The Midnight Special


Μιλούσα όλη τη νύχτα με τον Κροκόδειλο, είχαμε γίνει φίλοι. Βαρεθήκαμε να τρώμε σκορπιούς στην έρημο, κάτω από τις Πλειάδες και από ‘κείνο το φεγγάρι λεπτό σαν στιλέτο ή σαν ακονισμένο γιαταγάνι Σαρακηνού. Φυσούσαν οι ανεμοθύελλες κι εμείς τραγουδούσαμε τα
blues, τρώγαμε άμμο μαζί με τα φασόλια στην κονσέρβα, η μικρή φωτιά δεν έφτανε για να μας ζεστάνει και τους δύο, τρία κάρβουνα όλα κι όλα, ούτε που φέγγανε, δεν είχαμε να φοβηθούμε κι από τους Βεδουίνους. Μου ‘λεγε ιστορίες για τότε που γυρνούσε με τις νταλίκες νύχτα μετά τη νύχτα κι είχε σαν ναυτικός μια γυναίκα σε κάθε μοτέλ. Ο Γαλαξίας φιδογύριζε από πάνω μας γεμάτος με εξωγήινους πολιτισμούς. Κι εμείς, μόνοι μέσα στην έρημο χωρίς ούτε μια μπύρα, στρίβαμε τσιγάρο με καπνό ξερό, πικρό από το πολύ σκοτάδι και την αστροφεγγιά. Είχαμε μια σκουριασμένη φυσαρμόνικα, φυσούσε αυτός κι εγώ κουνούσα ρυθμικά την ουρά του κροταλία, κι εκεί στη νύχτα της ερήμου τραγουδούσαμε τα blues.

Κάτω από την άμμο βαθιά κρυμμένες κείτονταν αρχαίες αυτοκρατορίες, που τις κατάπιε η έρημος που όλα τα καταπίνει, όπως θα καταπιεί τα ταλαιπωρημένα κορμιά μας, όλες μας τις μνήμες, το παλιό μαύρο μου πουκάμισο και το δαχτυλίδι μου με τον δράκο, κράτα καλά παλιόφιλε Κροκόδειλε, κουράγιο.
Έτσι κι αλλιώς ελπίδα δεν είχαμε στ’ αλήθεια ποτέ, όλο την πλέκαμε και την ξεπλέκαμε σε νύχτες σαν κι αυτήν, στα τραίνα και στα δρομάκια πόλεων κοιμισμένων, σε ξέφρενες ξιφομαχίες, σε κρύα δωμάτια γεμάτα βιβλία, σε ψιθύρους συνθηματικούς και σε χαρτιά με σχέδια πολιορκητικά, σε ταραγμένα όνειρα από ύπνο βιαστικό, και σε χαμόγελα φανταστικών θριάμβων, θυμάσαι...
Σήκωνα το κεφάλι πάνω απ’ τις νότες κι ατένιζα τα χαμένα μονοπάτια που μάς οδήγησαν παντού, που μάς οδήγησαν εδώ κι ακόμη παραπέρα, στο τέλος του κόσμου χωρίς ούτε μια κουβέρτα, στην άκρη της αβύσσου.
Παλαίμαχοι παλαιοτάτων περιπετειών, βετεράνοι καταδρομείς στις σταυροφορίες, με τα παλιά εξάσφαιρα πιστόλια του Θεού ενάντια στα κανόνια του Διαβόλου, ηττημένοι από τις χίμαιρες κι από τους Ινδιάνους, χαμένοι από τον κόσμο, καπεταναίοι χωρίς καράβια πια, ξεμείναμε με το ημερολόγιο καταστρώματος κιτρινισμένο απ’ τον καιρό μέσ’ στο σακίδιο ανταρκτικών αποστολών, ξέμπαρκοι εδώ στους αμμόλοφους, κοιτούσαμε το άπειρο και τραγουδούσαμε τα
blues.

Κι ήταν πότε, πότε ήταν, σαν ήμασταν μικρά παιδιά, σκαρφαλωμένα στους πύργους της νύχτας, φωνάζαμε τα ονόματά μας προς το διάστημα, με μπίλιες στην τσέπη και μολυβένια στρατιωτάκια, κι ονειρευόμασταν εξερευνήσεις και τόπους μαγικούς, πού να το φανταστούμε.....κράτα καλά παλιόφιλε Κροκόδειλε, κουράγιο.
Μακριά απ’ οπουδήποτε, στην ερημιά παρέα με τους αντικατοπτρισμούς χαμένων καραβανιών και τα φαντάσματα των τσακαλιών, με τις μπότες μου γεμάτες άμμο, ξεμείναμε εδώ σε μια νύχτα απέραντη, που θα κρατήσει αιώνια μέχρι να πάψει η Γη να γυρνάει, μ’ ένα φλασκί μπαγιάτικο νερό και λίγο ξερό καπνό, κάτω απ’ τον έναστρο ουρανό, εγώ κι ο φίλος μου ο Κροκόδειλος τραγουδούσαμε τα
blues...

Let the Midnight Special, Shine Your Light On Me
Oh, Let the Midnight Special, Shine Your Light On Me
Yeah, Let it Shine Your Light Down On Me
Down On Me, Oh, Down On me
Lift Me Up So I Can See
Shine Your Light Until I’m Gone
Gimme the Strength To Carry On
Let the Midnight Special, Shine Your Light On Me
Oh Lord, Let It Shine On Me
Let It Shine On Me
Let the Midnight Special
Shine Your Light On Me
Let Your Light From The LightHouse
Shine The Light On Me
Let Your Light From The LightHouse
Shine Your Light On Me
Angels in Heaven, Wrote My Name to Thee
Let Your Light From The LightHouse
Shine Your Light On Me
Let It Shine On
Oh, Let It Shine On
Shine On
Shine On
Down On Me
Down On Me
Shine Your Light On Me…

ΦΑΡΟΦΥΛΑΚΑΣ


.......Εκεί ψηλά στον βορρά, στη Σκωτία, στη νήσο του Skye στις Εβρίδες, έμενα σ’ ένα σπιτάκι σ’ ένα ερημικό μέρος που λεγότανε Neist Point. Απ’ το παράθυρό μου έβλεπα τον φάρο στο ακρωτήρι, δίπλα στους πιο ψηλούς γκρεμούς που έχεις φανταστεί ποτέ σου. Ολόγυρα απέραντα λιβάδια, βράχια κι ερημιά, πιο πέρα ξεχώριζες στο βάθος δυο-τρεις φάρμες, παντού πρόβατα έβοσκαν ελεύθερα, κι όταν φυσούσε ο αέρας δεν σταματούσε για μέρες, κι έκανε κρύο πολύ και δεν μπορούσες να βγεις από το σπίτι. Τις νύχτες άκουγα τα κύματα από τη Βόρειο Θάλασσα, ο άνεμος σφύριζε, οι πόρτες έτριζαν, κι ήταν σαν να ταξίδευα μέσα σ’ ένα πλοίο για τον Βόρειο Πόλο.
Έριχνα τα ξύλα στη σόμπα, τα κούτσουρα είχαν πάνω τους ρόζους που πολλοί έμοιαζαν με πρόσωπα, παράξενα μικροσκοπικά πρόσωπα που σε κοιτούσαν μέσα από το ξύλο. Τα ξύλα έπαιρναν φωτιά, τα κοιτούσα μέσα από το πορτάκι της σόμπας να καίγονται σιγά-σιγά, τα πρόσωπα με κοιτούσαν κι αυτά σιωπηλά μέσ’ από τις φλόγες. Όλοι οι πεθαμένοι πρόγονοι του τόπου, οι παλιοί θαλασσόλυκοι που φεύγανε στο άγνωστο να κυνηγήσουν τις φάλαινες, νεκροί τώρα πια, τους είχανε θάψει σε παλιούς τάφους κάτω από τα δέντρα, περάσανε τα χρόνια, γίνανε ένα με το χώμα, τις πέτρες και τα δέντρα, περάσανε τα πρόσωπά τους μέσα στο ξύλο και τυπωθήκανε εκεί.
Κι ήτανε πάνω στα κούτσουρα οι φάτσες τους, ακίνητες, παραμορφωμένες, σε κοιτούσανε σαν κάτι να θέλανε να σου πουν, αλλά δεν έλεγαν τίποτα. Ίσως να θέλανε να πούνε ιστορίες για τις φάλαινες, πώς τραγουδούσανε τις νύχτες και τις ακούγανε σαν σειρήνες που θέλανε να τους πνίξουν, και τεντώνανε τις ουρές τους έξω από το νερό σαν να τους χαιρετούσαν. Ίσως να θέλανε να πούνε σε κάποιον τις συνταγές που ξέρανε για το πως να φτιάξεις καλό ουίσκι, από ‘κείνο που το πίνεις και εξατμίζεται στη γλώσσα σου, αφήνοντάς σου ένα γαργάλημα στον ουρανίσκο. Ίσως να θέλανε να διηγηθούν αστείες ιστορίες, όπως εκείνες που λένε οι κιθαρωδοί στα παμπ, όταν νιώθουν πολύ μεθυσμένοι για να τραγουδήσουν. Σε κοιτούσανε μέσα από το ξύλο αλλά δεν έλεγαν τίποτα.
Τους έβλεπα να καίγονται μέσα στη σόμπα, κι ήξερα πως τους ελευθέρωνα, οι φλόγες λύνανε τα μάγια που τους κρατούσανε μέσα στο ξύλο, διαλύανε την ξύλινη μνήμη τους που είχε ρουφήξει το δέντρο μέσ’ απ’ το χώμα, γινότανε καπνός που έφευγε από το μπουρί και λευτερωνότανε στον άνεμο, πετούσανε οι ψυχές τους προς τη Βόρειο Θάλασσα, πηγαίνανε πάλι να κυνηγήσουν τις φάλαινες.
Κολλούσα το πρόσωπό μου στο τζάμι, θάμπωνε από τα χνώτα μου κι από τη ζέστη που έβγαζε η σόμπα. Κοιτούσα έξω, στη νύχτα. Εκεί δε νυχτώνει όπως εδώ, δεν πέφτει το σκοτάδι, η νύχτα είναι ένα βαθύ μπλε, όπως το προχωρημένο σούρουπο... Έβλεπα τη μπλε νύχτα μέσ’ από το τζάμι, κι ο φάρος αναβόσβηνε μέσα στην ερημιά. Ζούσε ένας φαροφύλακας εκεί. Του άρεσε πολύ το τσάι, κι όποτε πήγαινα να τον επισκεφτώ πίναμε κανάτες ολόκληρες. Είχε ένα πόδι ξύλινο. Τις νύχτες, μέσα στην ησυχία, στο σπιτάκι μου θαρρούσα πως τον άκουγα να περπατά πάνω κάτω μέσα στο φάρο, τακ-τακ-τακ, άκουγα το ξυλοπόδαρό του να χτυπά στα σανίδια.
Μερικές φορές, ξεσπούσαν τόσο μεγάλες καταιγίδες, που φοβόμουν ότι θα ξεριζώσουν τον φάρο και θα τον κάνουν πύραυλο. Φανταζόμουν τον φάρο να εκτοξεύεται μέσα στην καταιγίδα σαν πύραυλος, και να απομακρύνεται προς το διάστημα, με το φως του ν’ αναβοσβήνει ακόμη, στέλνοντας σήμα της πορείας του μέσα στη νύχτα. Κι ο φαροφύλακας με το ξύλινο πόδι, θα γινόταν αστροναύτης.
Φοβόμουν ότι θα ξυπνήσω ένα πρωί και θα ανακάλυπτα πως ο φάρος δεν είναι πια εκεί. Πως χάθηκε στην καταιγίδα χθες το βράδυ. Κι έλεγα, για φαντάσου τον γερο-Γουίλυ να πίνει το τσάι του στο φεγγάρι. Το φεγγάρι φαίνεται μεγαλύτερο από τη βόρεια Σκωτία. Ίσως από εκεί να είναι πιο κοντά απ’ ό,τι απ’ εδώ…......

(Ιστορίες που δεν Διηγήθηκε Ποτέ Κανείς, Π. Γ. )




RONNIE DREW (1934-2008 R.I.P.) Έφυγε ο Βασιλιάς της Καρδιάς της Ιρλανδίας


Σήμερα πληροφορήθηκα για τον θάνατο του Ronnie Drew, του τελευταίου Ιρλανδού Βάρδου, τον οποίο θαύμαζα και αγαπούσα πάρα πολύ, (για πάρα πολλά χρόνια ακούω πάντα με μεγάλη συγκίνηση τα τραγούδια του), και τον οποίο είχα τη χαρά και την τιμή να συναντήσω από κοντά κάποτε στο Δουβλίνο υπό αξέχαστες συνθήκες...
Ο Ronnie έφυγε στις 16 Αυγούστου 2008, έπειτα από ηρωική μάχη με τον καρκίνο του λάρυγγα, η αρρώστια τού επιτέθηκε στην ίδια την πηγή της συνταρακτικής φωνής του.
Ήταν ο ιδρυτής και τραγουδιστής (μετά μαζί με τον θρυλικό Luke Kelly) του πιο φημισμένου ιρλανδικού folk συγκροτήματος, των Dubliners, και ένας άνθρωπος της καρδιάς, ποιητής, πότης, ιππότης, βάρδος και story-teller.
(Καθόλου άδικο δεν έχει ο Bonno των U2, που πρόσφατα τον χαρακτήρισε ως τον «αδιαμφισβήτητο βασιλιά της Ιρλανδίας»...)

