Σκέψεις Για Χρονοταξιδιώτες



-->
Κάθομαι στο ημιφωτισμένο δωμάτιο, στο ξύλινο τραπέζι, γερμένος πάνω από τα γραπτά μου, έξω βρέχει, ποτέ δεν μου άρεσαν τα ρολόγια.
Αν και με συγκινεί ο λεπτεπίλεπτος μηχανισμός των παλιών ρολογιών, (και το παράξενο γεγονός ότι μερικές φορές οι Άγγλοι τα ονομάζουν Time Pieces, «κομμάτια χρόνου»), και παρ’ όλο που μπορώ να συνδέσω τη ρυθμική ομορφιά τους με τη μουσική του Bach ή των Kraftwerk, τους μετρονόμους του πιάνου ή τα sequencers, κι εκείνη την εικόνα του Max Ernst που προδίδει ότι είμαστε φυλακισμένοι μέσα σ’ ένα ρολόι (που οι δείκτες του διακρίνονται στον δίσκο του φεγγαριού), δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι που να προκαλεί μεγαλύτερο άγχος από ένα ρολόι: Δουλεύει ασταμάτητα, μετράει τη ζωή σου, κλάσμα δευτερολέπτου προς κλάσμα δευτερολέπτου, ακόμη κι όταν δεν προσέχεις, ακόμη κι όταν κοιμάσαι ή όταν έχεις ξεχάσει ότι υπάρχει κάπου εκεί και μετράει, μετράει, μετράει. Κανένας λογικός άνθρωπος δεν θα καθόταν να ακούει συνέχεια και να αισθάνεται τους χτύπους της καρδιάς του αναλογιζόμενος ότι χτυπάει σ’ αυτόν τον ρυθμό ασταμάτητα από τότε που γεννήθηκε μέχρι σήμερα, και, αναπόφευκτα, να σκέφτεται ότι αυτός ο ευαίσθητος μηχανισμός μπορεί να σταματήσει σε κάθε στιγμή, πλημμυρίζοντας έτσι όλη του την ύπαρξή με πανικό. (Για μένα, είναι σαφές ότι ο κατασκευαστής του πρώτου ρολογιού ήθελε να φτιάξει μια τεχνητή καρδιά). Εδώ έχουμε μια ιδιαίτερη και μοναδική αίσθηση πανικού, που είναι ο πανικός που γεννιέται από τη λεπτομερή παρατήρηση. Το ίδιο αισθάνομαι και για τα ρολόγια, τη μηχανική καρδιά του Χρόνου, που περνάει, περνάει, ρέει, ρέει πάντα, και «ουδέν μένει»...


Θυμάμαι ένα ποίημα: «Η νύχτα είναι μεγάλη για 'κείνον που δεν μπορεί να κοιμηθεί. Στον κουρασμένο το μίλι φαίνεται μακρύ – κι οι εραστές δεν χορταίνουν το φιλί….»
Δεν έχουμε κοινή την αντίληψη του Χρόνου. Ο καθένας μας ζει μέσα στη δική του χρονοσφαίρα, η οποία συνεχώς αλλάζει ανάλογα με τις περιστάσεις. Το να ταξιδέψει κανείς στον Χρόνο, μάλλον σημαίνει να ταξιδέψει κανείς στον χρόνο του.
Στο κάτω-κάτω τι είναι ο Χρόνος; Υπάρχει στ’ αλήθεια;
Κατά την εποπτεία μου, αν εξαιρέσει κανείς τα ρολόγια και τα ημερολόγια που είναι ανθρώπινες εφευρέσεις και μετρούν κάτι ρυθμισμένο από εμάς, τρία είναι τα πράγματα από τα οποία συνίσταται η αντίληψη μας περί Χρόνου: η μνήμη, η φθορά, και οι κινήσεις των ουρανίων σωμάτων.
Έχουμε αντίληψη της ροής του χρόνου εξαιτίας της μνήμης, αν δεν θυμόμασταν τίποτε, ο χρόνος δεν θα περνούσε, δεν θα είχαμε το παρελθόν ως σημείο αναφοράς για να αντιλαμβανόμαστε τη χρονική ροή των γεγονότων. (Αλλά, τα πάντα που μπορεί να σκεφτεί ή να συμπεράνει κανείς σε σχέση με αυτό, είναι η μνήμη, δεν είναι ο Χρόνος).
Η φθορά των υλικών πραγμάτων (δηλαδή, η αυξανόμενη Εντροπία), την οποία παρατηρούμε παντού, το ίδιο και στον εαυτό μας, επίσης μάς υποδεικνύει έναν ρυθμό, μια ροή, στην οποία η ύλη δεν μπορεί να αντισταθεί και η ροή αυτή την επηρεάζει καθοριστικά, δημιουργώντας την ιστορία της κατάστασης της ύπαρξης. Η ύπαρξη μοιάζει να πλέει μέσα σε κάτι που σταθερά την εξαντλεί, την φθείρει, την καταστρέφει. Τα πάντα φθείρονται, παλιώνουν, παρακμάζουν, χαλάνε, μπαγιατεύουν, πεθαίνουν, αργά και σταθερά, με έναν ρυθμό. Κάτι πολύ παράξενο συμβαίνει. (Αλλά τα πάντα που μπορεί να σκεφτεί ή να συμπεράνει κανείς σε σχέση με αυτό, είναι η φθορά, δεν είναι ο Χρόνος).
Οι κινήσεις των ουρανίων σωμάτων (η πιο ασφαλής αναγνώριση της ροής του χρόνου), επιφέρουν διάφορες περιοδικές αλλαγές αλλά και περιοδικότητες, που μάς κάνουν να καταδυόμαστε στα μαθηματικά και στη γεωμετρία. Η εναλλαγή της ημέρας και της νύχτας (που εμείς την αναλύουμε σε ώρες), η εναλλαγή των εποχών (που εμείς την αναλύουμε σε μήνες και σε χρόνια), δηλαδή οι κινήσεις της Γης σε σχέση με τον Ήλιο, και οι θέσεις των άστρων, είναι αυτό που ουσιαστικά ονομάζουμε Χρόνο. Ο Χρόνος είναι αστρικός.
