ΤΟ ΑΚΡΩΤΗΡΙ ΤΗΣ ΚΑΛΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ
Ξαγρυπνώ μέχρι τα ξημερώματα, όλη τη νύχτα κυνηγάω τις ιδέες μέσα στο δάσος τους, είναι σκοτεινό και βαθύ, πυκνό και αφιλόξενο, δεν ξέρω κανέναν εκεί πέρα, είμαι μόνος μου, ακούω απόμακρες κραυγές αγωνίας, φτερουγίσματα, απαγγελίες ποιημάτων σε άγνωστες γλώσσες, ψιθύρους που λένε λόγια ανείπωτα, ποτέ δεν τα θυμάμαι, βλέπω φευγαλέες λάμψεις της πανσελήνου στα μικρά ξέφωτα, άστρα πέφτουν από τον ουρανό, κανείς δεν τα βλέπει, όλοι κοιμούνται, κι αυτά είναι δάση απάτητα, δεν ξέρω αν τα πάτησε ποτέ ανθρώπου πόδι ή αν είναι μόνο για τα πνεύματα, κι ακόμη και τα πνεύματα δεν έρχονται εδώ μαζί, κάτω από τα φυλλώματα που κρύβουν αιώνες μυστικών, κι αν θα πρέπει ποτέ να φοβάσαι κάποιο δάσος, αυτό πρέπει να φοβάσαι. Ποιος να χωθεί εκεί μέσα; Με τι καρδιά; Η καρδιά μας λαχταρά τα απλά πράγματα, λίγο φαγητό, λίγη ξεκούραση σε καλό μαξιλάρι, λίγο ύπνο, ένα φιλί, ένα καθαρό βλέμμα, ένα καλό βιβλίο, μια καλή είδηση, ένα δώρο, ένα παιχνίδι με τα λόγια, μια βόλτα σε ένα όμορφο μέρος, ένα μωρό, μια σοκολάτα, μια συντροφιά, μια θέα από ψηλά, ένα καλό ζευγάρι παπούτσια. Ακόμη κι η καρδιά πρέπει να εκπαιδευτεί να ονειρεύεται τα πιο μεγάλα πράγματα. Δεν είναι για εμάς. Πρέπει να μας μάθει κάποιος να τα θέλουμε, να τα ποθούμε. Κι έπειτα βρίσκεσαι σε τέτοια δάση απάτητα. Να εξερευνήσεις ποιο πράγμα; Πόσες σκιές μπορείς να αντέξεις να ψιθυρίζουν και να φτερουγίζουν στο ημίφως; Τι δουλειά έχω εγώ εδώ πέρα; Πού είναι το παιδί που ήμουν; Τί του κάνατε; Γιατί; Για να μάθω ποδήλατο με δύο ρόδες; Για να μάθω να γράφω το όνομά μου; Για να μου μάθετε σκοποβολή μ' εκείνο το παλιό τουφέκι; Για να δουλεύω και να αγοράζω πράγματα που θα σαπίσουν; Για να πεθάνω και να καταλήξουν τα απομεινάρια μου σ' ένα οστεοφυλάκιο; Ούτε τάφο δεν θα έχουμε εδώ που ζούμε.