Τα τραγούδια των Dubliners για την ελευθερία, την αγάπη, τα όνειρα, τις χαμένες στον χρόνο ιστορίες, τους ήρωες, για την Ιρλανδία, και για τα μυστικά του Βασιλείου της Καρδιάς, τα άκουγα πάντα σαν φωνές, στίχους και μελωδίες, που ήταν όσο πιο κοντά θα μπορούσε να είναι κάτι -στη σύγχρονη εποχή- στην τέχνη και τη μουσική των αληθινών Κελτών βάρδων του μακρινού παρελθόντος.
Μεγάλωσα με αυτά, μού προσέφεραν αμέτρητες συγκινήσεις και εμπνεύσεις, έμαθα και κατάλαβα τόσα πολλά πράγματα από αυτά, από την εποχή που μόνος τα ανακάλυψα και τα έπαιζα εκπέμποντάς τα από το ραδιόφωνο (στις αξιομνημόνευτα παράξενες ραδιοφωνικές εκπομπές: Το Οικουμενικό Πατριαρχείο του Φανταστικού, και, κυρίως, Το Πλοίο Φάντασμα, σ' αυτήν την τελευταία τα τραγούδια τους μαζί με άλλα πάντα συντρόφευαν τα ταξίδια του ραδιοφωνικού Κάπταιν Νέμο τον οποίον υποδυόμουν, και, αν δεν κάνω λάθος, πρέπει να ήμουν τότε ο κύριος ένοχος εξαιτίας του οποίου πολλοί άνθρωποι αγάπησαν τα ιρλανδικά τραγούδια που σχεδόν κανείς δεν γνώριζε εδώ τότε, αν συνυπολογίσω και τις πολλές εκατοντάδες κασέτες και CDs που ξαγρυπνώντας ηχογραφούσα σε συνθηματικές συλλογές μετά μανίας, μοιράζοντάς τα σε φίλους σε όλη την Ελλάδα), από εκείνη την παράξενη ραδιοφωνική εποχή της ώριμης νεότητάς μας μέχρι σήμερα, μετά από περιηγήσεις στην Ιρλανδία και που η μουσική συλλογή μου έχει ξεπεράσει κατά πολύ τις τότε συλλεκτικές προσδοκίες μου.
Η βαριά και τραχιά αλλά τόσο γλυκιά φωνή του Ronnie Drew, και το συναίσθημα που αλάθητα μετέδιδε, ταυτίστηκε για μένα με την αρχετυπική φωνή των παπούδων βάρδων μιας νοσταλγικής πατρίδας της καρδιάς, ενός παράλληλου ρομαντικού κόσμου, που τραγουδούσαν τα μηνύματά τους προς άγνωστους παραλήπτες, εξιστορώντας πράγματα που δεν θα μπορούσες να μάθεις από πουθενά αλλού, στέλνοντας εμπνεύσεις και συναισθήματα που δεν θα μπορούσες να νιώσεις αλλιώς. Ο Ronnie Drew, για μένα, ήταν πάντοτε το παράδειγμα του gentleman βάρδου επαναστάτη, δανδή και ποιητή, που μπορούσε, σαν παππούλης που λέει ιστορίες στα παιδιά γύρω από τη φωτιά, να μεταδώσει απευθείας στην καρδιά κάτι από αλλού, κάτι από πολύ μακριά, αλλά τόσο οικείο, κοντινό, θερμό, κάτι πολύ αφηρημένο αλλά πολύ σπουδαίο. Και δεν είναι λίγες οι φορές που ήπιαμε μαζί με φίλους της καρδιάς ιρλανδέζικο ουίσκυ στην υγειά του -και στη σεβάσμια γενειάδα του- σε απολαυστικές νύχτες πλημμυρισμένες από καλή μουσική και ιδιαιτέρως εξυψωτικά συναισθήματα και ιδέες.
Όλοι οι Βάρδοι είχαν πεθάνει, είχαν φύγει, αλλά πάντα ξέραμε ότι κάπου εκεί πάνω στην Ιρλανδία ζει ο παππούλης ο Ronnie Drew που τραγουδά ακόμη, ακούραστος, για την αγάπη και την ελευθερία, και για όλα τα σημαντικά πράγματα του κόσμου.

Αυτή είναι η μικρή ιστορία της συνάντησής μου με τον Ronnie Drew, που την αναπολώ σήμερα, συγκινημένος στη μνήμη του.
Ταξιδεύοντας κάποτε για την Ιρλανδία (για πρώτη φορά) μαζί με τον αδελφό μου τον Χάρη, και έχοντας κατά νου μεγάλες περιηγήσεις και εξερευνήσεις, λογαριάζοντας να κάνουμε για πρώτη φορά τον γύρο της Ιρλανδίας, ξεκινώντας από το Δουβλίνο, μάθαμε ότι την εποχή που θα βρισκόμασταν στο Δουβλίνο θα γινόταν μια συναυλία του Ronnie Drew! Εγώ κι ο Χάρης μόνο που δεν κλάψαμε από τη χαρά μας στην προοπτική να τον δούμε από κοντά, και αμέσως καταφέραμε, δεν θυμάμαι πώς, να κλείσουμε τα απαραίτητα εισιτήρια. (Οι Dubliners, μετά τον θάνατο του Luke Kelly, είχαν διαλυθεί εδώ και πολλά χρόνια, αλλά ο Ronnie συνέχιζε να παίζει και να ηχογραφεί μόνος του, και μάς φαινόταν καλύτερος από ποτέ, με συγκλονιστικούς για εμάς δίσκους όπως το Dirty Rotten Shame ή το The Humor is on Me Now, και ήδη θρυλικές ήταν οι συνεργασίες με τον Shane ΜcGowan και τους Pogues κ.ά.).
Στο Δουβλίνο, διερευνώντας για το άγνωστο μέρος το οποίο έγραφαν πάνω τους τα εισιτήριά μας της συναυλίας, μάθαμε ότι ο Ronnie θα έπαιζε στο Tallaght, ένα μικρό προάστιο της πόλης, σε ένα θεατράκι. Μάς έκανε μεγάλη εντύπωση το γεγονός ότι ο Ronnie Drew έπαιζε σε ένα μικρό θεατράκι ενός εργατικού προαστίου, ένα τόσο μεγάλο όνομα στην Ιρλανδία, όπως το βλέπαμε εμείς.
Αποφασίσαμε να πάμε με το λεωφορείο, και πήραμε ένα ταξί μέχρι τον σταθμό, και πιάσαμε κουβέντα με τον ταξιτζή, κι εγώ τον ρώτησα αν δεν είναι πια τόσο διάσημος ο Ronnie Drew στην Ιρλανδία (για να παίζει εκεί). Δεν κατάλαβε την ερώτησή μου, σήμερα καταλαβαίνω ότι τον είχα ρωτήσει αν δεν είναι πια τόσο διάσημος ο Καραϊσκάκης, ή κάτι τέτοιο. «Ronnie?», είπε απορημένος, «ev'ry soul knows Ronnie...»
Όταν πήραμε το λεωφορείο πήγα και μίλησα με τον χαμογελαστό γέροντα οδηγό για να τον ρωτήσω σε ποια στάση έπρεπε να κατεβούμε, κι εκείνος, βλέποντας ότι είμαστε «τουρίστες», με ρώτησε τι δουλειά είχαμε στο Tallaght, δεν υπήρχε τίποτε εκεί. Του είπα για τη συναυλία, που θα γινόταν στο μικρό δημοτικό θέατρο, κι εκείνος με κοίταξε με ενδιαφέρον, σαν να κοιτούσε κάποιον πολύ εκκεντρικό τύπο, που ήρθε από την άλλη άκρη της Ευρώπης για να πάει σε ένα θεατράκι στο Tallaght. Προβληματισμένος, μάς είπε ότι την ώρα που θα τελείωνε η παράσταση θα ήταν νύχτα, και δεν θα υπήρχαν πια λεωφορεία, το τελευταίο θα έφευγε λίγη ώρα πριν. Του είπα, δεν πειράζει, θα πάρουμε ταξί, κι εκείνος γέλασε, κι εμείς καταλάβαμε ότι θα δυσκολευόμασταν να βρούμε μεταφορικό μέσο μετά, αλλά ήταν το τελευταίο πράγμα που μάς ένοιαζε. Όταν φτάσαμε, o οδηγός μάς υπέδειξε το μέρος, και, με τα πολλά, μπαίναμε συγκινημένοι μέσα στο θεατράκι που ήταν και κάτι σαν προαστιακό πολιτιστικό κέντρο, νιώθοντας ότι εκείνη τη στιγμή ένα όνειρο γινόταν αλήθεια: ήμασταν στην Ιρλανδία και θα βλέπαμε από κοντά τον Ronnie Drew!
Με έκπληξη διαπιστώσαμε ότι στις θέσεις του μικρού θεάτρου γύρω μας δεν καθόντουσαν γενειοφόροι επαναστάτες του I.R.A., ποιητές, ονειροπόλοι, μυστικιστές και μελετητές της ιρλανδικής μουσικής, αλλά άνθρωποι της γειτονιάς, παππούδες και γιαγιάδες και θείοι και θείες και παιδάκια, όλοι τους καλοντυμένοι όπως ντυνόντουσαν παλιά σε ένα χωριό για την κυριακάτικη βόλτα. Όλοι μάς κοιτούσαν περίεργοι, διότι ήμασταν οι μόνοι ξένοι εκεί μέσα, και προφανώς αναρωτιόντουσαν τι δουλειά είχαμε εκεί πέρα. Είχαμε κρατήσει θέσεις στην πρώτη σειρά. Ένιωσα σαν να ήμασταν εμείς το θέαμα.
Σε λίγο, προς έκπληξή μας, πάνω στη σκηνή βγήκε μια παιδική χορωδία και τραγούδησε δυο-τρία παλιά γλυκανάλατα ποπ τραγούδια, κι έπειτα πάνω στη σκηνή βγήκε ένας κωμικός, ένας stand-up comedian, και άρχισε τα εξωφρενικά αστεία, με μεγάλη σοβαρότητα, όπως συνηθίζεται στην Αμερική. Συνειδητοποιήσαμε ότι θα παρακολουθούσαμε ένα ολόκληρο πρόγραμμα, επαρχιωτικού στυλ, το οποίο, καλώς εχόντων των πραγμάτων, θα τελείωνε με την εμφάνιση του Ronnie Drew...
Μετά εμφανίστηκε μια πενηντάρα «σέξυ» κυρία φορώντας μία στρας τουαλέτα, και άρχισε να τραγουδά 70s ποπ-γκλαμ και ντίσκο κομμάτια (όπως το I Will Survive), με μεγάλο στόμφο και σκηνική παρουσία που ενθουσίασε το ακροατήριο που χτυπούσε παλαμάκια με τον ρυθμό, κι εμείς κοιτιόμασταν απορημένοι, και η κυρία σε κάποια στιγμή κατέβηκε από τη σκηνή και ήρθε και στάθηκε από πάνω μου τραγουδώντας (προφανώς αναγνωρίζοντας ότι ήμασταν ξένοι, μάς έκανε αυτήν την τιμή), κοιτώντας με στα μάτια, ποτέ στη ζωή μου δεν έχω συγκρατηθεί τόσο μα τόσο πολύ για να μην πέσω κάτω στο πάτωμα από τα γέλια και προσβάλλω και την κυρία και ρεζιλευτούμε. Τέσσερα-πέντε τραγούδια αργότερα η δοκιμασία μου τελείωσε, η κυρία αποσύρθηκε εν μέσω ζητωκραυγών, και στη σκηνή εμφανίστηκε ένα χορευτικό-τραγουδιστικό γκρουπ από πέντε δεκαεξάχρονα κοριτσάκια που τραγουδούσαν και χόρευαν ραπ! Κατέβαλαν μεγάλες προσπάθειες για να μοιάζουν με τα ινδάλματά τους, και πρέπει να είχαν κάνει εξοντωτικές πρόβες -η όλη ατμόσφαιρα στο κοινό ήταν εκείνη που υπάρχει όταν οι γονείς πηγαίνουν σε μια σχολική παράσταση και ενθαρρύνουν τα παιδιά τους που όμως δεν τα καταφέρνουν και τόσο καλά αλλά όλοι χειροκροτούν όρθιοι.
Αρχίσαμε να έχουμε σοβαρές αμφιβολίες για το αν τελικά βρισκόμασταν στο σωστό μέρος. Φαινόταν απίστευτο το ότι ο Ronnie Drew θα εμφανιζόταν ανάμεσα από όλα αυτά...
Κι όμως, κάποτε, επιτέλους, τα φώτα χαμήλωσαν κι εμφανίστηκε στη σκηνή ο ζωντανός θρύλος για εμάς. Κρατούσε την κιθάρα του, με ένα ζεστό χαμόγελο κάτω από τη γενειάδα, και τα μάτια του έλαμπαν πίσω από τα μεγάλα γυαλιά. Με την εξαιρετικά χαρακτηριστική φωνή του χαιρέτησε ευγενικά τον κόσμο, όπως χαιρετά κανείς τους θαμώνες όταν μπαίνει σε ένα επαρχιακό pub στην Ιρλανδία, σύστησε τον μουσικό που θα τον συνόδευε (τον σεμνό και σιωπηλό κιθαρίστα Mike Hanrahan, που κάθισε σε ένα ψηλό σκαμνάκι), και άρχισε να μιλά σαν να βρισκόταν μεταξύ φίλων. Κάθε μεγάλη προσδοκία μας επιβεβαιώθηκε με μιάς. Ακολούθησε ένα από τα πιο μαγευτικά συναυλιακά δίωρα που μπορώ να θυμηθώ ότι έχω παρευρεθεί στη ζωή μου. (Ακόμη και σήμερα, παρ' όλο που έχω παρακολουθήσει πολλές δεκάδες αξιοσημείωτες συναυλίες, αυτήν συνεχίζω να τη θεωρώ ως μία από τις δύο ή τρεις καλύτερες που έχω δει ποτέ μου).
Η παρουσία του Ronnie, one-man-show, ήταν τόσο μα τόσο πληθωρική που ένιωθες ότι κυριολεκτικά είχε πλημμυρίσει τη σκηνή, ήταν σαν να είχε εμφανιστεί ένας ολόκληρος στρατός. Το πρώτο τραγούδι με το οποίο ξεκίνησε ήταν το A Bunch of Red Roses for Me.
Κατά τη βάρδικη συνήθεια, πριν από κάθε τραγούδι διηγούταν μια ιστορία, άλλες φορές ήταν η ιστορία που κρυβόταν πίσω από το κομμάτι, άλλες ήταν μια ιστορία από τη ζωή του ή ιστορίες από διάφορες περιστάσεις και γεγονότα στην Ιρλανδία. Ήταν ένας εξαίσιος τύπος ο Ronnie, ένας πολύ σπάνιος άνθρωπος και καλλιτέχνης, (είναι μεγάλο κρίμα που εμείς στην Ελλάδα δεν έχουμε σήμερα μια τέτοια προσωπικότητα). Άλλες φορές με τα λεγόμενα του σε έκανε αληθινά να δακρύζεις, και άλλες να κρατάς την κοιλιά σου από τα γέλια, άλλες φορές να αναπολείς μαζί του αξιομνημόνευτα περιστατικά που δεν έζησες ποτέ, άλλες να συγκινείσαι επικά, και άλλες να θαυμάζεις την ποιητική του ρητορικότητα που σε παρέσερνε με την ευφράδειά και τη μεταδοτικότητά της.
Εκεί, επάνω σ' εκείνη την ταπεινή σκηνή ενός προαστιακού μικρού θεάτρου, έστεκε, ζεστή και υπερήφανη, η ίδια η ψυχή της Ιρλανδίας. Καμία περιήγηση δεν θα μπορούσε να μού τη δείξει τόσο καλά όσο μού την έδειξε, εμένα, έναν ξένο, εκείνο το βράδυ ο βάρδος Ronnie Drew.
Ήταν μία μυστική περίσταση, αυτό ένιωσα. Στο πιο απρόσμενο και ακατάλληλο μέρος, εκεί που κανείς δεν θα το περίμενε, ανάμεσα από τους σαλτιμπάγκους ενός αδιάφορου λαϊκού πανηγυριού, ήταν σαν να είχε εμφανιστεί ένας αληθινός μάγος, κάνοντας αληθινά μαγικά, που όλοι νόμιζαν ότι ήταν τρικ, και ξαφνικά, απροειδοποίητα, αυτός άνοιξε μία πύλη, εκεί, διαθέσιμη και προσβάσιμη μέχρι και για το πιο μικρό παιδάκι της γειτονιάς, μια πύλη για το χιλιοτραγουδισμένο Βασίλειο της Καρδιάς, όπου όλοι ήταν προσκεκλημένοι, όλοι, και οι απλοί μεροκαματιάρηδες με τα κυριακάτικα σακάκια τους και οι γιαγιάδες με το πασατέμπο και τα παιδάκια κι εμείς οι αλλαζονικοί και υπερόπτες ταξιδιώτες από αλλού. Και έρεε το νέκταρ ενός πνεύματος αγίου θα έλεγες, από αυτόν τον άνθρωπο, για τον κάθε άνθρωπο, και για εκείνους που καταλάβαιναν και για εκείνους που δεν καταλάβαιναν και για όλους, κι ήταν πολύ παππούς, βαρύς μάστορας αυτής της μαγικής τέχνης των βάρδων, αλλά με ανάλαφρη καρδιά σαν μικρό παιδί, ένας σοφός ιππότης που είχε καθίσει στο χώμα να παίξει με τα παιδιά και τους ξετύλιγε το αραβούργημα της μνήμης, της φυλής, της τέχνης, των ηρώων, των περιπετειών, των ταξιδιών, των κόσμων μέσα σε κόσμους. Ποτέ πριν δεν είχα ξαναδεί ή ξανανιώσει κάτι ανάλογο σε μία δημόσια συνεύρεση, ήταν κάτι συγκλονιστικό για μένα, ελαφρύ να είναι το χώμα που τον σκεπάζει...
Θα μπορούσα εδώ να διηγηθώ όλες τις ιστορίες που διηγήθηκε μπροστά μου, να περιγράψω τα τραγούδια, τους στίχους, τις ιστορίες, τις εικόνες, αλλά γνωρίζω ότι θα είναι μάταιο. Ήταν κάτι που συνέβη εκείνες τις ώρες, και μόνο εκείνες τις ώρες, εκεί σ' εκείνο το απρόσμενο μέρος, για λίγο, μόνο για εκείνους που ήταν εκεί για να το δουν, να το ακούσουν, να το νιώσουν, και έγινε πια ένα κομμάτι της καρδιάς σου με το πέρασμα των χρόνων. Πώς να ξετυλίξεις την καρδιά σου για να το ξεχωρίσεις απ' όλα τ' άλλα που περιέχει και με τα οποία είναι αναπόσπαστη ενότητα πια;
Στο απόγειο της βραδιάς τον θυμάμαι να τραγουδά το Viva La Quinta Brigada, και να απαριθμεί μέσα στο τραγούδι τα ονόματα των Ιρλανδών ηρώων που έφυγαν από την Ιρλανδία και πήγαν και πέθαναν στην Ισπανία στον ισπανικό πόλεμο, τα ονόματα και τη ζωή τους (πώς είναι δυνατόν να διηγήθηκε για τόσους ανθρώπους μέσα σε ένα τραγούδι;) και θυμάμαι εμένα και τον Χάρη να έχουμε ξεσηκωθεί χωρίς να γνωρίζουμε γιατί (δεν ήταν κάτι πολιτικό, ούτε εκείνος φαινόταν να το εννοεί ακριβώς ως τέτοιο, ήταν...κάτι συνθηματικό, κάτι κωδικό, μια αλληγορία για κάτι άλλο, πιο σημαντικό). Νομίζω αμέσως μετά τραγούδησε και το Ojos Negros, στα ισπανικά (είχε ζήσει στην Ισπανία ο Ronnie παλιά), και τα είχε ταιριάξει τόσο πολύ αυτά τα εξωτικά μαζί με βάρδικες μπαλάντες όπως το συνταρακτικό Two Island Swans, το Raglan Road, το The Rare Old Times, το Foggy Dew ή το εξαίσια λυρικά δοσμένο My Brothers in Arms...