Όλα τα παραπάνω, όμως, πάντα σε σχέση με τον παρατηρητή. Ο χρόνος είναι ανάλογος της μνήμης του παρατηρητή, του ρυθμού της φθοράς που παρατηρεί ο παρατηρητής, της θέσης και της κίνησης του παρατηρητή σε σχέση με τα άστρα. (Αυτό, φυσικά, σημαίνει, με μια λέξη, ότι ο Χρόνος είναι σχετικός).
Το να ταξιδέψει κανείς στον Χρόνο, σημαίνει να χειριστεί με κάποιον δυναμικό τρόπο τη μνήμη, τη ροή των γεγονότων, τον ρυθμό της φθοράς (την Εντροπία), τις κινήσεις και τις θέσεις των άστρων, σε σχέση με τον ίδιο. Περί αυτού πρόκειται.
Για να μετακινηθεί κανείς ελεύθερα στον Χρόνο, στον αστρικό Χρόνο, στον μόνο ουσιαστικό Χρόνο που ξέρουμε, πρέπει να μετακινήσει το Σύμπαν.
Κι επειδή το Σύμπαν είναι μέγεθος της συνείδησής μας, (αν έχουμε την παιδεία και το ταλέντο για να αναλογιστούμε ότι το Σύμπαν είναι αυτό που η συνείδησή μας παρατηρεί και αντιλαμβάνεται, άρα υπάρχει μόνο μέσα στη συνείδησή μας, γι’ αυτό και όταν δεν υπάρχει η συνείδησή μας τότε για εμάς δεν υπάρχει και Σύμπαν), για να μετακινηθεί κανείς ελεύθερα στον Χρόνο, πρέπει να μετακινήσει τη Συνείδηση.
Αυτό, κατά τη γνώμη μου, υποδεικνύει ότι το ταξίδι στον Χρόνο μπορεί να είναι εφικτό ως συνειδησιακό ταξίδι, ως ταξίδι της Συνείδησης στον Χρόνο, και άρα εκείνη η πολυπόθητη χρονομηχανή θα πρέπει να είναι μια κατασκευή ικανή να απελευθερώσει τη συνείδησή μας από το σώμα μας και να τη στείλει σε άλλα χρονικά σημεία παρατήρησης. (Δεδομένου ότι ίσως να μπορούμε να το κάνουμε αυτό και χωρίς μία χρονομηχανή, τότε μπορούμε να ταξιδέψουμε στον Χρόνο με τη συνείδησή μας, και μάλλον το κάνουμε συνεχώς αυτό, μόνο που οι περισσότεροι το αποκαλούν Φαντασία, χωρίς να συνειδητοποιούν τι ακριβώς εννοούν με αυτήν τη λέξη).
Τώρα που κάθομαι στο ημιφωτισμένο αυτό δωμάτιο, γερμένος πάνω από τα γραπτά μου, χρονοταξιδιώτες με παρακολουθούν.
Ίσως είναι οι αναγνώστες αυτού του κειμένου, που το διαβάζουν ξαναζώντας με τη συνείδησή τους αυτή τη στιγμή που το γράφω, αφού εγώ τώρα το γράφω, κι εκείνοι τώρα το διαβάζουν, κι εγώ το γνωρίζω αυτό, γράφοντας αυτό που διαβάζεις.
Ίσως, όμως, είναι άνθρωποι που με κάποιον τρόπο επηρεάστηκαν (θα επηρεαστούν) από το κείμενό μου αυτό, και αποφάσισαν (θα αποφασίσουν) να βρουν έναν τρόπο να ταξιδέψουν στον Χρόνο, και τα κατάφεραν (θα τα καταφέρουν), και θέλησαν (θα θελήσουν) να έρθουν εδώ δίπλα μου για να παρακολουθήσουν από κοντά την πηγή της επιρροής αυτής, να με παρακολουθήσουν να γράφω αυτό που κάποτε διάβασαν (θα διαβάσουν)...
Ο πόθος για το ταξίδι στον Χρόνο, γεννιέται από την επιθυμία του αιτιατού να αντικρίσει το αίτιο...
Για να το γνωρίσει, να συνδιαλλαχθεί και να αλληλεπιδράσει συνειδητά με αυτό.


Μπορεί να με παρακολουθεί ο εαυτός μου. Αν κάποτε στο μέλλον καταφέρω να ταξιδέψω συνειδητά και ελεύθερα στον χρόνο, μπορώ από τώρα, γράφοντας αυτό το κείμενο, να δώσω εδώ τώρα ένα ραντεβού με τον χρονοταξιδιώτη εαυτό μου. Μπορώ να κλείσω αυτό το ραντεβού αυτή τη στιγμή γράφοντας και δηλώνοντάς το ότι επιθυμώ να συναντηθούμε εδώ τώρα. Αυτό σημαίνει ότι, καθώς γράφω αυτό το κείμενο (που θα θυμάται ο εαυτός μου), αν θα ταξιδέψω κάποτε στον Χρόνο, θα έρθω εδώ τώρα να με βρω. (Ο Jorge Louis Borges διηγείται ότι τού συνέβη αυτό ακριβώς το πράγμα, στο κείμενό του με τον τίτλο Ο Άλλος, σ’ ένα παγκάκι στην Ελβετία, κι ο συγγραφέας Guy de Maupassant κάποτε μπήκε μέσα στο σπίτι του και βρήκε τον εαυτό του να τον περιμένει στην πολυθρόνα δίπλα στο τζάκι).
Αν θα μπορέσω κάποτε στο μέλλον να ταξιδέψω πίσω στο παρελθόν, θα γυρίσω πίσω σε αυτή τη στιγμή που γράφω αυτό το κείμενο, και θα αγγίξω τον εαυτό μου στον ώμο.