Τώρα που γράφω, προηγουμένως ένας φίλος μου παλιός μου έστειλε ένα μήνυμα: «Καλό βράδυ! Πέτρος». Έχω να τον δω ή να του μιλήσω δέκα χρόνια! (Και πιο πριν, άλλα τόσα). Ποιος ξέρει τι θυμήθηκε από μένα μέσα στη νύχτα, και μου έστειλε αυτό το μήνυμα στις τρεις μετά τα μεσάνυχτα. Δεν ήξερε τι να μου πει, έπειτα από τόσο καιρό. Καλό βράδυ! Για μια στιγμή θέλησα να του απαντήσω «Επίσης! Παντελής», αλλά μετά σκέφτηκα ότι θα ήταν καλύτερα να έμενε με την ιδέα ότι έστειλε αυτό το μήνυμα μέσα στη νύχτα, στο άγνωστο, απ' όπου κανείς δεν περιμένει απάντηση, κι έτσι δεν είπα τίποτε. Αναζητούσε κι αυτός τα χαμένα του χρόνια, που είχαν γίνει πρόσωπα, ιστορίες, παρελθόντα που όλοι ονειρευόμαστε να τους στείλουμε ένα μήνυμα και να μας απαντήσουν, να μας πουν τι γίνεται πίσω στον χρόνο, τον χρόνο που μας άφησε, τον χρόνο που απολιθωμένος κάπου μας άφησε όπως ήμασταν, τον χρόνο που μας ασπρίζει τα μαλλιά, όσα μείνανε, στα παρελθόντα που όλοι νοσταλγούμε, να πάρουμε μια απάντηση από το παρελθόν, ή έστω να στείλουμε πίσω στο παρελθόν μας ένα μήνυμα, «καλό βράδυ!». Ακόμη νύχτα είναι φίλε, δεν ξημέρωσε ποτέ, ακόμη μεθάμε και γελάμε με παράξενες ιστορίες και ονειρευόμαστε περιπέτειες, όπως όταν ήμασταν μικροί, σε όμορφα δειλινά που χάθηκαν για πάντα, αλλά που ζουν ακόμη μέσα στον λαβύρινθο του μυαλού μας, τριγυρνώντας σαν φαντάσματα μέσα στους διαδρόμους, συγκρουόμενα με τις ελπίδες και τα όνειρά μας, τα κατορθώματά μας, τις φαντασιώσεις άλλων εαυτών μας, που ποτέ δεν υπήρξαν αλλά ίσως κάποτε να υπάρξουν, σε μια άλλη ζωή, όταν εγώ δεν θα είμαι εγώ, εσύ δεν θα είσαι εσύ, αλλά και οι δύο θα είμαστε κάποιος άλλος, ίσως, κάποτε, κάπως, κάποιος. Έτσι ταξιδεύουν τα μηνύματα μέσα στη νύχτα, σταλμένα χωρίς λόγο, από μια κρυφή παρόρμηση, με αγωνία, προς άγνωστο πια παραλήπτη, αναπάντητα.
Σε λίγες μέρες έρχεται το 2008. Ποτέ μου δεν περίμενα ότι κάποτε θα ζω στο 2008. Πάντα ήταν από τις χρονολογίες που για τη γενιά μου συνδεόταν με την επιστημονική φαντασία. Πριν από τόσα χρόνια, δεν το ήξεραν οι παρέες μας ότι οι άνθρωποι θα είναι κολλημένοι σε κινητά τηλέφωνα, στο internet, σε οθόνες τηλεοράσεων και ηλεκτρονικών υπολογιστών, σαν ζόμπι από τις ταινίες του Ρομέρο, σαν νεκροζώντανοι που συνεχίζουν να κάνουν αυτοματικά αυτό που έκαναν όταν κάποτε ζούσαν, κι όλοι θα είναι τόσο μόνοι, τόσο απεγνωσμένοι, κι όλοι θα ακούνε τα λαϊκά που μισούσαμε, θα υπολογίζουν με το κομπιουτεράκι τους λογαριασμούς, θα στήνονται στις ουρές των τραπεζών, των λεωφορείων, των δημόσιων υπηρεσιών, των κινηματογράφων, των γάμων, των κηδειών, των τίγρεων. Κι όλοι κοιμούνται όρθιοι, χωρίς όνειρα, χωρίς ξυπνήματα, χωρίς καν κουβέρτες, μέσα στο κρύο.
Η Οδύσσεια του Διαστήματος ήρθε και πέρασε, από το 2001 ακόμη, κανείς δεν την κατάλαβε. Τώρα έρχεται το 2008. Ο κόσμος είναι αυτό που πάντα ήταν. Ένα ανελεύθερο μέρος, γεμάτο αδικία, παράνοια, ατιμία, λάθη, αλαζονεία, μίσος, φόβους, κι ο κόσμος ακόμη περιμένει τη Δευτέρα Παρουσία…ποιανού πράγματος; Δεν ξέρουν καν για ποιο πράγμα μιλάνε. Βαρέθηκα να μιλούν οι άνθρωποι και να μην ξέρουν για ποιο πράγμα μιλάνε. Είναι καλύτερα να ξέρουν και να μη μιλούν για ποιο πράγμα ξέρουν, (όχι από μυστικισμό, απλά, έτσι, για ποικιλία).