Θυμάμαι όλη τη βραδιά σαν σε όνειρο. Κι όπως όλα τα όνειρα, τελείωσε, και είχαμε μείνει έκθαμβοι. Δεν θυμάμαι πόσες φορές πήγε να φύγει και τον γυρίσαμε πίσω για να παίξει κι άλλο. Εκείνο το θεατράκι πήγε να γκρεμιστεί από τα χειροκροτήματα και τον ενθουσιασμό, μέσα στην προαστιακή νύχτα, κάποτε, κάπου στην Ιρλανδία.
Στο τέλος, και καθώς ο κόσμος έφευγε και όλοι μάς χαιρετούσαν (είχαν νιώσει ότι είχαμε συμμετάσχει σε κάτι δικό τους και είχαμε ανταποκριθεί σωστά σε αυτό, ή κάτι τέτοιο), ζαλισμένοι από την περίσταση, κοντοσταθήκαμε στην πόρτα. Είχαμε έρθει από τόσο μακριά και ο Ronnie Drew βρισκόταν μερικά μέτρα πιο πέρα κάπου εκεί κοντά. Δεν μπορούσαμε απλά να φύγουμε! Έπρεπε να πάμε να του μιλήσουμε. Βγήκαμε κρυφά από την πίσω πόρτα σε ένα σκοτεινό προαύλιο δίπλα σ' ένα πάρκινγκ. Είδαμε μπροστά μας το συγκρότημα με τα κοριτσάκια που χορεύανε ραπ. Ρωτήσαμε πού είναι ο Ronnie Drew. Μάς έδειξαν την πόρτα μιας αποθήκης δίπλα στο θέατρο.
Πήγαμε να τη χτυπήσουμε, αλλά η πόρτα άνοιξε και βγήκε ο Ronnie. Φορούσε ένα γκρίζο πανωφόρι και κάπνιζε το παλιό καλό πούρο του. Μάς είδε και γελούσε, σαν να μάς περίμενε! Εμείς και ο Ronnie Drew, μόνοι μας, μπροστά σε μια αποθήκη μέσα στη μαύρη νύχτα. Πέσαμε στην αγκαλιά του δακρυσμένοι κι εκείνος μάς αγκάλιαζε και γελούσε. Τού είπαμε ότι είχαμε έρθει από την Ελλάδα, ότι ακούγαμε τόσα χρόνια τα τραγούδια του, κι ότι ήρθαμε τώρα επιτέλους να τον δούμε. Μάς άκουγε χαρούμενος και με χτυπούσε φιλικά στην πλάτη, μάς έδινε ευχές, μάς ρωτούσε για την Ελλάδα, ειλικρινά ήμουν τόσο χαρούμενος και συνεπαρμένος που δεν θυμάμαι για ποια πράγματα μιλήσαμε. Θυμάμαι τα υγρά μάτια του, την ικανοποίησή του, τη χαρά του, την ευγένειά του. Η σκηνή ήταν πολύ ιδιαίτερη, δεν θέλαμε να τη χαλάσουμε με φωτογραφήσεις. Ο Χάρης τού είπε, γράψε μας κάτι σε ένα χαρτάκι, να το δείξουμε στους φίλους μας πίσω στην πατρίδα γιατί δεν θα μάς πιστεύουν. Του έδωσα ένα φύλλο από το μικρό σημειωματάριό μου, έκανε πώς βουτάει το στυλό μέσα στην καρδιά του, χαμογέλασε, κι έπειτα έγραψε πάνω σ' εκείνο το χαρτάκι: «God Bless, Pan & Harry, God Bless! Ronnie...»
Η ώρα ήταν περασμένη. Άρχισε να κάνει κρύο. Μιλώντας, καταλάβαμε ότι δεν είχε πάρει λεφτά για να παίξει εκεί, το έκανε «for the people». Σε λίγο τον πήρε ο μαυροντυμένος Mike Hanrahan ευγενικά λέγοντας μας ότι o Ronnie είναι πολύ κουρασμένος, εκείνος αμήχανος από την παρέμβαση δεν ήθελε να μάς αφήσει, αλλά τελικά μπήκαν σε ένα αυτοκίνητο κι έφυγαν, ο Ronnie μάς χαιρετούσε από το παράθυρο με το πούρο ανάμεσα από τα δόντια του. «Failte!»

Μείναμε εκεί ακίνητοι, χαρούμενοι, αέρας φυσούσε, νύχτα, κρύο. Κοίταξα γύρω μου. Ψυχή πουθενά. Ήμασταν, γι' ακόμη μια φορά, όπως τόσες άλλες, στη μέση του πουθενά.
Απόμακρα φώτα εργοστασίων, άδειοι σκοτεινοί δρόμοι, ερημιά. Βαδίσαμε προς το μέρος απ' όπου είχαμε έρθει μέχρι εκεί. Μπροστά μας, λίγο πιο πέρα, αντικρίσαμε τους προβολείς ενός οχήματος, νομίσαμε ότι ήταν κάποιο φορτηγό. Ήταν το λεωφορείο! Υποτίθεται ότι το τελευταίο λεωφορείο έπρεπε να είχε φύγει πριν από μία ώρα. Τρέξαμε προς το μέρος του. Πλησιάσαμε, ήταν τελείως άδειο. Στο τιμόνι καθόταν χαμογελαστός ο παππούλης οδηγός που μάς είχε φέρει.
«Το ήξερα ότι δεν θα βρίσκατε μεταφορικό μέσο για να γυρίσετε, ξένοι εδώ μέσα στην ερημιά», είπε χαμογελώντας ζεστά, «και είπα να σάς περιμένω. Ανεβείτε να φύγουμε!».
Κάπου εκεί μακριά στην Ιρλανδία, στο Tallaght έξω από το Δουβλίνο, σ' ένα τελείως άγνωστο για εμάς μέρος τότε, σ' έναν άλλο κόσμο, ο οδηγός του λεωφορείου της γραμμής μάς περίμενε για να μάς γυρίσει πίσω, «για να μη χαθούμε». Καλή του ώρα, όπου κι αν είναι τώρα...και αιωνία η μνήμη του βάρδου της καρδιάς, του Ronnie Drew, που ταξιδεύει τώρα για τον παράδεισο, μαζί με τις νεράιδες της Ιρλανδίας, ή για εκείνο το κρυφό μέρος που πηγαίνουν οι βάρδοι όταν φεύγουν από αυτόν τον κόσμο. Σίγουρα φεύγοντας θα τον περίμενε το λεωφορείο, αργοπορημένα μέσα στη νύχτα, θα τον περίμενε για να μη χαθεί, όπως δεν χαθήκαμε κι εμείς και ξέρουμε ακόμη πού βαδίζουμε και γιατί...



click >

The Auld Triangle


Nora


The Dunes


The Rare Old Times


Ojos Negros


Viva La Quinta Brigada


Skibbereen


The Irish Rover (The Dubliners with The Pogues)


And the Band Played Waltzing Matilda


The Holy Ground


Στη μνήμη του Ciaran Bourke (όποιος ξέρει τι βλέπει, καταλαβαίνει)


Raglan Road


The Parting Glass


R.I.P. Ronnie

ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΤΟΥ ΠΟΥΘΕΝΑ

Όπως πολλοί άλλοι (πόσοι είναι άραγε;) έτσι κι εγώ, θα ήθελα να είμαι σαν τον Ρόμπινσον Κρούσο. Ναυαγός σε ένα νησί, να γράφω λίστες με τις προμήθειες από το βυθισμένο πλοίο, να φτιάξω ψάθινη ομπρέλα, να έχω ένα τουφέκι για πιστό σύντροφο, και να ανακεφαλαιώνω τη ζωή μου καθισμένος σε έναν βράχο, αγναντεύοντας τον ορίζοντα για ένα πλοίο που κάποτε θα έρθει για να με πάρει.
Να φτιάξω ένα δικό μου ριψοκίνδυνο καταφύγιο, στην άκρη του πουθενά, και να ξεχάσω τα πάντα για μένα, για όλους, κι όλοι να με ξεχάσουν, και κάθε ημέρα μου να είναι ακριβώς αυτό που φαντάστηκα για αυτήν. Να γράψω όλες τις ιστορίες που θέλω να γράψω.

Ίσως κάποτε να βρω κι έναν άλλο ναυαγό, σε κάποιο διπλανό νησί, και να κάνουμε παρέα. Θα έχουμε τόσα πολλά να πούμε για τις ζωές μας...

Έχω επισκεφτεί το σπίτι του αληθινού Ρόμπινσον Κρούσο, στη Σκωτία, στο Upper Largo, στα ψαροχώρια του Fife. Έχει ένα άγαλμά του πάνω από την πόρτα, να κοιτάει με το κυάλι μακριά (ή έτσι το θυμάμαι). Το αληθινό του όνομα ήταν Αλεξάντερ Σέλκιρκ. Όταν τον βρήκε ένα πλοίο για να τον πάει πίσω στην πατρίδα του, οι ναύτες δεν μπορούσαν να συνεννοηθούν μαζί του, γιατί από τη μοναξιά τόσα χρόνια είχε ξεχάσει να μιλάει.
Ήταν εξαίρετος ναυτικός, και με τις γνώσεις του, στη διαδρομή, τους βοήθησε να συλλάβουν ένα ισπανικό πλοίο, στο οποίο τον έκαναν καπετάνιο. Γύρισε πίσω στην πατρίδα πλούσιος από αυτό το κατόρθωμα. Κι όμως, όταν επέστρεψε, τελικά έφτιαξε το σπίτι του μέσα σε μια σπηλιά κι έμεινε εκεί μέσα για δεκαπέντε χρόνια.
Όταν τον ρώτησε ο δοκιμιογράφος που έγραψε για τη ζωή του από την οποία επηρεάστηκε ο Ντιφόου κι έγραψε το γνωστό βιβλίο, ο Σέλκιρκ απάντησε: «ο πολιτισμένος κόσμος δεν μπορεί, με όλες τις απολαύσεις του, να μου δώσει πίσω τη νηφαλιότητα και την ηρεμία της απομόνωσής μου...»Τελικά γύρισε πίσω στη θάλασσα, στα σαρανταπέντε του, μπαρκάροντας με ένα πολεμικό πλοίο, και πέθανε στο ταξίδι επειδή ήπιε νερό μολυσμένο από μια τροπική ασθένεια.

