ΔΕΝ ΣΥΜΦΩΝΩ
Σε ένα περιβάλλον όπου συνεχώς
συζητούνται τα κάθε λογής δικαιώματα, πέρα από το επιβαλλόμενο δικαίωμα της
ομόφωνης συμφωνίας, ή το συνεχώς απαιτούμενο δικαίωμα της ομόφωνης διαφωνίας, θέλω
να ασκήσω το δικαίωμά μου στην προσωπική διαφωνία.
Δεν συμφωνώ με όλους αυτούς τους
λογιστές και τους δικηγόρους (ακόμη κι όταν πολιτεύονται και αποτελούν σχεδόν
όλον τον πολιτικό κόσμο) που θέλουν να με πείσουν ότι πρέπει να αντιμετωπίζω
την πραγματικότητα και τις αντιλήψεις μου επί αυτής με λογιστικό τρόπο και με
οικονομικούς όρους ή virtual νομικούς όρους. Δεν πιστεύω ότι η ζωή μου είναι αποτέλεσμα
λογιστικής, δικηγορίας ή οικονομολογίας. Δεν συμφωνώ με την εκστρατεία που επί
τόσα χρόνια διεξάγεται με τρόπους παράλογους, ώστε να μετατρέψουν όλους τους
πολίτες σε λογιστές και χρηματιστές, τραπεζίτες και οικονομικούς αναλυτές,
βάζοντας τους να παρακολουθούν βήμα-βήμα όλες τις οικονομολογικές/λογιστικές
διεργασίες, και, επειδή κανείς δεν τις καταλαβαίνει, να θέλουν μετά να τους τις
ερμηνεύσουν για να δικαιολογήσουν κινήσεις και χειρισμούς που είναι ολοφάνερο
ότι είναι αποτέλεσμα διαπλεκόμενων συνομωσιών, που οι αληθινές ερμηνείες τους
είναι απόκρυφες και προέρχονται από τεράστια παρασκήνια στα οποία σχεδόν κανείς
δεν έχει αληθινή πρόσβαση (πόσο μάλλον αντίληψη ή κατανόηση).
Δεν συμφωνώ ότι η κοινωνία
πρέπει να υπηρετεί την ίδια τη λογιστική της, αλλά πιστεύω ότι η λογιστική της
πρέπει να υπηρετεί την κοινωνία.
Δεν συμφωνώ ακόμη και στο ότι,
επειδή οι λογιστές δεν μπορούν να κάνουν σωστά τη δουλειά τους (από το ίδιο το απίστευτο
απατεωνίστικο μπλέξιμο που οι ίδιοι έχουν δημιουργήσει επιτηδευμένα), θα πρέπει
κάποιοι να μετατρέψουν καθημερινά εμένα σε λογιστή για να μπορέσω να τους κατανοήσω
ή να τους ελέγξω ή να πάρω εγώ την ευθύνη της δουλειάς τους που δεν κάνουν.
Δεν συμφωνώ με τους λογιστές και
τις όποιες πολιτικές τους δραστηριότητες, απλά ίσως τους θεωρώ αναγκαίο κακό, όπως
τους θεωρούμε όλοι μας, που τους έχουμε αναθέσει αυτή τη βρώμικη δουλειά για να μην την κάνουμε εμείς –κι αυτός είναι ο
μόνος λόγος ύπαρξής τους (για τον οποίον αμοίβονται πλουσιοπάροχα). Δεν θα
έπρεπε να ασχολείται κανένας μας με τα λογιστικά τους, θα έπρεπε απλά να κάνουν
αποτελεσματικά τη δουλειά τους (ή έστω να κρατούν αποτελεσματικά τα
προσχήματα), και όχι να εξαναγκάζουν μια ολόκληρη χώρα να ασχολείται κάθε μέρα
με τα λογιστικά τους, μετατρέποντας τα στο σπουδαιότερο πράγμα που υπάρχει για
να προβληματιστεί κανείς. Υπάρχουν σπουδαιότερα πράγματα στη ζωή και στον κόσμο
από τα λογιστικά, κι ελπίζω να με συγχωρέσουν οι λογιστές –και οι οπαδοί τους– που
τολμώ να εκφέρω αυτήν την άποψη. Τολμώ ακόμη να παρασυρθώ ασύστολα και να πω
ότι υπάρχουν σπουδαιότερα πράγματα στη ζωή και στον κόσμο, από το τραπεζικό
σύστημα ή την οικονομολογία (σε ευρωπαϊκό ή μή επίπεδο). Δεν συμφωνώ με αυτούς
που έχουν πάψει να ασχολούνται με αυτά τα σπουδαιότερα πράγματα, που τους έχουν
πείσει οι λογιστές ότι πρέπει να ασχολούνται καθημερινά με τα λογιστικά τους
και να προβληματίζονται με αυτά, (αντί να προβληματίζονται με τους ίδιους αυτούς
τους λογιστές και με τη βίαιη αλλαγή της αντίληψης της πραγματικότητας που
δραστικά επιχειρούν).