Μετρώ τους νεκρούς μας, τις απώλειες. Χαμένοι φίλοι, χαμένοι συγγραφείς, χαμένα είδωλα, καλλιτέχνες, ήρωες, ακόμη και άνθρωποι που δεν γνωρίσαμε ποτέ τίποτε γι' αυτούς αλλά θα θέλαμε τόσο πολύ να τους είχαμε γνωρίσει αν γνωρίζαμε κάτι γι' αυτούς, κι ακόμη κι αυτοί χάθηκαν, ναι, πρέπει να χάθηκαν πολλοί ακόμη κι απ' αυτούς. Όλοι αυτοί, οι νεκροί μας, δεν το είχαν φανταστεί ότι δεν θα ζήσουν το 2008. Έκαναν όνειρα για τις μακρινές χρονολογίες. Φανταζόντουσαν εξελίξεις, μελλοντικές περιπέτειες, νέους φίλους, νέα βιβλία, νέα τραγούδια, ταξίδια, ανέλπιστες ευκαιρίες, ήττες και θριάμβους, ένα καλύτερο σπίτι, ένα οποιοδήποτε μέλλον. Το ίδιο κάνουμε κι εμείς. Δεν ξέρουμε ποια χρονολογία θα μείνει για εμάς φανταστική.
Ζούμε μέσα στη φαντασία μας, έτσι κι αλλιώς. Δεν ανησυχώ. Ξέρω τι συμβαίνει.
Ο Ηράκλειτος είχε ένα αγαπημένο φαγητό, είχε παιδική ηλικία, είχε όνειρα, αλλά όλοι ξέρουν πια γι' αυτόν μόνο το ποτάμι, και τη φωτιά. Ο Όμηρος δεν ήταν ο Οδυσσέας ή ο Αχιλλέας, αλλά όλοι ξέρουν πια μόνο τον Οδυσσέα και τον Αχιλλέα, κανείς δεν ξέρει τίποτε για τον Όμηρο. Ο Ρόμπερτ Λουίς Στήβενσον πρέπει να είχε ένα τετραδιάκι με διευθύνσεις φίλων, σημειώματα, λίστες για ψώνια, και πρέπει να είχε ένα αγαπημένο πουκάμισο, μια πίπα, μια αγαπημένη κουβέρτα, ένα τατουάζ που του άρεσε πάνω στο δέρμα μιας ιθαγενούς στη Σαμόα, μια χιλιοειπωμένη προσευχή, δεν ήξερε ότι το μόνο που θα έμενε από αυτόν θα ήταν το Νησί των Θησαυρών και ο Δόκτωρ Τζέκυλ, οι Νέες Χίλιες Και Μία Νύχτες, και κάτι ποιήματα για τα παιδάκια. Ο Νταβίντσι δεν είχε μόνο τη Τζοκόντα, είχε και μάνα, και κανείς δεν μνημονεύει το χαμόγελό του.
Ζούμε μέσα στη φαντασία μας, έτσι κι αλλιώς.
Τα χρόνια πέρασαν, ήρθε το 2008, μετά Χριστόν, κι ούτε που ξέρουμε τίποτε για το 2008 προ Χριστού. Έτσι, κάποτε κανείς πια δεν θα θυμάται τίποτε για το 2008 μας.
Δεν είμαι πια το παιδί που ήμουν κάποτε, 2008 αιώνες πριν. Είναι σαν να έχουν περάσει αιώνες, σαν να μην ήμουν εγώ ποτέ. Τώρα έχω παιδιά δικά μου. Και δεν μπορούν να παίξουν στις αλάνες που εγώ κάποτε έπαιζα. Έχουν χαθεί σε εναλλακτικούς χωροχρόνους, και τα παιδιά μου μπορούν να μάθουν για τις περιπέτειές μας σε αυτές τις αλάνες, μόνο μέσα από μένα. Θα τους μεταφέρω μια ζωή που δεν είναι δική τους, μέσα στη δική τους, όπως κάνουν όλοι οι γονείς. Κάποτε, σύντομα, δεν θα θυμούνται τίποτε από το 2008 μας, είναι μικρά ακόμη. Δεν θυμάμαι τι θυμόμουν όταν ήμουν στην ηλικία τους. Οι δυνάμεις του σκότους με κρατούν μακριά από την αληθινή ζωή μου, το ίδιο θα συμβεί και στα παιδιά μου, στα παιδιά μας. Και το φως που παράγουμε με την ελπίδα μας, δεν είναι ποτέ αρκετό, για να αντιμετωπίσει τις δυνάμεις του σκότους, δηλαδή την άλλη πλευρά του νομίσματός μας, την άλλη πλευρά του χρόνου, τη νύχτα, που όπως κατακλύζει τον κόσμο με εναλλαγές, έτσι κατακλύζει και το πνεύμα μας, με επίπονες εναλλαγές. Τη βαρέθηκα αυτήν τη νομοτέλεια. Νομίζω ότι εγκρίνω την ιδέα μιας ολοκληρωτικής ανατροπής της, και ό,τι είναι να γίνει ας γίνει, να τελειώνουμε. Ο καθένας ας μετρηθεί για την αξία του, ο κόσμος μας επίσης.
