-->
ΕΞΩΔΙΑΣΤΑΣΙΑΚΕΣ ΟΝΤΟΤΗΤΕΣ


--> -->
Ζούμε και κινούμαστε σε τρεις διαστάσεις: Είμαστε τρισδιάστατοι.
Στην πραγματικότητα «Διάσταση» δεν σημαίνει παρά «Κατεύθυνση».
Είναι πολύ πιο εύκολο να κατανοήσουμε το ζήτημα των διαστάσεων, αν τις δούμε ως κατευθύνσεις. Για τα όντα του κόσμου μας υπάρχουν τρεις τρόποι κίνησης, υπάρχουν τρεις κατευθύνσεις: μπρος-πίσω, δεξιά-αριστερά, πάνω-κάτω, (αν θεωρήσουμε ως μία ακόμη κατεύθυνση και την κίνησή μας στο Χρόνο, από το παρελθόν προς το μέλλον, τότε έχουμε ακόμη μία κατεύθυνση-διάσταση, αυτήν του Χρόνου). Με οποιονδήποτε τρόπο κι αν κινηθούμε μέσα στο Χώρο, κινούμαστε σε κάποια απ’ αυτές τις τρεις κατευθύνσεις (σε σχέση πάντοτε με τη θέση του παρατηρητή, κι αυτό είναι πολύ σημαντική επισήμανση και με τρομερές προεκτάσεις).
Απ’ όσο ξέρουμε, κανείς μέχρι τώρα δεν έχει ανακαλύψει ένα μέρος, που να μην μπορούμε να φτάσουμε σ’ αυτό με μία κίνηση προς την πρώτη, τη δεύτερη ή την τρίτη κατεύθυνση. Παραδειγματικά, αυτό ίσως σημαίνει ότι αυτήν τη στιγμή, ίσως μέσα στο ίδιο μου το σπίτι υπάρχει ένα δωμάτιο –ή και περισσότερα– το οποίο δεν μπορώ να επισκεφτώ, γιατί για να φτάσω σ’ αυτό χρειάζεται ένας «τέταρτος» τρόπος κίνησης. Πρέπει να κινηθώ με έναν «άλλον τρόπο», σε μία άγνωστη κατεύθυνση. Η πόρτα για το δωμάτιο αυτό θα είναι μπροστά μου, αλλά δεν θα τη βλέπω, επειδή αντιλαμβάνομαι τον κόσμο με τρεις διαστάσεις (σημειώνω ότι αυτό δεν σημαίνει ότι μένω ανεπηρέαστος από συμβάντα που συμβαίνουν σε μια τέταρτη ή πέμπτη διάσταση).
Αν και το σύμπαν φαίνεται ότι έχει μονάχα τρεις κατευθύνσεις για εμάς, είναι δυνατόν να φανταστούμε ότι υπάρχουν πολύ περισσότερες, αλλά για κάποιον λόγο οι υπολογισμοί μας και οι αισθήσεις μας είναι ανίκανες να τις αντιληφθούν. Οι γεωμετρίες τότε που προκύπτουν από μια τέτοια προέκταση, θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν σαν πιο «υψηλές», ή πιο πολύπλοκες, σε σχέση με τη στερεά γεωμετρία, όπως κι αυτή με τη σειρά της είναι υψηλότερη από την απλή γεωμετρία. Στη Γεωμετρία, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για την ακολουθία α) της μιας κατεύθυνσης: Ευθεία Γραμμή, β) των δύο κατευθύνσεων: Τετράγωνο γ) των τριών κατευθύνσεων: Κύβος, δ) και –ναι– των τεσσάρων κατευθύνσεων: Υπερκύβος, ο οποίος είναι γνωστός και ως Τεσσεράκτιον. (Οι ιδιότητες αυτού του σχήματος είναι πολύ γοητευτικές, αλλά δεν είναι εύκολο να τις εξερευνήσουμε. Οι έδρες του αποτελούνται από οκτώ κύβους, όπως ακριβώς οι έδρες του κύβου αποτελούνται από έξι τετράγωνα…)
Ο καλύτερος τρόπος για να κατανοήσουμε φευγαλέα μια Τέταρτη Κατεύθυνση, είναι να κατεβούμε για λίγο σε έναν κόσμο δύο κατευθύνσεων. Δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε ένα επίπεδο σύμπαν, στο οποίο δεν υπάρχει η κατεύθυνση του ύψους. Ένας απλός κόσμος: σαν ένα τεράστιο κομμάτι χαρτί, γεμάτο ζωγραφιές. Ας τον ονομάσουμε Επιπεδοχώρα (για να θυμηθούμε και τον Ε. Α. Άμποτ). Αν η Επιπεδοχώρα έχει νοήμονες κατοίκους, αυτοί θα είναι εξοικειωμένοι με τα σχήματα της απλής γεωμετρίας (γραμμές, κύκλοι, τρίγωνα, κλπ), αλλά θα είναι εντελώς ανίκανοι να φανταστούν τέτοιες θαυμαστές οντότητες όπως οι σφαίρες, οι κύβοι και οι πυραμίδες. Στην Επιπεδοχώρα, οποιαδήποτε κλειστή καμπύλη και γωνία, π.χ. ένας κύκλος ή ένα τετράγωνο, θα απέκλειε τελείως έναν χώρο. Δεν θα υπήρχε τρόπος για έναν αυτόχθονα να βγει ή να μπει εκεί μέσα, εκτός κι αν με κάποιο θαύμα διαπερνούσε τη γραμμή όπως εμείς χρειαζόμαστε ένα θαύμα για να περάσουμε μέσα από έναν τοίχο. Οι τράπεζες του κόσμου εκείνου, δεν θα ήταν παρά απλά γραμμικά τετράγωνα, και τα περιεχόμενα τους θα ήταν απολύτως ασφαλή εκεί μέσα. Όμως, για όντα σαν κι εμάς, που είμαστε ικανοί να κινούμαστε και στην Τρίτη Κατεύθυνση (του ύψους) αυτά τα χρηματοκιβώτια θα ήταν ορθάνοιχτα. Όχι μόνο θα μπορούσαμε να δούμε μέσα σ’ αυτά, όχι μόνο θα μπορούσαμε να μπούμε εκεί μέσα χωρίς κανείς να μας δει, αλλά θα μπορούσαμε να πάρουμε και ό,τι θέλουμε, κάνοντας το να εξαφανιστεί μυστηριωδώς από εκεί. Κανείς τους δεν πρόκειται να καταλάβει τί συνέβη, ούτε και να το εξηγήσει…
Η αναλογία είναι τώρα προφανέστατη, αν την προεκτείνουμε στο δικό μας σύμπαν. Δεν μπορούν να υπάρχουν κλειστοί χώροι στων «τριών κατευθύνσεων κόσμο» μας, για μια οντότητα ικανή για κίνηση σε μια Τέταρτη Κατεύθυνση, δηλαδή για μια οντότητα από άλλη διάσταση. Σημειώστε ότι, αυτή η «εξωδιαστασιακή» οντότητα, θα χρειαζόταν να ταξιδέψει μονάχα ένα χιλιοστό της ίντσας γι’ αυτήν, όπως κι εμείς χρειαστήκαμε να πηδήξουμε λιγότερο από το πάχος μιας τρίχας για να σαλτάρουμε πάνω από τους «τοίχους» της Επιπεδοχώρας.
Αυτό το όν, θα μπορούσε να μετακινήσει τον κρόκο ενός αυγού χωρίς να σπάσει το τσόφλι του αυγού! Θα μπορούσε να κάνει εγχειρήσεις χωρίς να αφήσει καμιά ουλή ή πληγή, να περάσει «πέρα» από τους τοίχους ενός κλειδωμένου δωματίου χωρίς να περάσει «μέσα» από τους τοίχους…
Αν υπάρχει αληθινά μια Τέταρτη Κατεύθυνση, τότε θα πρέπει να υπάρχουν χώροι στον κόσμο μας που δεν μπορούμε να τους επισκεφτούμε. Χώροι ανάμεσα στους χώρους, που μπορούμε να τους συλλάβουμε μονάχα ως άλλα χωροχρονικά συνεχή. Δηλαδή, Παράλληλοι Κόσμοι.
Αν στις τρεις κατευθύνσεις κινούμαστε με το σώμα μας (άρα το σώμα είναι το όχημά μας για να κινούμαστε στον τρισδιάστατο κόσμο μας) άραγε ποιο όχημα χρησιμοποιούμε για την κίνηση στην Τέταρτη ή Πέμπτη Κατεύθυνση; Μια εύκολη απάντηση θα έλεγε ότι χρησιμοποιούμε τη συνείδηση. Για παράδειγμα, κινούμαστε στον Χρόνο με τη συνείδησή μας. Μέσα από αυτό το πρίσμα, το ταξίδι στο Χρόνο, η Τέταρτη ή Πέμπτη Κατεύθυνση, θα είναι μια προβολή της συνείδησης σε άλλα χωροχρονικά συνεχή. Ίσως αυτήν την κατάσταση στην καθομιλουμένη την ονομάζουμε «Όνειρο». Αν και είναι ωραία σκέψη, δεν είναι αρκετή.
Αφού ο Χώρος και ο Χρόνος είναι αλληλένδετοι (για εμάς δεν υπάρχει ξεχωριστά ο Χώρος και ο Χρόνος, υπάρχει μόνο «Χωρόχρονος»), τότε θα πρέπει να μπορούμε να κινηθούμε στην Τέταρτη Κατεύθυνση με το σώμα μας. Θα πρέπει π.χ. να μπορούμε να μπούμε μέσα στο όνειρο με το σώμα μας, να εξαφανιστούμε από το κρεβάτι μας και όλοι ν' αρχίσουν να μάς ψάχνουν. Εμείς θα έχουμε ξυπνήσει μέσα στο όνειρό μας, από το όνειρο που βλέπαμε. Το όνειρο αυτό θα ήταν η καθημερινή μας πραγματικότητα. Νομίζαμε ότι ήμαστε ξύπνιοι, ενώ απλά ονειρευόμασταν -και όταν μετά πηγαίναμε να «ονειρευτούμε», ξυπνούσαμε για να βρούμε τον εαυτό μας μέσα στο όνειρο. (Να ξυπνάς μέσα στο όνειρο, στο οποίο ονειρεύεσαι ότι ξυπνάς μέσα στο όνειρο, που ονειρεύεσαι ότι ξυπνάς μέσα στο όνειρο: να μια κατεύθυνση που καταδύεται σαν σπείρα μέσα στους Χωρόχρονους της συνείδησης…) Οι «ονειρικές οντότητες» είναι εξωδιαστασιακές οντότητες…
Οι Εξωδιαστασιακές Οντότητες θα μπορούσαν να κινούνται με ένα τέταρτο τρόπο κίνησης, σε μία Τέταρτη Κατεύθυνση που δεν έχουμε καμία άμεση αντίληψη γι’ αυτήν, και θα μπορούσαν επίσης να κινούνται σε έναν άλλο Χρόνο, σε μία άλλη χρονική ακολουθία γεγονότων. Θα μπορούσαν να υπάρχουν ολόκληροι πολιτισμοί από εξωδιαστασιακές οντότητες, δίπλα μας, κι εμείς να μη γνωρίζουμε το παραμικρό…
Μπορώ ίσως να καταθέσω εδώ μία λογοτεχνική ιδέα, μία virtual εικόνα μιας τέτοιας Εξωδιαστασιακής Οντότητας: φανταστείτε ένα στερεόγραμμα που αποτελείται από στερεογράμματα! (Αντί για τις γνωστές κουκίδες, έχει μικρά στερεογράμματα που αποκαλύπτουν την τελική εικόνα, και πρέπει να δεις την εικόνα «με άλλα μάτια» για να σου αποκαλυφθεί). Τώρα φανταστείτε ότι αυτό το «μετα-στερεόγραμμα» είναι αόρατο για εσάς, αλλά ίσως να μπορείτε να το αντιληφθείτε σαν μια σκιά στην άκρη του ματιού σας ή σαν μια φευγαλέα κίνηση μέσα στο δωμάτιο. Φανταστείτε επίσης ότι, αν μπορούσατε να το δείτε, δεν θα το βλέπατε σε μια κανονική γραμμική ροή κίνησης, με μια κανονική χρονική ακολουθία, αλλά θα ήταν σαν να βλέπατε ένα τυχαίο αποσπασματικό μοντάζ μιας ταινίας, με καμία λογική ακολουθία. Τη μια στιγμή θα ήταν μεγάλο, την άλλη μικρό, τη μια στιγμή θα ήταν εδώ, την άλλη εκεί, κλπ. Κι όλα αυτά δεν θα ήταν παρά μία προβολή αυτής της εξωδιαστασιακής οντότητας και όχι η ίδια όπως «στ’ αλήθεια είναι», γιατί θα ήταν απερίγραπτη για τις αισθήσεις σας στην κανονική της μορφή...
Εφ’ όσον μιλάμε για Εξωδιαστασιακές Οντότητες, μιλάμε για όντα και δυνάμεις που δεν υπακούνε στους νόμους των τριών διαστάσεων, με φυσικό αποτέλεσμα να υπάρχουν πολλές παραδοξολογίες κατά την παρατήρηση –όταν είναι ευφικτή– της δράσης τους. Να υπενθυμίσω πάλι αυτό που έλεγα παραπάνω, ότι ένα πενταδιάστατο όν θα μπορούσε να αφαιρέσει τον κρόκο ενός αυγού χωρίς να σπάσει το αυγό. Έτσι, πράγματα όπως η κίνηση και η μετακίνηση, η επικοινωνία, η εμφάνιση, η δομή των σωμάτων, κλπ, θα είναι τελείως διαφορετικά απ’ ό,τι έχουμε συνηθίσει στον κόσμο μας των τριών διαστάσεων.
Γι’ αυτό και τείνω να πιστέψω ότι για όλα αυτά είναι σημαντικό κλειδί τα όνειρα. Γιατί, σε ποια διάσταση βρίσκονται οι ονειροχώρες που επισκεπτόμαστε όταν κοιμόμαστε; Εκεί, στην ονειροχώρα που θα βρεθείς σήμερα το βράδυ, μπορεί μια τέτοια οντότητα να σου εμφανιστεί με τη μορφή ενός σπιτιού ή ενός δέντρου ή ενός ήχου, γιατί αυτή θα είναι η έκφρασή της στη συγκεκριμένη διάσταση, εσύ θα βλέπεις μόνο αυτό που θα μπορείς να δεις.
Και, εδώ που τα λέμε, το ίδιο ίσως ισχύει και στην καθημερινή μας πραγματικότητα. Πώς ξέρεις στ’ αλήθεια ότι αυτό που βλέπεις γύρω σου είναι αυτό που νομίζεις ότι είναι; Ποτέ δεν κατάλαβα π.χ. γιατί βλέπουμε σαν οντότητα το λουλούδι και όχι τη ρίζα του, ενώ όλα όσα ξέρουμε λένε ότι η αληθινή ύπαρξη του λουλουδιού είναι κάτω από το χώμα, εννοώ ότι το λουλούδι δεν είναι παρά ένα «πλοκάμι» της ρίζας. Κρίνουμε πάντα απ’ αυτό που εμείς βλέπουμε, και κανείς ποτέ δεν θα μας πείσει για το αντίθετο. Το θέμα είναι αν βλέπουμε σωστά, ή αν τα πράγματα «φαίνονται» σωστά…
Με όλα αυτά απλά εννοώ ότι ίσως κάποια από τα πράγματα που βλέπουμε γύρω μας, να μην είναι παρά «πλοκάμια» κάποιων άλλων πραγμάτων που δεν βρίσκονται εδώ. Μπορεί να είναι προβολές από άλλού, όπως η σκιά σου είναι η προβολή του σώματός σου πάνω στον τοίχο. Ίσως ο κόσμος μας (όπως και κατά το περίεργο παράδειγμα του Πλάτωνα) να είναι ένα τέτοιος τοίχος, που κατοπτρίζει σκιές από οργανικά και ανόργανα όντα και υπάρξεις που δεν κινούνται στο δικό μας Χωρόχρονο…
Για να το πάω ακόμη πιο μακριά, ίσως εμείς οι ίδιοι να είμαστε σκιές κάποιων άλλων, εξωδιαστασιακών οντοτήτων, αδιανόητων οντοτήτων που κινούνται και περιγράφονται σε εκατό διαστάσεις, και όχι μόνο σε τρεις όπως εμείς, οι σκιές τους.
Έτσι κι αλλιώς, όταν εμείς οι άνθρωποι θα βλέπαμε τέτοια όντα, δεν θα βλέπαμε την αληθινή οντότητα, αλλά απλά εκείνο το τμήμα της που συσχετίζεται με τις διαστάσεις στις οποίες ζούμε και παρατηρούμε.
Δεν το σκέφτονται πολλοί άνθρωποι αυτό: ένα όν «από άλλη διάσταση» (π.χ. τετραδιάστατο) που θα κινείται στον κόσμο μας, δεν θα είναι αόρατο. Θα έχει τις τρεις διαστάσεις που καθιστούν ένα όν ορατό στον τρισδιάστατο κόσμο. Δεν θα είναι αόρατο, κάτι θα είναι ορατό από αυτό. Θα βλέπουμε κάτι από αυτό, που θα μπορούσε να είναι κάτι αναγνωρίσιμο από εμάς ή όχι.
Μέσα από τα παραπάνω πρίσματα, ένα «στοιχειωμένο σπίτι» ίσως είναι ένα σπίτι που φιλοξενεί μία εξωδιαστασιακή οντότητα, το μόνο που θα αντιλαμβανόμασταν εμείς θα ήταν κάποιες ενδείξεις ενός μικρού ποσοστού της δραστηριότητάς της μέσα στο σπίτι, δεν θα αντιλαμβανόμασταν την ίδια την οντότητα στην ολότητά της, ούτε όλες τις δραστηριότητές της και τα αποτελέσματά τους, παρά μόνο τα αποτελέσματα των δραστηριοτήτων της στο δικό μας πεδίο. Κι ακόμη κι αυτά τα ολίγα, θα τα κατανοούσαμε μόνο σε σχέση με τις πεποιθήσεις και τις γνώσεις μας, δηλαδή με τα δικά μας περιορισμένα κριτήρια.