Ο Σάκλετον ναυάγησε στην Ανταρκτική, το πλοίο του, το Endurance, παγιδεύτηκε στους πάγους και καταστράφηκε, κι ο Σάκλετον έκανε το μεγαλύτερο κατόρθωμα που ξέρω: έφυγε με τους συντρόφους του με μια αυτοσχέδια βαρκούλα από τους πάγους έτοιμοι να συναντήσουν τον θάνατό τους, και ανέλπιστα κάποτε έφτασαν σε ένα παγωμένο ορεινό νησί, το Elephant Island, και τους άφησε εκεί, γιατί δεν μπορούσαν να συνεχίσουν. 
Ο ίδιος διέσχισε τα παγωμένα βουνά περπατώντας μισοπεθαμένος, μέχρι την άλλη άκρη του νησιού, κι από εκεί με μια βάρκα διέσχισε χίλια πεντακόσια χιλιόμετρα στον παγωμένο ωκεανό, αντιμετωπίζοντας κύμματα είκοσι μέτρων στα πιο δύσκολα νερά του κόσμου, από ένα θαύμα βρήκε μια στεριά στη South Georgia, και γύρισε στον πολιτισμό με τα πόδια συναντώντας έπειτα από αμέτρητες περιπέτειες μερικούς φαλαινοθήρες, κι έφτασε σχεδόν μέχρι τη Χιλή, σε ένα απίστευτο ταξίδι. 
Εκεί, έπειτα από πολλές αποτυχημένες προσπάθειες, κατάφερε να βρει ένα πλοίο, και γύρισε πίσω στο παγωμένο νησί και έσωσε όλους τους συντρόφους του. 
Όταν γύρισε στην πατρίδα του, αμέσως οργάνωσε ακόμη μια αποστολή στην Ανταρκτική με το πλοίο Quest, με σκοπό να εξερευνήσει όλες τις ακτές της ανεξερεύνητης παγωμένης ηπείρου. Σχεδόν όλοι οι σύντροφοί του από το προηγούμενο ταξίδι, τον ακολούθησαν σε αυτή τη νέα αποστολή!Στη διαδρομή, έξω από το Ρίο ντε Τζανέιρο, ο Σάκλετον έπαθε καρδιακό έμφραγμα, αλλά αρνήθηκε να ματαιώσουν την αποστολή και να επιστρέψουν στη Βρετανία. Συνέχισαν για τους πάγους, ώσπου η καρδιά τού Σάκλετον κατέρρευσε λίγο πριν φτάσουν, πέθανε στις 5 Ιανουαρίου του 1922, τελείως φτωχός, στην άκρη του κόσμου, μαζί με καλούς φίλους και γενναίους συντρόφους. 
Το σώμα του γενναίου εξερευνητή Σάκλετον θάφτηκε στον καταυλισμό του Grytviken, στο παγωμένο νησί της South Georgia, στον νότιο Ατλαντικό, και ο τάφος του είναι ακόμη και σήμερα εκεί, σημαδεμένος με έναν μονόλιθο που έχει πάνω του χαραγμένο ένα εννιάκτινο αστέρι.Χρόνια πριν, όταν ετοίμαζε ακόμη την άτυχη αποστολή του Endurance για την Ανταρκτική, ο Σάκλετον είχε δημοσιεύσει αυτή τη θρυλική αγγελία, «Men Wanted»: 
«Ζητούνται άντρες: για πολύ επικίνδυνο ταξίδι. Μικροί μισθοί, πίκρες, θλίψεις, βάσανα, φριχτό κρύο, μακριοί μήνες στο απόλυτο σκοτάδι, συνεχής κίνδυνος, περιπέτεια εξασφαλισμένη, επιστροφή εξαιρετικά αμφίβολη. Τιμή και αναγνώριση σε περίπτωση επιτυχίας... Σερ Έρνεστ Σάκλετον» 
O εξερευνητής Κάπταιν Ρόμπερτ Σκοττ και οι σύντροφοί του έφτασαν στην Ανταρκτική με σκοπό να πατήσουν στον Νότιο Πόλο, αλλά ο εξερευνητής Αμούνδσεν και οι Νορβηγοί τούς είχαν προλάβει, έπειτα από έναν πολύμηνο αγώνα. Ο Σκοττ είχε κάνει την άκρη του κόσμου τον σκοπό της ζωής του. Επιστρέφοντας από τον Πόλο, αυτός και οι τέσσερις σύντροφοί του που είχαν απομείνει ζωντανοί, έπρεπε να διασχίσουν σχεδόν χίλια μίλια με τα πόδια μέσα στους πάγους, στις πιο αντίξοες συνθήκες που θα μπορούσε ποτέ να βρεθεί άνθρωπος. Είχαν ήδη διασχίσει την απόσταση αυτή και έπρεπε να τη διασχίσουν πάλι στην επιστροφή, και να προλάβουν πριν έρθει ο Απρίλιος και αρχίσει ο μεγάλος ανταρκτικός χειμώνας που θα έφερνε αβάσταχτη παγωνιά και απόλυτο σκοτάδι. 
Οι ήρωες αυτοί, έπεσαν πάνω σε φριχτές χιονοθύελλες και παγωμένους ανέμους, έχοντας λιγοστό φαγητό και προμήθειες, καταπονημένοι και αποκαρδιωμένοι. Ένας από τους συντρόφους του Σκοττ, που είχε τραυματιστεί και είχε πάθει κρυοπαγήματα στα πόδια, δεν μπορούσε να συνεχίσει, και δεν ήθελε να καθυστερεί τους φίλους του, και, όταν κατασκήνωσαν μέσα σε μια χιονοθύελλα, βγήκε από τη σκηνή μέσα στη θύελλα και απομακρύνθηκε. Τα τελευταία του λόγια ήταν, όπως τα κατέγραψε ο Σκοττ στο ημερολόγιό του: «Πηγαίνω έξω, και μπορεί να αργήσω λίγο να γυρίσω...» Εξαφανίστηκε και δεν τον ξαναείδε ποτέ κανείς.
Όλοι τους πέθαναν μέσα σε εκείνο το αντίσκηνο από την παγωνιά, ενώ απείχαν μόλις δώδεκα μίλια από την επόμενη αποθήκη τροφίμων και καυσίμων. 
Μισό χρόνο αργότερα, τον Νοέμβριο του 1912, μια ομάδα διάσωσης στάλθηκε για να ανακαλύψει τον Σκοττ στους πάγους. Βρήκαν τον Σκοττ και τους ηρωικούς φίλους του στο αντίσκηνό τους καλυμμένο από χιόνι, παγωμένους μέσα στους υπνοσάκκους τους. Βρέθηκε το ημερολόγιο του Σκοττ, στο οποίο έγραφε μέχρι την τελευταία στιγμή, και έθαψαν τα σώματά τους τυλιγμένα με τη σκηνή, κάτω από το χιόνι, κι έτσι οι θλιμμένοι εξερευνητές είναι ακόμη και σήμερα εκεί, άθικτοι, παγωμένοι μέσα στην καρδιά της Ανταρκτικής. 
Τα τελευταία λόγια που έγραψε ο Σκοττ στο ημερολόγιό του μέσα στη μοιραία χιονοθύελλα, στη μέση του πουθενά, ήταν τα εξής: 
«Αν ζούσαμε, θα διηγούμουν μια καταπληκτική ιστορία, που θα συγκλόνιζε την καρδιά κάθε ανθρώπου... Θέλω να μιλήσω για τη γενναιότητα των συντρόφων μου, που με ακολούθησαν εδώ στην άκρη του κόσμου, και πέθαναν δίπλα μου μέσα στην απόλυτη παγωνιά... Το χέρι μου έχει παγώσει τελείως και δεν μπορώ να γράψω άλλο...»

Στο αστροσκάφος Voyager που έφυγε για να χαθεί για πάντα στο διάστημα, μέσα στον δίσκο που μεταφέρει, για να διαβαστεί από όποιον κάποτε το ανακαλύψει στο Σύμπαν, υπάρχει κι ένα μήνυμα στα ελληνικά:
«Οίτινες, ποτ’ έστε, χαίρετε. Ειρηνικώς, προς φίλους εληλύθαμεν φίλοι…»