Το μυστήριο του χρόνου συνεχίζει να μου είναι ακατανόητο, είναι το μεγαλύτερο από όλα τα μυστήρια, δεν ξέρουμε απολύτως τίποτε γι' αυτό. Το μυστήριο της ζωής μας, επίσης. Εννοώ της προσωπικής ζωής μας, όχι της ζωής γενικώς. Δεν καταλαβαίνω τίποτε. Όλα είναι κλειδωμένα για μένα, κι όλα επίπονα τα ξεκλειδώνω. Όλα τα βλέπω για πρώτη φορά, και όλα με εκπλήσσουν. Ξανά και ξανά. Μένω συνεχώς άναυδος από την όλη συνομωσία των πραγμάτων. Κι όλο ανακαλύπτω τα πιο σκοτεινά πράγματα, μου αποκαλύπτονται αλύπητα. Ξανά και ξανά.
Πώς μας την έφερε έτσι ο Χρόνος; Να μην μπορώ να δω τον εαυτό μου στο μέλλον, να μη θυμάμαι καλά τον εαυτό μου στο παρελθόν, και το παρόν μου να είναι ένα σκοτεινό δάσος γεμάτο ιδέες που ακόμη προσπαθώ να εξερευνήσω, κι εγώ κάποτε νόμισα ότι μπορείς να το διασχίσεις όλο το δάσος, πέρα ως πέρα, κι ακόμη παραπέρα, τι δουλειά έχω ακόμη μέσα στις σκιές του; Κι από την άλλη, πώς βρέθηκα εγώ εδώ πέρα, σ' αυτόν τον μελλοντικό κόσμο, ανάμεσα στους φαύλους και στους βαρβάρους, σ' έναν κόσμο χειρότερο, πώς βρεθήκαμε εδώ πέρα, εμείς, που παίζαμε με τα τόξα μαζί με τον Ρομπέν των Δασών, που καλπάζαμε μαζί με τον Ιβανόη, που βουτούσαμε στους βαθύτερους βυθούς μαζί με τον Κάπταιν Νέμο, και περνούσαμε πέρα από τους καθρέφτες μαζί με την Αλίκη, που ονειρευτήκαμε διαστημικές αποικίες, αθανασία, αιώνιους έρωτες, αχώριστες φιλίες, εμείς, που τραγουδούσαμε τα πιο επαναστατικά τραγούδια, που ονειρευτήκαμε ταξίδια μακρινά; κι εγώ που, όπως όλοι οι συγγραφείς, εγώ που έβλεπα τον παράδεισο σαν μια βιβλιοθήκη, ακόμη δεν την έχω τη βιβλιοθήκη, όλο τη φτιάχνω και όλο τη χάνω, όλο μου την παίρνουν, όλο μου διαφεύγει, σαν τον παράδεισο.
Σκέφτομαι ότι, κατά βάθος, όλοι μας ζούμε με την ελπίδα. Δεν έχουμε τίποτε άλλο. Έχουμε μόνο την ελπίδα και τη φαντασία μας, όλα τα άλλα είναι ψεύτικα. Αυτά είναι ακόμη αγνά, ίσως, είναι ακόμη δικά μας, αιώνια, όπως ήταν πάντα.
Και τώρα, λίγες μέρες πριν από το 2008 (ή λίγες μέρες μετά, τι σημασία έχει), προσπαθώ να αντικρίσω μπροστά μου τον χρόνο, και βλέπω καθαρά, βλέπω μονάχα τις ελπίδες μου, βλέπω μονάχα τις ελπίδες μας. Είναι τόσο εύθραυστες. Κι είναι τα πιο σημαντικά πράγματα του κόσμου, τα μόνα αληθινά πράγματα του κόσμου, τα μόνα αληθινά πράγματα σε έναν ψεύτικο κόσμο. Οι ελπίδες μας. Βλέπω μπροστά στον χρόνο μας, και βλέπω καθαρά, για πρώτη φορά, βλέπω καθαρά, βλέπω μόνο τις ελπίδες μας. Βλέπω τις ελπίδες μου. Βλέπω και τις δικές σου ελπίδες, όποιος κι αν είσαι εσύ που διαβάζεις αυτές τις γραμμές που τις έγραψα ένα βράδυ μετά τα μεσάνυχτα, καθώς ψηνόμουν στον πυρετό, ολομόναχος, «πάνω στο τραπέζι του διαβόλου» (όπως έγραψε κάποτε ο Κόντογλου, και όπως, νομίζω, ο Μπέκφορντ). Τις βλέπω τις ελπίδες σου. Ποιος ξέρει πόσες ελπίδες έχουμε κοινές. Ποιος ξέρει τι μοιραζόμαστε εμείς οι δύο. Ποιος ξέρει πόσοι είμαστε.
