ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Όταν ήμουν μικρός, πολλές φορές άκουγα τους μεγάλους γύρω μου να λένε: «Το ύψιστον αγαθόν είναι η ελευθερία». Η φράση αυτή με προβλημάτιζε όποτε την άκουγα, ώσπου κάποια στιγμή κατάλαβα ότι σήμαινε πως «το καλύτερο πράγμα στον κόσμο είναι να είσαι ελεύθερος».
Μπορεί να ήμουν ακόμη μικρό παιδάκι, αλλά τότε κατάλαβα ότι εγώ δεν ήμουν ελεύθερος. Δεν μπορούσα να βγω από το σπίτι μου χωρίς συνοδό, δεν μπορούσα να απομακρυνθώ προς οποιαδήποτε κατεύθυνση, δεν μπορούσα να κοιμάμαι ό,τι ώρα ήθελα, δεν μπορούσα να παίξω όποτε και όσο ήθελα, ό,τι έλεγα στους άλλους ήταν πάντα λάθος και όλοι ήθελαν να με διορθώνουν, δεν μπορούσα να αποκτήσω ό,τι ήθελα, να φάω και να πιω ό,τι ήθελα, να εξερευνήσω τον κόσμο, να πετάξω, να γνωρίσω απαγορευμένα για μένα πράγματα, να αμφισβητήσω τους δασκάλους μου, κλπ, κλπ.
Ρωτούσα τους μεγάλους γύρω μου αν είναι σωστό να έχει κανείς το καλύτερο πράγμα στον κόσμο και να είναι ευτυχισμένος μ’ αυτό. Μου απαντούσαν, ναι, είναι σωστό. Τότε τους ρωτούσα γιατί εγώ να μην έχω την ελευθερία μου, αφού αυτό είναι το «ύψιστον αγαθόν» που μπορεί να έχει κανείς. Οι μισοί μου απαντούσαν ότι ήμουν ακόμη πολύ μικρός και οι κίνδυνοι στον κόσμο ήταν πάρα πολλοί, γι’ αυτό και έπρεπε να κάνω ό,τι μου λένε και να μην είμαι τόσο ελεύθερος. Οι άλλοι μισοί μου απαντούσαν ότι ήμουν ακόμη πολύ μικρός για να τα καταλάβω αυτά και θα έπρεπε να περιμένω να μεγαλώσω για να μου παραχωρηθεί το «ύψιστον αγαθόν». Έτσι κι εγώ, έκανα υπομονή περιμένοντας να μεγαλώσω (εντάξει, έκανα και μερικές «παρανομίες» για να πάρω μία γεύση από τη μελλοντική ελευθερία μου), υπακούοντας σε ό,τι μου έλεγαν οι μεγάλοι, περιμένοντας με καρτερία τη στιγμή που θα μπορώ κι εγώ το σκλαβάκι να απολαύσω το «ύψιστον αγαθόν».
Σήμερα, έχοντας σώας τα φρένας και το ώριμον της ηλικίας, καταγγέλλω τους μεγάλους ότι με εξαπάτησαν. Όχι μόνο συνεχίζω να μην είμαι ελεύθερος, αλλά όταν ήμουν μικρός ήμουν πολύ πιο ελεύθερος απ’ ότι είμαι τώρα, σε σημείο να νοσταλγώ συχνά την ελευθερία της παιδικής μου ηλικίας!
Κατ’ αρχήν, μεγαλώνοντας ανακάλυψα ότι η ελευθερία δεν είναι το «ύψιστον αγαθόν». Το ύψιστον αγαθόν είναι το χρήμα. Κι αν έχεις πολύ χρήμα, μόνο τότε είσαι ελεύθερος. Για τη δική μου παιδική λογική αυτό σημαίνει ότι είσαι όμηρος. Και με το χρήμα εξαγοράζεις την ελευθερία σου. Πληρώνεις τα λύτρα. Με λίγα λύτρα πληρώνεις απλώς το δικαίωμά σου να υπάρχεις και να αναπνέεις στην πραγματικότητα, με πολλά λύτρα πληρώνεις το δικαίωμά σου να περνάς καλά και να είσαι ωραίος και αξιοπρεπής στις βόλτες σου στην πραγματικότητα, και με πάρα πολλά λύτρα –ε, τότε διαμορφώνεις την πραγματικότητα. Τα πάντα εξαγοράζονται εδώ. Διότι η ελευθερία είναι τα πάντα, κι η ελευθερία εξαγοράζεται, γι’ αυτό και είναι το «ύψιστον αγαθόν», διότι είναι το «ακριβότερον αγαθόν», αφού στην πληρότητά της εξαγοράζεται με πάρα πολλά χρήματα. (Αυτό εξηγεί και την εμμονή μας με τους ηρωικούς προγόνους μας που αγωνίστηκαν για την ελευθερία υπό το λάβαρο που έγραφε «Ελευθερία ή Θάνατος» –φράση με εννιά συλλαβές που εξηγούν και τις εννιά ρίγες στη σημαία μας– κρατάμε τα ιδανικά τους σε μια νέα κοινωνία που έχει παραφράσει λίγο αυτή τη φράση στο νέο λάβαρο «Χρήμα ή Θάνατος». Όπως και τότε, έτσι και τώρα, το «ύψιστον αγαθόν» είναι ζήτημα επιβίωσης).
Δεν είμαι ελεύθερος τώρα που μεγάλωσα, παρ’ όλες τις παιδικές προσδοκίες μου. Δεν είμαι ελεύθερος γιατί είμαι δεσμευμένος από το χρήμα, από τις υποχρεώσεις μου, από το ρόλο που απαιτούν από εμένα οι άλλοι άνθρωποι, δεσμευμένος από το φόβο για τα πάντα, τις ενοχές για τα πάντα, δεσμευμένος σε μια προγραμματισμένη καθημερινότητα, σε έναν τόπο, σε μία γλώσσα, σε μία αντίληψη, δεσμευμένος από κοινωνικές επιταγές, θρησκευτικές επιταγές, οικογενειακές επιταγές, δεοντολογικές επιταγές, γεωγραφικές και κλιματικές επιταγές, τραπεζικές επιταγές. Κι όλα αυτά δεν είναι παρά η αδόκιμη εισαγωγή στην περιγραφή του δράματος της δέσμευσής μου.