Δεν συμφωνώ με το γελοίο και
παιδαριώδες δίλημμα σύμφωνα με το οποίο στην ουσία θα πρέπει να προσδιορίσω αν
είμαι Ευρωπαίος ή όχι. Πρόκειται για κάτι που αποτελεί δεδομένο γεωγραφικό
προσδιορισμό, κατ’ επέκταση πολιτιστικό και κοινωνιολογικό ή ανθρωπολογικό.
Είμαι Γήινος (χμ...), Ευρωπαίος και Έλληνας. Ολόκληρη η Παιδεία μου, η Τέχνη μου,
ο Πολιτισμός μου, η Ιστορία μου, και οι συγγένειές μου, είναι Ευρωπαϊκές. (Μάλιστα,
η ίδια η λέξη Ευρώπη, Europe, είναι Ελληνική).
Δεν συμφωνώ με όλους εκείνους
που θέλουν να με βάλουν να διαλέξω αν θα είμαι μέσα στην Ευρωπαϊκή κοινότητα ή
όχι, για μένα είναι το ίδιο παράδοξο με το αν θα με έβαζαν να διαλέξω αν το
όνομά μου είναι αυτό που έχω ή όχι.
Δεν συμφωνώ με αυτούς που θέλουν
να συλλογιστώ το μέλλον μου εκτός της Ευρώπης, διότι οι ίδιοι δεν μου είπαν
ποτέ να συλλογιστώ το μέλλον μου εκτός της Γης, σε μία διαστημική εξερεύνηση
και αποικισμό άλλων πλανητών, άρα δεν είναι αρκετά γενναίοι και αυθεντικά
ουτοπιστές για να απαιτήσουν την αληθινή απόσχιση, απλά τους απασχολεί η αποκλειστική
διαχείριση των τοπικών κονδυλίων –ας το πούμε έτσι.
Δεν συμφωνώ ότι πρέπει να
συμφωνήσω με τον ένα ή τον άλλο απατεώνα.
Δεν συμφωνώ με όλους εκείνους
που με όλων των ειδών τις απάτες και τις εξαπατήσεις που θα μπορούσε να
φανταστεί ποτέ κανείς, οδήγησαν έναν ολόκληρο λαό ενάντια στον εαυτό του, που
για να αποφύγουν την καταδίκη τους προσπαθούν να μας πείσουν ότι μας εξαπάτησαν
όλοι οι άλλοι εκτός από τους ίδιους.
Δεν συμφωνώ με όλους εκείνους
που θέλουν να με διδάξουν το πώς θα αγαπώ την πατρίδα μου (λέγοντάς μου ότι η
τάδε ιδέα μου ή πράξη μου σημαίνουν ότι δεν αγαπώ ή αγαπώ την πατρίδα μου). Η
Πατρίδα είναι μια μεγαλόκαρδη έννοια, και χωράει τις αγάπες όλων, όσο
διαφορετικές κι αν είναι μεταξύ τους. Μιλώντας για την Πατρίδα, δεν μιλάμε για
το πανί της σημαίας (που είναι μια παραβολή), αλλά για την Αγάπη, για την
καρδιά των ανθρώπων απέναντι στον τόπο και στη μνήμη του και στους συγγενείς
του. Δεν μπορείς να διδάξεις τρόπους στην Αγάπη, είναι εξαιρετικά πολύτροπη για
να περιοριστεί σε συγκεκριμένους τρόπους. Αγαπώ την πατρίδα μου όπως εγώ νιώθω,
το ίδιο και ο καθένας μας, αν την αγαπά.