Ας επιστρέψουμε για λίγο στην «Επιπεδοχώρα» και στους υποθετικούς δυσδιάστατους κατοίκους της. Πάρτε ένα κομμάτι χαρτί και ζωγραφίστε ένα ανθρωπάκι. Αν βάλετε το δάχτυλο σας μπροστά στο πρόσωπο του, θα δείτε τη σκιά του να απλώνεται πάνω του. Το ανθρωπάκι θα δει τη σκιά, αλλά δεν πρόκειται να δει το δάχτυλό σας όσο κοντά στο πρόσωπο του κι αν το βάλετε και όσο κι αν το κουνάτε επιδεικτικά, κινείται και στη διάσταση του ύψους, ένα τελείως άγνωστο πεδίο για το ίδιο. Το δάχτυλο σας ανήκει σε μιαν άλλη διάσταση, για την οποία δεν είναι ενήμερο το ανθρωπάκι αυτό. Αν διαλογιστεί πάνω στη σκιά, ενδεχομένως, αν είναι ιδιαίτερα ευφυής, ίσως μπορέσει να συλλάβει διανοητικά την ύπαρξη του δάχτυλου σας που προκαλεί τη σκιά που παρατηρεί, αλλά και πάλι δεν θα δει το δάχτυλο. Δηλαδή η κατανόηση του δαχτύλου δεν είναι απαγορευτική, η άμεση αντίληψη του είναι. Μπορείτε με το δάχτυλο σας να τρυπήσετε το ανθρωπάκι και να τού προκαλέσετε βλάβη. Το ίδιο δεν πρόκειται να καταλάβει τί ακριβώς συνέβη –παρ’ όλο που θα έχει υποστεί τη ζημιά– και θα το αποδώσει σε κάποιο άλλο συμβάν που βρίσκεται στο πεδίο κατανόησης του.
Το παραπάνω παράδειγμα γίνεται ιδιαίτερα τρομακτικό, αν το ανάγουμε στον τρισδιάστατο κόσμο μας και το «δάκτυλο» είναι μια εξωδιαστασιακή οντότητα που κινείται σε ένα πεδίο περισσότερων διαστάσεων από το δικό μας…
Επίσης, οι επαφές, από πεδίο σε πεδίο, είναι πάντα μονόδρομες, από το ανώτερο προς το κατώτερο, και όχι και το αντίστροφο. Το δυσδιάστατο γραμμικό σκίτσο πάνω στο χαρτί, υπάρχει και στον τρισδιάστατο κόσμο μας, συμπεριλαμβάνεται σ’ αυτόν, αλλά όχι το αντίστροφο. Ο κάτοικος της ανώτερης διάστασης έχει αντίληψη και εμπειρία της κατώτερης, καθώς και κίνηση σ’ αυτήν, αλλά δεν ισχύει το ίδιο για την κατώτερη διάσταση, ο κάτοικός της δεν έχει αντίληψη και εμπειρία της ανώτερης, ούτε κίνηση σε αυτήν. Αν αυτή η νομολογία σχέσεων συνεχίζεται με τον ίδιο τρόπο προς τις επόμενες διαστάσεις που στέκουν πέρα από τις τρεις δικές μας, θα είναι μια νομολογία καθοριστική για την αντίληψη, εμπειρία και επαφή μας με μία εξωδιαστασιακή οντότητα.
Όπως το ανθρωπάκι στην «Επιπεδοχώρα» βλέπει μια σκιά (ή μια γραμμή) και όχι το δάκτυλο, έτσι κι εμείς θα βλέπουμε κάτι άλλο και όχι την εξωδιαστασιακή οντότητα (ή δεν θα τη βλέπαμε ολόκληρη όπως είναι). Στο παράδειγμά μας, αν το φως της λάμπας που φωτίζει το χαρτί δεν είναι στην κατάλληλη θέση, ή αν το ίδιο το ανθρωπάκι δεν βρίσκεται στην κατάλληλη θέση, το ανθρωπάκι δεν θα αντιληφθεί απολύτως τίποτε, ούτε γραμμή, ούτε σκιά, ούτε δάκτυλο, όσο κοντά του και αν το πλησιάσετε. Ίσως όμως να νιώσει τη θερμότητα που εκπέμπει το δάκτυλο, ή να νιώσει τον αέρα που θα τού φυσήξετε στο πρόσωπο.
Αυτό ίσως δείχνει ότι η επαφή με μία εξωδιαστασιακή οντότητα μπορεί να μην είναι οπτική, αλλά να συμπεριλαμβάνει μία από τις άλλες αισθήσεις μας, π.χ. την όσφρηση. Επίσης δείχνει ότι μπορεί να έχει να κάνει και με τη γεωγραφία, τη θέση μας σε αυτήν, τη χρονική στιγμή, ή τις καιρικές συνθήκες, τις συνθήκες του φωτός, ένα σωρό παράγοντες που υπόκεινται σε συνεχείς αλλαγές.
Τέλος, (για να φτάσουμε στα όρια της περιορισμένης φαντασίας μας), όπως ακριβώς το ανθρωπάκι που κατοικεί σ’ αυτό το δυσδιάστατο κείμενο, αντιλαμβάνεται την εξωδιαστασιακή οντότητα «αναγνώστης» «μεταφρασμένη» σε κάτι αντιληπτό και αποδεκτό στον δυσδιάστατο κόσμο του, και μπορεί να θεωρήσει ότι συναντώντας τον αναγνώστη συνάντησε μία γραμμή, ή ένα σημείο ανάμεσα σε όλα τα άλλα δυσδιάστατα σημεία του κόσμου του, ένα σημείο που είχε λίγο παράξενη συμπεριφορά ή μία απρόβλεπτη θέση, έτσι ακριβώς αν αύριο εγώ βρεθώ μπροστά σε μία εξωδιαστασιακή οντότητα, μπορεί να θεωρήσω ότι βρέθηκα μπροστά σε έναν ακόμη άνθρωπο, σε μία καμηλοπάρδαλη, μία μύγα, ένα δέντρο, μία δίνη στο νερό, ένα τυφώνα, μία σκιά, μία ομίχλη, ένα ξωτικό, έναν ερπετοειδή εξωγήινο, ένα UFO, ή και, ακόμη πιο ακαθόριστα, σε μια μελαγχολία, μια μυρωδιά θειαφιού, ένα μικρό κρύο άνεμο, έναν ανεξήγητο θόρυβο, ένα φτάρνισμα, μία σύγχυση, ένα σεισμό, έναν πονοκέφαλο, μια ουρανοκατέβατη καταπληκτική ιδέα, μια σκέψη.
Ακόμη και τα λεγόμενα crop-circles (τα «αγρογλυφικά») που εμφανίζονται μυστηριωδώς σε διάφορα μέρη του κόσμου μας, θα μπορούσαν να είναι σημεία επαφής του κόσμου μας με παράξενες εξωδιαστασιακές οντότητες, «ίχνη από αλλού».
Ίσως ακόμη κι εκείνος ο «κόσμος των πνευμάτων», για τον οποίο μιλούν όλες οι παραδόσεις όλων των λαών του κόσμου από τη βαθιά αρχαιότητα ως σήμερα (παραδόξως χωρίς να έχουν επαφές μεταξύ τους), ίσως να είναι ένας κόσμος μιας άλλης διάστασης, κι αυτό που αντιλαμβάνονται οι ανθρώπινοι λαοί ως καλά ή κακά πνεύματα, θεούς ή δαίμονες, να είναι εξωδιαστασιακές οντότητες που κατοικούν σε ένα άλλο πεδίο που συνυπάρχει με το δικό μας αλλά εμείς δεν μπορούμε ούτε να το αντιληφθούμε, ούτε να το επισκεφτούμε, ενώ οι κάτοικοί του μπορούν και να μας αντιληφθούν και να μας επισκεφτούν, αλλά και να δράσουν με ένα σωρό ανεξιχνίαστους –για εμάς– τρόπους επάνω μας και πάνω στον κόσμο μας.
Ίσως, μάλιστα, όπως εμείς θεωρούμε π.χ. ότι όλα τα σκίτσα του κόσμου ανήκουν στο δικό μας κόσμο και είναι δικά μας, να θεωρούν και εκείνα –τα όντα που στέκουν πέρα από την αντίληψή μας– ότι εμείς ανήκουμε στο δικό τους κόσμο και είμαστε δικοί τους, εμείς και ο κόσμος μας...
Γιατί να πιστεύουμε ότι είμαστε –εμείς και τα άλλα πλάσματα που παρατηρούμε– οι μόνες οντολογικές ιεραρχίες αυτο-συντηρούμενης αυτόματης τάξης σε μορφή οργανισμών, που έχουν αποκτήσει συνείδηση;
Μπορεί να υπάρχουν μορφές ζωής που δεν βασίζονται στη χημεία, στα άτομα, ή ακόμη και μορφές ζωής που δεν είναι εστιασμένες σε ένα συγκεκριμένο σημείο στο Χώρο και στο Χρόνο. Είναι πιο πιθανό οι ιεραρχίες των οντοτήτων να συνεχίζουν ακόμη πιο μακριά προς τα πάνω και προς τα κάτω στις διαστάσεις, πέρα από τις διαστάσεις που εμείς αντιλαμβανόμαστε, παρά να μη συμβαίνει αυτό. Ακόμη και το ίδιο το Σύμπαν μέσα στο οποίο ζούμε, μπορεί να ειδωθεί ως μία ζωντανή οντότητα, κινούμενη και εξελισσόμενη, κι εμείς να μην είμαστε παρά απλώς μικρά τμήματα αυτής της εξέλιξης, αυτού του υπερ-οργανισμού. Το Σύμπαν μπορεί να είναι –κι αυτό κατά τη γνώμη μου είναι το πιο πιθανό– μία πολυδιαστασιακή υπερ-οντότητα.
Και μπορεί να υπάρχουν άλλα τμήματα αυτής της εξελικτικής διαδικασίας, που ξεφεύγουν της περιορισμένης –και «χαμηλής», λόγω θέσης– παρατήρησης και εποπτείας μας. Είναι πιο πιθανό να συμβαίνει αυτό, παρά να μη συμβαίνει. Οι οντότητες που θα κατοικούν στους χωροχρόνους που περιγράφονται ως άλλα τμήματα της συμπαντικής εξελικτικής διαδικασίας, ή ακόμη και αυτής του ίδιου μας του κόσμου, θα είναι τελείως ξένες για τον τρόπο αντίληψης και σκέψης μας.
Το Σύμπαν είναι πάρα πολύ πιο μεγάλο και πάρα πολύ πιο παράξενο, απ’ όσο είμαστε ικανοί να φανταστούμε, και το ίδιο ισχύει και για τον μικρό κόσμο μας, (που μπορεί να μην είναι και τόσο μικρός, ιδωμένος μέσα απ’ αυτό το πρίσμα).
Ο εγκέφαλός μας δεν μπορεί να ξεπεράσει τους περιορισμούς του για να δεχθεί, χωρίς να μεταλλαχθεί ριζικά, αυτές τις διαφορές που καθιστούν ξένες αυτές τις οντότητες. Κι όμως, αν υπάρχουν, θα έχουμε συνεχώς επαφή με τέτοια όντα. Επαφές που δεν καταγράφονται πουθενά. Κι αυτό το γεγονός, αν ισχύει, από μόνο του συνιστά μία μυστική ιστορία του κόσμου και μία μυστική ιστορία των εμπειριών μας.
Ίσως οι εξωδιαστασιακές οντότητες να εμφανίζονται ως μέρη της ίδιας της συνείδησής μας, να είναι ανόργανες μορφές ζωής (ξένες προς την έννοια που αποδίδουμε στο οργανικό όν), μη-τοπικές στο χώρο, μη-μετρήσιμες στο χρόνο.
Διανοητές όπως ο Terrence McKenna και ο Timothy Leary, τις περιγράφουν ως όντα από το Υπερδιάστημα, που τις προσεγγίζουμε αντιληπτικά χρησιμοποιώντας παραισθησιογόνα μανιτάρια ή LSD, ή βλέπουμε αλληγορικές αναπαραστάσεις τους στον Κυβερνοχώρο.
Οι αποκρυφιστές αναφέρονται σε αυτές ως πνεύματα, κανάλια, egregorons, θεότητες, δαίμονες, στοιχειακά, κ.λπ.
Οι UFOλόγοι τις περιγράφουν ως εξωγήινους που κατέχουν τεχνολογίες που τους επιτρέπουν να εμφανίζονται και να εξαφανίζονται ή να αλλάζουν μορφές κατά βούληση, το ίδιο και τα οχήματά τους.
Οι παραψυχολόγοι τις θεωρούν μη καταγραμμένες μορφές ενέργειας, σκεπτομορφές, αιθερικά σώματα, εκπομπές του ασυνειδήτου, φαντάσματα.
Οι λαογράφοι και οι παραδόσεις τις εξιστορούν ως ξωτικά, νεράιδες, στοιχειά, Faeries, κλπ.
Οι θρησκείες τις περιγράφουν ως αγγέλους, διαβόλους, Τζιν, Ντέβας, κ.ά.
Συγγραφείς Φανταστικής Λογοτεχνίας όπως ο Χ. Φ. Λάβκραφτ, ο Άρθουρ Μάχεν ή ο Άλτζερνον Μπλάκγουντ, μέσα στις ιστορίες τους τις αντικρίζουν ως Κθούλου, Γιογκ-Σοθώθ, Γουέντιγκο, Ιτιές, κατοίκους του Λόφου των Ονείρων και ακατονόμαστες εξωκοσμικές ράτσες ή ανόργανα όντα.
Λοιπόν, η δράση εξωδιαστασιακών οντοτήτων ως πιθανή ερμηνεία για τα παράξενα φαινόμενα και όντα που καταγράφουν αμέτρητοι αντισυμβατικοί γνωσιολογικοί τομείς, θα μπορούσε να στοιχειοθετεί μία ενοποιημένη θεωρία της Μεταφυσικής και του Παράξενου.
Αν το Σύμπαν είναι μία ζωντανή υπερ-οντότητα, και εμείς είμαστε στοιχεία της ζωής της, άραγε πώς θα αναγνωρίζαμε ένα άλλο στοιχείο, ξένης και τελείως διαφορετικής μορφής από εμάς; Με ποιους παράξενους τρόπους διαπλέκονται τα στοιχεία του υπερ-οργανισμού του Σύμπαντος για να παράγουν ξεχωριστές πραγματικότητες; Και ποια είναι η θέση μας και η εξελικτική πορεία μας μέσα σε ένα τέτοιο πλέγμα σχέσεων και πραγματικοτήτων;
Αυτές θα έπρεπε να είναι οι ερωτήσεις της θρησκείας και της επιστήμης, της φιλοσοφίας και της τέχνης. Και οι απαντήσεις τους θα έπρεπε να είναι αλληλοσυνδεόμενες.
Το Σύμπαν δεν μπορεί παρά να είναι μια ζωντανή υπερ-οντότητα, πολυδιαστασιακή και πιο σύνθετη πέρα από κάθε φαντασία, και δεν μπορεί παρά να εξελίσσεται και να προεκτείνει συνεχώς τη ζωή του σε άλλες «πραγματικότητες», ακόμη και πέρα από την ίδια την έννοια της πραγματικότητας όπως την καταλαβαίνουμε. Σε άλλες εκδοχές του κόσμου μας, άλλους νόμους της φυσικής, άλλες δονήσεις, άλλα σύμπαντα, ακόμη και στις μυθολογικές πραγματικότητες του ασυνείδητου, ακόμη και πέρα από τους ασαφείς κόσμους του ονείρου.
Πολλά είναι τα μυαλά που υποστήριξαν, στην ιστορία της ανθρωπότητας, ότι μπόρεσαν να αντιληφθούν αυτές τις πραγματικότητες, είτε σε εναλλακτικές καταστάσεις συνείδησης, χρησιμοποιώντας ψυχεδελικές ουσίες ή διαλογισμό, προσευχή ή τεχνολογικές εφευρέσεις, είτε εξ υφαρπαγής, απρόβλεπτα και απερίγραπτα, είτε μέσα από τη φιλοσοφία και τη λογοτεχνική ή την ποιητική έμπνευση, είτε ερχόμενοι σε επαφή με κάτι που το κατατάσσουμε στα πλαίσια της μαγείας ή της θρησκευτικής εμπειρίας.
Στην πραγματικότητα, το κάθε τι είναι μια θρησκευτική εμπειρία, διότι το κάθε τι αποτελεί ένα κομμάτι της ζωντανής υπερ-οντότητας που ονομάζουμε Σύμπαν. (Ουσιαστικά, το λέμε «Σύμπαν» –Συν-Παν– βάζοντας αυτό το Συν δίπλα στο Παν, για να καταδείξουμε τα «πάντα και κάτι παραπάνω από τα πάντα», για να δώσουμε χώρο ύπαρξης ακόμη και σε εξωδιαστασιακές ή και εξω-συμπαντικές οντότητες, όπως ο Θεός που δημιούργησε το Σύμπαν). Αλλά, η ολότητα βρίσκεται έξω από τη δυνατότητα αντίληψης και κατανόησής μας. Το ίδιο το Σύμπαν βρίσκεται πέρα από την αντίληψη των στοιχείων που το αποτελούν, πέρα από οτιδήποτε μικρότερο από το ίδιο. Και το μέγεθος υποδεικνύει απλώς μία διάσταση, και πρέπει να υπάρχουν πράγματα ακόμη και πέρα από το μέγεθος. Εξωδιαστασιακές οντότητες χωρίς μέγεθος, ακόμη και χωρίς ζωή όπως εμείς καταλαβαίνουμε τη ζωή.
Η ίδια η σκέψη μας ίσως αντιλαμβάνεται εξωδιαστασιακές οντότητες που τις ονομάζουμε ιδέες, και το εξωκοσμικό πεδίο τους να είναι εκείνος ο «κόσμος των ιδεών». Την ίδια στιγμή που ένας επισκέπτης από εκεί, γίνεται αντιληπτός ως ιδέα ή έμπνευση στο νου μας, μπορεί να ζωογονεί τον σπόρο ενός φυτού μέσα στο έδαφος του κήπου μας, και να προκαλεί ένα μικρό σεισμό στην άλλη άκρη του κόσμου, καθώς και μια παράξενη ανάμνηση από κάτι που δεν ζήσαμε, δέκα χρόνια αργότερα στο μέλλον…