Θα μου πείτε ότι είμαι ουσιαστικά ελεύθερος, στον «ελεύθερο χρόνο» μου. Τί ειρωνεία... Τι ειρωνική έκφραση: «στον ελεύθερο χρόνο μου». Για να την κατανοούμε καλύτερα, πρέπει να θυμόμαστε ότι η λέξη «δουλειά» είναι η λέξη «δουλεία» με τον τόνο μετατοπισμένο. Γιατί, αν θέλουμε να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, η δουλειά είναι αυτό ακριβώς: μισθωτή δουλεία. «Δουλεύω» σημαίνει είμαι δούλος. Πέντε χιλιάδες χρόνια πολιτισμού και επίπονης εξερεύνησης του κόσμου των ανθρώπων και του κόσμου των ιδεών, το μόνο ουσιαστικό που κατάφεραν ήταν να μετατοπίσουν έναν τόνο σε μία λέξη, για να μη νιώθουμε άσχημα. Κάποτε οι περισσότεροι άνθρωποι ήταν δούλοι των ισχυρών. Μέσα σε πέντε χιλιάδες χρόνια κάτι άλλαξε: τώρα οι περισσότεροι άνθρωποι είναι ακόμη δούλοι, αλλά τους έχει παραχωρηθεί λίγος «ελεύθερος χρόνος». (Και «διακοπές», δύο φορές το χρόνο: μία για τον Χριστούλη και μία για τον τουρισμό).
Τέλος πάντων, δεν θέλω να κατηγορηθώ εδώ για πολιτική σκέψη, αφού θεωρώ την πολιτική σκέψη ύποπτη διαδικασία, μιας και θεωρώ την πολιτική: εφαρμοσμένη συνωμοσιολογία. Προτιμώ να κατηγορηθώ για ελεύθερη σκέψη…
(Κι η ελεύθερή μου σκέψη, κοιτώντας το παιχνίδι γύρω μου, μου λέει ότι ο νόμος που εκπέμπεται είναι αυτός: «Θα δουλεύεις για να παράγεις τα προϊόντα που θα αγοράζεις με το χρήμα που θα παίρνεις από τη δουλειά σου. Όσο πιο καλά και υπάκουα παίζεις σ’ αυτό το φαύλο κύκλο, τόσο πιο ελεύθερος θα γίνεσαι, αφού θα σου παραχωρείται όλο και πιο πολύς “ελεύθερος χρόνος”…» Μάλιστα… Τώρα καταλαβαίνω την αληθινή έννοια της παράξενης φράσης «ο χρόνος είναι χρήμα»).
Παραπάνω έλεγα ότι όταν ήμουν μικρός και διψούσα για ελευθερία, πολλοί μεγάλοι μου έλεγαν ότι «ήμουν ακόμη πολύ μικρός και οι κίνδυνοι στον κόσμο ήταν πάρα πολλοί, γι’ αυτό και έπρεπε να κάνω ό,τι μου λένε και να μην είμαι τόσο ελεύθερος». Τώρα, ή εγώ δεν μεγάλωσα ακόμη, ή οι κίνδυνοι στον κόσμο συνεχίζουν –παρ’ όλο που μεγάλωσα– να είναι πάρα πολλοί, και πρέπει να κάνω ότι μου λένε και να μην είμαι και τόσο ελεύθερος. (Τα τελευταία χρόνια, μάλιστα, οι «μεγάλοι» του κόσμου το λένε και κάθε μέρα από την τηλεόραση).
Επειδή όμως πλέον είμαι αρκετά μορφωμένος, μπορώ πια να αναλύσω αυτή τη ρήση των μεγάλων, με φιλοσοφική πρόθεση. (Δεν είμαι μορφωμένος επειδή πήγα στα σχολεία και στα πανεπιστήμιά τους, τελικά μορφώθηκα μόνος μου. Αφού –αν θέλετε να συνεχίσουμε να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους– τα παιδάκια τα στέλνουν στο σχολείο για να μάθουν να ξυπνάνε το πρωί, να υπακούνε σε ανωτέρους, να πειθαρχούν, και να συμβιώνουν με τα άλλα παιδάκια κάνοντας ό,τι κάνουν τα άλλα παιδάκια με στόχο την ομοιογένεια. Αυτό δεν είναι μόρφωση, είναι «κοινωνική εκπαίδευση» για να φτιάχνει εργάτες και υπαλλήλους, στρατιώτες και μέλισσες, και κατ’ εξαίρεση «ειδικούς» σε προδιαγεγραμμένους τομείς. Ή, μάλλον, τώρα που το σκέφτομαι, είναι μόρφωση, γιατί η λέξη «μόρφωση» σημαίνει τη διαδικασία με την οποία κάτι «παίρνει μορφή». Και, στην περίπτωσή μας, η μορφή προέρχεται από κάποιο καλούπι ενός αόρατου εργοστάσιου. Χμ, κι αν η πρέσα δεν δουλέψει σωστά, τότε το προϊόν πρέπει να πάει στο «αναμορφωτήριο». Γι’ αυτό μάλλον μου αρέσει να λέω ότι μορφώθηκα μόνος μου, όσο μπόρεσα).
Αν αναλύσω, λοιπόν, εκείνη τη ρήση των μεγάλων, με φιλοσοφική πρόθεση, θα δω ότι ανάμεσα στη μικρότητα και στην ελευθερία στέκει ένα σοβαρό διαχωριστικό εμπόδιο: ο φόβος.
