
μαζί με τα φαντάσματα
Και περιηγείται πλέον στα όνειρα
των φίλων
των καρδιακών φίλων
που απέτυχαν να τον ακολουθήσουν
στον Υπερβορρά
σε τριακόσιες χιλιάδες σελίδες σημειώσεων
που κανείς δεν θα διαβάσει απ’ τα σεντούκια
στην καλοσύνη και στην αληθινή ευγένεια
και σε μεθύσια απελπισμένα και σε ξεσπάσματα
σε χρόνια και χρόνια μοναξιάς στις ερημιές
και σ’ άλλες πραγματικότητες
που κανείς δεν φαντάστηκε ποτέ, κι ούτε θα φανταστεί
Στον κόσμο των ιδεών
που δεν λυπήθηκε ποτέ κανέναν
και θέλει μόνο να μεταδωθεί, μέσα από σένα, μέσ’ από μένα
δεν θα θυμάται τον Δημήτρη
με το μικρό νοικιασμένο αυτοκινητάκι γεμάτο βιβλία και προμήθειες
που μίλησε με τους αγγέλους
και διηγήθηκε την ιστορία
αλλά δεν τον πίστεψε κανείς.
Εχάθη
όπως εχαθήκανε όλες οι στιγμές της ζωής του
στη χιονισμένη Μινεσότα και στο μαύρο Κολοράντο
στα νυχτερινά φυλάκια
στους καταυλισμούς των Ινδιάνων με τα τοτέμ
σημειώνοντας σύμβολα, χορούς και μαγικές προσευχές
και στις ηρωικές μάχες εναντίον των Ντέρος
και στις ξανθές ερήμους του Κατάρ, με τους Σεϊχηδες
μέσα στις λιμουζίνες με καλυμμένα τα πρόσωπα
στις εξοχές της Ολλανδίας με τους Βριλ
και στο Λονδίνο στις υπόγειες βιβλιοθήκες
Επικινδύνως οδηγώντας αυτοκίνητα της βρετανικής στρατιωτικής αστυνομίας
(μια κόρη άφησε στην Αγγλία, που δεν θα μάθει ποτέ τίποτε γι’ αυτόν)
Και στη Σαχάρα, παραδόξως στην ομορφιά των μεγάλων οριζόντων
και στην Αθήνα αλληλογραφώντας με τον Μεγάλο Δράκοντα στη Λουιζιάνα
και στην Κρήτη, που κατεβήκαμε στον Ομαλό με ξαστεριά
και στην Ευρυτανία και στη Γκιώνα, και στο Κιλκίς, στη Ρούμελη και στη Γραβιά
και στους Δελφούς, στα μυστικά μέρη, στον Παρνασσό
Όπου στέγασε την κατάκοιτη γριά μάνα του μέσ’ στο φαράγγι στο Ζεμενό
άφησε ηθελημένα τη βίλα στην Κηφισιά στην Αθήνα και πήγανε εκεί
σ’ ένα σπιτάκι στην ερημιά
όπου κοιμόταν στον καναπέ
Γύρισε όλα τα μέρη της Ελλάδας, πολλές φορές
συχνά ολομόναχος, μέσα στα χρόνια
Μα και τόσες εξερευνήσεις κάναμε μαζί οι δυό μας
κι άλλες φορές ήμασταν με τον συγχωρεμένο πια τον Κλεομένη
που ήξερε τα μονοπάτια
ή με τον Σταύρο που έγραφε ποιήματα
ή με τον Νίκο την τελευταία φορά
Εχάθη
Κι όμως ήξερε τα πάντα για όλα τα μέρη
είχε τους χάρτες για τα μυστικά
ήξερε πώς να προσεγγίσει
κι ήξερε τους κώδικες και τα σημάδια
Όλα τα ήξερε, και τά ‘λεγε σε μια δική του γλώσσα
που λίγοι καταλάβαιναν, αν ήξεραν, όλα τα ήξερε
(κι έρχονταν κάποιοι πονηροί να τού τα κλέψουν
μα πώς να κλέψουν κάτι που δεν καταλαβαίνουν
τί να το κάνουν;)
Κι ήταν παντού σαν να ήταν στο σπίτι του
κι όπου κοιμόταν εκεί ήταν κι η πατρίδα
κι από συνήθεια δεν μπορούσε σ’ ένα μέρος να μείνει για πολύ
κι έβλεπε πράγματα που άλλοι δεν βλέπουν
είχε τη Δεύτερη Όραση
και την Καλη Ακοή
ντυμένος πάντα σαν στρατιώτης
κι ήταν ωραίος δάσκαλος, με τον τρόπο του
Δεκαέξι χρόνια ήμασταν φίλοι
Ώσπου Εχάθη
έχω ακόμη τη φωνή του ηχογραφημένη σε κασσέτες πολλές
και το πνεύμα του σε μνήμες, σε συνεντεύξεις στο χαρτί
και σε κείμενα συνθηματικά και σε λεξάριθμους
και τον λεπτό γραφικό του χαρακτήρα
στα περιθώρια των σελίδων των βιβλίων
και σε επιστολές από μακριά
κι ένα βουνό από φωτογραφίες που βγάζαμε
Κανένα έξοδο δεν λογάριαζε και κανένα κέρδος
τίποτε δεν ήθελε να έχει ιδιόκτητο
τα πούλησε όλα
έδωσε όλα του τα λεφτά
στους ανάξιους
στους φίλους κερνούσε πάντα το φαγητό και το κρασί
και τις βενζίνες
κι όλα τα βιβλία τα χάρισε
τις βαλίτσες και τα σεντούκια με τις σημειώσεις πάντα μού έφερνε
δέκα μεγάλες μαύρες σακούλες μού έδωσε
γεμάτες με πολαρόιντ φωτογραφίες από παντού
κι είχε κι ένα πιστόλι, κι έναν χάρτη με τη μεγάλη μυστική στοά
Και μια νύχτα μού είπε
«Παντελή, Παραδίδω Εαυτόν Εις Κύριον»
Τίποτε δεν είχε να παραδώσει
παρά μόνο γνώσεις κι όνειρα
Κι ένα κουφάρι κουρασμένο από την κόλαση
αυτήν που ζούμε εδώ στην Επιφάνεια
μακριά απ’ τους κρυφούς παραδείσους
για τους οποίους κάποτε θα γράφαμε βιβλία συναρπαστικά
που δεν τα γράψαμε ποτέ.
Εχάθη
Η Γνώση δεν τον λυπήθηκε
Ούτε αυτόν
Τον αθώο από μεγάλα κρίματα
Τον ακούραστο περιηγητή
Η θλίψη του κόσμου
τον στοίχειωσε και τον αρρώστησε
τον άφησε μόνο του
η παράξενη μοίρα
σ’ ένα άσυλο για τους φτωχούς
και για τους άστεγους
όπου κοιμόταν
μεταμφιεσμένος
Ο πιο πλούσιος άνθρωπος του κόσμου
με την καλύτερη ανατροφή
με την καλύτερη παιδεία
έπειτα από τον γύρο όλου αυτού του κόσμου
και των άλλων κόσμων
με μια χαμένη περιουσία στις εξερευνήσεις
ταπεινός απόλυτα
(κι αβοήθητος, από τρέλα, ντροπή ή περηφάνεια, ή από πεπρωμένο)
Ευγενής ως το τέλος
Αθόρυβα
δραπέτευσε πέρα από τον Θάνατο
Ολομόναχος
μα με Ελπίδα
Ποιος ξέρει πού να είσαι τώρα
Δημήτρη
Παντελής Γιαννουλάκης