Οι προδότες, ουσιαστικά, δεν
προδίδουν την Πατρίδα, αλλά την Αγάπη, προδίδουν την Αγάπη, όπως θα πρόδιδαν
κάποιον άνθρωπο που αγαπούν ή όπως θα πρόδιδαν την ίδια την καρδιά τους. Δεν
συμφωνώ με την αρχαία συνήθεια να εξορίζονται ή να θανατώνονται οι προδότες, διότι
εξορίζουν τον εαυτό τους από μόνοι τους, μακριά από την Αγάπη, και έτσι και η
μνήμη τους θανατώνεται.
Επιπλέον, δεν συμφωνώ με αυτούς
που λένε ότι πατρίδα μας είναι όλος ο κόσμος, εννοώντας ότι είναι κοσμοπολίτες
και απάτριδες, (όχι μόνο διότι δεν ξέρουν για ποιο πράγμα μιλάνε, αφού ο Κόσμος
είναι το έναστρο διάστημα, και ο κοσμοπολίτης είναι ο πολίτης των άστρων ή ο
διαστημάνθρωπος), διότι, εκ των πραγμάτων, για εμάς όλος ο κόσμος είναι η
πατρίδα μας, κι ακόμη κι όταν –ταξιδεύοντας– ανακαλύψουμε ότι αυτό είναι
περιοριστικό, αυτό είναι θέμα προέκτασης του πνεύματος και δεν σημαίνει ότι
γινόμαστε απάτριδες.
Δεν συμφωνώ με το ότι πρέπει να
βλέπω τους Ευρωπαίους ως εχθρούς, επειδή μια χούφτα Ολλανδοί, Βέλγοι, Γάλλοι και
Γερμανοί χαρτογιακάδες λογιστές (σε μυστική αποστολή από τις μυστικές αδελφότητές
τους) συνωμοτούν με μια χούφτα τραπεζίτες και προέδρους επιτροπών και μια
χούφτα εγχώρια πολιτικά πιόνια, για να διαχειριστούν το κοινό ταμείο σύμφωνα με
τα σχέδια των φατριών τους, προσπαθώντας να εγκαθιδρύσουν μια εικονική
πραγματικότητα, και τα έχουν κάνει θάλασσα με τις αλυσιδωτές αντιδράσεις –που
τους ξεπερνούν– των κοντόφθαλμων χειρισμών τους (που προσπαθούν να τους
καλύψουν με τον μανδύα της δήθεν εξειδικευμένης αυστηρότητας). Δημιουργούν
ιστορικές συγκυρίες από τις οποίες τελικά θα τιμωρηθούν, αργά ή γρήγορα.
Δεν είναι οι Ευρωπαίοι οι εχθροί
μου. Αυτοί οι συγκεκριμένοι άνθρωποι, είναι. Και υπάρχουν πάρα πολλοί τρόποι
για να τους αντιμετωπίσουμε. Και ο καλύτερος είναι να μπορέσουμε, εμείς οι
Ευρωπαίοι, να τους εκδιώξουμε από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα. (Όχι να μας
εκδιώξουν αυτοί). Δεν συμφωνώ ότι αυτό είναι αδύνατον. Τίποτε δεν είναι
αδύνατον! (Και, ας ξεκινήσουμε με το να τους κατηγορήσουμε προσωπικά –αντί απλά
να τους παρακολουθούμε να μας κατηγορούν «εν ονόματι των Ευρωπαίων», ή να
παρακολουθούμε τους εγχώριους συναδέλφους τους να κατηγορούν «τους Ευρωπαίους»
–και όχι εκείνους προσωπικά– εν ονόματί μας...)
Δεν συμφωνώ με το ότι υπάρχει
δίλημμα για τα νομίσματα. Κανένα δίλημμα δεν υπάρχει. Τα νομίσματα είναι αυτό
που νομίζουμε. Αν θέλουμε μια κοινή Ευρωπαϊκή πορεία για τους λαούς της
Ευρώπης, θα πρέπει να υπάρχει ένα κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα, δηλαδή να νομίζουμε
κοινά. Αν θέλουμε να ακολουθούμε την κοινή Ευρωπαϊκή πορεία, πρέπει να μας
συμπεριλαμβάνει αυτή στο κοινό νόμισμα, εκ των πραγμάτων. Δεν συμφωνώ ότι
υπάρχει στ’ αλήθεια δίλημμα περί αυτού.