Όταν ήμουν μικρός, η γιαγιά μου συνήθιζε να λέει μία άλλη αινιγματική ρήση, που τότε δεν την καταλάβαινα: «Ο φόβος φυλάει τα έρημα…» Σήμερα, η ίδια φιλοσοφική πρόθεση (ή αλληγορική, αν προτιμάτε) με βοηθάει να την κατανοήσω. Αναφέρεται στα πρόβατα ή –γιατί όχι– στα μικρά παιδάκια. Εννοεί ότι δεν χρειάζεται να ανησυχούμε πολύ αν τα πρόβατα μείνουν αφύλαχτα, («έρημα», δηλαδή μόνα τους, χωρίς φύλακα), αφού τα φυλάει ο φόβος τους. Φοβούνται και από μόνα τους, δεν χρειάζεται να τα φοβίζουμε εμείς συνεχώς…
Λοιπόν, ένα πρώτο μου συμπέρασμα καθώς μεγάλωνα, ήταν ότι ο άνθρωπος δεν είναι ελεύθερος γιατί φοβάται. Τί φοβάται; Μα, φυσικά, την ελευθερία. Φοβάται την ελευθερία. (Κι όταν δεν τη φοβάται αυτός, δεν πειράζει, τη φοβούνται οι άλλοι, στο πρόσωπό του… Αν το σκεφτείτε λίγο, θα δείτε ότι οι «ελεύθεροι» άνθρωποι συνήθως είναι ύποπτοι, «αναξιόπιστοι», «αμφιλεγόμενοι», «απειθάρχητοι», «άτακτοι», «ανεξέλεγκτοι», «ιδιόρρυθμοι», «τρελοί», «παράνομοι», ακόμη και «σατανικοί»). Φυσικά, αυτό ισχύει γιατί ο άνθρωπος, πάνω απ’ όλα, φοβάται το άγνωστο (την ύψιστη σύνοψη όλων των φόβων), δηλαδή τον θάνατο. Νομίζω πως –σε ανησυχητικά μεγάλο βαθμό– είμαστε όντα της συνήθειας. Αν είμαι κλεισμένος στο βολικό, γνωστό, ασφαλές κελί μου, που στο κάτω-κάτω το έχω συνηθίσει κιόλας, γιατί να βγω εκεί έξω στο άγνωστο, άβολο, ανασφαλές και ασυνήθιστο σύμπαν για χάρη της ελευθερίας μου;
Από την άλλη, στην παιδική μου σκέψη, ελευθερία σημαίνει να κάνω αυτό που θέλω. Αλλά για να κάνω αυτό που θέλω, πρέπει, πρώτα απ’ όλα, να ξέρω τι θέλω. Δηλαδή, όπως το καταλαβαίνω εγώ, να έχω όνειρα, να έχω οραματικό σκοπό. Απ’ όσο ξέρω, οι περισσότεροι άνθρωποι δεν ξέρουν τι ακριβώς θέλουν, δεν έχουν ιδιαίτερα όνειρα, δεν έχουν οραματικό σκοπό, είναι βολεμένοι στο μικρό κελί τους (και δεν ανησυχούν όσο βλέπουν και τους άλλους να είναι στα κελιά τους, οπότε δεν έχουν λόγο να αισθάνονται και ιδιαίτερα άσχημα, «αφού συμβαίνει σε όλους…») Η παράξενη αλήθεια είναι αυτή: οι περισσότεροι άνθρωποι δεν θέλουν να είναι στ’ αλήθεια ελεύθεροι. Ή έστω δεν ξέρουν καν γιατί να είναι στ’ αλήθεια ελεύθεροι, δεν έχουν καν λόγο να είναι στ’ αλήθεια ελεύθεροι. Απ’ ό,τι φαίνεται τους αρκεί να είναι «λίγο» ελεύθεροι, είναι ικανοποιημένοι με «λίγη» ελευθερία, όχι με «πολύ». Σαν να λέμε, είναι ευχαριστημένοι αν το κελί έχει ωραία θέα από τα κάγκελα, μια τηλεόραση κι ένα μπαρ, κι επισκέπτες από τα άλλα κελιά, και που και που, όταν θέλουν, ελεύθερα, να βγαίνουν και μια βόλτα στην αυλή.
Κάποτε, συζητώντας –κάτι σχετικό με όλα αυτά– με τον μουσικό Ζαν-Ζακ Μπουρνέλ (τον μπασίστα των Stranglers), θυμάμαι μου είχε πει: «Α, είναι πρόστυχο να είσαι ελεύθερος, ή ακόμη και να θέλεις να είσαι ελεύθερος. Ποιος είσαι εσύ για να απαιτείς να είσαι ελεύθερος; Τί έχεις να παρουσιάσεις; Όταν όλοι γύρω σου είναι δούλοι του συστήματος ή του ρόλου τους, πώς μπορείς εσύ να είσαι ελεύθερος; Είναι αγένεια. Είναι σαν να πεινάνε τα παιδάκια στην Αιθιοπία κι εσύ να θέλεις μπριζόλες και αρώματα. Είναι απάνθρωπο…»
Ο ειρωνικός φιλοσοφικός κυνισμός του Ζαν-Ζακ, με είχε κάνει να γελάσω εύθυμα, χωρίς να αναλογιστώ αμέσως τις μεγάλες αλήθειες που έκρυβε. Τότε, ήταν λίγο «πανκ» όλα αυτά, η οργή και η ειρωνεία ήταν κάτι σαν κοινωνική υποχρέωση, ήταν θέμα στυλ.
Τελικά, νομίζω ότι οι άνθρωποι δεν θέλουν αληθινά την ελευθερία, τους φοβίζει ή δεν την καταλαβαίνουν. Χρησιμοποιούν τη λέξη ελευθερία, ποιητικά, (μάλιστα, ίσως είναι η μόνη ποίηση που επιτρέπουν τόσο συχνά στον εαυτό τους). Οι άνθρωποι δεν θέλουν να είναι ελεύθεροι, θέλουν να έχουν «δικαιώματα». Τους ενδιαφέρει η «δικαιοσύνη», όχι η «ελευθερία». Θέλουν «να έχουν το δικαίωμα» να κάνουν κάτι, να λένε κάτι, ή να είναι κάπως. Αυτό εννοούν όταν λένε ότι θέλουν «να είναι ελεύθεροι».