-->
ΗΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜΑ


-->

Κάνει κρύο.
Είμαστε μακριά από τον ήλιο μας, τον πατέρα του φωτός και της θαλπωρής.
Το ηλιοβασίλεμα σήμερα είχε κάτι από τα παγωμένα τοπία ενός άλλου κόσμου, απόμακρου στη σκοτεινιά του ηλιακού συστήματος.
Φαίνονται και στους άλλους πλανήτες τα ηλιοβασιλέματα. Κανένα διαστημικό σκάφος μας δεν φωτογράφησε ένα, όλα τους ψάχνουν το χώμα και τις τροχιές, τους χημικούς τύπους και τα μαθηματικά. Μοιάζει απαγορευμένη η εικόνα ενός εξωγήινου ουρανού. Οι άνθρωποι θα άρχιζαν να ονειρεύονται, κανείς δεν τους θέλει να ονειρεύονται, όλοι τούς θέλουν προσγειωμένους να κοιτούν το χώμα και τους αριθμούς, σαν τα μικρά ρομποτικά διαστημόπλοια που στέλνουμε εκεί έξω. Τελειώνουν την τροχιά τους, προσγειώνονται, στέλνουν πίσω τα στοιχεία για το χώμα, μετρούν τους αριθμούς, κι έπειτα χάνονται.
Μέχρι κι οι τεχνητοί δορυφόροι μας κοιτούν προς τη Γη, κι όχι στην απέραντη εικόνα του σύμπαντος. Είναι σαν να φοβούνται να κοιτάξουν προς τα πάνω.
Εκτός από εκείνο το διαστημικό τηλεσκόπιο, που βλέπει εικόνες που κανένα μάτι ανθρώπου δεν είδε ποτέ, κι ούτε θα δει, εικόνες από πολύχρωμα μακρινά νεφελώματα, από τιτάνια μάτια στο διάστημα, κεφαλές αλόγων, αστρικές μέδουσες, πρόσωπα ολύμπιων θεών, καινοφανείς αστέρες, νέμπουλα, σούπερ νόβα, και αόρατες μελανές οπές. Εικόνες που βλέπουν και αναλύουν οι Κοσμοκράτορες, αυτοί που κρατούν τον Κόσμο, δηλαδή το διάστημα, τα άστρα, το κόσμημα των ουρανών. Ακόμη κι αυτές τις λιγοστές εικόνες που οι Κοσμοκράτορες επιτρέπουν να δειχθούν, σχεδόν κανείς δεν τις βλέπει, κανείς δεν ονειροπολεί, κανείς δεν μελαγχολεί για τη μικρότητά μας απέναντι στους γαλαξίες των αμέτρητων δισεκατομμυρίων άστρων.
Ποιοί είμαστε εμείς που θα εξερευνήσουμε το άπειρο των κόσμων; Με αυτά τα χέρια, με αυτά τα πόδια, αυτά τα ίδια ταλαίπωρα χέρια και πόδια που τα έχουμε από τότε που γεννηθήκαμε, με αυτό το μυαλό που ξεχνάει τις λεπτομέρειες, με αυτά τα μάτια που έχουν αντικρίσει όλα τα θαύματα του κόσμου κι όμως ποτέ δεν τα είδαν, με αυτά τα αυτιά που έχουν μάθει να ακούν μόνο απόηχους μικρών αποστάσεων. Ποιοι είμαστε εμείς που θα εξερευνήσουμε το άπειρο των κόσμων;

Υπήρξαν κάποιες στιγμές που ένας αστροναύτης, ψηλά εκεί στον διαστημικό σταθμό, έμεινε σιωπηλός. Ατενίζοντας το άπειρο. Σιωπηλοί οι αστροναύτες απέναντι στην απέραντη εικόνα που δεν είδε άλλος κανείς. Κανείς τους δεν μίλησε γι’ αυτό, κανείς δεν τούς αφήνει να το κάνουν.
Υπήρξε κάποτε μια στιγμή μέσα στη νύχτα, στον Ατλαντικό Ωκεανό, που ατένισα τον ουρανό των άπειρων άστρων. Έπλεα στην αστρική θάλασσα, μέσ’ στο σκοτάδι, σιωπηλός, μέσ’ στην απέραντη σιωπή. Μια ψυχούλα σαν σπίθα μικρή στον απέραντο ωκεανό των άστρων, χαμένη στα κύματα, χωρίς πυξίδα, χωρίς χρόνο πολύ.
Είδα τους κόσμους. Και κατάλαβα για πρώτη φορά, πόσο μακριά είμαστε από οπουδήποτε. Είμαστε τόσο μακριά από την πατρίδα. Εξόριστοι εδώ πέρα, χωρίς τον χάρτη της διαδρομής, χωρίς μηνύματα, χωρίς ούτε καν ένα τραγούδι.

Κανείς δεν θα μάς θυμάται. Κανείς δεν θα μάθει ποτέ για την ένδοξη ιστορία μας, τη Βαβυλώνα, τις θεόρατες πυραμίδες στην έρημο, το Έπος του Γκιλγκαμές, την Τροία που την πήραμε μαζί με τον Αχιλλέα με δόρατα κι ασπίδες που έλαμπαν στον ήλιο (όπως κάποτε μού ‘πε ένας γέροντας στον Άθωνα που τις νύχτες ολομόναχος άκουγε τις τροχιές των πλανητών), τη γενναία στρατιά του Αλέξανδρου στην άκρη του κόσμου μπροστά σε ελέφαντες πολεμικούς, τους αμέτρητους πίνακες στο Λούβρο, την Ενάτη του Μπετόβεν που την έγραψε κουφός, τις περιπέτειες του Δον Κιχώτη που γράφτηκαν σε μια φυλακή, την Έναστρη Νύχτα του Βαν Γκογκ που έκοψε το αυτί του για μια αγαπημένη, τη μάχη του Υπρ στα χαρακώματα, την πολιορκία του Στάλινγκραντ μέσα στα χιόνια, τις εξερευνήσεις του Λοχαγού Μπέρτον, την ένδοξη θλίψη του Ναπολέοντα στη Νήσο της Αγίας Ελένης, την αγία πυρά που κατέκαυσε την Ζαν Ντ’ Αρκ και τον Τζιορντάνο Μπρούνο, τον Ιρλανδό πατριώτη ποιητή Πάτρικ Πηρς στο εκτελεστικό απόσπασμα, την κατάκτηση της Σελήνης, τους ηρωικούς εργάτες που θυσιάστηκαν για να σφραγίσουν το Τσέρνομπιλ, τους πανάρχαιους δρόμους της Νέας Υόρκης όπως θα τους βλέπουν οι μελλοντικοί αρχαιολόγοι, το διαστημικό μας τηλεσκόπιο που κρυφοκοίταζε το Σύμπαν...
Είναι πολλοί αυτοί που πιστεύουν ότι δεν πήγαμε ποτέ στη Σελήνη, ότι όλα ήταν μια κινηματογραφική σκηνοθεσία, μια συνωμοσία. Είναι μεγάλη η άγνοιά μας, κι η δική μου δεν είναι μικρότερη. Αλλά, ξέρω πλέον ότι πήγαμε εκεί πάνω, στ’ αλήθεια. Το κατάλαβα βλέποντας μια σκηνή σ’ ένα βίντεο. Δεν ήταν τα βίντεο της NASA από το φεγγάρι (που τα έχασαν, έτσι κι αλλιώς). Ήταν σε ένα άλλο βίντεο, πιο πρόσφατο. Ένας δημοσιογράφος ρώτησε ειρωνικά τον Μπαζ Όλντριν, έναν από τους δύο ανθρώπους που πρώτοι πάτησαν στο φεγγάρι, για τη συνωμοσία της προσσελήνωσης, λέγοντάς του ότι δεν πήγαν ποτέ εκεί. Ο Μπαζ οργίστηκε και τού έριξε μια μπουνιά, μπροστά σε τόσες κάμερες. Είδα το βλέμμα του. Αυτός ο άνθρωπος είχε πάει στο φεγγάρι. Το είδα στο βλέμμα του και στη γροθιά του. Είχε εκτοξευτεί καθισμένος στη μύτη ενός πυραύλου, είχε ταξιδέψει στο φεγγάρι μέσα σε έναν θερμοσίφωνα, τον είχε προσσεληνώσει, είδε τη Γη με μια θέα που κανείς δεν είχε ξαναδεί, μπήκε πάλι στον θερμοσίφωνα, κατάφερε και γύρισε εδώ πίσω, πέρασε τη φλεγόμενη στρατόσφαιρα, κι έπεσε στον απέραντο ωκεανό, απ’ όπου τον περιμάζεψαν οι δύτες. Κι ήταν τώρα ακόμη ζωντανός, γέροντας...ποιος ξέρει τι όνειρα να βλέπει ο Μπαζ Όλντριν; Και κάποιος γελοίος τού έλεγε τώρα ότι δεν το έκανε όλο αυτό. Κι ο Μπαζ τον χτύπησε. Έπεσαν πάνω του και τον άρπαξαν για να μην τον ξαναχτυπήσει. Είχαν ονομάσει Μπαζ ένα κουκλάκι σε ένα καρτούν, στο Toy Story. Ο Buzz Lightyear, ο Μπαζ-Έτος-Φωτός.
Ένα έτος φωτός είναι η απόσταση που διανύει ένα σώμα όταν ταξιδεύει με την ταχύτητα του φωτός. Μια ταχύτητα στην οποία ποτέ δεν θα τρέξουμε, ένας χρόνος που ποτέ δεν θα ζήσουμε, μια απόσταση που ποτέ δεν θα διανύσουμε. Το έτος φωτός είναι η μέτρηση του χρόνου της φαντασίας. Της ένδοξης φαντασίας μας, που κανείς δεν θα τη θυμάται. Της φαντασίας μας που ταξιδεύει στο άπειρο των κόσμων. Με μια ταχύτητα ανώτερη από την ταχύτητα του φωτός: με την ταχύτητα της σκέψης.
Σε μια στιγμή προσωπικής έμπνευσης, μια από εκείνες τις στιγμές στις οποίες ατενίζουμε το αβέβαιο μέλλον, προσεύχομαι για εκείνον τον άγνωστο μου άνθρωπο που πρώτος θα δει ένα εξωγήινο ηλιοβασίλεμα, σ’ έναν μακρινό πλανήτη. Κανείς δεν ξέρει ακόμη το όνομά του, κανείς δεν ξέρει καν αν θα υπάρξει ποτέ ένας τέτοιος άνθρωπος, ένας άνθρωπος που θα πάρει επάνω του όλες τις αμαρτίες μας και όλες τις αγωνίες μας και όλα τα όνειρά μας, και θα τα πάρει μαζί του σε έναν άλλον πλανήτη. Και θα είναι τόσο μακριά από τη γαλάζια μας πατρίδα, στην ξενιτιά –θα πρέπει να βρούμε μια νέα λέξη γι’ αυτήν τη νέα μοναξιά, γι’ αυτήν τη νέα διαστημική νοσταλγία.
Στη σιωπή εκείνης της πρώτης στιγμής, θα ατενίσει το ηλιοβασίλεμα. Ένα ηλιοβασίλεμα που κανείς ποτέ δεν θα έχει ξαναδεί.
Εγώ, ένα μικρό ανθρωπάκι, ανέβαινα κάποτε σκαρφαλώνοντας σ’ ένα βουνό της Γης μας, κάτω από τον καυτό ήλιο ενός καλοκαιριού που έκαιγε όλη μου την ύπαρξη. Νόμισα πως θα πεθάνω, κι όμως τα κατάφερα, κι έφτασα στον σκιερό προορισμό μου. Κι εκεί πάνω, ένας γέρος μού έδειξε τον λαμπρό ήλιο στον γαλάζιο μας ουρανό, και μου είπε: «Τον βλέπεις τον ήλιο εκεί πάνω; Που σ’ έκαψε μέχρι ν’ ανεβείς εδώ στη μοναξιά μας; Είδες πόσο πολύ καίει; Φαντάσου πόσο καίει αυτός που τον έφτιαξε...»
Ποιος είναι αυτός που έφτιαξε όλους αυτούς τους ήλιους, που καίνε τα σύμπαντα, που καίνε τους άπειρους κόσμους, που δίνουν το φως τους σε όλο το μαύρο διάστημα, το φως τους που ταξιδεύει μέχρι τον φακό του διαστημικού μας τηλεσκοπίου που παρατηρεί τη συμπαντική ζωγραφική, και μέχρι τον φακό του ταλαίπωρου ματιού μας που ατενίζει το ηλιοβασίλεμα;
Λέμε ότι ο ήλιος βασιλεύει, στον ουρανό, παντού, λίγο πριν πέσει το σκοτάδι. Και ξέρουμε ότι θα έρθει ξανά, θα ανατείλει. Είναι ένα ζωντανό όν ο ήλιος μας. Είναι ο βασιλιάς μας. Το φως του δίνει τη ζωή, την εικόνα, τα πρόσωπά μας, τη ζέστη μέσα στο κρύο, το φως στην άκρη του τούνελ. Όποτε πέφτει το σκοτάδι, ξέρουμε την υπόσχεσή του ότι θα έρθει ξανά, την αυγή. Και πάντα έρχεται. Και θα έρχεται, ξανά και ξανά, εις τους αιώνας των αιώνων. Για να φωτίσει εμένα, ένα ανθρωπάκι μικρό και ανίδεο, στην κορυφή ενός βουνού, που ατενίζει το Σύμπαν. Και άπειροι άλλοι μακρινοί ήλιοι στέλνουν εδώ σε μένα το φως τους, υπάρχουν, νεύουν μηνύματα, που ταξιδεύουν τα έτη φωτός, ταξιδεύουν, από τη μακρινή μου πατρίδα μέχρις εδώ, σ’ εμένα, ψιθυρίζοντάς μου ότι δεν είμαι μόνος, μέσα στη σιωπή.
Δεν είμαι μόνος μου, εγώ, μέσα στο άπειρο Σύμπαν, με σκέφτονται τ’ αδέλφια μου όπως τα σκέφτομαι κι εγώ, και ταξιδεύει η σκέψη μας ταχύτερα από την ταχύτητα του φωτός. Δεν είμαι στ’ αλήθεια μικρός και φτωχός. Ποιος βασιλιάς έχει ένα τέτοιο αστρικό στέμμα πάνω απ’ το κεφάλι του; Ποιανού μυαλού τα όνειρα γίνονται τόσα άστρα διάπυρα;