Είναι ο καλύτερος και πιο άμεσος τρόπος για να συναντήσεις έναν χρονοταξιδιώτη: να κλείσεις ένα ραντεβού μαζί του. (Ένα ραντεβού που πραγματοποιείται άμεσα τη στιγμή που θα το κλείσεις, εκείνη την ίδια στιγμή, και σου επιβεβαιώνει άμεσα ότι το ταξίδι στον Χρόνο είναι –ήταν, ή θα είναι– εφικτό...)


Στο φημισμένο τεχνολογικό ινστιτούτο Μ.Ι.Τ. διοργανώθηκε, τον Μάιο του 2005, το Time Traveller Convention, το Συνέδριο για Χρονοταξιδιώτες, με την ελπίδα να έρθουν οι συμμετέχοντες σε επαφή με χρονοταξιδιώτες από το μέλλον. Γι’ αυτόν τον λόγο, το συνέδριο διαφημίστηκε έντονα από την εφημερίδα New York Times, από τους Times του Λονδίνου, από το περιοδικό Time, από το περιοδικό Wired, και από άλλα αξιοπρόσεκτα μέσα. Οι χρονοταξιδιώτες κάποτε στο μέλλον θα ενημερωνόντουσαν για όλα αυτά, και, αν θα μπορούσαν να ταξιδέψουν σε μια δεδομένη χρονική στιγμή του παρελθόντος, ήταν καλεσμένοι να εμφανιστούν εκεί και να συμμετέχουν στο συνέδριο.
Το διαφημίζω κι εγώ εδώ με τη σειρά μου: το συνέδριο έγινε στις 7 Μαΐου 2005, στις 22:45 EDT (8 Μαΐου, 02:00 UTC) στο East Campus Courtyard, στην αίθουσα του Walker Memorial στο Μ.Ι.Τ.. Οι συντεταγμένες της τοποθεσίας είναι: 42.360007 degrees North latitude, 71.087870 West longitude (42°21′36″ N, 71°05′16″ W).
Συμμετείχαν πάνω από τριακόσιοι σύγχρονοι άνθρωποι, οι περισσότεροι ειδικοί σε διάφορους τομείς, κι ανάμεσά τους πολλοί άγνωστοι.
Οι χωροχρονικές συντεταγμένες πρέπει να συνεχίσουν να δημοσιοποιούνται, συνεχώς και με την κάθε ευκαιρία, έτσι ώστε οι μελλοντικοί χρονοταξιδιώτες να ενημερωθούν και να αποκτήσουν έτσι την ευκαιρία να είχαν συμμετάσχει...


Το ζήτημα, φυσικά, όπως ίσως καταλαβαίνετε, είναι το αν, οι χρονοταξιδιώτες που πήγαν –θα πάνε– στο συνέδριο, θελήσουν να εμφανιστούν ανοιχτά και να δηλώσουν ότι είναι χρονοταξιδιώτες. Το ζήτημα είναι το αν ο χρονοταξιδιώτης εαυτός μου με παρακολουθεί κρυφά αυτή τη στιγμή που γράφω αυτό το κείμενο, ή το αν οι αναγνώστες μου από το μέλλον θελήσουν να επικοινωνήσουν ανοιχτά μαζί μου ή το κάνουν απαρατήρητοι από εμένα.
Διότι, για διάφορους λόγους, π.χ. εγώ, αν ήμουν –αν θα ήμουν– χρονοταξιδιώτης, δεν θα το ανακοίνωνα σε κανέναν από το χωροχρονικό συνεχές το οποίο θα επισκεφτόμουν, θα ήθελα να περάσω απαρατήρητος. Θα παρευρισκόμουν στο συνέδριο χωρίς να καταλάβει κανείς ποιος είμαι, και, αν θα επικοινωνούσα με κάποιον ανοιχτά, θα το έκανα μεμονωμένα σε κάποιον και όχι σε όλους δημοσίως. Επίσης, θα ανησυχούσα μήπως προκαλέσω τρόμο ή κάποιο κακό στον εαυτό μου, γι’ αυτό και αυτή τη στιγμή θα τον παρακολουθούσα κρυφά....
Κοιτώντας τα άστρα, κοιτάμε το παρελθόν. Επειδή το φως των άστρων καθυστερεί μέχρι να φτάσει στη Γη, τα βλέπουμε όπως ήταν στο παρελθόν και όχι όπως είναι αυτή τη στιγμή. Πολλές φορές, μάλιστα, βλέπουμε ένα άστρο που έχει καταστραφεί πολύ καιρό πριν, αλλά το φως του μόλις τώρα φτάνει εδώ πέρα. Οι ίδιες οι ακτίνες του ήλιου μας που μάς ζεσταίνουν και μάς φωτίζουν, έχουν ξεκινήσει από τον ήλιο αρκετά λεπτά πριν φτάσουν σ’ εμάς, είναι θερμότητα και φως από το παρελθόν.
Όταν θέλεις να κοιτάξεις στο παρελθόν, δεν έχεις παρά να κοιτάξεις τον νυχτερινό ουρανό.
Καθώς ξανά και ξανά τα σκέφτομαι όλα αυτά, έχει γεννηθεί στο μυαλό μου μία συνταρακτική ιδέα. Την καταθέτω:
Εφόσον το φως από τη Γη (και άρα η εικόνα της) ταξιδεύει προς το διάστημα, υπάρχουν –σε αυτό το φως που ταξιδεύει στο Άγνωστο– εικόνες της Γης από το κοντινό ή το μακρινό παρελθόν της. Κάποιος που θα κοιτάξει με ένα τηλεσκόπιο τη Γη από έναν μακρινό αστερισμό, θα δει τη Γη μας όπως αυτή ήταν στο παρελθόν.