Δικαίωμα σημαίνει παραχώρηση δικαίου, «άδεια για το δικό μου», ας πούμε, δικαιωμένη απαίτηση. Είναι σαν να ζητάς μια άδεια από το λοχαγό σου, και να είναι υποχρεωμένος από τον κανονισμό να σου τη δώσει, αν τελείς τις προδιαγραφές γι’ αυτήν. Η λέξη «δικαίωμα», κατά τη γνώμη μου, κατά βάθος είναι προσβλητική, κάποτε κάποιος έδωσε κάποια «δικαιώματα» στους δούλους, ουσιαστικά τα απαραίτητα για μια κάπως αξιοπρεπή ζωή. Όλοι οι ανθρώπινοι αγώνες, δυστυχώς, έγιναν για το δικαίωμα στη ζωή και για την αξιοπρέπεια, φοβάμαι ότι δεν έγιναν για την Ελευθερία. Είμαστε, όπως μου το έλεγε ο Μπουρνέλ, παιδάκια σε μια πνευματική Αιθιοπία, πρέπει να ζητάμε ψωμί, νερό, περισσότερες ανάσες, όχι «μπριζόλες και αρώματα». Έπειτα από πέντε χιλιάδες χρόνια, οι άνθρωποι –και όχι όλοι– κατέκτησαν απλώς το δικαίωμα στη ζωή και λίγο στην έκφραση, τα δεδομένα δηλαδή, και όχι την ελευθερία τους, την ατομική τους ελευθερία, πόσο μάλλον μια αληθινά ελεύθερη κοινωνία. Χρειάζεται άλλα πέντε χιλιάδες χρόνια πολιτισμός για να το κατακτήσουμε αυτό. Κι εγώ δεν θα είμαι εδώ τότε…
Θυμάμαι και μια πρόσφατη συζήτηση με τον καλό μου φίλο Θόδωρο Παπαδόπουλο (αδιόρθωτο τύπο, γνωστό συλλέκτη και ιδιοκτήτη του Berlin στη Θεσσαλονίκη), όπου χαρακτηριστικά μου είχε πει:
«Παντελή, κάνεις λάθος αν νομίζεις ότι οι άνθρωποι θέλουν ελευθερία. Οι άνθρωποι θέλουν ευτυχία. Δεν θέλουν ελευθερία, τί να την κάνουν; Και ο άνθρωπος είναι ευτυχισμένος μόνο αν είναι εξαρτημένος. Ελευθερία σημαίνει ανεξαρτησία, να μην εξαρτάσαι από κανέναν και από τίποτε, να είσαι ανεξάρτητος. Όμως, απ’ ό,τι βλέπεις, αυτό δεν είναι και τόσο φυσικό. Οι άνθρωποι, από τη φύση τους, είναι απόλυτα εξαρτημένοι από τα πάντα, επιθυμούν την εξάρτηση, μ’ αυτήν νιώθουν καλά, την αποζητούν για να νιώσουν ευτυχία, γαλήνη και αρμονία. Είναι εξαρτημένοι από τη μαμά τους και τον μπαμπά τους, από τη γυναίκα τους ή από τον άντρα τους, από το φαγητό, από την ικανοποίηση των αναγκών τους, από τα όργανα του σώματός τους, από τις αισθήσεις τους, από τον καιρό, από τις ουσίες, από το σεξ, από το σπίτι τους και τα αντικείμενά τους, από την πατρίδα τους, από το DNA τους, από τις συνήθειές τους, από την καλοπέραση, από την ειρήνη και την ασφάλεια, από την πληροφορία, από τα σώου, από τις εντυπώσεις, από τη γνώμη και την κριτική των άλλων, από τις βιολογικές τους ανάγκες, από τον Θεό τους, κλπ. Έτσι νιώθουν ευτυχισμένοι. Έτσι έχουν μάθει. Έτσι είναι ένα με τον κόσμο γύρω τους, τον κόσμο τους. Το να αποζητάς την ελευθερία, την ανεξαρτησία, είναι σαν να θέλεις να είσαι δυστυχισμένος.
»Η πενηντάχρονη πείρα μου ως τώρα με έχει διδάξει ότι οι άνθρωποι θέλουν αγάπη, τρυφερότητα και στοργή, αποδοχή και κοινωνική αναγνώριση, ησυχία και ασφάλεια, ψυχαγωγία και φιλία, οικογένεια και δημιουργία, παρηγοριά και κατανόηση, σεβασμό, σιγουριά και καλοπέραση. Όλα αυτά είναι εξάρτηση. Δεν θέλουν να είναι ανεξάρτητοι. Δεν μπορούν να είναι ανεξάρτητοι. Απλά το λένε καμιά φορά για πλάκα, για να κάνουν τους έξυπνους, τους διαφορετικούς. Αυτό είναι όλο. Αν υπήρχε αληθινή ελευθερία στον κόσμο, χαθήκαμε, καταστραφήκαμε. Κανείς δεν θα ξέρει που πάνε τα τέσσερα…»
Ο Θόδωρος είναι επίσης κυνικός και μεγάλος χιουμορίστας, αλλά νομίζω ότι είναι σοφό αυτό που μου είπε, έχει δίκιο. Στην ουσία δεν διαφέρει απ’ αυτό που μου είπε κάποτε ο Λάμα Ντόρτζιε: «Απόλυτη ελευθερία σημαίνει και ελευθερία από την ελευθερία…» Αν και αυτό είναι ένας ακροβατικός συλλογισμός, μια λεκτική μαύρη τρύπα, που στοχεύει στη «φώτιση» του ακροατή, όπως του το δίδαξαν οι δάσκαλοί του.
Από την άλλη, θυμάμαι μια παλιά μυστηριώδη συζήτηση με τον συγγραφέα Γιώργο Μπαλάνο, κατά την οποία είχε πει την θρυλική ατάκα: «Τα πάντα γίνονται για μεγαλύτερα ποσοστά ελευθερίας…» ©
Δηλαδή, όπως το σκέφτομαι αυτήν τη στιγμή, όλα, τα πάντα, γίνονται για την ελευθερία, αλλά βήμα-βήμα, κάθε φορά έστω και για μια ίντσα παραπάνω ελευθερίας, επίπονα, αργά, σταδιακά, πολεμικά. Όμως, κοιτώ γύρω μου και μέσα μου και βλέπω ότι αυτό γίνεται απελπιστικά αργά, τόσο αργά που όταν επιτέλους κερδίζεται η ίντσα κανείς δεν το συνειδητοποιεί. Και έστω μέχρι να γίνει αυτό το βηματάκι, ο αρχικός σκοπός του έχει ξεπεραστεί προ πολλού, είναι πλέον άσκοπο, η πρόθεση έχει μεταλλαχθεί πολύ πριν καν θυμηθεί ότι κάποτε έδωσε την εντολή γι’ αυτό το τόσο καθυστερημένο βήμα. Αυτά τα βήματα, αυτά τα αργοπορημένα «ποσοστά», είναι σαν τους παλιούς καλούς επαναστάτες, που ξεκίνησαν να πολεμήσουν την τυραννία, και μέχρι να τη νικήσουν έχουν γίνει και οι ίδιοι τύραννοι.