Κι όμως, ποιο παιδί δεν μπορεί να αγκαλιάσει τον πατέρα του, γιατί καίει τόσο πολύ;
Και ποιος πατέρας δεν έδειξε τα άστρα για πρώτη φορά στα παιδιά του, εκεί ψηλά στον ουρανό, δίνοντάς τους έτσι την κληρονομιά των ονείρων του Σύμπαντος;
Κάνει κρύο.
Το ηλιοβασίλεμα σήμερα είχε κάτι από τα παγωμένα τοπία ενός άλλου κόσμου, απόμακρου στη σκοτεινιά του ηλιακού συστήματος.
Φαίνονται και στους άλλους πλανήτες τα ηλιοβασιλέματα.
Έχουν και οι άλλοι πλανήτες παιδιά και πατέρες, μητέρες και εγγόνια. Και μάς φαντάζονται. Έτη φωτός μακριά. Σήμερα το βραδάκι.






The Midnight Special


Μιλούσα όλη τη νύχτα με τον Κροκόδειλο, είχαμε γίνει φίλοι. Βαρεθήκαμε να τρώμε σκορπιούς στην έρημο, κάτω από τις Πλειάδες και από ‘κείνο το φεγγάρι λεπτό σαν στιλέτο ή σαν ακονισμένο γιαταγάνι Σαρακηνού. Φυσούσαν οι ανεμοθύελλες κι εμείς τραγουδούσαμε τα
blues, τρώγαμε άμμο μαζί με τα φασόλια στην κονσέρβα, η μικρή φωτιά δεν έφτανε για να μας ζεστάνει και τους δύο, τρία κάρβουνα όλα κι όλα, ούτε που φέγγανε, δεν είχαμε να φοβηθούμε κι από τους Βεδουίνους. Μου ‘λεγε ιστορίες για τότε που γυρνούσε με τις νταλίκες νύχτα μετά τη νύχτα κι είχε σαν ναυτικός μια γυναίκα σε κάθε μοτέλ. Ο Γαλαξίας φιδογύριζε από πάνω μας γεμάτος με εξωγήινους πολιτισμούς. Κι εμείς, μόνοι μέσα στην έρημο χωρίς ούτε μια μπύρα, στρίβαμε τσιγάρο με καπνό ξερό, πικρό από το πολύ σκοτάδι και την αστροφεγγιά. Είχαμε μια σκουριασμένη φυσαρμόνικα, φυσούσε αυτός κι εγώ κουνούσα ρυθμικά την ουρά του κροταλία, κι εκεί στη νύχτα της ερήμου τραγουδούσαμε τα blues.

Κάτω από την άμμο βαθιά κρυμμένες κείτονταν αρχαίες αυτοκρατορίες, που τις κατάπιε η έρημος που όλα τα καταπίνει, όπως θα καταπιεί τα ταλαιπωρημένα κορμιά μας, όλες μας τις μνήμες, το παλιό μαύρο μου πουκάμισο και το δαχτυλίδι μου με τον δράκο, κράτα καλά παλιόφιλε Κροκόδειλε, κουράγιο.
Έτσι κι αλλιώς ελπίδα δεν είχαμε στ’ αλήθεια ποτέ, όλο την πλέκαμε και την ξεπλέκαμε σε νύχτες σαν κι αυτήν, στα τραίνα και στα δρομάκια πόλεων κοιμισμένων, σε ξέφρενες ξιφομαχίες, σε κρύα δωμάτια γεμάτα βιβλία, σε ψιθύρους συνθηματικούς και σε χαρτιά με σχέδια πολιορκητικά, σε ταραγμένα όνειρα από ύπνο βιαστικό, και σε χαμόγελα φανταστικών θριάμβων, θυμάσαι...
Σήκωνα το κεφάλι πάνω απ’ τις νότες κι ατένιζα τα χαμένα μονοπάτια που μάς οδήγησαν παντού, που μάς οδήγησαν εδώ κι ακόμη παραπέρα, στο τέλος του κόσμου χωρίς ούτε μια κουβέρτα, στην άκρη της αβύσσου.
Παλαίμαχοι παλαιοτάτων περιπετειών, βετεράνοι καταδρομείς στις σταυροφορίες, με τα παλιά εξάσφαιρα πιστόλια του Θεού ενάντια στα κανόνια του Διαβόλου, ηττημένοι από τις χίμαιρες κι από τους Ινδιάνους, χαμένοι από τον κόσμο, καπεταναίοι χωρίς καράβια πια, ξεμείναμε με το ημερολόγιο καταστρώματος κιτρινισμένο απ’ τον καιρό μέσ’ στο σακίδιο ανταρκτικών αποστολών, ξέμπαρκοι εδώ στους αμμόλοφους, κοιτούσαμε το άπειρο και τραγουδούσαμε τα
blues.

Κι ήταν πότε, πότε ήταν, σαν ήμασταν μικρά παιδιά, σκαρφαλωμένα στους πύργους της νύχτας, φωνάζαμε τα ονόματά μας προς το διάστημα, με μπίλιες στην τσέπη και μολυβένια στρατιωτάκια, κι ονειρευόμασταν εξερευνήσεις και τόπους μαγικούς, πού να το φανταστούμε.....κράτα καλά παλιόφιλε Κροκόδειλε, κουράγιο.
Μακριά απ’ οπουδήποτε, στην ερημιά παρέα με τους αντικατοπτρισμούς χαμένων καραβανιών και τα φαντάσματα των τσακαλιών, με τις μπότες μου γεμάτες άμμο, ξεμείναμε εδώ σε μια νύχτα απέραντη, που θα κρατήσει αιώνια μέχρι να πάψει η Γη να γυρνάει, μ’ ένα φλασκί μπαγιάτικο νερό και λίγο ξερό καπνό, κάτω απ’ τον έναστρο ουρανό, εγώ κι ο φίλος μου ο Κροκόδειλος τραγουδούσαμε τα
blues...

Let the Midnight Special, Shine Your Light On Me
Oh, Let the Midnight Special, Shine Your Light On Me
Yeah, Let it Shine Your Light Down On Me
Down On Me, Oh, Down On me
Lift Me Up So I Can See
Shine Your Light Until I’m Gone
Gimme the Strength To Carry On
Let the Midnight Special, Shine Your Light On Me
Oh Lord, Let It Shine On Me
Let It Shine On Me
Let the Midnight Special
Shine Your Light On Me
Let Your Light From The LightHouse
Shine The Light On Me
Let Your Light From The LightHouse
Shine Your Light On Me
Angels in Heaven, Wrote My Name to Thee
Let Your Light From The LightHouse
Shine Your Light On Me
Let It Shine On
Oh, Let It Shine On
Shine On
Shine On
Down On Me
Down On Me
Shine Your Light On Me…

ΦΑΡΟΦΥΛΑΚΑΣ


.......Εκεί ψηλά στον βορρά, στη Σκωτία, στη νήσο του Skye στις Εβρίδες, έμενα σ’ ένα σπιτάκι σ’ ένα ερημικό μέρος που λεγότανε Neist Point. Απ’ το παράθυρό μου έβλεπα τον φάρο στο ακρωτήρι, δίπλα στους πιο ψηλούς γκρεμούς που έχεις φανταστεί ποτέ σου. Ολόγυρα απέραντα λιβάδια, βράχια κι ερημιά, πιο πέρα ξεχώριζες στο βάθος δυο-τρεις φάρμες, παντού πρόβατα έβοσκαν ελεύθερα, κι όταν φυσούσε ο αέρας δεν σταματούσε για μέρες, κι έκανε κρύο πολύ και δεν μπορούσες να βγεις από το σπίτι. Τις νύχτες άκουγα τα κύματα από τη Βόρειο Θάλασσα, ο άνεμος σφύριζε, οι πόρτες έτριζαν, κι ήταν σαν να ταξίδευα μέσα σ’ ένα πλοίο για τον Βόρειο Πόλο.
Έριχνα τα ξύλα στη σόμπα, τα κούτσουρα είχαν πάνω τους ρόζους που πολλοί έμοιαζαν με πρόσωπα, παράξενα μικροσκοπικά πρόσωπα που σε κοιτούσαν μέσα από το ξύλο. Τα ξύλα έπαιρναν φωτιά, τα κοιτούσα μέσα από το πορτάκι της σόμπας να καίγονται σιγά-σιγά, τα πρόσωπα με κοιτούσαν κι αυτά σιωπηλά μέσ’ από τις φλόγες. Όλοι οι πεθαμένοι πρόγονοι του τόπου, οι παλιοί θαλασσόλυκοι που φεύγανε στο άγνωστο να κυνηγήσουν τις φάλαινες, νεκροί τώρα πια, τους είχανε θάψει σε παλιούς τάφους κάτω από τα δέντρα, περάσανε τα χρόνια, γίνανε ένα με το χώμα, τις πέτρες και τα δέντρα, περάσανε τα πρόσωπά τους μέσα στο ξύλο και τυπωθήκανε εκεί.
Κι ήτανε πάνω στα κούτσουρα οι φάτσες τους, ακίνητες, παραμορφωμένες, σε κοιτούσανε σαν κάτι να θέλανε να σου πουν, αλλά δεν έλεγαν τίποτα. Ίσως να θέλανε να πούνε ιστορίες για τις φάλαινες, πώς τραγουδούσανε τις νύχτες και τις ακούγανε σαν σειρήνες που θέλανε να τους πνίξουν, και τεντώνανε τις ουρές τους έξω από το νερό σαν να τους χαιρετούσαν. Ίσως να θέλανε να πούνε σε κάποιον τις συνταγές που ξέρανε για το πως να φτιάξεις καλό ουίσκι, από ‘κείνο που το πίνεις και εξατμίζεται στη γλώσσα σου, αφήνοντάς σου ένα γαργάλημα στον ουρανίσκο. Ίσως να θέλανε να διηγηθούν αστείες ιστορίες, όπως εκείνες που λένε οι κιθαρωδοί στα παμπ, όταν νιώθουν πολύ μεθυσμένοι για να τραγουδήσουν. Σε κοιτούσανε μέσα από το ξύλο αλλά δεν έλεγαν τίποτα.
Τους έβλεπα να καίγονται μέσα στη σόμπα, κι ήξερα πως τους ελευθέρωνα, οι φλόγες λύνανε τα μάγια που τους κρατούσανε μέσα στο ξύλο, διαλύανε την ξύλινη μνήμη τους που είχε ρουφήξει το δέντρο μέσ’ απ’ το χώμα, γινότανε καπνός που έφευγε από το μπουρί και λευτερωνότανε στον άνεμο, πετούσανε οι ψυχές τους προς τη Βόρειο Θάλασσα, πηγαίνανε πάλι να κυνηγήσουν τις φάλαινες.
Κολλούσα το πρόσωπό μου στο τζάμι, θάμπωνε από τα χνώτα μου κι από τη ζέστη που έβγαζε η σόμπα. Κοιτούσα έξω, στη νύχτα. Εκεί δε νυχτώνει όπως εδώ, δεν πέφτει το σκοτάδι, η νύχτα είναι ένα βαθύ μπλε, όπως το προχωρημένο σούρουπο... Έβλεπα τη μπλε νύχτα μέσ’ από το τζάμι, κι ο φάρος αναβόσβηνε μέσα στην ερημιά. Ζούσε ένας φαροφύλακας εκεί. Του άρεσε πολύ το τσάι, κι όποτε πήγαινα να τον επισκεφτώ πίναμε κανάτες ολόκληρες. Είχε ένα πόδι ξύλινο. Τις νύχτες, μέσα στην ησυχία, στο σπιτάκι μου θαρρούσα πως τον άκουγα να περπατά πάνω κάτω μέσα στο φάρο, τακ-τακ-τακ, άκουγα το ξυλοπόδαρό του να χτυπά στα σανίδια.
Μερικές φορές, ξεσπούσαν τόσο μεγάλες καταιγίδες, που φοβόμουν ότι θα ξεριζώσουν τον φάρο και θα τον κάνουν πύραυλο. Φανταζόμουν τον φάρο να εκτοξεύεται μέσα στην καταιγίδα σαν πύραυλος, και να απομακρύνεται προς το διάστημα, με το φως του ν’ αναβοσβήνει ακόμη, στέλνοντας σήμα της πορείας του μέσα στη νύχτα. Κι ο φαροφύλακας με το ξύλινο πόδι, θα γινόταν αστροναύτης.
Φοβόμουν ότι θα ξυπνήσω ένα πρωί και θα ανακάλυπτα πως ο φάρος δεν είναι πια εκεί. Πως χάθηκε στην καταιγίδα χθες το βράδυ. Κι έλεγα, για φαντάσου τον γερο-Γουίλυ να πίνει το τσάι του στο φεγγάρι. Το φεγγάρι φαίνεται μεγαλύτερο από τη βόρεια Σκωτία. Ίσως από εκεί να είναι πιο κοντά απ’ ό,τι απ’ εδώ…......

(Ιστορίες που δεν Διηγήθηκε Ποτέ Κανείς, Π. Γ. )




RONNIE DREW (1934-2008 R.I.P.) Έφυγε ο Βασιλιάς της Καρδιάς της Ιρλανδίας


Σήμερα πληροφορήθηκα για τον θάνατο του Ronnie Drew, του τελευταίου Ιρλανδού Βάρδου, τον οποίο θαύμαζα και αγαπούσα πάρα πολύ, (για πάρα πολλά χρόνια ακούω πάντα με μεγάλη συγκίνηση τα τραγούδια του), και τον οποίο είχα τη χαρά και την τιμή να συναντήσω από κοντά κάποτε στο Δουβλίνο υπό αξέχαστες συνθήκες...
Ο Ronnie έφυγε στις 16 Αυγούστου 2008, έπειτα από ηρωική μάχη με τον καρκίνο του λάρυγγα, η αρρώστια τού επιτέθηκε στην ίδια την πηγή της συνταρακτικής φωνής του.
Ήταν ο ιδρυτής και τραγουδιστής (μετά μαζί με τον θρυλικό Luke Kelly) του πιο φημισμένου ιρλανδικού folk συγκροτήματος, των Dubliners, και ένας άνθρωπος της καρδιάς, ποιητής, πότης, ιππότης, βάρδος και story-teller.
(Καθόλου άδικο δεν έχει ο Bonno των U2, που πρόσφατα τον χαρακτήρισε ως τον «αδιαμφισβήτητο βασιλιά της Ιρλανδίας»...)