ΔΕΝ ΘΑ ΠΕΘΑΝΟΥΜΕ ΠΟΤΕ

«Δεν θα σταματήσουμε ποτέ να εξερευνούμε, και το τέλος όλης μας της εξερεύνησης θα είναι να ξαναγυρίσουμε εκεί απ’ όπου είχαμε αρχίσει, και να γνωρίσουμε τον τόπο για πρώτη φορά…»
(Τ. Σ. Έλλιοτ)
«Δεν είναι νεκρό αυτό που αιώνια μπορεί να περιμένει, κι έπειτα από το πέρασμα παράξενων αιώνων ακόμη κι ο θάνατος μπορεί να πεθάνει…»
(Χ. Φ. Λάβκραφτ)
Είναι νύχτα πάλι, και κάθομαι στη βιβλιοθήκη μαζί με το φάντασμα του Μάρκου Αυρήλιου. Η γκριζογάλαζη φιγούρα του τρεμοπαίζει δίπλα μου, αλλά μπορώ να δω το καθαρό βλέμμα του να λάμπει, κι ακούω την ψιθυριστή γεροντική φωνή του καθώς πίνουμε τσάι από κούπες κινέζικης πορσελάνης, που κροταλίζουν μελαγχολικά από τα κουταλάκια μας καθώς ανακατεύουμε τον Χρόνο. Τον ακούω να μου λέει:
«Κι αν ακόμη ζούσες τρεις χιλιάδες ή τριάντα χιλιάδες χρόνια, θυμήσου πως κανείς δε χάνει άλλη ζωή απ' αυτήν που ζει τώρα, ούτε ζει άλλη απ' αυτήν που χάνει. Λοιπόν, το πιο μεγάλο χρονικό διάστημα ή το πιο μικρό είναι ίσα. Το Παρόν ανήκει σε όλους. Το να πεθάνεις σημαίνει να χάσεις το Παρόν, που είναι ένα χρονικό διάστημα άπειρα μικρό. Κανείς δε χάνει το Παρελθόν ούτε το Μέλλον, γιατί κανείς δεν μπορεί να χάσει κάτι που δεν έχει. Θυμήσου πως όλα τα πράγματα περιστρέφονται ακούραστα γύρω στις ίδιες τροχιές
-και πως για τον θεατή είναι το ίδιο αν τα βλέπει έναν αιώνα, ή δύο, ή όλη την αιωνιότητα...»
Ποιος μπορεί να μιλήσει στ’ αλήθεια για το πεπρωμένο των ανθρώπων που χάθηκαν και για τους άμετρους Χρόνους που άφησαν πίσω τους; Οι γνώσεις, τα όνειρα, η ροή της πληροφορίας, οι αναμνήσεις, τα οράματα, οι φαντασιώσεις, τα περιστατικά, οι εικόνες, τα πάντα, μπερδεύονται και φτιάχνουν το πιο περίτεχνο αραβούργημα που θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί ένας άνθρωπος με τη φτωχή του φαντασία. Ποιος μπορεί να αποδείξει ότι οι άνθρωποι είναι διαφορετικοί μέσα στην κοσμική δίνη του Χρόνου, που γεννά και καταστρέφει πρόσωπα και φωνές, μνήμες και ιστορίες; Όλα χάνονται και όλα έρχονται και όλα φεύγουν και όλα έρχονται και θα ξανάρχονται ξανά και ξανά. Τίποτε δε χάνεται. Κάποιος ατέρμων νους το θυμάται. Το ξαναζεί. Το αναπολεί. Το ονειρεύεται. Ταξιδεύει στη Μοναξιά του Χρόνου.
Το φθινόπωρο του 1883 ο Φρήντριχ Νίτσε γράφει με ένα χέρι που δεν υπάρχει πια:
«Αυτή η αργή αράχνη που γλιστρά στο φως του φεγγαριού κι αυτό το ίδιο το φως του φεγγαριού, ακόμη κι εσύ κι εγώ, που σιγοψιθυρίζουμε μπροστά στο κατώφλι του σπιτιού, που συζητούμε για πράγματα αιώνια, δεν έχουμε ήδη υπάρξει στο παρελθόν; Και δεν θα ξανασυναντηθούμε άραγε άλλη μια φορά στο μεγάλο δρόμο, σ' αυτόν τον τεράστιο τρεμάμενο δρόμο, και δεν θα ξανασυναντιόμαστε αιώνια; Αυτά σου έλεγα, όλο και πιο χαμηλόφωνα, γιατί οι πιο βαθιές και οι πιο κρυφές μου σκέψεις μου προκαλούσαν τρόμο!...»
Τον 3ο αιώνα π.Χ. ο φιλόσοφος Εύδημος γράφει: «Αν πιστέψουμε τους Πυθαγόρειους, τα ίδια πράγματα αναπαράγονται με κάθε ακρίβεια και με κάθε λεπτομέρεια, ξανά και ξανά. Και 'σεις θα ξαναβρεθείτε μαζί μου και θα σας επαναλάβω αυτήν τη θεωρία και το χέρι μου θα ξαναπαίξει με τούτο το ραβδί πάνω στο χώμα, και ούτω καθ’ εξής, ξανά και ξανά...»
O μεγάλος ψυχολόγος Καρλ Γκούσταβ Γιούνγκ, στα τελευταία χρόνια της ζωής του, αποκάλυψε στους μαθητές του ότι έβλεπε συχνά όνειρα στα οποία αντάμωνε με σοφούς άλλων εποχών σε πανέμορφους κήπους, και μιλούσε μαζί τους για ζητήματα της εξέλιξης της ανθρώπινης ψυχής. Ο Γιούνγκ δεν πίστευε ότι η ζωή κάθε άνθρώπου τερματίζεται με τον θάνατό του. Έλεγε ότι η ψυχή ζει σε διαφορετικά πλαίσια, μακριά από τους νόμους του Χώρου και του Χρόνου:
«...Αν καλλιεργήσουμε τις ψυχικές μας δυνατότητες, θα μπορέσουμε να ζήσουμε δύο ζωές. Μια με το σημερινό ζωντανό κόσμο και άλλη μια με το παρελθόν, με τον κόσμο του Χθες. Πιστεύω ότι οι άνθρωποι πρέπει να ζουν με την ψυχή τους, πέρα από τον κόσμο του Σήμερα. Αυτό που ονομάζουμε θάνατο, δεν είναι παρά η προσωποποίηση του φόβου μας για το Μέλλον, που φέρνει όλες τις αλλαγές που μας ξυπνούν από το λήθαργο των παλιών εαυτών. Δεν πιστεύω ότι θα πεθάνω. Πιστεύω ότι θα έχω μια συνέχεια της ζωής μου, και ξέρω πολύ καλά ότι με τη σκέψη μου θα μπορέσω να επικοινωνήσω με άτομα που ίσως ακόμη δεν έχουν γεννηθεί. Αργά ή γρήγορα, οι άνθρωποι θα πιστέψουν στον Κόσμο των Ονείρων και στη ζωή που συνεχίζεται μετά το θάνατο. Όταν θα γίνει αυτό, η ανθρώπινη υπόθεση θα αλλάξει καθοριστικά, γιατί θα οδηγηθούν στο να εκμεταλλευθούν αυτά τα μυστικά για την εξέλιξη της ψυχής...»
Ο Χρόνος είναι ψέματα.
Ο Χρόνος δεν υπάρχει. Το Παρελθόν συνεχίζει να ζει μέσα στο Παρόν και να διατρέχει συνεχώς το Μέλλον. Εμείς είμαστε εδώ αλλά και αλλού, ταυτόχρονα, και όλοι οι Χρόνοι υπάρχουν ο ένας μέσα στον άλλον, ατέρμονα, κι όλα αυτά που υπήρξαν και όλα αυτά που υπάρχουν και όλα αυτά που θα υπάρξουν, υπάρχουν τώρα, αυτή τη στιγμή, αυτή τη μοναδική στιγμή, όλα μαζί, έξω από τον Χρόνο. Κι όλα είναι ένα, το ένα μέσα στο άλλο, κι όλα είναι κάτι άλλο.
Η θέα από το παράθυρο του 2ου ορόφου στις 18:30΄ το απόγευμα στις 28 Φεβρουαρίου 1931 όπως την έβλεπε κάποτε ο Χάουαρντ Λάβκραφτ, ίδια είναι με τη θέα μιας συννεφοκόκκινης κοιλάδας από την κορυφή ενός λόφου ονειρικού σε όνειρο που είδε ο ίδιος τη νύχτας της 14ης Δεκεμβρίου 1917, ίδια είναι με τη γκραβούρα που χάραξε το χέρι του Ντορέ σε σελίδα της Μπαλάντας του Αρχαίου Ναυτικού του Κόλλεριτζ, ίδια είναι με την ανάμνηση που έρχεται και ξανάρχεται στον νου μου για έναν κήπο παιδικό γεμάτο μικρά αγάλματα στο σούρουπο, για ένα πύργο στη φουρτουνιασμένη παραλία πριν από χρόνους αμέτρητους, ίδια είναι με τη θέα απ’ το παράθυρο ενός τραίνου που ταξιδεύει σε ένα δειλινό του 2038 για μια πόλη μακρινή. Ο Χρόνος είναι ψέματα.
Όλα τα βιβλία γράφηκαν την ίδια στιγμή, μια ανείπωτη, απερίγραπτη στιγμή, που πλέει ατέρμονα στη θάλασσα της αιωνιότητας, που δεν άρχισε ποτέ και δεν τελείωσε ποτέ. Κανένας άνθρωπος δεν τα διάβασε.
Ποτέ δεν παραδόθηκε η Ρώμη στους βαρβάρους, ποτέ δεν ξεψύχησε ο Πόε φτωχός και μεθυσμένος στη Βαλτιμόρη, γιατί το 1849 είναι ένας τόπος απρόσιτος που τον ονειρεύονται τα βιβλία, είναι ένας τόπος που ταξιδεύει ατέλειωτα στο παράξενο ημίφως του γαλαξία. Το πρόσωπο του Ηράκλειτου είναι ζωγραφισμένο πάνω στο δίσκο της πανσελήνου, ήταν εκεί ακόμη και τότε που αυτός ονειρευόταν τις φωτιές μέσα στη νύχτα σε μια έρημη εξοχή της Ιωνίας, αλλά κρύβεται και μέσα σ’ ένα καθρέφτη όταν κοιτάχτηκε μέσα σ' αυτόν μια κρύα νύχτα ενός αιωνόβιου χειμώνα ο Ρότζερ Μπέηκον, και μέσα στην κρυστάλλινη σφαίρα του Τζων Ντη, που του την έδωσε ένα απόγευμα ένας άγγελος που πετούσε έξω απ’ το παράθυρό του, ο ίδιος άγγελος που ονειρεύτηκαν ο Μπλέηκ κι ο Σβέντενμποργκ, εκείνος ο άγγελος που διακρίνεται σε μια σταγόνα νερού που στάζει από τη βρύση ενός σπιτιού που χάθηκε στην άβυσσο του Χρόνου μιας Θεσσαλονίκης που δεν υπάρχει πια παρά μόνο μέσα στις μνήμες μου, αλλά δεν τον είδε κανείς, «άγγελε, που είσαι όλο χαρά, ευτυχία και φως μονάχα, ξέρεις την αδικία, τις θλίψεις, τα ντροπιάσματα, την άγνοια και την πλήξη;» γράφει ο Μπωντλαίρ γι’ αυτόν, αιώνες μακριά απ’ οπουδήποτε, έχοντας το ίδιο χαμένο βλέμμα που είχε για λίγο η Γκοζίμα στις 22:17’ μιας Κυριακής, όταν ο Νίτσε της φώναξε «σ’ αγαπώ», κι όταν την ίδια στιγμή ένα ελάφι στο Κεμπέκ κοιτούσε τις κορυφές των δέντρων που έπαιζαν με τον άνεμο μέσα στη νύχτα, τον ίδιο άνεμο που φύσηξε απ’ το ανοιχτό παράθυρο και κυμάτισε τις κουρτίνες μέσα στο δωμάτιο του Χάουαρντ Λάβκραφτ ένα ανοιξιάτικο απόγευμα του 1937, κι αυτός δεν το ’ξερε ότι σε πέντε μέρες θα πεθάνει.
Ο Χρόνος είναι ψέματα.
Άνθρωποι που χάθηκαν μέσα στους καιρούς. Παντού ξανασυναντιούνται. Ηλιοβασίλεμα λουσμένο μ’ αναμνήσεις, μια ερημική παραλία μ’ έναν ύποπτο άνεμο, ένα υπόγειο δωμάτιο και ψιθυριστές ιστορίες, κάποιος παίζει μια ανήκουστη μελωδία στο πιάνο, δεν θα την ακούσει ποτέ κανείς, κάποιος βαδίζει μόνος κι είναι νύχτα, δεν τον βλέπει κανείς, εκείνο το εγκαταλειμμένο σπίτι που κάποτε πρέπει να το εξερευνήσουμε είναι και θα είναι στοιχειωμένο στους αιώνες των αιώνων. Ένα όνειρο που το ξέχασα, σήμερα το ονειρεύεται κάποιος άλλος. Κάποιος βγαίνει μέσα από το σκοτάδι και πυροβολεί τον Ιούλιο Βερν, οι σφαίρες τον αφήνουν κουτσό, δεν μπόρεσε να ταξιδέψει στα ταξίδια που ήθελε και το μόνο που μπόρεσε ήταν να γράψει γι' αυτά, και πόσοι άνθρωποι άραγε ταξίδεψαν μέσα από αυτά τα γραπτά; Η Καρδιά του Σκοταδιού και η Ουλαλούμη, το
Xanadu και ο Ιπτάμενος Ολλανδός, ο Τζακ Λόντον βάζει το ρεβόλβερ στον κρόταφο, ένα τραγούδι από ένα μακρινό τόπο, κάποιος ουρλιάζει τα βράδια στις γειτονιές, ένας γέρος με τρελό βλέμμα ψάχνει στα σκουπίδια απέναντι από το σπίτι μου, ο Αλμπέρ Καμύ στρίβει τη γωνία για το δυστύχημα, ένας προδότης στο εκτελεστικό απόσπασμα, μια παρέα παιδιών κυνηγά μια γάτα, τα μάτια της κοιτούν με αγωνία τον ουρανό, ένας φτωχός ποιητής πουλάει στο καφενείο τα ποιήματά του για τον Λόρκα, τον θυμάμαι ακόμη, κορίτσια που γελούν ανέμελα, ένα τηλέφωνο που χτυπά αλλά κανείς δεν το σηκώνει, ένας στρατιώτης στη σκοπιά σημαδεύει το φεγγάρι, από τον ουρανό κατεβαίνει η Νέα Ιερουσαλήμ, προσγειώνεται χωρίς κανείς να τη δει. Κάποιος βγαίνει μέσα από το σκοτάδι και πυροβολεί τον Ιούλιο Βερν…
Η χαμένη αλληλογραφία του Λάβκραφτ, το χαμόγελο του συνταγματάρχη Τσέρτσγουορντ, ο Ρεμπώ λαθρέμπορος όπλων στην Αβησσυνία, μια θολή ασπρόμαυρη φωτογραφία του Ρόμπερτ Τσέημπερς, ένας παλιός δίσκος του Ντοκ Γουάτσον του τυφλού βάρδου, η φυματίωση του Χανκ Γουίλιαμς, μια ταινία με τη θλίψη του Μπόρχες, παλεύει ο Χουντίνι με τις αλυσίδες στον βυθό ενός ποταμού, ο Μπέλα Λουγκόσι τρελάθηκε και πίστευε πως είναι ο Ντράκουλα, ένα σημείωμα που έγραψε ο Σκοττ μέσα σ’ ένα αντίσκηνο στην Ανταρκτική, ένα σκουριασμένο σπαθί που κάποτε το χάιδεψε ο Σαλαντίν, ένα σκιτσάκι του Φώτη Κόντογλου, κι ένα παράξενο όνειρο του Φραντς Κάφκα.
Ο Μέλβιλ στο Μόμπυ Ντικ γράφει σελίδες επί σελίδων για να περιγράψει την τρομερή λευκότητα της φάλαινας, ο Καρυωτάκης δίπλα στο κύμα κάπου στην Πρέβεζα οπλίζει το πιστόλι, κι ο Κουράνις ακόμη βασιλεύει στη Σελεφαΐς και στη Σεράνιαν, κοιμάται ο Κθούλου κι ονειρεύεται στο βυθισμένο παλάτι του στο βυθό του Ειρηνικού, κι ένας ζωγράφος που ταξιδεύει από πίνακα σε πίνακα δεν έχει να πληρώσει το ρεύμα, φτωχός ο Βιλλιέ ντε Λιλ Αντάμ γράφει τα διηγήματά του πάνω στις χαρτοπετσέτες ενός καπηλειού, κανείς δεν είδε το απερίγραπτο βλέμμα του κύκνου που πέταξε πάνω από τις καλαμιές προς τα δυτικά χθες το βραδάκι, πριν την αρχή του Χρόνου ένας άνθρωπος γυμνός ανακαλύπτει έκθαμβος τη φωτιά και μια μάγισσα τραγουδά μέσα στις φλόγες μιας πυρράς που δεν την άναψε ακόμη η Ιερά Εξέταση.
Ένα τραίνο παλιό παίζει ρυθμούς πάνω στις ράγες του σιδηρόδρομου και νανουρίζει τον δεκανέα Χίτλερ σ’ ένα ταξίδι προς τη Βιέννη, κι η Ιρλανδία είναι ελεύθερη, στην Ελλάδα κανείς δεν άκουσε ακόμη για τον Όμηρο, κι ο Γκυ ντε Μωπασάν γράφει την τελευταία γραμμή του Χόρλα, ένα πλάσμα αόρατο τον παρακολουθεί, ο Κόνγουεη ακόμη ψάχνει για τη Σάνγκρι-Λα, κι ο καπνός από το τσιγάρο μου ίδιος είναι μ’ εκείνον που σκέπασε τη βιβλιοθήκη στην Αλεξάνδρεια.
Ένα από τα πιο παράξενα βιβλία που έχουν γραφεί ποτέ πάνω στο ζήτημα του Χρόνου είναι το An Experiment with Time του J. W. Dunne (1875-1949), που εξετάζει ίσως τις πιο συγκλονιστικές παραμέτρους πάνω στο ανεξάντλητο μυστήριο του Χρόνου. Ο Dunne υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι ένα συνειδητό υποκείμενο δεν έχει μόνο συνείδηση του πράγματος που παρατηρεί, αλλά και ενός υποκειμένου Α που παρατηρεί, αλλά και, κατά συνέπεια, ενός άλλου υποκειμένου Β που έχει συνείδηση του Α, και, κατά συνέπεια, ενός άλλου υποκειμένου Γ που έχει συνείδηση του Β. (Δοκίμασες ποτέ να μην σκεφτείς τίποτε, χωρίς να σκέφτεσαι ότι δεν πρέπει να σκεφτείς τίποτε, και άρα, χωρίς να σκέφτεσαι ότι δεν πρέπει να σκεφτείς πως δεν πρέπει να σκεφτείς τίποτε;...) Ο Dunne προσθέτει ότι αυτά τα αναρίθμητα ενδόμυχα υποκείμενα, δεν ανήκουν στις τρεις διαστάσεις του Χώρου (στις τρεις κατευθύνσεις), αλλά στις αναρίθμητες διαστάσεις του Χρόνου.
(Ο Λάιμπνιτς έγραφε: «Αν το πνεύμα έπρεπε να ξανασκέφτεται την κάθε σκέψη του, θα αρκούσε να αντιληφθεί μία μονάχα αίσθηση, για να τη σκεφτεί, και για να σκεφτεί ύστερα τη σκέψη, και ύστερα τη σκέψη της σκέψης, και ούτω καθ’ εξής επ’ άπειρον...» Σημείωσε ότι είναι κάποιες σκέψεις του για τη φύση του Θεού...)
Η διαδικασία που πρότεινε ο Dunne για την απόκτηση ενός άπειρου αριθμού Χρόνων είναι η εξής: θεωρεί δεδομένο ότι το Μέλλον υπάρχει ήδη με όλες τις λεπτομέρειές του. Προς αυτό το προϋπάρχον Μέλλον κυλά ο απόλυτος ποταμός του Κοσμικού Χρόνου, η θνητή ζωή μας. Αυτή η ροή απαιτεί έναν καθορισμένο Χρόνο. Θα έχουμε, λοιπόν, έναν δεύτερο Χρόνο, εντός του οποίου πρέπει να κυλήσει ο πρώτος, έναν τρίτο Χρόνο, για να κυλήσει ο δεύτερος, και ούτω καθ’ εξής επ’ άπειρον. Σ' αυτούς τους παράλληλους Χρόνους, κατοικούν αδιάκοπα τα αδιόρατα υποκείμενα που αναπαράγει αυτός ο πολλαπλασιασμός. Υποκείμενα που βρίσκονται το ένα μέσα στο άλλο, παρατηρώντας τους Χρόνους που τους αναλογούν, αλλά όλα βρίσκονται το ένα μέσα στο άλλο.
Αμέτρητα βυθισμένα πλοία, μαζί με όλους τους πνιγμένους ναύτες τους και τις άγνωστες ιστορίες τους, μια λίμνη γαλήνια δίπλα σ’ ένα γαλάζιο βουνό πριν αρχίσει η μέτρηση του Χρόνου, ένας μαυροντυμένος φίλος τραγουδά το Santa Lucia, η Ρώμη φλέγεται, χαράματα, ο Φίλιπ Ντικ γράφει το τελευταίο του διήγημα, ο ίδιος δεν το ξέρει, ο Λάβκραφτ ζεσταίνει νερό για τσάι, ο θάνατος βαδίζει αργά και έρχεται, όλο έρχεται, σε λίγο θα ‘ναι εδώ, ποιος ξέρει από ποια πόρτα θα μπει. Την τελευταία στιγμή πόθησε το χαμόγελο μιας γυναίκας, ένα κρασί που έπινε μαζί με φίλους καρδιακούς, τη μυρωδιά του χώματος μετά τη βροχή, ένα βιβλίο γαλλικής ποίησης, ακόμη κι ο Νερβάλ είναι νεκρός, στρώσαμε την κληρονομιά μας πάνω σε νεκρούς, που δεν το ήξεραν, ακόμη και την τελευταία στιγμή…
Πριν ξεψυχήσει, ο Έντγκαρ Πόε ψιθύρισε: «Κύριε, βοήθησε τη φτωχή μου ψυχή…»
Το Κοράνι γράφει: «…Ο Κύριός σου δε σε εγκατέλειψε. Δε σε βρήκε ορφανό και σου έδωσε στέγη; Δε σε βρήκε διψασμένο και σου έδωσε νερό;…» Θυμήσου, Κύριε, τον Άρθουρ Μάχεν, που περπάτησε πάνω στους λόφους του ονείρου κι έγραψε κάποτε σε μια σελίδα ημερολογίου (κι είναι σαν να το έχουμε γράψει όλοι μας):
«Ενώ εγώ βρίσκομαι εντελώς μόνος, μέσα στο μικρό δωμάτιό μου, χωρίς φίλους, έρημος. Συνειδητοποιώντας ως το βάθος της καρδιάς μου την ολοκληρωτική μου αδεξιότητα. Κι όσες φορές σκέφτηκα να δοκιμάσω να χειριστώ τον υπέροχο λόγο της Λογοτεχνίας, περιπλανιέμαι αμήχανος μέσα στον κόσμο της φαντασίας, χωρίς να ξέρω που πηγαίνω. Αναζητώ ψηλαφώντας το δρόμο μου, όπως ένας τυφλός, και χτυπώ το κεφάλι μου στον τοίχο, όπως ένας τυφλός. Κανείς δε με βοηθά, δεν έχω κανένα φίλο, κανένα να με συμβουλέψει, κανένα να με παρηγορήσει…»
Οι Θεοί με μάτια πύρινα τριγυρνούν στην πόλη,
μια σκιά σ’ ένα παράθυρο αγναντεύει τους δρόμους,
άνθρωποι που εξαφανίστηκαν το βράδυ, καθώς γύριζαν στο σπίτι…
Ο Dunne υποστηρίζει ότι η αιωνιότητα μας ανήκει από τώρα, κάτι που μας το αποδεικνύουν τα όνειρα κάθε νύχτας. Σ' αυτά, συγχέονται το άμεσο Παρελθόν και το άμεσο Μέλλον. Όταν είμαστε ξύπνιοι, διατρέχουμε τον διαδοχικό Χρόνο με σταθερή ταχύτητα, στο όνειρο περιπλανιόμαστε σε ζώνες του Χρόνου που μπορεί να είναι αχανείς.
Ο Dunne μάς διαβεβαιώνει με τον πιο υπέροχο τρόπο ότι:
«Ο θάνατος θα μας διδάξει τον σωστό χειρισμό της αιωνιότητας. Θα ξαναβρούμε όλες τις στιγμές της ζωής μας, και θα τις συνδυάσουμε όπως μας αρέσει. Ο Θεός, οι φίλοι μας, ο Ιούλιος Καίσαρ και ο Σαίξπηρ, θα συνεργαστούν μαζί μας σ' αυτό το παιχνίδι...»
Ομολογώ ότι οι παραπάνω γραμμές είναι το πιο όμορφο και ελπιδοφόρο πράγμα που έχω διαβάσει ποτέ μου. Αν πρέπει να πιστέψουμε σε κάτι συγκεκριμένο σχετικά με τον θάνατο, ας πιστέψουμε σ’ αυτό. Υπονοεί, όπως εγώ το καταλαβαίνω, ότι πίσω από τα πάντα υπάρχει ένα θαυμάσιο, υπέροχο παιχνίδι, το οποίο κάποτε θα μας αποκαλυφθεί και θα γελάσουμε μαζί για όλα όσα νομίζαμε, και θ' αρχίσουμε πάλι να παίζουμε σαν τα παιδιά.
Αυτό το κείμενο που γράφω εδώ, δεν πρόκειται να σβηστεί ποτέ, θα υπάρχει για πάντα και για πάντα.
Τίποτε δεν πέθανε, ποτέ.
Δεν θα πεθάνουμε ποτέ.
Κι όλα θα ζουν, για πάντα, εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΤΑ ΑΝΩ

Υπάρχει ένα μεγάλο μυστικό στον κόσμο, και το μαθαίνουν μονάχα αυτοί που φεύγουν από τον κόσμο.