Η Ελευθερία, αυτή η αγαπημένη κυρία των πολεμιστών και των ποιητών, ξεγλιστρά συνεχώς, ξεφεύγει από τις προθέσεις, είναι πάντα ένα βήμα μπροστά, πάντα άπιαστη, πάντα χαμένη. Δεν προσφέρει ποτέ ένα ανέλπιστο νόημα, έστω κι αν τα πάντα γίνονται γι’ αυτήν…
Ναι, βέβαια, δεν μπορούμε παρά να το παραδεχτούμε, και ο Μπουρνέλ και ο Θόδωρος και ο Λάμα και ο Μπαλάνος έχουν δίκιο. Πως θα μπορούσαν να μην έχουν; Όλοι οι ωραίοι άνθρωποι έχουν δίκιο.
Αλλά, να, δεν ησυχάζω, κοιτώ γύρω μου και βλέπω έναν κόσμο στον οποίο βασιλεύει η τερατώδης βλακεία, μια βλακεία που βγάζει μάτι. Και, έστω κι αν αυτό το συμπέρασμα κατά βάθος υπονοεί ότι εγώ είμαι ο έξυπνος ή έστω ο πιο βλάκας, δεν αντέχω αν δεν το καταγγείλω.
Βλέπω στην τηλεόραση ανθρώπους να μιλούν για ελευθερία, ενώ έχουν δεμένο το λαιμό τους με γραβάτες και περιστοιχίζονται από υπάλληλους, στρατιώτες και ασφαλίτες. Και κανένας δεν το παρατηρεί. Βλέπω τον μισό κόσμο να γενοκτονεί τον άλλο μισό κόσμο, στο όνομα του Θεού, της οικονομίας, της «ελευθερίας». Βλέπω τους μεγαλο-δημοσιογράφους να μιλούν για ελευθερία της σκέψης και της γνώμης, οι ίδιοι άνθρωποι που διαμορφώνουν κατά παραγγελία (άγνωστο από ποιους) επί δεκαετίες την κοινή γνώμη, και μάλιστα όλοι τους με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, με ολόιδιες μεθόδους και γραμμές, σε σημείο να κάνεις ζάπινγκ στα δελτία ειδήσεων και να μη χάνεις καμία είδηση, γιατί τις λένε όλα με τον ίδιο τρόπο, με τα ίδια πλάνα, με τις ίδιες λέξεις και ακόμη και με την ίδια σειρά. Και κανένας δεν το παρατηρεί. Βλέπω τους ανθρώπους να στεναχωριούνται με τα ίδια πράγματα, να χαίρονται με τα ίδια πράγματα, να ποθούν τα ίδια πράγματα, να μιλούν με τον ίδιο τρόπο για τα ίδια πάντα θέματα, να κινούνται όλοι μαζί με τον ίδιο τρόπο, να ντύνονται με τα ίδια ρούχα, να κάνουν τα ίδια λάθη, να πιστεύουν όλοι βασικά στα ίδια πράγματα, να ονειρεύονται τα ίδια πράγματα, να έχουν ίδια αντίληψη, ίδιο τρόπο σκέψης, ίδια ζωή, ίδιο θάνατο. Και όλοι τους νιώθουν διαφορετικοί, μοναδικοί, ελεύθεροι, και κανείς δεν παρατηρεί τη ρομποτική μας ομοιογένεια…
Από την άλλη, βλέπω τον άνθρωπο, όσο τον ξέρω: δεν αγωνίζεται για μεγαλύτερα ποσοστά ελευθερίας, αλλά για μεγαλύτερα ποσοστά δύναμης. Είτε αυτό σημαίνει να έχει το καλύτερο αυτοκίνητο, την καλύτερη μαγεία, τον καλύτερο θεό με το μέρος του, είτε σημαίνει να έχει απόλυτο έλεγχο στα πράγματα, να έχει τη μεγαλύτερη αποδοχή από τους άλλους, να έχει περισσότερο χρήμα, δεν σταματά να αγωνίζεται συνεχώς για μεγαλύτερα ποσοστά δύναμης.
Βλέπω ακόμη και τους λεγόμενους «διανοούμενους» να μην είναι καθόλου εστιασμένοι στον πνευματικό κόσμο, αναζητώντας πνευματική ελευθερία, αλλά να θέλουν να ελέγχουν για λογαριασμό και εν ονόματι του πνεύματος τον υλικό κόσμο, αναζητώντας πνευματικό θρόνο επί της ύλης, κι ο καθένας κατασκευάζει το μικρό του δόγμα, ζητώντας από τους άλλους να το προσκυνήσουν, ή να παραμείνουν «σκλάβοι» της «άγνοιας» αν δεν αποδεχθούν το δόγμα της γνώσης που αυτοί εγκαθιδρύουν. Και κανένας δεν το παρατηρεί, κι όλοι τους ονομάζουν «ανθρώπους του πνεύματος».