Τα τραγούδια των Dubliners για την ελευθερία, την αγάπη, τα όνειρα, τις χαμένες στον χρόνο ιστορίες, τους ήρωες, για την Ιρλανδία, και για τα μυστικά του Βασιλείου της Καρδιάς, τα άκουγα πάντα σαν φωνές, στίχους και μελωδίες, που ήταν όσο πιο κοντά θα μπορούσε να είναι κάτι -στη σύγχρονη εποχή- στην τέχνη και τη μουσική των αληθινών Κελτών βάρδων του μακρινού παρελθόντος.
Μεγάλωσα με αυτά, μού προσέφεραν αμέτρητες συγκινήσεις και εμπνεύσεις, έμαθα και κατάλαβα τόσα πολλά πράγματα από αυτά, από την εποχή που μόνος τα ανακάλυψα και τα έπαιζα εκπέμποντάς τα από το ραδιόφωνο (στις αξιομνημόνευτα παράξενες ραδιοφωνικές εκπομπές: Το Οικουμενικό Πατριαρχείο του Φανταστικού, και, κυρίως, Το Πλοίο Φάντασμα, σ' αυτήν την τελευταία τα τραγούδια τους μαζί με άλλα πάντα συντρόφευαν τα ταξίδια του ραδιοφωνικού Κάπταιν Νέμο τον οποίον υποδυόμουν, και, αν δεν κάνω λάθος, πρέπει να ήμουν τότε ο κύριος ένοχος εξαιτίας του οποίου πολλοί άνθρωποι αγάπησαν τα ιρλανδικά τραγούδια που σχεδόν κανείς δεν γνώριζε εδώ τότε, αν συνυπολογίσω και τις πολλές εκατοντάδες κασέτες και CDs που ξαγρυπνώντας ηχογραφούσα σε συνθηματικές συλλογές μετά μανίας, μοιράζοντάς τα σε φίλους σε όλη την Ελλάδα), από εκείνη την παράξενη ραδιοφωνική εποχή της ώριμης νεότητάς μας μέχρι σήμερα, μετά από περιηγήσεις στην Ιρλανδία και που η μουσική συλλογή μου έχει ξεπεράσει κατά πολύ τις τότε συλλεκτικές προσδοκίες μου.
Η βαριά και τραχιά αλλά τόσο γλυκιά φωνή του Ronnie Drew, και το συναίσθημα που αλάθητα μετέδιδε, ταυτίστηκε για μένα με την αρχετυπική φωνή των παπούδων βάρδων μιας νοσταλγικής πατρίδας της καρδιάς, ενός παράλληλου ρομαντικού κόσμου, που τραγουδούσαν τα μηνύματά τους προς άγνωστους παραλήπτες, εξιστορώντας πράγματα που δεν θα μπορούσες να μάθεις από πουθενά αλλού, στέλνοντας εμπνεύσεις και συναισθήματα που δεν θα μπορούσες να νιώσεις αλλιώς. Ο Ronnie Drew, για μένα, ήταν πάντοτε το παράδειγμα του gentleman βάρδου επαναστάτη, δανδή και ποιητή, που μπορούσε, σαν παππούλης που λέει ιστορίες στα παιδιά γύρω από τη φωτιά, να μεταδώσει απευθείας στην καρδιά κάτι από αλλού, κάτι από πολύ μακριά, αλλά τόσο οικείο, κοντινό, θερμό, κάτι πολύ αφηρημένο αλλά πολύ σπουδαίο. Και δεν είναι λίγες οι φορές που ήπιαμε μαζί με φίλους της καρδιάς ιρλανδέζικο ουίσκυ στην υγειά του -και στη σεβάσμια γενειάδα του- σε απολαυστικές νύχτες πλημμυρισμένες από καλή μουσική και ιδιαιτέρως εξυψωτικά συναισθήματα και ιδέες.
Όλοι οι Βάρδοι είχαν πεθάνει, είχαν φύγει, αλλά πάντα ξέραμε ότι κάπου εκεί πάνω στην Ιρλανδία ζει ο παππούλης ο Ronnie Drew που τραγουδά ακόμη, ακούραστος, για την αγάπη και την ελευθερία, και για όλα τα σημαντικά πράγματα του κόσμου.

Αυτή είναι η μικρή ιστορία της συνάντησής μου με τον Ronnie Drew, που την αναπολώ σήμερα, συγκινημένος στη μνήμη του.
Ταξιδεύοντας κάποτε για την Ιρλανδία (για πρώτη φορά) μαζί με τον αδελφό μου τον Χάρη, και έχοντας κατά νου μεγάλες περιηγήσεις και εξερευνήσεις, λογαριάζοντας να κάνουμε για πρώτη φορά τον γύρο της Ιρλανδίας, ξεκινώντας από το Δουβλίνο, μάθαμε ότι την εποχή που θα βρισκόμασταν στο Δουβλίνο θα γινόταν μια συναυλία του Ronnie Drew! Εγώ κι ο Χάρης μόνο που δεν κλάψαμε από τη χαρά μας στην προοπτική να τον δούμε από κοντά, και αμέσως καταφέραμε, δεν θυμάμαι πώς, να κλείσουμε τα απαραίτητα εισιτήρια. (Οι Dubliners, μετά τον θάνατο του Luke Kelly, είχαν διαλυθεί εδώ και πολλά χρόνια, αλλά ο Ronnie συνέχιζε να παίζει και να ηχογραφεί μόνος του, και μάς φαινόταν καλύτερος από ποτέ, με συγκλονιστικούς για εμάς δίσκους όπως το Dirty Rotten Shame ή το The Humor is on Me Now, και ήδη θρυλικές ήταν οι συνεργασίες με τον Shane ΜcGowan και τους Pogues κ.ά.).
Στο Δουβλίνο, διερευνώντας για το άγνωστο μέρος το οποίο έγραφαν πάνω τους τα εισιτήριά μας της συναυλίας, μάθαμε ότι ο Ronnie θα έπαιζε στο Tallaght, ένα μικρό προάστιο της πόλης, σε ένα θεατράκι. Μάς έκανε μεγάλη εντύπωση το γεγονός ότι ο Ronnie Drew έπαιζε σε ένα μικρό θεατράκι ενός εργατικού προαστίου, ένα τόσο μεγάλο όνομα στην Ιρλανδία, όπως το βλέπαμε εμείς.
Αποφασίσαμε να πάμε με το λεωφορείο, και πήραμε ένα ταξί μέχρι τον σταθμό, και πιάσαμε κουβέντα με τον ταξιτζή, κι εγώ τον ρώτησα αν δεν είναι πια τόσο διάσημος ο Ronnie Drew στην Ιρλανδία (για να παίζει εκεί). Δεν κατάλαβε την ερώτησή μου, σήμερα καταλαβαίνω ότι τον είχα ρωτήσει αν δεν είναι πια τόσο διάσημος ο Καραϊσκάκης, ή κάτι τέτοιο. «Ronnie?», είπε απορημένος, «ev'ry soul knows Ronnie...»
Όταν πήραμε το λεωφορείο πήγα και μίλησα με τον χαμογελαστό γέροντα οδηγό για να τον ρωτήσω σε ποια στάση έπρεπε να κατεβούμε, κι εκείνος, βλέποντας ότι είμαστε «τουρίστες», με ρώτησε τι δουλειά είχαμε στο Tallaght, δεν υπήρχε τίποτε εκεί. Του είπα για τη συναυλία, που θα γινόταν στο μικρό δημοτικό θέατρο, κι εκείνος με κοίταξε με ενδιαφέρον, σαν να κοιτούσε κάποιον πολύ εκκεντρικό τύπο, που ήρθε από την άλλη άκρη της Ευρώπης για να πάει σε ένα θεατράκι στο Tallaght. Προβληματισμένος, μάς είπε ότι την ώρα που θα τελείωνε η παράσταση θα ήταν νύχτα, και δεν θα υπήρχαν πια λεωφορεία, το τελευταίο θα έφευγε λίγη ώρα πριν. Του είπα, δεν πειράζει, θα πάρουμε ταξί, κι εκείνος γέλασε, κι εμείς καταλάβαμε ότι θα δυσκολευόμασταν να βρούμε μεταφορικό μέσο μετά, αλλά ήταν το τελευταίο πράγμα που μάς ένοιαζε. Όταν φτάσαμε, o οδηγός μάς υπέδειξε το μέρος, και, με τα πολλά, μπαίναμε συγκινημένοι μέσα στο θεατράκι που ήταν και κάτι σαν προαστιακό πολιτιστικό κέντρο, νιώθοντας ότι εκείνη τη στιγμή ένα όνειρο γινόταν αλήθεια: ήμασταν στην Ιρλανδία και θα βλέπαμε από κοντά τον Ronnie Drew!
Με έκπληξη διαπιστώσαμε ότι στις θέσεις του μικρού θεάτρου γύρω μας δεν καθόντουσαν γενειοφόροι επαναστάτες του I.R.A., ποιητές, ονειροπόλοι, μυστικιστές και μελετητές της ιρλανδικής μουσικής, αλλά άνθρωποι της γειτονιάς, παππούδες και γιαγιάδες και θείοι και θείες και παιδάκια, όλοι τους καλοντυμένοι όπως ντυνόντουσαν παλιά σε ένα χωριό για την κυριακάτικη βόλτα. Όλοι μάς κοιτούσαν περίεργοι, διότι ήμασταν οι μόνοι ξένοι εκεί μέσα, και προφανώς αναρωτιόντουσαν τι δουλειά είχαμε εκεί πέρα. Είχαμε κρατήσει θέσεις στην πρώτη σειρά. Ένιωσα σαν να ήμασταν εμείς το θέαμα.
Σε λίγο, προς έκπληξή μας, πάνω στη σκηνή βγήκε μια παιδική χορωδία και τραγούδησε δυο-τρία παλιά γλυκανάλατα ποπ τραγούδια, κι έπειτα πάνω στη σκηνή βγήκε ένας κωμικός, ένας stand-up comedian, και άρχισε τα εξωφρενικά αστεία, με μεγάλη σοβαρότητα, όπως συνηθίζεται στην Αμερική. Συνειδητοποιήσαμε ότι θα παρακολουθούσαμε ένα ολόκληρο πρόγραμμα, επαρχιωτικού στυλ, το οποίο, καλώς εχόντων των πραγμάτων, θα τελείωνε με την εμφάνιση του Ronnie Drew...
Μετά εμφανίστηκε μια πενηντάρα «σέξυ» κυρία φορώντας μία στρας τουαλέτα, και άρχισε να τραγουδά 70s ποπ-γκλαμ και ντίσκο κομμάτια (όπως το I Will Survive), με μεγάλο στόμφο και σκηνική παρουσία που ενθουσίασε το ακροατήριο που χτυπούσε παλαμάκια με τον ρυθμό, κι εμείς κοιτιόμασταν απορημένοι, και η κυρία σε κάποια στιγμή κατέβηκε από τη σκηνή και ήρθε και στάθηκε από πάνω μου τραγουδώντας (προφανώς αναγνωρίζοντας ότι ήμασταν ξένοι, μάς έκανε αυτήν την τιμή), κοιτώντας με στα μάτια, ποτέ στη ζωή μου δεν έχω συγκρατηθεί τόσο μα τόσο πολύ για να μην πέσω κάτω στο πάτωμα από τα γέλια και προσβάλλω και την κυρία και ρεζιλευτούμε. Τέσσερα-πέντε τραγούδια αργότερα η δοκιμασία μου τελείωσε, η κυρία αποσύρθηκε εν μέσω ζητωκραυγών, και στη σκηνή εμφανίστηκε ένα χορευτικό-τραγουδιστικό γκρουπ από πέντε δεκαεξάχρονα κοριτσάκια που τραγουδούσαν και χόρευαν ραπ! Κατέβαλαν μεγάλες προσπάθειες για να μοιάζουν με τα ινδάλματά τους, και πρέπει να είχαν κάνει εξοντωτικές πρόβες -η όλη ατμόσφαιρα στο κοινό ήταν εκείνη που υπάρχει όταν οι γονείς πηγαίνουν σε μια σχολική παράσταση και ενθαρρύνουν τα παιδιά τους που όμως δεν τα καταφέρνουν και τόσο καλά αλλά όλοι χειροκροτούν όρθιοι.
Αρχίσαμε να έχουμε σοβαρές αμφιβολίες για το αν τελικά βρισκόμασταν στο σωστό μέρος. Φαινόταν απίστευτο το ότι ο Ronnie Drew θα εμφανιζόταν ανάμεσα από όλα αυτά...
Κι όμως, κάποτε, επιτέλους, τα φώτα χαμήλωσαν κι εμφανίστηκε στη σκηνή ο ζωντανός θρύλος για εμάς. Κρατούσε την κιθάρα του, με ένα ζεστό χαμόγελο κάτω από τη γενειάδα, και τα μάτια του έλαμπαν πίσω από τα μεγάλα γυαλιά. Με την εξαιρετικά χαρακτηριστική φωνή του χαιρέτησε ευγενικά τον κόσμο, όπως χαιρετά κανείς τους θαμώνες όταν μπαίνει σε ένα επαρχιακό pub στην Ιρλανδία, σύστησε τον μουσικό που θα τον συνόδευε (τον σεμνό και σιωπηλό κιθαρίστα Mike Hanrahan, που κάθισε σε ένα ψηλό σκαμνάκι), και άρχισε να μιλά σαν να βρισκόταν μεταξύ φίλων. Κάθε μεγάλη προσδοκία μας επιβεβαιώθηκε με μιάς. Ακολούθησε ένα από τα πιο μαγευτικά συναυλιακά δίωρα που μπορώ να θυμηθώ ότι έχω παρευρεθεί στη ζωή μου. (Ακόμη και σήμερα, παρ' όλο που έχω παρακολουθήσει πολλές δεκάδες αξιοσημείωτες συναυλίες, αυτήν συνεχίζω να τη θεωρώ ως μία από τις δύο ή τρεις καλύτερες που έχω δει ποτέ μου).
Η παρουσία του Ronnie, one-man-show, ήταν τόσο μα τόσο πληθωρική που ένιωθες ότι κυριολεκτικά είχε πλημμυρίσει τη σκηνή, ήταν σαν να είχε εμφανιστεί ένας ολόκληρος στρατός. Το πρώτο τραγούδι με το οποίο ξεκίνησε ήταν το A Bunch of Red Roses for Me.
Κατά τη βάρδικη συνήθεια, πριν από κάθε τραγούδι διηγούταν μια ιστορία, άλλες φορές ήταν η ιστορία που κρυβόταν πίσω από το κομμάτι, άλλες ήταν μια ιστορία από τη ζωή του ή ιστορίες από διάφορες περιστάσεις και γεγονότα στην Ιρλανδία. Ήταν ένας εξαίσιος τύπος ο Ronnie, ένας πολύ σπάνιος άνθρωπος και καλλιτέχνης, (είναι μεγάλο κρίμα που εμείς στην Ελλάδα δεν έχουμε σήμερα μια τέτοια προσωπικότητα). Άλλες φορές με τα λεγόμενα του σε έκανε αληθινά να δακρύζεις, και άλλες να κρατάς την κοιλιά σου από τα γέλια, άλλες φορές να αναπολείς μαζί του αξιομνημόνευτα περιστατικά που δεν έζησες ποτέ, άλλες να συγκινείσαι επικά, και άλλες να θαυμάζεις την ποιητική του ρητορικότητα που σε παρέσερνε με την ευφράδειά και τη μεταδοτικότητά της.
Εκεί, επάνω σ' εκείνη την ταπεινή σκηνή ενός προαστιακού μικρού θεάτρου, έστεκε, ζεστή και υπερήφανη, η ίδια η ψυχή της Ιρλανδίας. Καμία περιήγηση δεν θα μπορούσε να μού τη δείξει τόσο καλά όσο μού την έδειξε, εμένα, έναν ξένο, εκείνο το βράδυ ο βάρδος Ronnie Drew.
Ήταν μία μυστική περίσταση, αυτό ένιωσα. Στο πιο απρόσμενο και ακατάλληλο μέρος, εκεί που κανείς δεν θα το περίμενε, ανάμεσα από τους σαλτιμπάγκους ενός αδιάφορου λαϊκού πανηγυριού, ήταν σαν να είχε εμφανιστεί ένας αληθινός μάγος, κάνοντας αληθινά μαγικά, που όλοι νόμιζαν ότι ήταν τρικ, και ξαφνικά, απροειδοποίητα, αυτός άνοιξε μία πύλη, εκεί, διαθέσιμη και προσβάσιμη μέχρι και για το πιο μικρό παιδάκι της γειτονιάς, μια πύλη για το χιλιοτραγουδισμένο Βασίλειο της Καρδιάς, όπου όλοι ήταν προσκεκλημένοι, όλοι, και οι απλοί μεροκαματιάρηδες με τα κυριακάτικα σακάκια τους και οι γιαγιάδες με το πασατέμπο και τα παιδάκια κι εμείς οι αλλαζονικοί και υπερόπτες ταξιδιώτες από αλλού. Και έρεε το νέκταρ ενός πνεύματος αγίου θα έλεγες, από αυτόν τον άνθρωπο, για τον κάθε άνθρωπο, και για εκείνους που καταλάβαιναν και για εκείνους που δεν καταλάβαιναν και για όλους, κι ήταν πολύ παππούς, βαρύς μάστορας αυτής της μαγικής τέχνης των βάρδων, αλλά με ανάλαφρη καρδιά σαν μικρό παιδί, ένας σοφός ιππότης που είχε καθίσει στο χώμα να παίξει με τα παιδιά και τους ξετύλιγε το αραβούργημα της μνήμης, της φυλής, της τέχνης, των ηρώων, των περιπετειών, των ταξιδιών, των κόσμων μέσα σε κόσμους. Ποτέ πριν δεν είχα ξαναδεί ή ξανανιώσει κάτι ανάλογο σε μία δημόσια συνεύρεση, ήταν κάτι συγκλονιστικό για μένα, ελαφρύ να είναι το χώμα που τον σκεπάζει...
Θα μπορούσα εδώ να διηγηθώ όλες τις ιστορίες που διηγήθηκε μπροστά μου, να περιγράψω τα τραγούδια, τους στίχους, τις ιστορίες, τις εικόνες, αλλά γνωρίζω ότι θα είναι μάταιο. Ήταν κάτι που συνέβη εκείνες τις ώρες, και μόνο εκείνες τις ώρες, εκεί σ' εκείνο το απρόσμενο μέρος, για λίγο, μόνο για εκείνους που ήταν εκεί για να το δουν, να το ακούσουν, να το νιώσουν, και έγινε πια ένα κομμάτι της καρδιάς σου με το πέρασμα των χρόνων. Πώς να ξετυλίξεις την καρδιά σου για να το ξεχωρίσεις απ' όλα τ' άλλα που περιέχει και με τα οποία είναι αναπόσπαστη ενότητα πια;
Στο απόγειο της βραδιάς τον θυμάμαι να τραγουδά το Viva La Quinta Brigada, και να απαριθμεί μέσα στο τραγούδι τα ονόματα των Ιρλανδών ηρώων που έφυγαν από την Ιρλανδία και πήγαν και πέθαναν στην Ισπανία στον ισπανικό πόλεμο, τα ονόματα και τη ζωή τους (πώς είναι δυνατόν να διηγήθηκε για τόσους ανθρώπους μέσα σε ένα τραγούδι;) και θυμάμαι εμένα και τον Χάρη να έχουμε ξεσηκωθεί χωρίς να γνωρίζουμε γιατί (δεν ήταν κάτι πολιτικό, ούτε εκείνος φαινόταν να το εννοεί ακριβώς ως τέτοιο, ήταν...κάτι συνθηματικό, κάτι κωδικό, μια αλληγορία για κάτι άλλο, πιο σημαντικό). Νομίζω αμέσως μετά τραγούδησε και το Ojos Negros, στα ισπανικά (είχε ζήσει στην Ισπανία ο Ronnie παλιά), και τα είχε ταιριάξει τόσο πολύ αυτά τα εξωτικά μαζί με βάρδικες μπαλάντες όπως το συνταρακτικό Two Island Swans, το Raglan Road, το The Rare Old Times, το Foggy Dew ή το εξαίσια λυρικά δοσμένο My Brothers in Arms...