Αν θα μπορούσαμε, με ένα πολύ ισχυρό τηλεσκόπιο, να υπολογίσουμε την πορεία αυτού του φωτός και να το στοχεύσουμε, θα μπορούσαμε να δούμε με το τηλεσκόπιό μας περιστατικά του παρελθόντος, με απόλυτη ακρίβεια, σαν να τα βλέπουμε σε ένα κινηματογραφημένο ντοκουμέντο. Θα μπορούσαμε, ίσως, αν γνωρίζουμε τις ακριβείς γεωγραφικές συντεταγμένες στις οποίες έλαβε χώρα ένα γεγονός, και τον ακριβή χρόνο στον οποίο συνέβη, να στοχεύαμε με το τηλεσκόπιό μας προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση του διαστήματος, για να μπορέσουμε να κοιτάξουμε στο φως που ταξιδεύει εκεί έξω από τότε. Θα μπορούσαμε να δούμε το χτίσιμο των Πυραμίδων, τους περσικούς πολέμους, τις εκστρατείες του Μεγάλου Αλεξάνδρου, τον Χριστό, τη μάχη του Βατερλώ, τον Χουντίνι να δραπετεύει από τα δεσμά του στον πάτο του ποταμού, τη δολοφονία του Κένεντυ, κλπ, κλπ... Θα μπορούσαμε να λύσουμε όλα τα μεγάλα μυστήρια!
Μάλιστα, αυτή η συνταρακτική ιδέα για ένα οπτικό ταξίδι στον Χρόνο, θα μπορούσε να γίνει τελείως συγκεκριμένη και εφικτή με τον εξής τρόπο: Θα μπορούσαμε να στείλουμε ένα ισχυρό διαστημικό τηλεσκόπιο σε έναν μακρινό πλανήτη, να το στοχεύσουμε προς τη Γη, με δυνατότητα να ζουμάρει σε συγκεκριμένες τοποθεσίες της Γης, να το ρυθμίσουμε να προβάλλει αυτό που βλέπει σε μία οθόνη, και εμείς με τη σειρά μας να στοχεύσουμε αυτήν την οθόνη από τη Γη με ένα ισχυρό διαστημικό τηλεσκόπιο, με αποτέλεσμα να μπορούμε να παρακολουθούμε σκηνές του παρελθόντος μας...
(Επίσης, ένας πολύ μακρινός εξωγήινος πολιτισμός μπορεί να μάς παρακολουθήσει, ίσως και πολύ εμπεριστατωμένα ίσως και επί μεγάλο χρονικό διάστημα, βλέποντας, φυσικά, το παρελθόν μας, και να μάς στείλει ένα σήμα με τις εικόνες που κατέγραψε, οπότε και έτσι θα δούμε το παρελθόν μας, με εξωγήινη βοήθεια...)
Ίσως σκεφτεί κάποιος ότι η παραπάνω ιδέα δεν είναι παρά μια δική μου επιστημονική φαντασία, αλλά δεν είναι καθόλου απίθανο να συμβαίνει ήδη κάτι ανάλογο. (Δεν νομίζω να νομίζετε ότι αν μπορούσαν να δουν το παρελθόν με το διαστημικό τηλεσκόπιο Χαμπλ, θα έβαζαν εισιτήρια για να πάτε να το δείτε κι εσείς;...)


 (Traditions and student actΜοιάζουμε, εμείς εδώ στη Γη, να είμαστε πάνω σε μια νησίδα παρόντος μέσα σε μια απέραντη διαστημική θάλασσα παρελθόντος...
Από την άλλη, αν το σκεφτεί σωστά κανείς, ο χρόνος δεν υπάρχει καν. Είναι κάτι φανταστικό (όπως και τα πάντα, μάλλον). Το παρελθόν δεν υπάρχει, ανήκει μόνο στη μνήμη και στη φαντασία μας, είναι νοητικό σχήμα. Το μέλλον δεν υπάρχει, ανήκει μόνο στη φαντασία μας, είναι εξ ολοκλήρου νοητικό σχήμα. Το παρόν είναι τόσο απειροελάχιστο, που, αν υπάρχει, δεν μπορούμε να το υπολογίσουμε, και μόνο μέχρι να πούμε τη λέξη «παρόν» έχει γίνει παρελθόν, πρόκειται για μια απειροελάχιστη στιγμή, πάνω στην οποία στηρίζεται ακροβατικά όλος μας ο κόσμος.
Ακόμη κι αν καταφέρουμε να ταξιδέψουμε στο παρελθόν ή στο μέλλον, θα το βιώσουμε ως παρόν.
Ακόμη κι όταν διαβάζουμε για το παρελθόν, ή το βλέπουμε σε ταινίες και φωτογραφίες ή το ακούμε σε ηχογραφήσεις, το διαβάζουμε στο παρόν, το βλέπουμε και το ακούμε στο παρόν, για εμάς είναι κι αυτό παρόν. Το ίδιο ισχύει όταν διαβάζουμε για το μέλλον, ή όταν προσπαθούμε να το συλλάβουμε, το κάνουμε στο παρόν. Ταυτόχρονα, σχεδόν την ίδια στιγμή, όλο αυτό το κάνουμε στο μέλλον. Πριν προλάβουμε να κάνουμε το βήμα στο παρόν, βρισκόμαστε ήδη στο μέλλον.
Ζούμε σε απειροελάχιστες στιγμές, στα όρια της επίγνωσης, σε διαδοχικές απειροελάχιστες στιγμές παρόντος, δεν μπορούμε στ’ αλήθεια να βιώσουμε τον χρόνο έτσι όπως τον εννοούμε (κάτι που κυρίως σημαίνει ότι τον εννοούμε λάθος)...

Θα μού άρεσε πολύ να είμαι χρονοταξιδιώτης, αν δεν ήμουν.


-->


-->
ΕΞΩΔΙΑΣΤΑΣΙΑΚΕΣ ΟΝΤΟΤΗΤΕΣ


--> -->
Ζούμε και κινούμαστε σε τρεις διαστάσεις: Είμαστε τρισδιάστατοι.