Και από την άλλη για να είσαι αποδεκτός ως «άνθρωπος του πνεύματος και της γνώσης», ακόμη και ως απλός στοχαστής ή ως αναλυτής, πρέπει να είσαι «έγκυρος». Και κανένας δεν ρωτάει επιτέλους: τί εννοείτε όταν λέτε «έγκυρος» ρε παιδιά; Να έχει «εγκριθεί» και «επικυρωθεί» από ποιόν; Να του έχει δοθεί «κύρος» από ποιον; Πώς τον λένε επιτέλους να μάθουμε κι εμείς το όνομά του; «Έγκυρος» βάσει ποιου δόγματος; Βάσει ποιας γραμμής; «Εν κύρος» βάσει ποιου κυρίου;
Βλέπω τους ανθρώπους να ψάχνουν παντού και πάντα την αλήθεια, σε έναν κόσμο που είναι ολόκληρος κατασκευασμένος πάνω στα ψέματα, και να μετατρέπουν τα πιο διαδεδομένα από αυτά τα ψέματα, σε «μεγάλες αλήθειες». Όλοι θέλουν να είναι ξεχωριστοί από τους άλλους, και θέλουν να πρεσβεύει η γνώμη τους την αλήθεια, και θέλουν να λένε ελεύθερα τη γνώμη τους. Και πιστεύουν ότι η αλήθεια είναι πάντα μία! Τί σημασία έχει να λέμε ελεύθερα τη γνώμη μας, αν αυτή είναι ίδια με όλες τις άλλες;;...
Όλους τους ανθρώπους τους ενδιαφέρει η αλήθεια, ενώ θα έπρεπε να τους ενδιαφέρει η ελευθερία.
Τους ενδιαφέρει η «αλήθεια»! Άραγε, ποια από τις επτά δισεκατομμύρια αλήθειες; Αυτή που τους βολεύει, αυτή που έχουν μάθει, αυτή στην οποία αναγνωρίζουν τα στοιχεία που τους τρέφουν, αυτή που είναι «επικυρωμένη» από την «παγκόσμια επιτροπή αναγνώρισης και επικύρωσης αληθειών».
«Συλλογάται καλά όποιος συλλογάται ελεύθερα». Λάθος! Βγες εκεί έξω να συλλογιστείς ελεύθερα και θα δεις τι έχεις να πάθεις. Οι άνθρωποι γύρω μου ξέρουν και πιστεύουν και αναγκάζονται κάτι άλλο: «Συλλογάται καλά όποιος συλλογάται ψύχραιμα», δηλαδή όποιος είναι ψυχρόαιμος σαν τις σαύρες, όποιος είναι διπλωμάτης (με «διπλά μάτια»), όποιος ζυγίζει τι τον συμφέρει και τι όχι, όποιος «προσέχει» τι συλλογάται, και αν αυτό που συλλογάται είναι εγκεκριμένο από την «επιτροπή έγκρισης και αποδοχής συλλογισμών»…
Όλοι εμείς εδώ στον «ελεύθερο» κόσμο, άραγε είμαστε υπέρ της ελευθερίας; Ακόμη κι αν αποδεχθούμε πως, όπως σοφά λέει ο Θόδωρος, είμαστε εξαρτημένοι από την ευτυχία που είναι το αντίθετο της ελευθερίας, ακόμη και τότε, σ’ αυτά τα χαμηλά Μπαλανικά «ποσοστά», τί σημαίνει ελευθερία;
Με την απλοϊκή παιδική μου σκέψη σημαίνει: να είμαι απλά ελεύθερος να κάνω ό,τι θέλω και να λέω ό,τι θέλω, αρκεί να μη στερώ την ελευθερία των άλλων, να επενδύω το χρόνο μου όπου θέλω και να μην εκβιάζομαι με κανέναν απολύτως τρόπο, να μπορώ να μετακινούμαι όπου θέλω και να μαθαίνω ό,τι θέλω, να πιστεύω ό,τι θέλω και να εκφράζω την πίστη μου όπως θέλω, να είμαι ελεύθερος να καταθέτω την άποψή μου και να είναι σεβαστή από όλους, το ίδιο σεβαστή με την άποψη όποιου άλλου, όποιος κι αν είναι αυτός, να επικοινωνώ ελεύθερα με όποιον θέλω και με όποιον τρόπο έχουμε συμφωνήσει μεταξύ μας, να μπορώ ελεύθερα να δημιουργώ, να επιλέγω, να μη δίνω αναφορά σε κανέναν αν δεν το επιθυμώ, να εφαρμόζω τον ολόδικό μου τρόπο ζωής, να αλλάζω τελείως τον εαυτό μου όποτε θέλω, να είμαι ελεύθερος σε όλα αυτά αρκεί να μη βλάπτω συνειδητά κανέναν.
Αν ρίξετε μια προσεκτική ματιά στα παραπάνω, θα δείτε ότι όλα ανήκουν στα «ευκόλως εννοούμενα». Και μάλιστα, η τυραννία της βλακείας που μας βασανίζει καθημερινά, έχει κάνει τους περισσότερους από εμάς να πιστεύουμε ότι όλα αυτά ισχύουν, ότι όλα αυτά τα έχουμε! Κι όμως, δεν τα έχουμε, ούτε καν τυπικά, παρά μόνο ίσως στο τελείως ελάχιστο και απαραίτητο για την επιβίωσή μας (και συχνά ούτε καν αυτό). Δεν τα είχαμε ποτέ στην ιστορία της ανθρωπότητας, κανένας μας.
Ποια είναι λοιπόν η Ελευθερία, κύριοι σοφοί δάσκαλοι που μου μιλούσατε γι’ αυτήν στο σχολείο; Κι εσείς οι μεγάλοι που μου λέγατε ότι ήμουν μικρός ακόμη για να τα καταλάβω όλα αυτά και «προς το παρόν» έπρεπε να κάνω ό,τι μου λέγατε; Ποια είναι η ελευθερία για την οποία αγωνιστήκατε κύριοι επαναστάτες; Ποια είναι η Ελευθερία που της έγραψες ύμνο κύριε μεγάλε ποιητή; Αφού δεν τη γνωρίσατε ποτέ, από πού τη μάθατε;
Τη μάθατε από τους ωραίους ανθρώπους που την είδανε με τη φαντασία τους.
Τη μάθατε από τους ονειροπόλους που την ονειρεύτηκαν. Τη νιώθατε στον άνεμο να σας καλεί τότε που ήσασταν μικρά παιδιά, και την ποθήσατε για να παίξετε και για να εξερευνήσετε το μυστήριο του κόσμου.
Τη μάθατε από τους «φευγάτους» εραστές της περιπέτειας και από τους εξερευνητές, που φύγανε στα πέρατα του κόσμου για να την εντοπίσουν.