Και ακόμη και η Αλληλεγγύη θα
έπρεπε να είναι εντελώς δεδομένη, απέναντι μας και απέναντι σε όλους, (αφού κι
εμείς π.χ. δίνουμε την αλληλεγγύη μας με το να χρησιμοποιούμε τα προϊόντα τους
αντί να παράγουμε τα δικά μας, ή τους προσφέρουμε και το πολυτιμότερο αγαθό μας
ως λαός: την φιλοξενία μας και τον ήλιο μας απέναντι στην αποξένωση και τη
συννεφιά τους –αλλά και τον εγκέφαλό μας, ναι, σχεδόν ολόκληρο το εγκεφαλικό
δυναμικό μας, με τη συνεχή διαρροή των εγκεφάλων μας προς τις περιοχές τους και
προς χρήση τους, για να μη μιλήσουμε και για τα εκατομμύρια εργατικά κι
επαγγελματικά μας χέρια και τους φόρους τους, που χρησιμοποιούν στις χώρες τους
προς άμεσο ώφελός τους. Κ.ά.).
Επίσης, συμβολικά, δεν συμφωνώ
ότι –με συνοπτικές διαδικασίες– οι Γερμανοί είναι εχθροί μας. Για μένα, οι
Γερμανοί είναι εκείνοι που παραδοσιακά ήταν πάντα οι μεγαλύτεροι Φιλέλληνες στην Ευρώπη, οι
μόνοι που υποτίθεται ότι είναι διαχρονικά οι μεγαλύτεροι θαυμαστές του ελληνικού πολιτισμού, αλλά
και οι άνθρωποι που κυριολεκτικά ανακάλυψαν τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και
τον καθόρισαν μελετώντας τον, όταν αυτός ήταν ξεχασμένος όχι μόνο από τους
πάντες αλλά και από εμάς τους ίδιους. (Αλλά ακόμη και οι πρώτοι που
δημιούργησαν τον τουρισμό μας, τον οποίον τόσο σημαντικό θεωρούμε όπως διαχρονικά
και καθημερινά φαίνεται). Αυτήν τη στιγμή, μάλιστα, υπάρχουν περισσότεροι
Γερμανοί που γνωρίζουν αρχαία ελληνικά, περισσότεροι από τους Έλληνες που τα
γνωρίζουν. Επίσης, τα λέω αυτά, διότι για μένα οι Γερμανοί είναι ο Γκαίτε, ο
Σοπενχάουερ, ο Νίτσε, ο Καντ, ο Χάιντεγκερ, ο Μπετόβεν, ο Βάγκνερ, ο Μπραμς, ο
Μότσαρτ, ο Ε.Τ.Α. Χόφφμαν, ο Χάινε, ο Χόλντερλιν, ο Νοβάλις, ο Χέρμαν Χέσσε, ο
Τόμας Μαν, ο Χανς Χάινζ Έβερς, ο Μάιστερ Έκχαρτ, ο Γιάκομπ Μπαίμε, ο Λάιμπνιτς,
ο Παράκελσος, ο Κάσπαρ Φρίντριχ, ο Φριτς Λανγκ, ο Μουρνάου, και αμέτρητοι άλλοι
Γερμανοί, που μου έδωσαν φως και ομορφιά όταν βρισκόμουν στο σκοτάδι μου και
στην ασχήμια μου, το ίδιο και σε τόσους πολλούς συνανθρώπους μου. Οι Γερμανοί
δεν είναι η Μέρκελ ή ο Σόιμπλε, κλπ, ή οι Γερμανοί τραπεζίτες. Οι Γερμανοί για μένα είναι το ευγενικό πνεύμα
της Γερμανίας, για το οποίο είμαι ευγνώμων και πάντα θα είμαι. Δεν συμφωνώ ότι
οι Γερμανοί είναι οι εχθροί μας.
Τα ίδια κι ακόμη περισσότερο ισχύουν και για τους
Γάλλους, και μάλιστα στο έπακρο... Και για τους Βρετανούς (όχι απαραίτητα εκείνους
τους κακούς σνομπ συνομώτες Άγγλους που συνήθως έχουμε υπ’ όψιν μας). Και για
τους Ιρλανδούς, που βρίσκονται μέσα στην καρδιά μου.