Στην πραγματικότητα «Διάσταση» δεν σημαίνει παρά «Κατεύθυνση».
Είναι πολύ πιο εύκολο να κατανοήσουμε το ζήτημα των διαστάσεων, αν τις δούμε ως κατευθύνσεις. Για τα όντα του κόσμου μας υπάρχουν τρεις τρόποι κίνησης, υπάρχουν τρεις κατευθύνσεις: μπρος-πίσω, δεξιά-αριστερά, πάνω-κάτω, (αν θεωρήσουμε ως μία ακόμη κατεύθυνση και την κίνησή μας στο Χρόνο, από το παρελθόν προς το μέλλον, τότε έχουμε ακόμη μία κατεύθυνση-διάσταση, αυτήν του Χρόνου). Με οποιονδήποτε τρόπο κι αν κινηθούμε μέσα στο Χώρο, κινούμαστε σε κάποια απ’ αυτές τις τρεις κατευθύνσεις (σε σχέση πάντοτε με τη θέση του παρατηρητή, κι αυτό είναι πολύ σημαντική επισήμανση και με τρομερές προεκτάσεις).
Απ’ όσο ξέρουμε, κανείς μέχρι τώρα δεν έχει ανακαλύψει ένα μέρος, που να μην μπορούμε να φτάσουμε σ’ αυτό με μία κίνηση προς την πρώτη, τη δεύτερη ή την τρίτη κατεύθυνση. Παραδειγματικά, αυτό ίσως σημαίνει ότι αυτήν τη στιγμή, ίσως μέσα στο ίδιο μου το σπίτι υπάρχει ένα δωμάτιο –ή και περισσότερα– το οποίο δεν μπορώ να επισκεφτώ, γιατί για να φτάσω σ’ αυτό χρειάζεται ένας «τέταρτος» τρόπος κίνησης. Πρέπει να κινηθώ με έναν «άλλον τρόπο», σε μία άγνωστη κατεύθυνση. Η πόρτα για το δωμάτιο αυτό θα είναι μπροστά μου, αλλά δεν θα τη βλέπω, επειδή αντιλαμβάνομαι τον κόσμο με τρεις διαστάσεις (σημειώνω ότι αυτό δεν σημαίνει ότι μένω ανεπηρέαστος από συμβάντα που συμβαίνουν σε μια τέταρτη ή πέμπτη διάσταση).
Αν και το σύμπαν φαίνεται ότι έχει μονάχα τρεις κατευθύνσεις για εμάς, είναι δυνατόν να φανταστούμε ότι υπάρχουν πολύ περισσότερες, αλλά για κάποιον λόγο οι υπολογισμοί μας και οι αισθήσεις μας είναι ανίκανες να τις αντιληφθούν. Οι γεωμετρίες τότε που προκύπτουν από μια τέτοια προέκταση, θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν σαν πιο «υψηλές», ή πιο πολύπλοκες, σε σχέση με τη στερεά γεωμετρία, όπως κι αυτή με τη σειρά της είναι υψηλότερη από την απλή γεωμετρία. Στη Γεωμετρία, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για την ακολουθία α) της μιας κατεύθυνσης: Ευθεία Γραμμή, β) των δύο κατευθύνσεων: Τετράγωνο γ) των τριών κατευθύνσεων: Κύβος, δ) και –ναι– των τεσσάρων κατευθύνσεων: Υπερκύβος, ο οποίος είναι γνωστός και ως Τεσσεράκτιον. (Οι ιδιότητες αυτού του σχήματος είναι πολύ γοητευτικές, αλλά δεν είναι εύκολο να τις εξερευνήσουμε. Οι έδρες του αποτελούνται από οκτώ κύβους, όπως ακριβώς οι έδρες του κύβου αποτελούνται από έξι τετράγωνα…)
Ο καλύτερος τρόπος για να κατανοήσουμε φευγαλέα μια Τέταρτη Κατεύθυνση, είναι να κατεβούμε για λίγο σε έναν κόσμο δύο κατευθύνσεων. Δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε ένα επίπεδο σύμπαν, στο οποίο δεν υπάρχει η κατεύθυνση του ύψους. Ένας απλός κόσμος: σαν ένα τεράστιο κομμάτι χαρτί, γεμάτο ζωγραφιές. Ας τον ονομάσουμε Επιπεδοχώρα (για να θυμηθούμε και τον Ε. Α. Άμποτ). Αν η Επιπεδοχώρα έχει νοήμονες κατοίκους, αυτοί θα είναι εξοικειωμένοι με τα σχήματα της απλής γεωμετρίας (γραμμές, κύκλοι, τρίγωνα, κλπ), αλλά θα είναι εντελώς ανίκανοι να φανταστούν τέτοιες θαυμαστές οντότητες όπως οι σφαίρες, οι κύβοι και οι πυραμίδες. Στην Επιπεδοχώρα, οποιαδήποτε κλειστή καμπύλη και γωνία, π.χ. ένας κύκλος ή ένα τετράγωνο, θα απέκλειε τελείως έναν χώρο. Δεν θα υπήρχε τρόπος για έναν αυτόχθονα να βγει ή να μπει εκεί μέσα, εκτός κι αν με κάποιο θαύμα διαπερνούσε τη γραμμή όπως εμείς χρειαζόμαστε ένα θαύμα για να περάσουμε μέσα από έναν τοίχο. Οι τράπεζες του κόσμου εκείνου, δεν θα ήταν παρά απλά γραμμικά τετράγωνα, και τα περιεχόμενα τους θα ήταν απολύτως ασφαλή εκεί μέσα. Όμως, για όντα σαν κι εμάς, που είμαστε ικανοί να κινούμαστε και στην Τρίτη Κατεύθυνση (του ύψους) αυτά τα χρηματοκιβώτια θα ήταν ορθάνοιχτα. Όχι μόνο θα μπορούσαμε να δούμε μέσα σ’ αυτά, όχι μόνο θα μπορούσαμε να μπούμε εκεί μέσα χωρίς κανείς να μας δει, αλλά θα μπορούσαμε να πάρουμε και ό,τι θέλουμε, κάνοντας το να εξαφανιστεί μυστηριωδώς από εκεί. Κανείς τους δεν πρόκειται να καταλάβει τί συνέβη, ούτε και να το εξηγήσει…
Η αναλογία είναι τώρα προφανέστατη, αν την προεκτείνουμε στο δικό μας σύμπαν. Δεν μπορούν να υπάρχουν κλειστοί χώροι στων «τριών κατευθύνσεων κόσμο» μας, για μια οντότητα ικανή για κίνηση σε μια Τέταρτη Κατεύθυνση, δηλαδή για μια οντότητα από άλλη διάσταση. Σημειώστε ότι, αυτή η «εξωδιαστασιακή» οντότητα, θα χρειαζόταν να ταξιδέψει μονάχα ένα χιλιοστό της ίντσας γι’ αυτήν, όπως κι εμείς χρειαστήκαμε να πηδήξουμε λιγότερο από το πάχος μιας τρίχας για να σαλτάρουμε πάνω από τους «τοίχους» της Επιπεδοχώρας.