Έτσι, χωρίς να τις γράψω, παρά μόνο να τις κοιτώ στον ορίζοντα, στέλνω κι εγώ το μήνυμά μου προς το άγνωστο, ανείπωτο, προς άγνωστο παραλήπτη, το μήνυμα με τις ελπίδες μου, κι εύχομαι οι ελπίδες σου, αναγνώστη, να είναι καλές ελπίδες, σαν τις δικές μου, κι όλες να έχουν έστω και μια μικρή ευκαιρία να γίνουν αληθινές, το 2008 που έρχεται, που ήρθε, που θα φύγει.
Να, φίλοι μου, κι έτσι νιώθω, εδώ στο καράβι των αιώνων μας και των ταξιδιών μας, πώς γι' ακόμη μια φορά, στρίβουμε τη γωνία, και πλησιάζουμε στο ύστατο σύνορο, κανείς δεν ξέρει τι μας περιμένει πίσω από εκεί, μόνο πλησιάζουμε, όλο και πιο μακριά, στην άκρη του γνωστού μας χρόνου, πλησιάζουμε, πάλι, στο Ακρωτήρι της Καλής Ελπίδας. Οι άνθρωποι το ονόμασαν έτσι, εκεί, στην άκρη της Μαύρης Αφρικής, γιατί δεν ήξεραν τι θα τους τύχει πιο πέρα, στον άγνωστο ωκεανό, κι είχε μεγάλες φουρτούνες εκεί πέρα, στο ακρωτήρι στην άκρη του κόσμου, και γι' αυτό το ονομάσαμε, εμείς οι άνθρωποι, το Ακρωτήρι της Καλής Ελπίδος.
Αυτό γράφει ο χάρτης ακόμη, το 2008, κι έτσι παίρνουν κουράγιο οι ναυτικοί, και ξεγλιστρούν από το ακρωτήρι, και απομακρύνονται πέρα στον ωκεανό, μαζί με τις ελπίδες τους. Αφού ζούμε ακόμη, δεν μας πρόδωσαν. Κι αυτό σημαίνει, αν το καταλαβαίνω καλά, ότι δεν μας πρόδωσε ακόμη ο εαυτός μας. Αν υπάρχει μια αρετή αληθινά μεγάλη, είναι η γενναιότητα. Αυτήν την αρετή αν έχουμε, πάντα στο πλευρό μας, δεν θα φοβόμαστε τίποτε, όταν χαθεί στον ορίζοντα πίσω μας το Ακρωτήρι της Καλής Ελπίδας. Κι από αυτό το κατάστρωμα, έχει τη μεγαλύτερη θέα που είδες στη ζωή σου. Είμαστε ακόμη εδώ, πάνω στην πλώρη, ζωντανοί, έπειτα από τόσα και τόσα. Τι να φοβηθούμε;
ΞΕΝΕΣ ΧΩΡΕΣ
Μικρούλης εγώ, πάνω στην κερασιά εκεί σκαρφαλωμένος με τις ώρες
κρατιόμουν καλά από τα κλαδιά και κοίταζα πέρα, σε ξένες χώρες.
Είδα τους διπλανούς κήπους που ξανοίγονται μέσ' στα λουλούδια πέρα εκεί
κι άλλα πανέμορφα μέρη να φαίνονται που ποτέ μου δεν είχα ξαναδεί.
Είδα τα νερά του ποταμού να κυλούν και τον γαλάζιο καθρέφτη τ' ουρανού
είδα ανθρώπους πρός την πόλη να περπατούν και τους μεγάλους δρόμους που οδηγούν αλλού.
Αν κατάφερνα ένα δέντρο πιο ψηλό να βρω
όλο και πιο μακριά θα μπορούσα να δω
εκεί που το ποτάμι με την θάλασσα γίνετ' ένα
στα πλοία που φεύγουνε για μέρη ξένα,
εκεί που οι δρόμοι, από κάθε χέρι,
μακριά οδηγούν στων ξωτικών τα μέρη
εκεί που τα παιδιά πάνε για ύπνο αργά
κι όλα τα παιχνίδια είναι ζωντανά.
(Ρόμπερτ Λουίς Στήβενσον)