Τη μάθατε από τους καλλιτέχνες που την είδαν σε οράματα και προσπάθησαν να τη ζωγραφίσουν, να τη συλλαβίσουν, να την τραγουδήσουν, και από τους «τρελούς».
Τη μάθατε από τους κατατρεγμένους και από τους φυλακισμένους, από τους ευφάνταστους δούλους και από τους δραπέτες και τους φυγάδες και τους αμφισβητίες, από τους αναίτιους αντάρτες και από τους «αμφιλεγόμενους».
Δεν τη μάθατε από τους μεγάλους, από το σχολείο, από τους πολιτικούς, από τους στρατοκράτες, από τους παπάδες, από τους δικηγόρους και από τους δημοσιογράφους και τους τραπεζίτες, από τους λογικούς, από τους «έγκυρους» και από τους άρχοντες και τους μεσσίες. Γιατί δεν μου το είπατε ποτέ αυτό;...
Η ελευθερία για την οποία όλοι μου μιλούν, δεν υπάρχει. Δεν υπήρξε ποτέ.
Υπάρχει μόνο το «Φάντασμα της Ελευθερίας». Μια ελπίδα, ένας πυρετός του νου, ένα όραμα, ένα όνειρο, μια φανταστική κατασκευή, μια τρελή ιδέα για τη ζωή και την έκφραση.
Νιώθω πολύ απογοητευμένος από τον κόσμο των μεγάλων που δεν μου τα δίδαξε ποτέ αυτά, και που έπρεπε να αφιερώσω δεκαετίες αναζήτησης για να τα μάθω και να τα καταλάβω μόνος μου.
Και τώρα που τα κατάλαβα, βλέπω τους πάντες γύρω μου να κοροϊδεύουν τους πάντες, βλέπω ακόμη και τους σοφούς και τους αντιδραστικούς να μην το καταγγέλλουν, να μη μιλάνε. Γιατί; Άραγε, ακόμη και οι σοφοί και οι αντιδραστικοί είναι τελικά βλάκες; Όχι. Είναι γιατί φοβούνται! Γιατί δεν υπάρχει ελευθερία. Φοβούνται να μιλήσουν, να το ξεσκεπάσουν. Φοβούνται μήπως χάσουν τη σύνταξή τους, τη θέση τους, τις μετοχές τους, την πόζα τους, τη ζωή τους. Αυτό πιστεύω εγώ, νομίζω ότι είναι ολοφάνερο, χωρίς να θέλω να αδικήσω μέσα μου τις λαμπρές εξαιρέσεις (πεθαμένοι άνθρωποι οι περισσότεροι) που άλλωστε δεν είναι αρκετές, ούτε ήταν ποτέ.
…Από τότε που ήμουνα μικρό παιδάκι, το όνειρό μου ήταν να γίνω συγγραφέας. Μου άρεσε να φαντάζομαι πράγματα, περνούσα τις ώρες μου ονειροπολώντας, παρατηρώντας το κάθε τι, εξερευνώντας τις λεπτομέρειες που δεν πρόσεχε κανείς.
Μου άρεσε να διαβάζω βιβλία, να βλέπω ταινίες, να παίζω δραματοποιώντας τις φαντασίες μου, να βλέπω όνειρα, να ακούω συναρπαστικές ιστορίες, να ταξιδεύω με τη σκέψη μου σε μέρη μακρινά, να ψάχνω παντού για το μυστήριο, το ασυνήθιστο, το πρωτόγνωρο, το άπιαστο. Μου άρεσε να διηγούμαι ιστορίες, να μετατρέπω τα πάντα σε ιστορίες, να επινοώ και να εφευρίσκω τις απολαύσεις μου. Πάντοτε ενθουσιαζόμουν με τα πάντα, τόσο πολύ και σε τέτοιο σημείο, που έφτασα να πιστεύω πως ο κόσμος είναι υπέροχος, μυστηριώδης, ανεξερεύνητος, απερίγραπτος. Κι άρχισα να νιώθω πως αναλογούσε σε μένα τον μικρούλη, να τον περιγράψω, να τον αποκρυπτογραφήσω, να τον ακούσω και να σημειώνω ό,τι μου έλεγε.
Έψαχνα και μάθαινα τα πάντα με μεγάλη δίψα, εξερευνούσα και ζούσα τις δικές μου επικές περιπέτειες, κι έγραφα, έγραφα, έγραφα, τόσο πολύ και τόσο πεισματικά, που στο τέλος το πίστεψαν όλοι πως είμαι συγγραφέας, κι άρχισαν να με διαβάζουν. Κι ήμουν τόσο χαρούμενος γι’ αυτό, είχα τόσα πολλά να τους πω για τον κόσμο και για τα πράγματα που είχα μάθει, για τα όνειρα των ανθρώπων και για τις λεπτομέρειες που δεν πρόσεχε κανείς. Είχα τόσες πολλές ιστορίες να διηγηθώ, που στο τέλος άρχισε να με πιάνει μια μεγάλη θλίψη, γιατί κατάλαβα ότι δεν θα έφτανε μια ολόκληρη ζωή για να το κάνω, ο χρόνος που μου παραχωρήθηκε δεν θα μου επαρκούσε για να μάθω τα πάντα και να διηγηθώ τα πάντα.
Παρ’ όλα αυτά συνέχισα μόνο με την ελπίδα, πείθοντας τον εαυτό μου ότι είναι αθάνατος και ότι ο χρόνος είναι ψέματα. Διψούσα για τον κόσμο και για όλα του τα περιεχόμενα, ορατά και αόρατα. Πίστεψα ότι θα μπορούσα ίσως να ελευθερωθώ από το χώρο και το χρόνο, να αντισταθώ στη θλίψη και σε όλα τα άσχημα πράγματα, να πολεμήσω με την πένα μου την αδικία και την ασχήμια που βασανίζει όλους μας. Παιδικά πράγματα. Έλεγα ότι ο κόσμος είναι φτιαγμένος από μυστήριο, συγκλονιστικές αλήθειες, κι ότι κρυφά στηρίζεται στη δικαιοσύνη, στην ελπίδα και στην ομορφιά. Πίστεψα ότι μπορώ να παρασύρω τους άλλους, τους φίλους μου έστω, να αντισταθούμε όλοι μαζί με τη δυναμική φαντασία μας, να νικήσουμε, και να δούμε όλα εκείνα που απαγορεύεται να δούμε, να ανακαλύψουμε για πρώτη φορά τον κόσμο...