Αυτό το όν, θα μπορούσε να μετακινήσει τον κρόκο ενός αυγού χωρίς να σπάσει το τσόφλι του αυγού! Θα μπορούσε να κάνει εγχειρήσεις χωρίς να αφήσει καμιά ουλή ή πληγή, να περάσει «πέρα» από τους τοίχους ενός κλειδωμένου δωματίου χωρίς να περάσει «μέσα» από τους τοίχους…
Αν υπάρχει αληθινά μια Τέταρτη Κατεύθυνση, τότε θα πρέπει να υπάρχουν χώροι στον κόσμο μας που δεν μπορούμε να τους επισκεφτούμε. Χώροι ανάμεσα στους χώρους, που μπορούμε να τους συλλάβουμε μονάχα ως άλλα χωροχρονικά συνεχή. Δηλαδή, Παράλληλοι Κόσμοι.
Αν στις τρεις κατευθύνσεις κινούμαστε με το σώμα μας (άρα το σώμα είναι το όχημά μας για να κινούμαστε στον τρισδιάστατο κόσμο μας) άραγε ποιο όχημα χρησιμοποιούμε για την κίνηση στην Τέταρτη ή Πέμπτη Κατεύθυνση; Μια εύκολη απάντηση θα έλεγε ότι χρησιμοποιούμε τη συνείδηση. Για παράδειγμα, κινούμαστε στον Χρόνο με τη συνείδησή μας. Μέσα από αυτό το πρίσμα, το ταξίδι στο Χρόνο, η Τέταρτη ή Πέμπτη Κατεύθυνση, θα είναι μια προβολή της συνείδησης σε άλλα χωροχρονικά συνεχή. Ίσως αυτήν την κατάσταση στην καθομιλουμένη την ονομάζουμε «Όνειρο». Αν και είναι ωραία σκέψη, δεν είναι αρκετή.
Αφού ο Χώρος και ο Χρόνος είναι αλληλένδετοι (για εμάς δεν υπάρχει ξεχωριστά ο Χώρος και ο Χρόνος, υπάρχει μόνο «Χωρόχρονος»), τότε θα πρέπει να μπορούμε να κινηθούμε στην Τέταρτη Κατεύθυνση με το σώμα μας. Θα πρέπει π.χ. να μπορούμε να μπούμε μέσα στο όνειρο με το σώμα μας, να εξαφανιστούμε από το κρεβάτι μας και όλοι ν' αρχίσουν να μάς ψάχνουν. Εμείς θα έχουμε ξυπνήσει μέσα στο όνειρό μας, από το όνειρο που βλέπαμε. Το όνειρο αυτό θα ήταν η καθημερινή μας πραγματικότητα. Νομίζαμε ότι ήμαστε ξύπνιοι, ενώ απλά ονειρευόμασταν -και όταν μετά πηγαίναμε να «ονειρευτούμε», ξυπνούσαμε για να βρούμε τον εαυτό μας μέσα στο όνειρο. (Να ξυπνάς μέσα στο όνειρο, στο οποίο ονειρεύεσαι ότι ξυπνάς μέσα στο όνειρο, που ονειρεύεσαι ότι ξυπνάς μέσα στο όνειρο: να μια κατεύθυνση που καταδύεται σαν σπείρα μέσα στους Χωρόχρονους της συνείδησης…) Οι «ονειρικές οντότητες» είναι εξωδιαστασιακές οντότητες…
Οι Εξωδιαστασιακές Οντότητες θα μπορούσαν να κινούνται με ένα τέταρτο τρόπο κίνησης, σε μία Τέταρτη Κατεύθυνση που δεν έχουμε καμία άμεση αντίληψη γι’ αυτήν, και θα μπορούσαν επίσης να κινούνται σε έναν άλλο Χρόνο, σε μία άλλη χρονική ακολουθία γεγονότων. Θα μπορούσαν να υπάρχουν ολόκληροι πολιτισμοί από εξωδιαστασιακές οντότητες, δίπλα μας, κι εμείς να μη γνωρίζουμε το παραμικρό…
Μπορώ ίσως να καταθέσω εδώ μία λογοτεχνική ιδέα, μία virtual εικόνα μιας τέτοιας Εξωδιαστασιακής Οντότητας: φανταστείτε ένα στερεόγραμμα που αποτελείται από στερεογράμματα! (Αντί για τις γνωστές κουκίδες, έχει μικρά στερεογράμματα που αποκαλύπτουν την τελική εικόνα, και πρέπει να δεις την εικόνα «με άλλα μάτια» για να σου αποκαλυφθεί). Τώρα φανταστείτε ότι αυτό το «μετα-στερεόγραμμα» είναι αόρατο για εσάς, αλλά ίσως να μπορείτε να το αντιληφθείτε σαν μια σκιά στην άκρη του ματιού σας ή σαν μια φευγαλέα κίνηση μέσα στο δωμάτιο. Φανταστείτε επίσης ότι, αν μπορούσατε να το δείτε, δεν θα το βλέπατε σε μια κανονική γραμμική ροή κίνησης, με μια κανονική χρονική ακολουθία, αλλά θα ήταν σαν να βλέπατε ένα τυχαίο αποσπασματικό μοντάζ μιας ταινίας, με καμία λογική ακολουθία. Τη μια στιγμή θα ήταν μεγάλο, την άλλη μικρό, τη μια στιγμή θα ήταν εδώ, την άλλη εκεί, κλπ. Κι όλα αυτά δεν θα ήταν παρά μία προβολή αυτής της εξωδιαστασιακής οντότητας και όχι η ίδια όπως «στ’ αλήθεια είναι», γιατί θα ήταν απερίγραπτη για τις αισθήσεις σας στην κανονική της μορφή...