Θυμάμαι όλη τη βραδιά σαν σε όνειρο. Κι όπως όλα τα όνειρα, τελείωσε, και είχαμε μείνει έκθαμβοι. Δεν θυμάμαι πόσες φορές πήγε να φύγει και τον γυρίσαμε πίσω για να παίξει κι άλλο. Εκείνο το θεατράκι πήγε να γκρεμιστεί από τα χειροκροτήματα και τον ενθουσιασμό, μέσα στην προαστιακή νύχτα, κάποτε, κάπου στην Ιρλανδία.
Στο τέλος, και καθώς ο κόσμος έφευγε και όλοι μάς χαιρετούσαν (είχαν νιώσει ότι είχαμε συμμετάσχει σε κάτι δικό τους και είχαμε ανταποκριθεί σωστά σε αυτό, ή κάτι τέτοιο), ζαλισμένοι από την περίσταση, κοντοσταθήκαμε στην πόρτα. Είχαμε έρθει από τόσο μακριά και ο Ronnie Drew βρισκόταν μερικά μέτρα πιο πέρα κάπου εκεί κοντά. Δεν μπορούσαμε απλά να φύγουμε! Έπρεπε να πάμε να του μιλήσουμε. Βγήκαμε κρυφά από την πίσω πόρτα σε ένα σκοτεινό προαύλιο δίπλα σ' ένα πάρκινγκ. Είδαμε μπροστά μας το συγκρότημα με τα κοριτσάκια που χορεύανε ραπ. Ρωτήσαμε πού είναι ο Ronnie Drew. Μάς έδειξαν την πόρτα μιας αποθήκης δίπλα στο θέατρο.
Πήγαμε να τη χτυπήσουμε, αλλά η πόρτα άνοιξε και βγήκε ο Ronnie. Φορούσε ένα γκρίζο πανωφόρι και κάπνιζε το παλιό καλό πούρο του. Μάς είδε και γελούσε, σαν να μάς περίμενε! Εμείς και ο Ronnie Drew, μόνοι μας, μπροστά σε μια αποθήκη μέσα στη μαύρη νύχτα. Πέσαμε στην αγκαλιά του δακρυσμένοι κι εκείνος μάς αγκάλιαζε και γελούσε. Τού είπαμε ότι είχαμε έρθει από την Ελλάδα, ότι ακούγαμε τόσα χρόνια τα τραγούδια του, κι ότι ήρθαμε τώρα επιτέλους να τον δούμε. Μάς άκουγε χαρούμενος και με χτυπούσε φιλικά στην πλάτη, μάς έδινε ευχές, μάς ρωτούσε για την Ελλάδα, ειλικρινά ήμουν τόσο χαρούμενος και συνεπαρμένος που δεν θυμάμαι για ποια πράγματα μιλήσαμε. Θυμάμαι τα υγρά μάτια του, την ικανοποίησή του, τη χαρά του, την ευγένειά του. Η σκηνή ήταν πολύ ιδιαίτερη, δεν θέλαμε να τη χαλάσουμε με φωτογραφήσεις. Ο Χάρης τού είπε, γράψε μας κάτι σε ένα χαρτάκι, να το δείξουμε στους φίλους μας πίσω στην πατρίδα γιατί δεν θα μάς πιστεύουν. Του έδωσα ένα φύλλο από το μικρό σημειωματάριό μου, έκανε πώς βουτάει το στυλό μέσα στην καρδιά του, χαμογέλασε, κι έπειτα έγραψε πάνω σ' εκείνο το χαρτάκι: «God Bless, Pan & Harry, God Bless! Ronnie...»
Η ώρα ήταν περασμένη. Άρχισε να κάνει κρύο. Μιλώντας, καταλάβαμε ότι δεν είχε πάρει λεφτά για να παίξει εκεί, το έκανε «for the people». Σε λίγο τον πήρε ο μαυροντυμένος Mike Hanrahan ευγενικά λέγοντας μας ότι o Ronnie είναι πολύ κουρασμένος, εκείνος αμήχανος από την παρέμβαση δεν ήθελε να μάς αφήσει, αλλά τελικά μπήκαν σε ένα αυτοκίνητο κι έφυγαν, ο Ronnie μάς χαιρετούσε από το παράθυρο με το πούρο ανάμεσα από τα δόντια του. «Failte!»

Μείναμε εκεί ακίνητοι, χαρούμενοι, αέρας φυσούσε, νύχτα, κρύο. Κοίταξα γύρω μου. Ψυχή πουθενά. Ήμασταν, γι' ακόμη μια φορά, όπως τόσες άλλες, στη μέση του πουθενά.
Απόμακρα φώτα εργοστασίων, άδειοι σκοτεινοί δρόμοι, ερημιά. Βαδίσαμε προς το μέρος απ' όπου είχαμε έρθει μέχρι εκεί. Μπροστά μας, λίγο πιο πέρα, αντικρίσαμε τους προβολείς ενός οχήματος, νομίσαμε ότι ήταν κάποιο φορτηγό. Ήταν το λεωφορείο! Υποτίθεται ότι το τελευταίο λεωφορείο έπρεπε να είχε φύγει πριν από μία ώρα. Τρέξαμε προς το μέρος του. Πλησιάσαμε, ήταν τελείως άδειο. Στο τιμόνι καθόταν χαμογελαστός ο παππούλης οδηγός που μάς είχε φέρει.
«Το ήξερα ότι δεν θα βρίσκατε μεταφορικό μέσο για να γυρίσετε, ξένοι εδώ μέσα στην ερημιά», είπε χαμογελώντας ζεστά, «και είπα να σάς περιμένω. Ανεβείτε να φύγουμε!».
Κάπου εκεί μακριά στην Ιρλανδία, στο Tallaght έξω από το Δουβλίνο, σ' ένα τελείως άγνωστο για εμάς μέρος τότε, σ' έναν άλλο κόσμο, ο οδηγός του λεωφορείου της γραμμής μάς περίμενε για να μάς γυρίσει πίσω, «για να μη χαθούμε». Καλή του ώρα, όπου κι αν είναι τώρα...και αιωνία η μνήμη του βάρδου της καρδιάς, του Ronnie Drew, που ταξιδεύει τώρα για τον παράδεισο, μαζί με τις νεράιδες της Ιρλανδίας, ή για εκείνο το κρυφό μέρος που πηγαίνουν οι βάρδοι όταν φεύγουν από αυτόν τον κόσμο. Σίγουρα φεύγοντας θα τον περίμενε το λεωφορείο, αργοπορημένα μέσα στη νύχτα, θα τον περίμενε για να μη χαθεί, όπως δεν χαθήκαμε κι εμείς και ξέρουμε ακόμη πού βαδίζουμε και γιατί...



click >

The Auld Triangle


Nora


The Dunes


The Rare Old Times


Ojos Negros


Viva La Quinta Brigada


Skibbereen


The Irish Rover (The Dubliners with The Pogues)


And the Band Played Waltzing Matilda


The Holy Ground


Στη μνήμη του Ciaran Bourke (όποιος ξέρει τι βλέπει, καταλαβαίνει)


Raglan Road


The Parting Glass


R.I.P. Ronnie

ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΤΟΥ ΠΟΥΘΕΝΑ

Όπως πολλοί άλλοι (πόσοι είναι άραγε;) έτσι κι εγώ, θα ήθελα να είμαι σαν τον Ρόμπινσον Κρούσο. Ναυαγός σε ένα νησί, να γράφω λίστες με τις προμήθειες από το βυθισμένο πλοίο, να φτιάξω ψάθινη ομπρέλα, να έχω ένα τουφέκι για πιστό σύντροφο, και να ανακεφαλαιώνω τη ζωή μου καθισμένος σε έναν βράχο, αγναντεύοντας τον ορίζοντα για ένα πλοίο που κάποτε θα έρθει για να με πάρει.
Να φτιάξω ένα δικό μου ριψοκίνδυνο καταφύγιο, στην άκρη του πουθενά, και να ξεχάσω τα πάντα για μένα, για όλους, κι όλοι να με ξεχάσουν, και κάθε ημέρα μου να είναι ακριβώς αυτό που φαντάστηκα για αυτήν. Να γράψω όλες τις ιστορίες που θέλω να γράψω.

Ίσως κάποτε να βρω κι έναν άλλο ναυαγό, σε κάποιο διπλανό νησί, και να κάνουμε παρέα. Θα έχουμε τόσα πολλά να πούμε για τις ζωές μας...

Έχω επισκεφτεί το σπίτι του αληθινού Ρόμπινσον Κρούσο, στη Σκωτία, στο Upper Largo, στα ψαροχώρια του Fife. Έχει ένα άγαλμά του πάνω από την πόρτα, να κοιτάει με το κυάλι μακριά (ή έτσι το θυμάμαι). Το αληθινό του όνομα ήταν Αλεξάντερ Σέλκιρκ. Όταν τον βρήκε ένα πλοίο για να τον πάει πίσω στην πατρίδα του, οι ναύτες δεν μπορούσαν να συνεννοηθούν μαζί του, γιατί από τη μοναξιά τόσα χρόνια είχε ξεχάσει να μιλάει.
Ήταν εξαίρετος ναυτικός, και με τις γνώσεις του, στη διαδρομή, τους βοήθησε να συλλάβουν ένα ισπανικό πλοίο, στο οποίο τον έκαναν καπετάνιο. Γύρισε πίσω στην πατρίδα πλούσιος από αυτό το κατόρθωμα. Κι όμως, όταν επέστρεψε, τελικά έφτιαξε το σπίτι του μέσα σε μια σπηλιά κι έμεινε εκεί μέσα για δεκαπέντε χρόνια.
Όταν τον ρώτησε ο δοκιμιογράφος που έγραψε για τη ζωή του από την οποία επηρεάστηκε ο Ντιφόου κι έγραψε το γνωστό βιβλίο, ο Σέλκιρκ απάντησε: «ο πολιτισμένος κόσμος δεν μπορεί, με όλες τις απολαύσεις του, να μου δώσει πίσω τη νηφαλιότητα και την ηρεμία της απομόνωσής μου...»Τελικά γύρισε πίσω στη θάλασσα, στα σαρανταπέντε του, μπαρκάροντας με ένα πολεμικό πλοίο, και πέθανε στο ταξίδι επειδή ήπιε νερό μολυσμένο από μια τροπική ασθένεια.