Ο χειμώνας απομακρύνεται, και παίρνει μαζί του τον Sir Arthur C. Clarke, τον Dr. Christopher S. Hyatt, και τον Gary Gygax. Πεπρωμένα που συνεχίζονται προς άγνωστη κατεύθυνση.
Όλος ο κόσμος επηρεάζεται από όλον τον κόσμο, πρέπει να κάνεις μια μεγάλη υπέρβαση για να επηρεάσεις εσύ τον κόσμο, εσύ μόνος σου, κι αυτό γίνεται διακριτό μόνο όταν φεύγεις. Όταν δηλαδή δεν έχει πια και τόση σημασία.

Συνεχίζουν να με συγκινούν τα βιβλία. Εκεί μέσα ζουν όλοι οι αγαπημένοι μου άνθρωποι. Αλλά, μάλλον, δεν είναι πια άνθρωποι, είναι κάτι άλλο. Έχουν περάσει στον κόσμο των ιδεών, έγιναν κάτι για το οποίο μπορείς να συζητήσεις σήμερα το βράδυ, μαζί με τους δικούς σου ανθρώπους, χωρίς ποτέ να ξέρεις για ποιο πράγμα μιλάς ακριβώς. Αυτό είναι το κύριο χαρακτηριστικό των ιδεών, έτσι τις ξεχωρίζεις από όλα τα άλλα πράγματα του κόσμου: έχουν μια αρχή, το σημείο στο οποίο ήρθαν σε επαφή μαζί σου, και δεν έχουν τέλος, οι ιδέες είναι αυτό που δεν τελειώνει όταν εσύ θα τελειώσεις.
Μπορείς να ανιχνεύσεις την ιδέα, μπορείς να συζητήσεις για μια ιδέα, διερευνώντας την πορεία της, αλλά δεν μπορείς να συζητήσεις για την ιδέα αυτήν καθ' αυτήν.
Έχουν αυτό το κοινό με τους ανθρώπους: κανείς δεν ξέρει από πού ήρθαν και κανείς δεν ξέρει πού πηγαίνουν, ούτε πώς...ούτε γιατί...

Μου αρέσει να φαντάζομαι ότι οι άνθρωποι δεν έχουν τίποτε κοινό μεταξύ τους. Ο καθένας ζει μέσα στις σκέψεις του και στη φαντασία του, έχει παρασυρθεί στο δικό του μονοπάτι, κανείς δεν είναι στ' αλήθεια εδώ. Σκοντάφτουμε ο ένας πάνω στον άλλον, βλέπουμε αυτό που θέλουμε να δούμε, καταλαβαίνουμε αυτό που μπορούμε να καταλάβουμε, όταν θέλουμε, και συνεχίζουμε να βαδίζουμε στο πολύ ιδιωτικό μας μονοπάτι. Ο κόσμος καταστρέφεται πίσω μας έπειτα από κάθε μας βήμα. Κι ο κόσμος ξεπροβάλλει μπροστά μας έπειτα από το επόμενο μας βήμα. Βήμα στο βήμα υπογράφουμε με τον εαυτό μας τον χάρτη του κόσμου όσο μας αφορά. Κι όμως, τίποτε δεν μας αφορά. Είναι όλα στιγμιότυπα. Κι όλα δεν είναι παρά συνδέσεις που οδηγούν πίσω σ' εμάς. Ίσως αυτό σημαίνει ότι μας αφορούν τα πάντα.
Μπορούμε να φανταστούμε τα πάντα, αν θέλουμε. Μπορούμε να κάνουμε τα πάντα. Και όλα γίνονται, όλα συμβαίνουν, όλα συνέβησαν και όλα θα συμβούν. Η ιστορία του εαυτού μας είναι ένα συμβάν ανάμεσα σε όλα τα άλλα, και είναι ένα συμβάν που συμβαίνει μόνο για τον εαυτό του, ένα συμβάν στο οποίο συμβαίνουν όλα τα συμβάντα, αλλά και κανένα έξω από αυτό. Φυσικά, πρόκειται για μια παραδοξολογία, αυτό είναι η πραγματικότητά μας: μια διαρκής εκπαίδευση στο παράδοξο.
Είναι πολύ παράδοξο που μετατρέπουμε συνέχεια το παράδοξο σε κάτι συνηθισμένο, σε κάτι οικείο, σε κάτι δικό μας, ιστορικό, αναμνηστικό, ένα σουβενίρ της πραγματικότητας. Α, ναι...τί θα ήμασταν χωρίς τη μνήμη μας;
Ό,τι θυμόμαστε είναι δικό μας. Στην ουσία, αυτό που αποκαλούμε «εαυτό μας» δεν είναι παρά οι μνήμες μας. Απ' όσο ξέρω, μονάχα η φαντασία μάς οδηγεί έξω από τις μνήμες μας, δηλαδή έξω από τον εαυτό μας, δηλαδή έξω από τον κόσμο όπως τον ξέρουμε.

Άγιοι για μένα είναι οι άνθρωποι που αξίζουν να τους θυμόμαστε, που ένα σημαντικό κομμάτι του κόσμου θα χανόταν για εμάς αν τους ξεχνούσαμε, και, φυσικά, είναι οι άνθρωποι που βοηθούν τη φαντασία μας να φαντάζεται όλο και περισσότερα πράγματα, εκείνοι που μάς βοηθούν να απομακρυνόμαστε.
Ο μόνος άξιος αγώνας είναι αυτός που γίνεται για την προέκταση της πραγματικότητας. Αυτό πιστεύω.
Κι επειδή καμιά άλλη πραγματικότητα δεν ξέρουμε πέρα από τη δική μας, είναι εκείνος ο αγώνας που γίνεται για την προέκταση του εαυτού μας. Την προέκταση του κόσμου. Προς το Άγνωστο.
Στον αγώνα μας αυτό, με τις δράσεις του, τελικά προεκτείνονται και οι άλλοι άνθρωποι, μέσω της ιστορίας των ιδεών, όπως αυτή καταγράφεται στις μνήμες, όπως αυτή καλλιεργεί τη φαντασία, κι έτσι είναι που προεκτείνεται κι ο κόσμος προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις.
Μεγάλος μυστικός πόλεμος γίνεται για αυτές τις κατευθύνσεις...

Ας μην σας αποπροσανατολίζει η απογοήτευση. Προεκτεινόμαστε προς τα πάνω. Πορεία προς τα Άνω. Όλα εξ Άνωθεν. Αλλιώς ξαναγυρίζουμε στα ίδια, όλα εδώ γύρω είναι...

O Sir Arthur C. Clarke θα μείνει αθάνατος μέσα από τα έργα του, και το πνεύμα του θα ταξιδέψει μαζί με τους πρωτοπόρους ταξιδευτές στο διάστημα κατά τη μετανάστευσή μας σε άλλους πλανήτες, όπως το ονειρευόταν πάντα, και θα μιλήσουμε για αυτόν στους εξωγήινους πολιτισμούς που κάποτε θα συναντήσουμε.
Ο Dr. Hyatt θα επιβιώσει μέσα από τις φράσεις που άρθρωσε, και που εισχώρησαν στον νου του καθενός στον οποίο δίδαξε μια επανάσταση που κάποτε θα γίνει χωρίς αυτόν, και το ίδιο μαγικά πολλοί άνθρωποι θα κάνουν αυτό που κάποτε αυτός θέλησε, χωρίς να τον γνωρίζουν.
Ο Gary Gygax ο εμπνευσμένος πατέρας των Role Playing Games, δημιουργός του Dungeons & Dragons και του TSR, ένας αφοσιωμένος συγγραφέας του Φανταστικού, θα συνεχίσει να αναπαράγει εξομοιώσεις της πραγματικότητας διδάσκοντας εμμέσως ότι η πραγματικότητά μας είναι ένα παιχνίδι ρόλων και εξομοιώσεων. Κάποιος ήδη παίζει τον ρόλο του, κι έτσι αυτός ποτέ δεν θα φύγει, αλλά θα συνεχίσει να παίζει εδώ το μεγάλο παιχνίδι...

«Ο κόσμος είναι ένα θλιμμένο μέρος, αλλά γιατί να μη νιώθει ο ίδιος τη θλίψη του και να τη νιώθω μόνο εγώ;...» αναρωτιόταν ο J. K. Chesterton, δικαίως.
Όλα τα νιώθω μόνο εγώ, και τίποτε δεν με νιώθει στ' αλήθεια.
Αλλά υπάρχουν ορισμένα συγκλονιστικά πράγματα που μπορούμε να νιώσουμε απόψε το βράδυ, και μάς περιμένουν -υπομονετικά ή καραδοκώντας, όπως το δει κανείς- για να τα νιώσουμε. Έρχονται από ψηλά. Να τα νιώσουμε, για πρώτη φορά. Να αρχίσουμε έτσι την Επαφή με κάτι έξω από εμάς, που μπορεί να γίνει δικό μας, που μπορεί να μας αλλάξει, να αλλάξει τον κόσμο.
Υπάρχει μια πύλη μέσα στη θλίψη, που οδηγεί πέρα από τη θλίψη, σε όλα τα μυστικά του κόσμου, αυτό έγραφε ένα αρχαίο κείμενο, ή εγώ το φαντάστηκα ότι το έγραφε. Τα κείμενα δεν γράφουν, οι άνθρωποι γράφουν.
Και οι άνθρωποι δεν γράφουν τίποτε αν δεν τους διαβάσεις.
Όλα έγιναν επειδή τα είδες.
Θα μπορούσες να μην έχεις δει τίποτε.
Νομίζω ότι θα ήταν καλύτερα έτσι, να μην είχες δει τίποτε.
Είναι τόσο κρίμα που πάντα βλέπεις τόσα λίγα...