Εφ’ όσον μιλάμε για Εξωδιαστασιακές Οντότητες, μιλάμε για όντα και δυνάμεις που δεν υπακούνε στους νόμους των τριών διαστάσεων, με φυσικό αποτέλεσμα να υπάρχουν πολλές παραδοξολογίες κατά την παρατήρηση –όταν είναι ευφικτή– της δράσης τους. Να υπενθυμίσω πάλι αυτό που έλεγα παραπάνω, ότι ένα πενταδιάστατο όν θα μπορούσε να αφαιρέσει τον κρόκο ενός αυγού χωρίς να σπάσει το αυγό. Έτσι, πράγματα όπως η κίνηση και η μετακίνηση, η επικοινωνία, η εμφάνιση, η δομή των σωμάτων, κλπ, θα είναι τελείως διαφορετικά απ’ ό,τι έχουμε συνηθίσει στον κόσμο μας των τριών διαστάσεων.
Γι’ αυτό και τείνω να πιστέψω ότι για όλα αυτά είναι σημαντικό κλειδί τα όνειρα. Γιατί, σε ποια διάσταση βρίσκονται οι ονειροχώρες που επισκεπτόμαστε όταν κοιμόμαστε; Εκεί, στην ονειροχώρα που θα βρεθείς σήμερα το βράδυ, μπορεί μια τέτοια οντότητα να σου εμφανιστεί με τη μορφή ενός σπιτιού ή ενός δέντρου ή ενός ήχου, γιατί αυτή θα είναι η έκφρασή της στη συγκεκριμένη διάσταση, εσύ θα βλέπεις μόνο αυτό που θα μπορείς να δεις.
Και, εδώ που τα λέμε, το ίδιο ίσως ισχύει και στην καθημερινή μας πραγματικότητα. Πώς ξέρεις στ’ αλήθεια ότι αυτό που βλέπεις γύρω σου είναι αυτό που νομίζεις ότι είναι; Ποτέ δεν κατάλαβα π.χ. γιατί βλέπουμε σαν οντότητα το λουλούδι και όχι τη ρίζα του, ενώ όλα όσα ξέρουμε λένε ότι η αληθινή ύπαρξη του λουλουδιού είναι κάτω από το χώμα, εννοώ ότι το λουλούδι δεν είναι παρά ένα «πλοκάμι» της ρίζας. Κρίνουμε πάντα απ’ αυτό που εμείς βλέπουμε, και κανείς ποτέ δεν θα μας πείσει για το αντίθετο. Το θέμα είναι αν βλέπουμε σωστά, ή αν τα πράγματα «φαίνονται» σωστά…
Με όλα αυτά απλά εννοώ ότι ίσως κάποια από τα πράγματα που βλέπουμε γύρω μας, να μην είναι παρά «πλοκάμια» κάποιων άλλων πραγμάτων που δεν βρίσκονται εδώ. Μπορεί να είναι προβολές από άλλού, όπως η σκιά σου είναι η προβολή του σώματός σου πάνω στον τοίχο. Ίσως ο κόσμος μας (όπως και κατά το περίεργο παράδειγμα του Πλάτωνα) να είναι ένα τέτοιος τοίχος, που κατοπτρίζει σκιές από οργανικά και ανόργανα όντα και υπάρξεις που δεν κινούνται στο δικό μας Χωρόχρονο…
Για να το πάω ακόμη πιο μακριά, ίσως εμείς οι ίδιοι να είμαστε σκιές κάποιων άλλων, εξωδιαστασιακών οντοτήτων, αδιανόητων οντοτήτων που κινούνται και περιγράφονται σε εκατό διαστάσεις, και όχι μόνο σε τρεις όπως εμείς, οι σκιές τους.
Έτσι κι αλλιώς, όταν εμείς οι άνθρωποι θα βλέπαμε τέτοια όντα, δεν θα βλέπαμε την αληθινή οντότητα, αλλά απλά εκείνο το τμήμα της που συσχετίζεται με τις διαστάσεις στις οποίες ζούμε και παρατηρούμε.
Δεν το σκέφτονται πολλοί άνθρωποι αυτό: ένα όν «από άλλη διάσταση» (π.χ. τετραδιάστατο) που θα κινείται στον κόσμο μας, δεν θα είναι αόρατο. Θα έχει τις τρεις διαστάσεις που καθιστούν ένα όν ορατό στον τρισδιάστατο κόσμο. Δεν θα είναι αόρατο, κάτι θα είναι ορατό από αυτό. Θα βλέπουμε κάτι από αυτό, που θα μπορούσε να είναι κάτι αναγνωρίσιμο από εμάς ή όχι.