Ο Σάκλετον ναυάγησε στην Ανταρκτική, το πλοίο του, το Endurance, παγιδεύτηκε στους πάγους και καταστράφηκε, κι ο Σάκλετον έκανε το μεγαλύτερο κατόρθωμα που ξέρω: έφυγε με τους συντρόφους του με μια αυτοσχέδια βαρκούλα από τους πάγους έτοιμοι να συναντήσουν τον θάνατό τους, και ανέλπιστα κάποτε έφτασαν σε ένα παγωμένο ορεινό νησί, το Elephant Island, και τους άφησε εκεί, γιατί δεν μπορούσαν να συνεχίσουν. 
Ο ίδιος διέσχισε τα παγωμένα βουνά περπατώντας μισοπεθαμένος, μέχρι την άλλη άκρη του νησιού, κι από εκεί με μια βάρκα διέσχισε χίλια πεντακόσια χιλιόμετρα στον παγωμένο ωκεανό, αντιμετωπίζοντας κύμματα είκοσι μέτρων στα πιο δύσκολα νερά του κόσμου, από ένα θαύμα βρήκε μια στεριά στη South Georgia, και γύρισε στον πολιτισμό με τα πόδια συναντώντας έπειτα από αμέτρητες περιπέτειες μερικούς φαλαινοθήρες, κι έφτασε σχεδόν μέχρι τη Χιλή, σε ένα απίστευτο ταξίδι. 
Εκεί, έπειτα από πολλές αποτυχημένες προσπάθειες, κατάφερε να βρει ένα πλοίο, και γύρισε πίσω στο παγωμένο νησί και έσωσε όλους τους συντρόφους του. 
Όταν γύρισε στην πατρίδα του, αμέσως οργάνωσε ακόμη μια αποστολή στην Ανταρκτική με το πλοίο Quest, με σκοπό να εξερευνήσει όλες τις ακτές της ανεξερεύνητης παγωμένης ηπείρου. Σχεδόν όλοι οι σύντροφοί του από το προηγούμενο ταξίδι, τον ακολούθησαν σε αυτή τη νέα αποστολή!Στη διαδρομή, έξω από το Ρίο ντε Τζανέιρο, ο Σάκλετον έπαθε καρδιακό έμφραγμα, αλλά αρνήθηκε να ματαιώσουν την αποστολή και να επιστρέψουν στη Βρετανία. Συνέχισαν για τους πάγους, ώσπου η καρδιά τού Σάκλετον κατέρρευσε λίγο πριν φτάσουν, πέθανε στις 5 Ιανουαρίου του 1922, τελείως φτωχός, στην άκρη του κόσμου, μαζί με καλούς φίλους και γενναίους συντρόφους. 
Το σώμα του γενναίου εξερευνητή Σάκλετον θάφτηκε στον καταυλισμό του Grytviken, στο παγωμένο νησί της South Georgia, στον νότιο Ατλαντικό, και ο τάφος του είναι ακόμη και σήμερα εκεί, σημαδεμένος με έναν μονόλιθο που έχει πάνω του χαραγμένο ένα εννιάκτινο αστέρι.Χρόνια πριν, όταν ετοίμαζε ακόμη την άτυχη αποστολή του Endurance για την Ανταρκτική, ο Σάκλετον είχε δημοσιεύσει αυτή τη θρυλική αγγελία, «Men Wanted»: 
«Ζητούνται άντρες: για πολύ επικίνδυνο ταξίδι. Μικροί μισθοί, πίκρες, θλίψεις, βάσανα, φριχτό κρύο, μακριοί μήνες στο απόλυτο σκοτάδι, συνεχής κίνδυνος, περιπέτεια εξασφαλισμένη, επιστροφή εξαιρετικά αμφίβολη. Τιμή και αναγνώριση σε περίπτωση επιτυχίας... Σερ Έρνεστ Σάκλετον» 
O εξερευνητής Κάπταιν Ρόμπερτ Σκοττ και οι σύντροφοί του έφτασαν στην Ανταρκτική με σκοπό να πατήσουν στον Νότιο Πόλο, αλλά ο εξερευνητής Αμούνδσεν και οι Νορβηγοί τούς είχαν προλάβει, έπειτα από έναν πολύμηνο αγώνα. Ο Σκοττ είχε κάνει την άκρη του κόσμου τον σκοπό της ζωής του. Επιστρέφοντας από τον Πόλο, αυτός και οι τέσσερις σύντροφοί του που είχαν απομείνει ζωντανοί, έπρεπε να διασχίσουν σχεδόν χίλια μίλια με τα πόδια μέσα στους πάγους, στις πιο αντίξοες συνθήκες που θα μπορούσε ποτέ να βρεθεί άνθρωπος. Είχαν ήδη διασχίσει την απόσταση αυτή και έπρεπε να τη διασχίσουν πάλι στην επιστροφή, και να προλάβουν πριν έρθει ο Απρίλιος και αρχίσει ο μεγάλος ανταρκτικός χειμώνας που θα έφερνε αβάσταχτη παγωνιά και απόλυτο σκοτάδι. 
Οι ήρωες αυτοί, έπεσαν πάνω σε φριχτές χιονοθύελλες και παγωμένους ανέμους, έχοντας λιγοστό φαγητό και προμήθειες, καταπονημένοι και αποκαρδιωμένοι. Ένας από τους συντρόφους του Σκοττ, που είχε τραυματιστεί και είχε πάθει κρυοπαγήματα στα πόδια, δεν μπορούσε να συνεχίσει, και δεν ήθελε να καθυστερεί τους φίλους του, και, όταν κατασκήνωσαν μέσα σε μια χιονοθύελλα, βγήκε από τη σκηνή μέσα στη θύελλα και απομακρύνθηκε. Τα τελευταία του λόγια ήταν, όπως τα κατέγραψε ο Σκοττ στο ημερολόγιό του: «Πηγαίνω έξω, και μπορεί να αργήσω λίγο να γυρίσω...» Εξαφανίστηκε και δεν τον ξαναείδε ποτέ κανείς.
Όλοι τους πέθαναν μέσα σε εκείνο το αντίσκηνο από την παγωνιά, ενώ απείχαν μόλις δώδεκα μίλια από την επόμενη αποθήκη τροφίμων και καυσίμων. 
Μισό χρόνο αργότερα, τον Νοέμβριο του 1912, μια ομάδα διάσωσης στάλθηκε για να ανακαλύψει τον Σκοττ στους πάγους. Βρήκαν τον Σκοττ και τους ηρωικούς φίλους του στο αντίσκηνό τους καλυμμένο από χιόνι, παγωμένους μέσα στους υπνοσάκκους τους. Βρέθηκε το ημερολόγιο του Σκοττ, στο οποίο έγραφε μέχρι την τελευταία στιγμή, και έθαψαν τα σώματά τους τυλιγμένα με τη σκηνή, κάτω από το χιόνι, κι έτσι οι θλιμμένοι εξερευνητές είναι ακόμη και σήμερα εκεί, άθικτοι, παγωμένοι μέσα στην καρδιά της Ανταρκτικής. 
Τα τελευταία λόγια που έγραψε ο Σκοττ στο ημερολόγιό του μέσα στη μοιραία χιονοθύελλα, στη μέση του πουθενά, ήταν τα εξής: 
«Αν ζούσαμε, θα διηγούμουν μια καταπληκτική ιστορία, που θα συγκλόνιζε την καρδιά κάθε ανθρώπου... Θέλω να μιλήσω για τη γενναιότητα των συντρόφων μου, που με ακολούθησαν εδώ στην άκρη του κόσμου, και πέθαναν δίπλα μου μέσα στην απόλυτη παγωνιά... Το χέρι μου έχει παγώσει τελείως και δεν μπορώ να γράψω άλλο...»

Στο αστροσκάφος Voyager που έφυγε για να χαθεί για πάντα στο διάστημα, μέσα στον δίσκο που μεταφέρει, για να διαβαστεί από όποιον κάποτε το ανακαλύψει στο Σύμπαν, υπάρχει κι ένα μήνυμα στα ελληνικά:
«Οίτινες, ποτ’ έστε, χαίρετε. Ειρηνικώς, προς φίλους εληλύθαμεν φίλοι…»