ΤΟ ΑΚΡΩΤΗΡΙ ΤΗΣ ΚΑΛΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ

Ξαγρυπνώ μέχρι τα ξημερώματα, όλη τη νύχτα κυνηγάω τις ιδέες μέσα στο δάσος τους, είναι σκοτεινό και βαθύ, πυκνό και αφιλόξενο, δεν ξέρω κανέναν εκεί πέρα, είμαι μόνος μου, ακούω απόμακρες κραυγές αγωνίας, φτερουγίσματα, απαγγελίες ποιημάτων σε άγνωστες γλώσσες, ψιθύρους που λένε λόγια ανείπωτα, ποτέ δεν τα θυμάμαι, βλέπω φευγαλέες λάμψεις της πανσελήνου στα μικρά ξέφωτα, άστρα πέφτουν από τον ουρανό, κανείς δεν τα βλέπει, όλοι κοιμούνται, κι αυτά είναι δάση απάτητα, δεν ξέρω αν τα πάτησε ποτέ ανθρώπου πόδι ή αν είναι μόνο για τα πνεύματα, κι ακόμη και τα πνεύματα δεν έρχονται εδώ μαζί, κάτω από τα φυλλώματα που κρύβουν αιώνες μυστικών, κι αν θα πρέπει ποτέ να φοβάσαι κάποιο δάσος, αυτό πρέπει να φοβάσαι. Ποιος να χωθεί εκεί μέσα; Με τι καρδιά; Η καρδιά μας λαχταρά τα απλά πράγματα, λίγο φαγητό, λίγη ξεκούραση σε καλό μαξιλάρι, λίγο ύπνο, ένα φιλί, ένα καθαρό βλέμμα, ένα καλό βιβλίο, μια καλή είδηση, ένα δώρο, ένα παιχνίδι με τα λόγια, μια βόλτα σε ένα όμορφο μέρος, ένα μωρό, μια σοκολάτα, μια συντροφιά, μια θέα από ψηλά, ένα καλό ζευγάρι παπούτσια. Ακόμη κι η καρδιά πρέπει να εκπαιδευτεί να ονειρεύεται τα πιο μεγάλα πράγματα. Δεν είναι για εμάς. Πρέπει να μας μάθει κάποιος να τα θέλουμε, να τα ποθούμε. Κι έπειτα βρίσκεσαι σε τέτοια δάση απάτητα. Να εξερευνήσεις ποιο πράγμα; Πόσες σκιές μπορείς να αντέξεις να ψιθυρίζουν και να φτερουγίζουν στο ημίφως; Τι δουλειά έχω εγώ εδώ πέρα; Πού είναι το παιδί που ήμουν; Τί του κάνατε; Γιατί; Για να μάθω ποδήλατο με δύο ρόδες; Για να μάθω να γράφω το όνομά μου; Για να μου μάθετε σκοποβολή μ' εκείνο το παλιό τουφέκι; Για να δουλεύω και να αγοράζω πράγματα που θα σαπίσουν; Για να πεθάνω και να καταλήξουν τα απομεινάρια μου σ' ένα οστεοφυλάκιο; Ούτε τάφο δεν θα έχουμε εδώ που ζούμε.
Τώρα που γράφω, προηγουμένως ένας φίλος μου παλιός μου έστειλε ένα μήνυμα: «Καλό βράδυ! Πέτρος». Έχω να τον δω ή να του μιλήσω δέκα χρόνια! (Και πιο πριν, άλλα τόσα). Ποιος ξέρει τι θυμήθηκε από μένα μέσα στη νύχτα, και μου έστειλε αυτό το μήνυμα στις τρεις μετά τα μεσάνυχτα. Δεν ήξερε τι να μου πει, έπειτα από τόσο καιρό. Καλό βράδυ! Για μια στιγμή θέλησα να του απαντήσω «Επίσης! Παντελής», αλλά μετά σκέφτηκα ότι θα ήταν καλύτερα να έμενε με την ιδέα ότι έστειλε αυτό το μήνυμα μέσα στη νύχτα, στο άγνωστο, απ' όπου κανείς δεν περιμένει απάντηση, κι έτσι δεν είπα τίποτε. Αναζητούσε κι αυτός τα χαμένα του χρόνια, που είχαν γίνει πρόσωπα, ιστορίες, παρελθόντα που όλοι ονειρευόμαστε να τους στείλουμε ένα μήνυμα και να μας απαντήσουν, να μας πουν τι γίνεται πίσω στον χρόνο, τον χρόνο που μας άφησε, τον χρόνο που απολιθωμένος κάπου μας άφησε όπως ήμασταν, τον χρόνο που μας ασπρίζει τα μαλλιά, όσα μείνανε, στα παρελθόντα που όλοι νοσταλγούμε, να πάρουμε μια απάντηση από το παρελθόν, ή έστω να στείλουμε πίσω στο παρελθόν μας ένα μήνυμα, «καλό βράδυ!». Ακόμη νύχτα είναι φίλε, δεν ξημέρωσε ποτέ, ακόμη μεθάμε και γελάμε με παράξενες ιστορίες και ονειρευόμαστε περιπέτειες, όπως όταν ήμασταν μικροί, σε όμορφα δειλινά που χάθηκαν για πάντα, αλλά που ζουν ακόμη μέσα στον λαβύρινθο του μυαλού μας, τριγυρνώντας σαν φαντάσματα μέσα στους διαδρόμους, συγκρουόμενα με τις ελπίδες και τα όνειρά μας, τα κατορθώματά μας, τις φαντασιώσεις άλλων εαυτών μας, που ποτέ δεν υπήρξαν αλλά ίσως κάποτε να υπάρξουν, σε μια άλλη ζωή, όταν εγώ δεν θα είμαι εγώ, εσύ δεν θα είσαι εσύ, αλλά και οι δύο θα είμαστε κάποιος άλλος, ίσως, κάποτε, κάπως, κάποιος. Έτσι ταξιδεύουν τα μηνύματα μέσα στη νύχτα, σταλμένα χωρίς λόγο, από μια κρυφή παρόρμηση, με αγωνία, προς άγνωστο πια παραλήπτη, αναπάντητα.
Σε λίγες μέρες έρχεται το 2008. Ποτέ μου δεν περίμενα ότι κάποτε θα ζω στο 2008. Πάντα ήταν από τις χρονολογίες που για τη γενιά μου συνδεόταν με την επιστημονική φαντασία. Πριν από τόσα χρόνια, δεν το ήξεραν οι παρέες μας ότι οι άνθρωποι θα είναι κολλημένοι σε κινητά τηλέφωνα, στο internet, σε οθόνες τηλεοράσεων και ηλεκτρονικών υπολογιστών, σαν ζόμπι από τις ταινίες του Ρομέρο, σαν νεκροζώντανοι που συνεχίζουν να κάνουν αυτοματικά αυτό που έκαναν όταν κάποτε ζούσαν, κι όλοι θα είναι τόσο μόνοι, τόσο απεγνωσμένοι, κι όλοι θα ακούνε τα λαϊκά που μισούσαμε, θα υπολογίζουν με το κομπιουτεράκι τους λογαριασμούς, θα στήνονται στις ουρές των τραπεζών, των λεωφορείων, των δημόσιων υπηρεσιών, των κινηματογράφων, των γάμων, των κηδειών, των τίγρεων. Κι όλοι κοιμούνται όρθιοι, χωρίς όνειρα, χωρίς ξυπνήματα, χωρίς καν κουβέρτες, μέσα στο κρύο.
Η Οδύσσεια του Διαστήματος ήρθε και πέρασε, από το 2001 ακόμη, κανείς δεν την κατάλαβε. Τώρα έρχεται το 2008. Ο κόσμος είναι αυτό που πάντα ήταν. Ένα ανελεύθερο μέρος, γεμάτο αδικία, παράνοια, ατιμία, λάθη, αλαζονεία, μίσος, φόβους, κι ο κόσμος ακόμη περιμένει τη Δευτέρα Παρουσία…ποιανού πράγματος; Δεν ξέρουν καν για ποιο πράγμα μιλάνε. Βαρέθηκα να μιλούν οι άνθρωποι και να μην ξέρουν για ποιο πράγμα μιλάνε. Είναι καλύτερα να ξέρουν και να μη μιλούν για ποιο πράγμα ξέρουν, (όχι από μυστικισμό, απλά, έτσι, για ποικιλία).
Μετρώ τους νεκρούς μας, τις απώλειες. Χαμένοι φίλοι, χαμένοι συγγραφείς, χαμένα είδωλα, καλλιτέχνες, ήρωες, ακόμη και άνθρωποι που δεν γνωρίσαμε ποτέ τίποτε γι' αυτούς αλλά θα θέλαμε τόσο πολύ να τους είχαμε γνωρίσει αν γνωρίζαμε κάτι γι' αυτούς, κι ακόμη κι αυτοί χάθηκαν, ναι, πρέπει να χάθηκαν πολλοί ακόμη κι απ' αυτούς. Όλοι αυτοί, οι νεκροί μας, δεν το είχαν φανταστεί ότι δεν θα ζήσουν το 2008. Έκαναν όνειρα για τις μακρινές χρονολογίες. Φανταζόντουσαν εξελίξεις, μελλοντικές περιπέτειες, νέους φίλους, νέα βιβλία, νέα τραγούδια, ταξίδια, ανέλπιστες ευκαιρίες, ήττες και θριάμβους, ένα καλύτερο σπίτι, ένα οποιοδήποτε μέλλον. Το ίδιο κάνουμε κι εμείς. Δεν ξέρουμε ποια χρονολογία θα μείνει για εμάς φανταστική.
Ζούμε μέσα στη φαντασία μας, έτσι κι αλλιώς. Δεν ανησυχώ. Ξέρω τι συμβαίνει.
Ο Ηράκλειτος είχε ένα αγαπημένο φαγητό, είχε παιδική ηλικία, είχε όνειρα, αλλά όλοι ξέρουν πια γι' αυτόν μόνο το ποτάμι, και τη φωτιά. Ο Όμηρος δεν ήταν ο Οδυσσέας ή ο Αχιλλέας, αλλά όλοι ξέρουν πια μόνο τον Οδυσσέα και τον Αχιλλέα, κανείς δεν ξέρει τίποτε για τον Όμηρο. Ο Ρόμπερτ Λουίς Στήβενσον πρέπει να είχε ένα τετραδιάκι με διευθύνσεις φίλων, σημειώματα, λίστες για ψώνια, και πρέπει να είχε ένα αγαπημένο πουκάμισο, μια πίπα, μια αγαπημένη κουβέρτα, ένα τατουάζ που του άρεσε πάνω στο δέρμα μιας ιθαγενούς στη Σαμόα, μια χιλιοειπωμένη προσευχή, δεν ήξερε ότι το μόνο που θα έμενε από αυτόν θα ήταν το Νησί των Θησαυρών και ο Δόκτωρ Τζέκυλ, οι Νέες Χίλιες Και Μία Νύχτες, και κάτι ποιήματα για τα παιδάκια. Ο Νταβίντσι δεν είχε μόνο τη Τζοκόντα, είχε και μάνα, και κανείς δεν μνημονεύει το χαμόγελό του.
Ζούμε μέσα στη φαντασία μας, έτσι κι αλλιώς.
Τα χρόνια πέρασαν, ήρθε το 2008, μετά Χριστόν, κι ούτε που ξέρουμε τίποτε για το 2008 προ Χριστού. Έτσι, κάποτε κανείς πια δεν θα θυμάται τίποτε για το 2008 μας.
Δεν είμαι πια το παιδί που ήμουν κάποτε, 2008 αιώνες πριν. Είναι σαν να έχουν περάσει αιώνες, σαν να μην ήμουν εγώ ποτέ. Τώρα έχω παιδιά δικά μου. Και δεν μπορούν να παίξουν στις αλάνες που εγώ κάποτε έπαιζα. Έχουν χαθεί σε εναλλακτικούς χωροχρόνους, και τα παιδιά μου μπορούν να μάθουν για τις περιπέτειές μας σε αυτές τις αλάνες, μόνο μέσα από μένα. Θα τους μεταφέρω μια ζωή που δεν είναι δική τους, μέσα στη δική τους, όπως κάνουν όλοι οι γονείς. Κάποτε, σύντομα, δεν θα θυμούνται τίποτε από το 2008 μας, είναι μικρά ακόμη. Δεν θυμάμαι τι θυμόμουν όταν ήμουν στην ηλικία τους. Οι δυνάμεις του σκότους με κρατούν μακριά από την αληθινή ζωή μου, το ίδιο θα συμβεί και στα παιδιά μου, στα παιδιά μας. Και το φως που παράγουμε με την ελπίδα μας, δεν είναι ποτέ αρκετό, για να αντιμετωπίσει τις δυνάμεις του σκότους, δηλαδή την άλλη πλευρά του νομίσματός μας, την άλλη πλευρά του χρόνου, τη νύχτα, που όπως κατακλύζει τον κόσμο με εναλλαγές, έτσι κατακλύζει και το πνεύμα μας, με επίπονες εναλλαγές. Τη βαρέθηκα αυτήν τη νομοτέλεια. Νομίζω ότι εγκρίνω την ιδέα μιας ολοκληρωτικής ανατροπής της, και ό,τι είναι να γίνει ας γίνει, να τελειώνουμε. Ο καθένας ας μετρηθεί για την αξία του, ο κόσμος μας επίσης.
Το μυστήριο του χρόνου συνεχίζει να μου είναι ακατανόητο, είναι το μεγαλύτερο από όλα τα μυστήρια, δεν ξέρουμε απολύτως τίποτε γι' αυτό. Το μυστήριο της ζωής μας, επίσης. Εννοώ της προσωπικής ζωής μας, όχι της ζωής γενικώς. Δεν καταλαβαίνω τίποτε. Όλα είναι κλειδωμένα για μένα, κι όλα επίπονα τα ξεκλειδώνω. Όλα τα βλέπω για πρώτη φορά, και όλα με εκπλήσσουν. Ξανά και ξανά. Μένω συνεχώς άναυδος από την όλη συνομωσία των πραγμάτων. Κι όλο ανακαλύπτω τα πιο σκοτεινά πράγματα, μου αποκαλύπτονται αλύπητα. Ξανά και ξανά.
Πώς μας την έφερε έτσι ο Χρόνος; Να μην μπορώ να δω τον εαυτό μου στο μέλλον, να μη θυμάμαι καλά τον εαυτό μου στο παρελθόν, και το παρόν μου να είναι ένα σκοτεινό δάσος γεμάτο ιδέες που ακόμη προσπαθώ να εξερευνήσω, κι εγώ κάποτε νόμισα ότι μπορείς να το διασχίσεις όλο το δάσος, πέρα ως πέρα, κι ακόμη παραπέρα, τι δουλειά έχω ακόμη μέσα στις σκιές του; Κι από την άλλη, πώς βρέθηκα εγώ εδώ πέρα, σ' αυτόν τον μελλοντικό κόσμο, ανάμεσα στους φαύλους και στους βαρβάρους, σ' έναν κόσμο χειρότερο, πώς βρεθήκαμε εδώ πέρα, εμείς, που παίζαμε με τα τόξα μαζί με τον Ρομπέν των Δασών, που καλπάζαμε μαζί με τον Ιβανόη, που βουτούσαμε στους βαθύτερους βυθούς μαζί με τον Κάπταιν Νέμο, και περνούσαμε πέρα από τους καθρέφτες μαζί με την Αλίκη, που ονειρευτήκαμε διαστημικές αποικίες, αθανασία, αιώνιους έρωτες, αχώριστες φιλίες, εμείς, που τραγουδούσαμε τα πιο επαναστατικά τραγούδια, που ονειρευτήκαμε ταξίδια μακρινά; κι εγώ που, όπως όλοι οι συγγραφείς, εγώ που έβλεπα τον παράδεισο σαν μια βιβλιοθήκη, ακόμη δεν την έχω τη βιβλιοθήκη, όλο τη φτιάχνω και όλο τη χάνω, όλο μου την παίρνουν, όλο μου διαφεύγει, σαν τον παράδεισο.
Σκέφτομαι ότι, κατά βάθος, όλοι μας ζούμε με την ελπίδα. Δεν έχουμε τίποτε άλλο. Έχουμε μόνο την ελπίδα και τη φαντασία μας, όλα τα άλλα είναι ψεύτικα. Αυτά είναι ακόμη αγνά, ίσως, είναι ακόμη δικά μας, αιώνια, όπως ήταν πάντα.
Και τώρα, λίγες μέρες πριν από το 2008 (ή λίγες μέρες μετά, τι σημασία έχει), προσπαθώ να αντικρίσω μπροστά μου τον χρόνο, και βλέπω καθαρά, βλέπω μονάχα τις ελπίδες μου, βλέπω μονάχα τις ελπίδες μας. Είναι τόσο εύθραυστες. Κι είναι τα πιο σημαντικά πράγματα του κόσμου, τα μόνα αληθινά πράγματα του κόσμου, τα μόνα αληθινά πράγματα σε έναν ψεύτικο κόσμο. Οι ελπίδες μας. Βλέπω μπροστά στον χρόνο μας, και βλέπω καθαρά, για πρώτη φορά, βλέπω καθαρά, βλέπω μόνο τις ελπίδες μας. Βλέπω τις ελπίδες μου. Βλέπω και τις δικές σου ελπίδες, όποιος κι αν είσαι εσύ που διαβάζεις αυτές τις γραμμές που τις έγραψα ένα βράδυ μετά τα μεσάνυχτα, καθώς ψηνόμουν στον πυρετό, ολομόναχος, «πάνω στο τραπέζι του διαβόλου» (όπως έγραψε κάποτε ο Κόντογλου, και όπως, νομίζω, ο Μπέκφορντ). Τις βλέπω τις ελπίδες σου. Ποιος ξέρει πόσες ελπίδες έχουμε κοινές. Ποιος ξέρει τι μοιραζόμαστε εμείς οι δύο. Ποιος ξέρει πόσοι είμαστε.
Έτσι, χωρίς να τις γράψω, παρά μόνο να τις κοιτώ στον ορίζοντα, στέλνω κι εγώ το μήνυμά μου προς το άγνωστο, ανείπωτο, προς άγνωστο παραλήπτη, το μήνυμα με τις ελπίδες μου, κι εύχομαι οι ελπίδες σου, αναγνώστη, να είναι καλές ελπίδες, σαν τις δικές μου, κι όλες να έχουν έστω και μια μικρή ευκαιρία να γίνουν αληθινές, το 2008 που έρχεται, που ήρθε, που θα φύγει.
Να, φίλοι μου, κι έτσι νιώθω, εδώ στο καράβι των αιώνων μας και των ταξιδιών μας, πώς γι' ακόμη μια φορά, στρίβουμε τη γωνία, και πλησιάζουμε στο ύστατο σύνορο, κανείς δεν ξέρει τι μας περιμένει πίσω από εκεί, μόνο πλησιάζουμε, όλο και πιο μακριά, στην άκρη του γνωστού μας χρόνου, πλησιάζουμε, πάλι, στο Ακρωτήρι της Καλής Ελπίδας. Οι άνθρωποι το ονόμασαν έτσι, εκεί, στην άκρη της Μαύρης Αφρικής, γιατί δεν ήξεραν τι θα τους τύχει πιο πέρα, στον άγνωστο ωκεανό, κι είχε μεγάλες φουρτούνες εκεί πέρα, στο ακρωτήρι στην άκρη του κόσμου, και γι' αυτό το ονομάσαμε, εμείς οι άνθρωποι, το Ακρωτήρι της Καλής Ελπίδος.
Αυτό γράφει ο χάρτης ακόμη, το 2008, κι έτσι παίρνουν κουράγιο οι ναυτικοί, και ξεγλιστρούν από το ακρωτήρι, και απομακρύνονται πέρα στον ωκεανό, μαζί με τις ελπίδες τους. Αφού ζούμε ακόμη, δεν μας πρόδωσαν. Κι αυτό σημαίνει, αν το καταλαβαίνω καλά, ότι δεν μας πρόδωσε ακόμη ο εαυτός μας. Αν υπάρχει μια αρετή αληθινά μεγάλη, είναι η γενναιότητα. Αυτήν την αρετή αν έχουμε, πάντα στο πλευρό μας, δεν θα φοβόμαστε τίποτε, όταν χαθεί στον ορίζοντα πίσω μας το Ακρωτήρι της Καλής Ελπίδας. Κι από αυτό το κατάστρωμα, έχει τη μεγαλύτερη θέα που είδες στη ζωή σου. Είμαστε ακόμη εδώ, πάνω στην πλώρη, ζωντανοί, έπειτα από τόσα και τόσα. Τι να φοβηθούμε;