Σήμερα νιώθω προδομένος από τον κόσμο. Κατάλαβα επιτέλους αυτό που ο κόσμος μου έκρυβε: ότι δεν είμαι παρά ένας ανόητος ονειροπαρμένος ψευτο-διανοούμενος, που περνάει την ώρα του μουτζουρώνοντας χαρτιά. Κατάλαβα ότι ίσως τελικά ο κόσμος δεν έχει τίποτε παραπάνω να μου προσφέρει, παρά μόνο θλίψη και θάνατο, σκλαβιά και αδικία. Είναι ένας κόσμος φτιαγμένος πάνω στον αδυσώπητο νόμο του ισχυρού. Ο Αδόλφος Χίτλερ είχε τελικά μεγάλο δίκιο όταν το έγραφε αυτό στο Mein Kampf, ήταν φυσιολάτρης, και εδώ πέρα ο μόνος δικαιωμένος αγώνας είναι εκείνος του ισχυρού εις βάρος του αδύνατου, όπως το θέλει και η μονότονη φύση, χωρίς να κρύβει κανένα μυστήριο πέρα από εκείνα της δύναμης και του αίματος, της πείνας και της δίψας, του θανάτου και της εξολόθρευσης, της αναπαραγωγής και της λήθης. Όποιος έχει το όπλο σκοτώνει τον άοπλο, όποιος έχει τη δύναμη υποτάσσει τον αδύνατο, μόνο οι Χίτλερ επιβιώνουν. «Ο πόλεμος είναι ο πατέρας των πάντων», όπως το έλεγε ο Ηράκλειτος που πέθανε μέσα στην κοπριά και τον φάγανε τα σκυλιά. Αυτός είναι ο «αγώνας για τα μεγαλύτερα ποσοστά ελευθερίας».
Η μόνη αξιοπρέπεια που έχουμε είναι η Σκέψη.
Ό,τι υπέροχο έβλεπα σαν μικρό ενθουσιασμένο παιδάκι, ήταν και είναι απλά μέσα στο μυαλό μου. Αυτός ο κόσμος είναι καταδικασμένος να φάει τον εαυτό του για να έχει τροφή! Να σκοτώνει για να ζει! Να προδίδει για να ελπίζει! Να φανερώνει για να κρύβει! Γαμώτο, και όλοι οι άνθρωποι είναι αθώοι, όλοι ανεξαιρέτως, υπακούνε απλώς στο ορμέμφυτο, είναι κατασκευαστικό πρόβλημα του κόσμου όλα αυτά.
Σήμερα νιώθω ότι ο κόσμος είναι ένα τραγικό λάθος, και ότι η μόνη του ελπίδα είναι το μυαλό μου. Το μυαλό σου. Η ελευθερία μου είναι μόνο η σκέψη μου... Ελευθερία έχω μονάχα μέσα μου. Η Σκέψη είναι ελεύθερη, κανείς δεν μπορεί να της στερήσει τη μαγική ελευθερία της, η οποία είναι αγνώστου προελεύσεως, δεν είναι από εδώ.
Παρηγοριέμαι με τη γνώση ότι το είχαν καταλάβει και άλλοι αυτό, κι ότι δεν είμαι ο πρώτος, άρα δεν είμαι μόνος μου. Διαβάζω κάτι ξεχασμένους στίχους του ποιητή Algernon Swinburne:
«Είστε δυνατοί, ω βασιλιάδες, ω ισχυροί άντρες; Όχι,
Ξοδέψτε όλοι σας την ισχύ και κλέψτε ό,τι μπορείτε,
Κι όμως υπάρχει κάτι που ποτέ δεν θα σκοτώσετε, ποτέ,
Τη Σκέψη, που ούτε η φωτιά ούτε το σίδερο μπορεί να τη φοβίσει.
Η απλήγωτη κι αόρατη σκέψη που φεύγει
Ελεύθερη έξω από το χρόνο, καθώς ο νότιος κι ο βόρειος άνεμος φυσούν,
Ελεύθερη έξω από το χώρο, καθώς η ανατολική κι η δυτική θάλασσα κυλούν,
Κι όλα τα σκοτεινά πράγματα μπροστά της αποκτούνε λάμψη…»
Κι έτσι, αν θέλω τώρα, έστω κι αργά, να δικαιώσω την αποστολή του συγγραφέα, πρέπει να ξεχάσω τον κόσμο, να λευτερώσω τη σκέψη, να φύγει τελείως, να πετάξει, μακριά από εδώ, αρκετά μολύνθηκε από τη σκλαβιά και τη σαπίλα του θανάτου που βρωμάει παντού. Οι ιστορίες του συγγραφέα δεν είναι αληθινές, δεν πρέπει να είναι αληθινές. Αν ήταν οι ιστορίες αληθινές θα τρώγανε τον εαυτό τους, θα σκότωνε η μια την άλλη. Ο κόσμος είναι αληθινός και ανελεύθερος και σας τον χαρίζω. Ας τον διηγηθεί κάποιος άλλος…
Θα κάνω τα πάντα για να διηγηθώ τα πάντα για οποιονδήποτε άλλον κόσμο εκτός από αυτόν...
Άλλωστε, από καιρό το υποψιαζόμουν και τώρα πλέον το ξέρω καλά: Ο κόσμος αποτελείται από κόσμους, κι η αληθινή ιστορία του κόσμου είναι η ιστορία όλων αυτών των κόσμων, που γεννιούνται στο κεφάλι μας και ίσως δεν πεθαίνουν μαζί με το κεφάλι μας, αλλά συνεχίζουν να υπάρχουν, και να διηγούνται ατέρμονα εκείνη τη μυστική ιστορία που δεν διηγήθηκε ποτέ κανείς: την ιστορία της ελευθερίας του πνεύματος...