ΔΕΝ ΘΑ ΠΕΘΑΝΟΥΜΕ ΠΟΤΕ

«Δεν θα σταματήσουμε ποτέ να εξερευνούμε, και το τέλος όλης μας της εξερεύνησης θα είναι να ξαναγυρίσουμε εκεί απ’ όπου είχαμε αρχίσει, και να γνωρίσουμε τον τόπο για πρώτη φορά…»
(Τ. Σ. Έλλιοτ)
«Δεν είναι νεκρό αυτό που αιώνια μπορεί να περιμένει, κι έπειτα από το πέρασμα παράξενων αιώνων ακόμη κι ο θάνατος μπορεί να πεθάνει…»
(Χ. Φ. Λάβκραφτ)
Είναι νύχτα πάλι, και κάθομαι στη βιβλιοθήκη μαζί με το φάντασμα του Μάρκου Αυρήλιου. Η γκριζογάλαζη φιγούρα του τρεμοπαίζει δίπλα μου, αλλά μπορώ να δω το καθαρό βλέμμα του να λάμπει, κι ακούω την ψιθυριστή γεροντική φωνή του καθώς πίνουμε τσάι από κούπες κινέζικης πορσελάνης, που κροταλίζουν μελαγχολικά από τα κουταλάκια μας καθώς ανακατεύουμε τον Χρόνο. Τον ακούω να μου λέει:
«Κι αν ακόμη ζούσες τρεις χιλιάδες ή τριάντα χιλιάδες χρόνια, θυμήσου πως κανείς δε χάνει άλλη ζωή απ' αυτήν που ζει τώρα, ούτε ζει άλλη απ' αυτήν που χάνει. Λοιπόν, το πιο μεγάλο χρονικό διάστημα ή το πιο μικρό είναι ίσα. Το Παρόν ανήκει σε όλους. Το να πεθάνεις σημαίνει να χάσεις το Παρόν, που είναι ένα χρονικό διάστημα άπειρα μικρό. Κανείς δε χάνει το Παρελθόν ούτε το Μέλλον, γιατί κανείς δεν μπορεί να χάσει κάτι που δεν έχει. Θυμήσου πως όλα τα πράγματα περιστρέφονται ακούραστα γύρω στις ίδιες τροχιές
-και πως για τον θεατή είναι το ίδιο αν τα βλέπει έναν αιώνα, ή δύο, ή όλη την αιωνιότητα...»
Ποιος μπορεί να μιλήσει στ’ αλήθεια για το πεπρωμένο των ανθρώπων που χάθηκαν και για τους άμετρους Χρόνους που άφησαν πίσω τους; Οι γνώσεις, τα όνειρα, η ροή της πληροφορίας, οι αναμνήσεις, τα οράματα, οι φαντασιώσεις, τα περιστατικά, οι εικόνες, τα πάντα, μπερδεύονται και φτιάχνουν το πιο περίτεχνο αραβούργημα που θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί ένας άνθρωπος με τη φτωχή του φαντασία. Ποιος μπορεί να αποδείξει ότι οι άνθρωποι είναι διαφορετικοί μέσα στην κοσμική δίνη του Χρόνου, που γεννά και καταστρέφει πρόσωπα και φωνές, μνήμες και ιστορίες; Όλα χάνονται και όλα έρχονται και όλα φεύγουν και όλα έρχονται και θα ξανάρχονται ξανά και ξανά. Τίποτε δε χάνεται. Κάποιος ατέρμων νους το θυμάται. Το ξαναζεί. Το αναπολεί. Το ονειρεύεται. Ταξιδεύει στη Μοναξιά του Χρόνου.
Το φθινόπωρο του 1883 ο Φρήντριχ Νίτσε γράφει με ένα χέρι που δεν υπάρχει πια:
«Αυτή η αργή αράχνη που γλιστρά στο φως του φεγγαριού κι αυτό το ίδιο το φως του φεγγαριού, ακόμη κι εσύ κι εγώ, που σιγοψιθυρίζουμε μπροστά στο κατώφλι του σπιτιού, που συζητούμε για πράγματα αιώνια, δεν έχουμε ήδη υπάρξει στο παρελθόν; Και δεν θα ξανασυναντηθούμε άραγε άλλη μια φορά στο μεγάλο δρόμο, σ' αυτόν τον τεράστιο τρεμάμενο δρόμο, και δεν θα ξανασυναντιόμαστε αιώνια; Αυτά σου έλεγα, όλο και πιο χαμηλόφωνα, γιατί οι πιο βαθιές και οι πιο κρυφές μου σκέψεις μου προκαλούσαν τρόμο!...»
Τον 3ο αιώνα π.Χ. ο φιλόσοφος Εύδημος γράφει: «Αν πιστέψουμε τους Πυθαγόρειους, τα ίδια πράγματα αναπαράγονται με κάθε ακρίβεια και με κάθε λεπτομέρεια, ξανά και ξανά. Και 'σεις θα ξαναβρεθείτε μαζί μου και θα σας επαναλάβω αυτήν τη θεωρία και το χέρι μου θα ξαναπαίξει με τούτο το ραβδί πάνω στο χώμα, και ούτω καθ’ εξής, ξανά και ξανά...»
O μεγάλος ψυχολόγος Καρλ Γκούσταβ Γιούνγκ, στα τελευταία χρόνια της ζωής του, αποκάλυψε στους μαθητές του ότι έβλεπε συχνά όνειρα στα οποία αντάμωνε με σοφούς άλλων εποχών σε πανέμορφους κήπους, και μιλούσε μαζί τους για ζητήματα της εξέλιξης της ανθρώπινης ψυχής. Ο Γιούνγκ δεν πίστευε ότι η ζωή κάθε άνθρώπου τερματίζεται με τον θάνατό του. Έλεγε ότι η ψυχή ζει σε διαφορετικά πλαίσια, μακριά από τους νόμους του Χώρου και του Χρόνου:
«...Αν καλλιεργήσουμε τις ψυχικές μας δυνατότητες, θα μπορέσουμε να ζήσουμε δύο ζωές. Μια με το σημερινό ζωντανό κόσμο και άλλη μια με το παρελθόν, με τον κόσμο του Χθες. Πιστεύω ότι οι άνθρωποι πρέπει να ζουν με την ψυχή τους, πέρα από τον κόσμο του Σήμερα. Αυτό που ονομάζουμε θάνατο, δεν είναι παρά η προσωποποίηση του φόβου μας για το Μέλλον, που φέρνει όλες τις αλλαγές που μας ξυπνούν από το λήθαργο των παλιών εαυτών. Δεν πιστεύω ότι θα πεθάνω. Πιστεύω ότι θα έχω μια συνέχεια της ζωής μου, και ξέρω πολύ καλά ότι με τη σκέψη μου θα μπορέσω να επικοινωνήσω με άτομα που ίσως ακόμη δεν έχουν γεννηθεί. Αργά ή γρήγορα, οι άνθρωποι θα πιστέψουν στον Κόσμο των Ονείρων και στη ζωή που συνεχίζεται μετά το θάνατο. Όταν θα γίνει αυτό, η ανθρώπινη υπόθεση θα αλλάξει καθοριστικά, γιατί θα οδηγηθούν στο να εκμεταλλευθούν αυτά τα μυστικά για την εξέλιξη της ψυχής...»
Ο Χρόνος είναι ψέματα.
Ο Χρόνος δεν υπάρχει. Το Παρελθόν συνεχίζει να ζει μέσα στο Παρόν και να διατρέχει συνεχώς το Μέλλον. Εμείς είμαστε εδώ αλλά και αλλού, ταυτόχρονα, και όλοι οι Χρόνοι υπάρχουν ο ένας μέσα στον άλλον, ατέρμονα, κι όλα αυτά που υπήρξαν και όλα αυτά που υπάρχουν και όλα αυτά που θα υπάρξουν, υπάρχουν τώρα, αυτή τη στιγμή, αυτή τη μοναδική στιγμή, όλα μαζί, έξω από τον Χρόνο. Κι όλα είναι ένα, το ένα μέσα στο άλλο, κι όλα είναι κάτι άλλο.
Η θέα από το παράθυρο του 2ου ορόφου στις 18:30΄ το απόγευμα στις 28 Φεβρουαρίου 1931 όπως την έβλεπε κάποτε ο Χάουαρντ Λάβκραφτ, ίδια είναι με τη θέα μιας συννεφοκόκκινης κοιλάδας από την κορυφή ενός λόφου ονειρικού σε όνειρο που είδε ο ίδιος τη νύχτας της 14ης Δεκεμβρίου 1917, ίδια είναι με τη γκραβούρα που χάραξε το χέρι του Ντορέ σε σελίδα της Μπαλάντας του Αρχαίου Ναυτικού του Κόλλεριτζ, ίδια είναι με την ανάμνηση που έρχεται και ξανάρχεται στον νου μου για έναν κήπο παιδικό γεμάτο μικρά αγάλματα στο σούρουπο, για ένα πύργο στη φουρτουνιασμένη παραλία πριν από χρόνους αμέτρητους, ίδια είναι με τη θέα απ’ το παράθυρο ενός τραίνου που ταξιδεύει σε ένα δειλινό του 2038 για μια πόλη μακρινή. Ο Χρόνος είναι ψέματα.
Όλα τα βιβλία γράφηκαν την ίδια στιγμή, μια ανείπωτη, απερίγραπτη στιγμή, που πλέει ατέρμονα στη θάλασσα της αιωνιότητας, που δεν άρχισε ποτέ και δεν τελείωσε ποτέ. Κανένας άνθρωπος δεν τα διάβασε.
Ποτέ δεν παραδόθηκε η Ρώμη στους βαρβάρους, ποτέ δεν ξεψύχησε ο Πόε φτωχός και μεθυσμένος στη Βαλτιμόρη, γιατί το 1849 είναι ένας τόπος απρόσιτος που τον ονειρεύονται τα βιβλία, είναι ένας τόπος που ταξιδεύει ατέλειωτα στο παράξενο ημίφως του γαλαξία. Το πρόσωπο του Ηράκλειτου είναι ζωγραφισμένο πάνω στο δίσκο της πανσελήνου, ήταν εκεί ακόμη και τότε που αυτός ονειρευόταν τις φωτιές μέσα στη νύχτα σε μια έρημη εξοχή της Ιωνίας, αλλά κρύβεται και μέσα σ’ ένα καθρέφτη όταν κοιτάχτηκε μέσα σ' αυτόν μια κρύα νύχτα ενός αιωνόβιου χειμώνα ο Ρότζερ Μπέηκον, και μέσα στην κρυστάλλινη σφαίρα του Τζων Ντη, που του την έδωσε ένα απόγευμα ένας άγγελος που πετούσε έξω απ’ το παράθυρό του, ο ίδιος άγγελος που ονειρεύτηκαν ο Μπλέηκ κι ο Σβέντενμποργκ, εκείνος ο άγγελος που διακρίνεται σε μια σταγόνα νερού που στάζει από τη βρύση ενός σπιτιού που χάθηκε στην άβυσσο του Χρόνου μιας Θεσσαλονίκης που δεν υπάρχει πια παρά μόνο μέσα στις μνήμες μου, αλλά δεν τον είδε κανείς, «άγγελε, που είσαι όλο χαρά, ευτυχία και φως μονάχα, ξέρεις την αδικία, τις θλίψεις, τα ντροπιάσματα, την άγνοια και την πλήξη;» γράφει ο Μπωντλαίρ γι’ αυτόν, αιώνες μακριά απ’ οπουδήποτε, έχοντας το ίδιο χαμένο βλέμμα που είχε για λίγο η Γκοζίμα στις 22:17’ μιας Κυριακής, όταν ο Νίτσε της φώναξε «σ’ αγαπώ», κι όταν την ίδια στιγμή ένα ελάφι στο Κεμπέκ κοιτούσε τις κορυφές των δέντρων που έπαιζαν με τον άνεμο μέσα στη νύχτα, τον ίδιο άνεμο που φύσηξε απ’ το ανοιχτό παράθυρο και κυμάτισε τις κουρτίνες μέσα στο δωμάτιο του Χάουαρντ Λάβκραφτ ένα ανοιξιάτικο απόγευμα του 1937, κι αυτός δεν το ’ξερε ότι σε πέντε μέρες θα πεθάνει.
Ο Χρόνος είναι ψέματα.
Άνθρωποι που χάθηκαν μέσα στους καιρούς. Παντού ξανασυναντιούνται. Ηλιοβασίλεμα λουσμένο μ’ αναμνήσεις, μια ερημική παραλία μ’ έναν ύποπτο άνεμο, ένα υπόγειο δωμάτιο και ψιθυριστές ιστορίες, κάποιος παίζει μια ανήκουστη μελωδία στο πιάνο, δεν θα την ακούσει ποτέ κανείς, κάποιος βαδίζει μόνος κι είναι νύχτα, δεν τον βλέπει κανείς, εκείνο το εγκαταλειμμένο σπίτι που κάποτε πρέπει να το εξερευνήσουμε είναι και θα είναι στοιχειωμένο στους αιώνες των αιώνων. Ένα όνειρο που το ξέχασα, σήμερα το ονειρεύεται κάποιος άλλος. Κάποιος βγαίνει μέσα από το σκοτάδι και πυροβολεί τον Ιούλιο Βερν, οι σφαίρες τον αφήνουν κουτσό, δεν μπόρεσε να ταξιδέψει στα ταξίδια που ήθελε και το μόνο που μπόρεσε ήταν να γράψει γι' αυτά, και πόσοι άνθρωποι άραγε ταξίδεψαν μέσα από αυτά τα γραπτά; Η Καρδιά του Σκοταδιού και η Ουλαλούμη, το
Xanadu και ο Ιπτάμενος Ολλανδός, ο Τζακ Λόντον βάζει το ρεβόλβερ στον κρόταφο, ένα τραγούδι από ένα μακρινό τόπο, κάποιος ουρλιάζει τα βράδια στις γειτονιές, ένας γέρος με τρελό βλέμμα ψάχνει στα σκουπίδια απέναντι από το σπίτι μου, ο Αλμπέρ Καμύ στρίβει τη γωνία για το δυστύχημα, ένας προδότης στο εκτελεστικό απόσπασμα, μια παρέα παιδιών κυνηγά μια γάτα, τα μάτια της κοιτούν με αγωνία τον ουρανό, ένας φτωχός ποιητής πουλάει στο καφενείο τα ποιήματά του για τον Λόρκα, τον θυμάμαι ακόμη, κορίτσια που γελούν ανέμελα, ένα τηλέφωνο που χτυπά αλλά κανείς δεν το σηκώνει, ένας στρατιώτης στη σκοπιά σημαδεύει το φεγγάρι, από τον ουρανό κατεβαίνει η Νέα Ιερουσαλήμ, προσγειώνεται χωρίς κανείς να τη δει. Κάποιος βγαίνει μέσα από το σκοτάδι και πυροβολεί τον Ιούλιο Βερν…
Η χαμένη αλληλογραφία του Λάβκραφτ, το χαμόγελο του συνταγματάρχη Τσέρτσγουορντ, ο Ρεμπώ λαθρέμπορος όπλων στην Αβησσυνία, μια θολή ασπρόμαυρη φωτογραφία του Ρόμπερτ Τσέημπερς, ένας παλιός δίσκος του Ντοκ Γουάτσον του τυφλού βάρδου, η φυματίωση του Χανκ Γουίλιαμς, μια ταινία με τη θλίψη του Μπόρχες, παλεύει ο Χουντίνι με τις αλυσίδες στον βυθό ενός ποταμού, ο Μπέλα Λουγκόσι τρελάθηκε και πίστευε πως είναι ο Ντράκουλα, ένα σημείωμα που έγραψε ο Σκοττ μέσα σ’ ένα αντίσκηνο στην Ανταρκτική, ένα σκουριασμένο σπαθί που κάποτε το χάιδεψε ο Σαλαντίν, ένα σκιτσάκι του Φώτη Κόντογλου, κι ένα παράξενο όνειρο του Φραντς Κάφκα.
Ο Μέλβιλ στο Μόμπυ Ντικ γράφει σελίδες επί σελίδων για να περιγράψει την τρομερή λευκότητα της φάλαινας, ο Καρυωτάκης δίπλα στο κύμα κάπου στην Πρέβεζα οπλίζει το πιστόλι, κι ο Κουράνις ακόμη βασιλεύει στη Σελεφαΐς και στη Σεράνιαν, κοιμάται ο Κθούλου κι ονειρεύεται στο βυθισμένο παλάτι του στο βυθό του Ειρηνικού, κι ένας ζωγράφος που ταξιδεύει από πίνακα σε πίνακα δεν έχει να πληρώσει το ρεύμα, φτωχός ο Βιλλιέ ντε Λιλ Αντάμ γράφει τα διηγήματά του πάνω στις χαρτοπετσέτες ενός καπηλειού, κανείς δεν είδε το απερίγραπτο βλέμμα του κύκνου που πέταξε πάνω από τις καλαμιές προς τα δυτικά χθες το βραδάκι, πριν την αρχή του Χρόνου ένας άνθρωπος γυμνός ανακαλύπτει έκθαμβος τη φωτιά και μια μάγισσα τραγουδά μέσα στις φλόγες μιας πυρράς που δεν την άναψε ακόμη η Ιερά Εξέταση.
Ένα τραίνο παλιό παίζει ρυθμούς πάνω στις ράγες του σιδηρόδρομου και νανουρίζει τον δεκανέα Χίτλερ σ’ ένα ταξίδι προς τη Βιέννη, κι η Ιρλανδία είναι ελεύθερη, στην Ελλάδα κανείς δεν άκουσε ακόμη για τον Όμηρο, κι ο Γκυ ντε Μωπασάν γράφει την τελευταία γραμμή του Χόρλα, ένα πλάσμα αόρατο τον παρακολουθεί, ο Κόνγουεη ακόμη ψάχνει για τη Σάνγκρι-Λα, κι ο καπνός από το τσιγάρο μου ίδιος είναι μ’ εκείνον που σκέπασε τη βιβλιοθήκη στην Αλεξάνδρεια.
Ένα από τα πιο παράξενα βιβλία που έχουν γραφεί ποτέ πάνω στο ζήτημα του Χρόνου είναι το An Experiment with Time του J. W. Dunne (1875-1949), που εξετάζει ίσως τις πιο συγκλονιστικές παραμέτρους πάνω στο ανεξάντλητο μυστήριο του Χρόνου. Ο Dunne υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι ένα συνειδητό υποκείμενο δεν έχει μόνο συνείδηση του πράγματος που παρατηρεί, αλλά και ενός υποκειμένου Α που παρατηρεί, αλλά και, κατά συνέπεια, ενός άλλου υποκειμένου Β που έχει συνείδηση του Α, και, κατά συνέπεια, ενός άλλου υποκειμένου Γ που έχει συνείδηση του Β. (Δοκίμασες ποτέ να μην σκεφτείς τίποτε, χωρίς να σκέφτεσαι ότι δεν πρέπει να σκεφτείς τίποτε, και άρα, χωρίς να σκέφτεσαι ότι δεν πρέπει να σκεφτείς πως δεν πρέπει να σκεφτείς τίποτε;...) Ο Dunne προσθέτει ότι αυτά τα αναρίθμητα ενδόμυχα υποκείμενα, δεν ανήκουν στις τρεις διαστάσεις του Χώρου (στις τρεις κατευθύνσεις), αλλά στις αναρίθμητες διαστάσεις του Χρόνου.
(Ο Λάιμπνιτς έγραφε: «Αν το πνεύμα έπρεπε να ξανασκέφτεται την κάθε σκέψη του, θα αρκούσε να αντιληφθεί μία μονάχα αίσθηση, για να τη σκεφτεί, και για να σκεφτεί ύστερα τη σκέψη, και ύστερα τη σκέψη της σκέψης, και ούτω καθ’ εξής επ’ άπειρον...» Σημείωσε ότι είναι κάποιες σκέψεις του για τη φύση του Θεού...)
Η διαδικασία που πρότεινε ο Dunne για την απόκτηση ενός άπειρου αριθμού Χρόνων είναι η εξής: θεωρεί δεδομένο ότι το Μέλλον υπάρχει ήδη με όλες τις λεπτομέρειές του. Προς αυτό το προϋπάρχον Μέλλον κυλά ο απόλυτος ποταμός του Κοσμικού Χρόνου, η θνητή ζωή μας. Αυτή η ροή απαιτεί έναν καθορισμένο Χρόνο. Θα έχουμε, λοιπόν, έναν δεύτερο Χρόνο, εντός του οποίου πρέπει να κυλήσει ο πρώτος, έναν τρίτο Χρόνο, για να κυλήσει ο δεύτερος, και ούτω καθ’ εξής επ’ άπειρον. Σ' αυτούς τους παράλληλους Χρόνους, κατοικούν αδιάκοπα τα αδιόρατα υποκείμενα που αναπαράγει αυτός ο πολλαπλασιασμός. Υποκείμενα που βρίσκονται το ένα μέσα στο άλλο, παρατηρώντας τους Χρόνους που τους αναλογούν, αλλά όλα βρίσκονται το ένα μέσα στο άλλο.
Αμέτρητα βυθισμένα πλοία, μαζί με όλους τους πνιγμένους ναύτες τους και τις άγνωστες ιστορίες τους, μια λίμνη γαλήνια δίπλα σ’ ένα γαλάζιο βουνό πριν αρχίσει η μέτρηση του Χρόνου, ένας μαυροντυμένος φίλος τραγουδά το Santa Lucia, η Ρώμη φλέγεται, χαράματα, ο Φίλιπ Ντικ γράφει το τελευταίο του διήγημα, ο ίδιος δεν το ξέρει, ο Λάβκραφτ ζεσταίνει νερό για τσάι, ο θάνατος βαδίζει αργά και έρχεται, όλο έρχεται, σε λίγο θα ‘ναι εδώ, ποιος ξέρει από ποια πόρτα θα μπει. Την τελευταία στιγμή πόθησε το χαμόγελο μιας γυναίκας, ένα κρασί που έπινε μαζί με φίλους καρδιακούς, τη μυρωδιά του χώματος μετά τη βροχή, ένα βιβλίο γαλλικής ποίησης, ακόμη κι ο Νερβάλ είναι νεκρός, στρώσαμε την κληρονομιά μας πάνω σε νεκρούς, που δεν το ήξεραν, ακόμη και την τελευταία στιγμή…
Πριν ξεψυχήσει, ο Έντγκαρ Πόε ψιθύρισε: «Κύριε, βοήθησε τη φτωχή μου ψυχή…»
Το Κοράνι γράφει: «…Ο Κύριός σου δε σε εγκατέλειψε. Δε σε βρήκε ορφανό και σου έδωσε στέγη; Δε σε βρήκε διψασμένο και σου έδωσε νερό;…» Θυμήσου, Κύριε, τον Άρθουρ Μάχεν, που περπάτησε πάνω στους λόφους του ονείρου κι έγραψε κάποτε σε μια σελίδα ημερολογίου (κι είναι σαν να το έχουμε γράψει όλοι μας):
«Ενώ εγώ βρίσκομαι εντελώς μόνος, μέσα στο μικρό δωμάτιό μου, χωρίς φίλους, έρημος. Συνειδητοποιώντας ως το βάθος της καρδιάς μου την ολοκληρωτική μου αδεξιότητα. Κι όσες φορές σκέφτηκα να δοκιμάσω να χειριστώ τον υπέροχο λόγο της Λογοτεχνίας, περιπλανιέμαι αμήχανος μέσα στον κόσμο της φαντασίας, χωρίς να ξέρω που πηγαίνω. Αναζητώ ψηλαφώντας το δρόμο μου, όπως ένας τυφλός, και χτυπώ το κεφάλι μου στον τοίχο, όπως ένας τυφλός. Κανείς δε με βοηθά, δεν έχω κανένα φίλο, κανένα να με συμβουλέψει, κανένα να με παρηγορήσει…»
Οι Θεοί με μάτια πύρινα τριγυρνούν στην πόλη,
μια σκιά σ’ ένα παράθυρο αγναντεύει τους δρόμους,
άνθρωποι που εξαφανίστηκαν το βράδυ, καθώς γύριζαν στο σπίτι…
Ο Dunne υποστηρίζει ότι η αιωνιότητα μας ανήκει από τώρα, κάτι που μας το αποδεικνύουν τα όνειρα κάθε νύχτας. Σ' αυτά, συγχέονται το άμεσο Παρελθόν και το άμεσο Μέλλον. Όταν είμαστε ξύπνιοι, διατρέχουμε τον διαδοχικό Χρόνο με σταθερή ταχύτητα, στο όνειρο περιπλανιόμαστε σε ζώνες του Χρόνου που μπορεί να είναι αχανείς.
Ο Dunne μάς διαβεβαιώνει με τον πιο υπέροχο τρόπο ότι:
«Ο θάνατος θα μας διδάξει τον σωστό χειρισμό της αιωνιότητας. Θα ξαναβρούμε όλες τις στιγμές της ζωής μας, και θα τις συνδυάσουμε όπως μας αρέσει. Ο Θεός, οι φίλοι μας, ο Ιούλιος Καίσαρ και ο Σαίξπηρ, θα συνεργαστούν μαζί μας σ' αυτό το παιχνίδι...»
Ομολογώ ότι οι παραπάνω γραμμές είναι το πιο όμορφο και ελπιδοφόρο πράγμα που έχω διαβάσει ποτέ μου. Αν πρέπει να πιστέψουμε σε κάτι συγκεκριμένο σχετικά με τον θάνατο, ας πιστέψουμε σ’ αυτό. Υπονοεί, όπως εγώ το καταλαβαίνω, ότι πίσω από τα πάντα υπάρχει ένα θαυμάσιο, υπέροχο παιχνίδι, το οποίο κάποτε θα μας αποκαλυφθεί και θα γελάσουμε μαζί για όλα όσα νομίζαμε, και θ' αρχίσουμε πάλι να παίζουμε σαν τα παιδιά.
Αυτό το κείμενο που γράφω εδώ, δεν πρόκειται να σβηστεί ποτέ, θα υπάρχει για πάντα και για πάντα.
Τίποτε δεν πέθανε, ποτέ.
Δεν θα πεθάνουμε ποτέ.
Κι όλα θα ζουν, για πάντα, εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.