ΞΕΝΕΣ ΧΩΡΕΣ
Μικρούλης εγώ, πάνω στην κερασιά εκεί σκαρφαλωμένος με τις ώρες
κρατιόμουν καλά από τα κλαδιά και κοίταζα πέρα, σε ξένες χώρες.
Είδα τους διπλανούς κήπους που ξανοίγονται μέσ' στα λουλούδια πέρα εκεί
κι άλλα πανέμορφα μέρη να φαίνονται που ποτέ μου δεν είχα ξαναδεί.
Είδα τα νερά του ποταμού να κυλούν και τον γαλάζιο καθρέφτη τ' ουρανού
είδα ανθρώπους πρός την πόλη να περπατούν και τους μεγάλους δρόμους που οδηγούν αλλού.
Αν κατάφερνα ένα δέντρο πιο ψηλό να βρω
όλο και πιο μακριά θα μπορούσα να δω
εκεί που το ποτάμι με την θάλασσα γίνετ' ένα
στα πλοία που φεύγουνε για μέρη ξένα,
εκεί που οι δρόμοι, από κάθε χέρι,
μακριά οδηγούν στων ξωτικών τα μέρη
εκεί που τα παιδιά πάνε για ύπνο αργά
κι όλα τα παιχνίδια είναι ζωντανά.
(Ρόμπερτ Λουίς Στήβενσον)

ΤΟΥΡΙΣΤΑΣ ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ


Στον γρίφο του κόσμου, οι οθόνες των τηλεοράσεων χιονίζουν, η θλίψη των εικόνων που φεύγουν, όλο φεύγουν. O Μαλλαρμέ είπε ότι όλα γίνονται για να καταλήξουν σ’ ένα βιβλίο. Βιβλιοθήκες οι αναμνήσεις μου, ποτέ δεν θα τις εξερευνήσω όλες, θέλω να ζήσω στον Βορρά, μακριά, πολύ μακριά από οπουδήποτε, στις Εβρίδες νήσους ή στα Σέτλαντ. Στη Νήσο του Μαν, στην ιρλανδική θάλασσα, υπάρχει ένα μουσείο μαγείας σ’ έναν μικρό πύργο μέσα στην ερημιά, και πέρα από τις ακτές της Ιρλανδίας στον Ατλαντικό, στις Νήσους Άραν, στο Ίνισμόρ, στη μέση του πουθενά στέκει ένα άγαλμα του Aengus που κρατά δόρυ και δείχνει ψηλά πάνω στο βουνό, προς ένα κάστρο στα σύνορα του κόσμου και της μεγάλης θάλασσας, γαντζωμένο πάνω στους γκρεμούς απ’ όπου αγναντεύεις τα κύματα που σκάζουν εξακόσια μέτρα κάτω. Σε ένα γκρίζο βουνό, στη Θούλη, στην Ισλανδία, πάνω σε έναν βράχο καθόμασταν μαζί με τον γέροντα Σβέινμπιορν Μπεϊντέινσον με τη μεγάλη γενειάδα, και προσευχόμασταν στον Θωρ, με τραγούδια της νέας Edda που ο γέροντας συνέθετε τις νύχτες στο ερημητήριό του, γράφοντας σε ένα βιβλίο με εξώφυλλο από δέρμα φώκιας. Στο Άμπερφόιλντ, στην πύλη των Highlands, μέσα στη νύχτα βρήκαμε στην ερημιά τον τάφο του αιδεσιμότατου Ρόμπερτ Κερκ, που τον έκλεψαν τα ξωτικά επειδή έγραψε ένα βιβλίο προδίδοντας τα μυστικά τους, κι όμως αυτός ακόμη βρίσκεται εκεί θαμμένος από τον δέκατο πέμπτο αιώνα, στους πρόποδες του Fairy Hill.
Το Σύμπαν κρύβεται μέσα στα βιβλία. Γιατί διηγείται τα πάντα για τον εαυτό του στους εαυτούς μας; Πέρα μακριά, στο μαύρο διάστημα που κρέμεται από πάνω μας, η ελπίδα ταξιδεύει και δημιουργεί τα σύμπαντα. Υλοποιείται στις μικρότερες πιθανότητες, ανατινάζει τους ήλιους, δονεί τα pulsars, κατασκευάζει αστρικά όνειρα, γράφει ποιήματα με τους γαλαξίες και παίζει μουσική με τις τροχιές.
Στο άπειρο των κόσμων είναι γραφτό να δικαιωθούν όλες οι υποθέσεις, να ισχύσουν όλες οι πιθανότητες, να υλοποιηθεί αργά ή γρήγορα κάθε φαντασία και όλα εκείνα που κανείς δεν μπορεί να φανταστεί. Στο άπειρο του χρόνου, καμιά ματαιότητα δεν θα παραμείνει, κανένα παρελθόν δεν θα σβήσει δίχως να επαναληφθεί ξανά και ξανά, καμιά προφητεία δεν θα μείνει ανεκπλήρωτη, κανένα ταξίδι δεν θα τελειώσει ποτέ. «Το ξέρω πως είμαι αθάνατος, καρδιά μου. Έτσι, μαζί περάσαμε τρισεκατομμύρια χειμώνες, κι άλλα τόσα καλοκαίρια, και μας περιμένουν ακόμη τόσα, κι άλλα τόσα, κι άλλα τόσα. Ποιός από τους περαστικούς εαυτούς μου σου γράφει άραγε τώρα αυτές τις γραμμές;...» (Γουώλτ Γουίτμαν)
Πού είναι όλοι εκείνοι οι τόποι που ο άνεμος φέρνει κάτι από αυτούς μέχρι το παράθυρο μου και μέχρι την καρδιά μου; Γιατί είμαι έγκλειστος εδώ; Πού είναι η ουτοπία; Γιατί όλοι γύρω μου είναι τόσο τοπικοί και τροπικοί, και λένε ότι είναι άτοπο το όνειρο, και δεν το ξέρουν πως είναι άτροπος ο μυστικός πόθος της ψυχής; Ο Κόσμος δεν είναι η γειτονιά σας! Είναι απέραντος, πολύτροπος, άγνωστος, αχαρτογράφητος. Ακόμη κι εκείνα τα αμέτρητα μακρινά αστέρια που βλέπετε τη νύχτα (όταν δεν έχετε το κεφάλι σκυφτό), είναι μονάχα αυτά που μπορείτε να δείτε.
Φυσικά, εγώ δεν είμαι εγώ, πώς θα μπορούσα να είμαι μόνο εγώ και τίποτε άλλο; Το Σύμπαν ολόκληρο καθρεφτίζεται μεσ’ στην καρδιά μου και στον νού μου, κι αυτό είναι μυστικό, κι όμως το Σύμπαν δεν είναι ο μικρός μου νους, κι αυτό είναι φανερό.
«...Υπάρχουν κι άλλα πράγματα, Οράτιε, στον ουρανό και στη γη, που δεν τα ονειρεύτηκε ποτέ η φιλοσοφία μας...» απαντούσε ο Σαίξπηρ –ή, τέλος πάντων, ο Φράνσις Μπέηκον– χτυπώντας συγκαταβατικά στον ώμο έναν διαχρονικό Οράτιο, που πάντα νόμιζε ότι ο κόσμος και ο χρόνος είναι η γειτονιά του, ο δικός του μικρός νους, και τίποτε παραπάνω. Κι ίσως να ‘ναι ακριβώς έτσι, ο κόσμος μας να είναι ο κόσμος του Οράτιου κι όχι του ποιητή, γι’ αυτό και κάποιοι άνθρωποι θέλησαν να φύγουν μακριά από τη μετριότητα και την ανοησία, τη μισαλλοδοξία, τη λήθη και τη θλίψη, τις κακές μητριές του κόσμου μας που κυβερνούν τόσο ανελέητα τους ανθρώπους. «Οπουδήποτε! Αρκεί να είναι μακριά από αυτόν τον κόσμο…» αναφωνούσε ο Μπωντλαίρ.
Ταξιδεύοντας από πόλη σε πόλη, είδα τις βροχές όλες ίδιες, και παντού οι άνθρωποι νιώθουν καλύτερα αν τους δώσεις μια καλή κουβέντα κι ένα χαμόγελο. Τραγουδούν οι νεκροί στο φεγγάρι (εκεί πηγαίνουν), και καμιά φορά, μαζί με τους φίλους μου, ακούμε μέσα στη νύχτα τα τραγούδια τους στο ραδιόφωνο, στα βραχέα. Ό,τι αγαπάμε φεύγει, αλλά ξανάρχεται να μας βρει μεταμφιεσμένο, είναι πια ένα κομμάτι από τον εαυτό μας. Κλωνισμός. Είμαστε όλοι κλώνοι των αναμνήσεών μας. Κι ο νους μας είναι η χώρα των θαυμάτων, κι όμως δεν ξέρουμε τίποτε γι’ αυτήν.
Πώς είναι δυνατόν ένα μικρό σπιρτόκουτο με χρώματα λευκό, κόκκινο και μαύρο, που έχει πάνω του μία μικροσκοπική γκραβούρα με μια γέφυρα σ’ ένα ποτάμι και κάτι μαύρα δέντρα απόμακρα, να με κάνει να ονειρεύομαι; Ποιο είναι το τρομερό μυστικό ενός πράγματος που υπονοεί κάποιο άλλο, που συνεννοείται κρυφά με τον νου μας χωρίς την άδειά μας, δείχνοντας μας έτσι ότι όλα τα πράγματα υπάρχουν μέσα σε όλα τα πράγματα; Με ποιον άμετρο τρόπο, κάθε κίνηση και κάθε λέξη μου, αναπαράγεται συνεχώς μέσα στο νου των ανθρώπων που συναντώ;
Κι όλοι ψάχνουν για τον θησαυρό, αλλά κανένας δεν τον βρίσκει. Είσαι αθώος όταν ονειρεύεσαι –αυτό λέει εκείνο το τραγούδι του Tom Waits– κι όλοι οι μεγάλοι μουσικοί ονειρεύτηκαν τις μουσικές τους. Μερικοί δεν τις έπαιξαν ποτέ. Οι άνθρωποι πρέπει να κρίνονται από τα όνειρά τους (και όχι από τα έργα τους). Κι όμως, τελικά κανείς δεν ξέρει πού θα πάμε, αλλά όλοι θέλουν να μας οδηγήσουν –τι κρίμα που κανείς δεν θέλει απλά να πάμε για βόλτα. Μια εκδρομή στο Άγνωστο: για πικ-νικ στην άλλη άκρη του Σύμπαντος.
Έτσι κι αλλιώς, όλα είναι ψέματα, από πού ήρθε όλη αυτή η περιέργεια για την αλήθεια; Άλλωστε, εγώ ήθελα να φύγω. Ωραία περάσαμε, αλλά σκέφτομαι ποιος απ’ όλους θα θυμάται ποιον απ’ όλους. Να οι δύο τελεσίδικες ανθρώπινες τάξεις: αυτοί που τους ξεχνούν και αυτοί που τους θυμούνται.
Ωραία. Ας μιλήσουμε με γρίφους. Ταξίδεψα κι εγώ στη θάλασσα. Γιατί αυτό δεν με κάνει ναύτη; Ποιο είναι το μυστικό που κρύβουν τα μυστικά; Καμιά μαργαρίτα δεν είναι όλες οι μαργαρίτες, κι όμως είναι. Ποιος είναι αυτός που εκδίδει τα εισιτήρια; Μονάχα τους ελεγκτές έχω δει. Πουθενά δεν αναγράφεται ο προορισμός της αμαξοστοιχίας. Σταθμοί δεν υπάρχουν. Από πού ανέβηκαν όλοι αυτοί;…
Δεν επιθύμησα κανέναν κανόνα, αλλά τους θαύμασα όλους για τη γενναιότητά τους να συντηρούν άψογα τον εαυτό τους. Το παιχνίδι δεν είναι στημένο. Διότι δεν υπάρχει παιχνίδι. Υπάρχουν μόνο οι κανόνες του, όλοι τους αποστηθίζουν, τους υπακούν, άλλοι προσπαθούν να τους αλλάξουν, αλλά κανένας δεν παίζει…
Ναι, τα πράγματα εδώ γύρω δεν είναι αυτό που φαίνονται, αλλά πίσω από όλα τα πράγματα κρύβεται μόνο η θλίψη. Κι όμως, εξερευνώντας αυτή τη θλίψη, καταδυόμενος στην ίδια τη φύση της ανθρώπινης τραγωδίας, κατανοώντας μέσα από τη θλίψη του την ίδια τη θλίψη του κόσμου, ο ονειροπόλος τελικά ανακαλύπτει χαρά. Είναι η ίδια η βαθιά χαρά της ύπαρξης, εκείνη που κινεί τον κόσμο και τα όντα. Η ώριμη χαρά της περιπέτειας, η γνώση πως η ζωή μας είναι μια μυστηριώδης περιπέτεια και πως κανείς δεν ξέρει τι θα φέρει το επόμενο ξημέρωμα. Η ενατένιση του μυστηρίου του χρόνου.
Μέσα από αυτή τη χαρά, ο ονειροπόλος τραγουδά τον ολόδικό του εσπερινό και τον απευθύνει στη Ρέμβη, γίνεται ο εφευρέτης της Ελπίδας (
Esperanza). Μέσα από αυτήν τη θλίψη των όντων, οι άνθρωποι έφτιαξαν τη μουσική, την ποίηση, αναζήτησαν τον Θεό, εξερεύνησαν τ’ αστέρια. Μέσα από αυτήν τη θλίψη των όντων ένας αυτόχειρας δημόσιος υπάλληλος στην Πρέβεζα έγραψε τον Πόνο του Ανθρώπου και των Πραγμάτων, και μέσα από αυτήν τη θλίψη των όντων ένας κουφός συνέθεσε την Ωδή στη Χαρά. «Εν τω κόσμω θλίψιν έξεται, αλλά θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμον…» Ο C. S. Lewis έγραφε: «Οι άνθρωποι γράφουν γιατί είναι μόνοι, και διαβάζουν για να μην είναι μόνοι…» Ευχαριστώ για την παρέα...