Αλλά και για αρκετούς άλλους
αδελφούς λαούς μας της Ευρώπης.
Δεν συμφωνώ ότι το τραγικό είναι
πως τα τελευταία χρόνια έχει καταστραφεί η οικονομία μας, οι τράπεζές μας ή τα
ασφαλιστικά ταμεία μας. Προσωπικά πιστεύω ότι είναι τραγικότερο που έχει
καταστραφεί η Τέχνη μας (θεωρώ ότι η ελληνική Τέχνη σχεδόν δεν υπάρχει πια), η
Παιδεία μας, η γλώσσα μας, τα πανεπιστήμιά μας, η ελληνική επιστημονική έρευνα,
η underground σκηνή μας, ο κινηματογράφος μας, η ποίησή μας, η λογοτεχνία
μας (που, κατά τη γνώμη μου, στην πλειοψηφία της είναι για γέλια, αν δεν είναι σχεδόν
ανύπαρκτη), η διαθέσιμη βιβλιογραφία μας, η μελέτη των αρχαιοτήτων μας, και οι
περισσότερες ιδιαιτερότητές μας... Δεν συμφωνώ ότι θα πεθάνουμε ως χώρα αν
πεθάνουν οι τράπεζές μας ή η χρηματοπιστωτική μας αξιοπιστία. Πεθαίνουμε ως
χώρα και ως λαός κι έθνος επειδή πεθαίνουν όλα τα παραπάνω, και επειδή στην
ουσία θανατώνουμε τους νέους μας, μετατρέποντάς τους σε ανδρείκελα καταναλωτισμού,
εργασιομανίας, βιοπάλης, αμορφωσιάς, ομοιογένειας. Τους δίνουμε όλα τα λάθος
μηνύματα και διδάγματα, όλα.
Έτσι πεθαίνουν τα όνειρά μας, η
καρδιά μας, η ταυτότητά μας, η ψυχή μας. Επειδή εμείς οι ίδιοι τα έχουμε
σκοτώσει τόσα χρόνια, με την αδιαφορία και την ανοησία, τη μισαλλοδοξία και τη
μετριότητα, τη φιλαργυρία και την παράνοια, και την αληθινή προδοσία, που δεν
είναι στ’ αλήθεια πολιτική, αλλά ψυχική.
Δεν συμφωνώ ότι κινδυνεύουμε να
χάσουμε την οικονομία μας ή την (ανέκαθεν σχεδόν ανύπαρκτη) «ανεξαρτησία» μας. Κινδυνεύουμε να χάσουμε την ψυχή μας.
Εγώ, εσύ, ο καθένας μας
προσωπικά, και τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας.
Δεν συμφωνώ ότι χρειαζόμαστε
«αλλαγές», ή «διεκδικήσεις».
Χρειαζόμαστε αυθεντικές επαναστάσεις.
Του Πνεύματος!
Δεν συμφωνώ ότι πρέπει να
επαναστατήσουμε απέναντι σε μια εικονική Ευρώπη.
Πρέπει να επαναστατήσουμε
απέναντι στην Ελλάδα όπως είναι αυτή τη στιγμή.
Ενάντια στην κατάντια μας.
Δεν συμφωνώ ότι πρέπει να
ανακτήσουμε την «αξιοπρέπεια» μας, που είναι από μόνη της μια απαίτηση
αναξιοπρεπής.
Πιστεύω ότι πρέπει να
ανακτήσουμε την ψυχή μας, που κάθε μέρα τη χάνουμε.
Δεν μας την κλέβουν. Δεν θα μας
τη δώσει πίσω κανείς.
Την έχουμε πουλήσει.
Και την έχουμε ξεχάσει.
Στην απαράδεκτη καθημερινή
ύπνωση, έχουμε ξεχάσει το Πνεύμα μας, και έχουμε χάσει την Αλήθεια.
Απαιτούμε μόνο χρήματα, που δυστυχώς
πλέον για εμάς σημαίνουν τα πάντα και συνδέονται με τα πάντα. Δυστυχώς... Και
αυτό το γεγονός είναι η αληθινή δυστυχία μας.
Αυτή είναι η προσωπική μου
διαφωνία.
Παντελής Γιαννουλάκης