Μέσα από τα παραπάνω πρίσματα, ένα «στοιχειωμένο σπίτι» ίσως είναι ένα σπίτι που φιλοξενεί μία εξωδιαστασιακή οντότητα, το μόνο που θα αντιλαμβανόμασταν εμείς θα ήταν κάποιες ενδείξεις ενός μικρού ποσοστού της δραστηριότητάς της μέσα στο σπίτι, δεν θα αντιλαμβανόμασταν την ίδια την οντότητα στην ολότητά της, ούτε όλες τις δραστηριότητές της και τα αποτελέσματά τους, παρά μόνο τα αποτελέσματα των δραστηριοτήτων της στο δικό μας πεδίο. Κι ακόμη κι αυτά τα ολίγα, θα τα κατανοούσαμε μόνο σε σχέση με τις πεποιθήσεις και τις γνώσεις μας, δηλαδή με τα δικά μας περιορισμένα κριτήρια.
Ας επιστρέψουμε για λίγο στην «Επιπεδοχώρα» και στους υποθετικούς δυσδιάστατους κατοίκους της. Πάρτε ένα κομμάτι χαρτί και ζωγραφίστε ένα ανθρωπάκι. Αν βάλετε το δάχτυλο σας μπροστά στο πρόσωπο του, θα δείτε τη σκιά του να απλώνεται πάνω του. Το ανθρωπάκι θα δει τη σκιά, αλλά δεν πρόκειται να δει το δάχτυλό σας όσο κοντά στο πρόσωπο του κι αν το βάλετε και όσο κι αν το κουνάτε επιδεικτικά, κινείται και στη διάσταση του ύψους, ένα τελείως άγνωστο πεδίο για το ίδιο. Το δάχτυλο σας ανήκει σε μιαν άλλη διάσταση, για την οποία δεν είναι ενήμερο το ανθρωπάκι αυτό. Αν διαλογιστεί πάνω στη σκιά, ενδεχομένως, αν είναι ιδιαίτερα ευφυής, ίσως μπορέσει να συλλάβει διανοητικά την ύπαρξη του δάχτυλου σας που προκαλεί τη σκιά που παρατηρεί, αλλά και πάλι δεν θα δει το δάχτυλο. Δηλαδή η κατανόηση του δαχτύλου δεν είναι απαγορευτική, η άμεση αντίληψη του είναι. Μπορείτε με το δάχτυλο σας να τρυπήσετε το ανθρωπάκι και να τού προκαλέσετε βλάβη. Το ίδιο δεν πρόκειται να καταλάβει τί ακριβώς συνέβη –παρ’ όλο που θα έχει υποστεί τη ζημιά– και θα το αποδώσει σε κάποιο άλλο συμβάν που βρίσκεται στο πεδίο κατανόησης του.
Το παραπάνω παράδειγμα γίνεται ιδιαίτερα τρομακτικό, αν το ανάγουμε στον τρισδιάστατο κόσμο μας και το «δάκτυλο» είναι μια εξωδιαστασιακή οντότητα που κινείται σε ένα πεδίο περισσότερων διαστάσεων από το δικό μας…
Επίσης, οι επαφές, από πεδίο σε πεδίο, είναι πάντα μονόδρομες, από το ανώτερο προς το κατώτερο, και όχι και το αντίστροφο. Το δυσδιάστατο γραμμικό σκίτσο πάνω στο χαρτί, υπάρχει και στον τρισδιάστατο κόσμο μας, συμπεριλαμβάνεται σ’ αυτόν, αλλά όχι το αντίστροφο. Ο κάτοικος της ανώτερης διάστασης έχει αντίληψη και εμπειρία της κατώτερης, καθώς και κίνηση σ’ αυτήν, αλλά δεν ισχύει το ίδιο για την κατώτερη διάσταση, ο κάτοικός της δεν έχει αντίληψη και εμπειρία της ανώτερης, ούτε κίνηση σε αυτήν. Αν αυτή η νομολογία σχέσεων συνεχίζεται με τον ίδιο τρόπο προς τις επόμενες διαστάσεις που στέκουν πέρα από τις τρεις δικές μας, θα είναι μια νομολογία καθοριστική για την αντίληψη, εμπειρία και επαφή μας με μία εξωδιαστασιακή οντότητα.
Όπως το ανθρωπάκι στην «Επιπεδοχώρα» βλέπει μια σκιά (ή μια γραμμή) και όχι το δάκτυλο, έτσι κι εμείς θα βλέπουμε κάτι άλλο και όχι την εξωδιαστασιακή οντότητα (ή δεν θα τη βλέπαμε ολόκληρη όπως είναι). Στο παράδειγμά μας, αν το φως της λάμπας που φωτίζει το χαρτί δεν είναι στην κατάλληλη θέση, ή αν το ίδιο το ανθρωπάκι δεν βρίσκεται στην κατάλληλη θέση, το ανθρωπάκι δεν θα αντιληφθεί απολύτως τίποτε, ούτε γραμμή, ούτε σκιά, ούτε δάκτυλο, όσο κοντά του και αν το πλησιάσετε. Ίσως όμως να νιώσει τη θερμότητα που εκπέμπει το δάκτυλο, ή να νιώσει τον αέρα που θα τού φυσήξετε στο πρόσωπο.
Αυτό ίσως δείχνει ότι η επαφή με μία εξωδιαστασιακή οντότητα μπορεί να μην είναι οπτική, αλλά να συμπεριλαμβάνει μία από τις άλλες αισθήσεις μας, π.χ. την όσφρηση. Επίσης δείχνει ότι μπορεί να έχει να κάνει και με τη γεωγραφία, τη θέση μας σε αυτήν, τη χρονική στιγμή, ή τις καιρικές συνθήκες, τις συνθήκες του φωτός, ένα σωρό παράγοντες που υπόκεινται σε συνεχείς αλλαγές.
Τέλος, (για να φτάσουμε στα όρια της περιορισμένης φαντασίας μας), όπως ακριβώς το ανθρωπάκι που κατοικεί σ’ αυτό το δυσδιάστατο κείμενο, αντιλαμβάνεται την εξωδιαστασιακή οντότητα «αναγνώστης» «μεταφρασμένη» σε κάτι αντιληπτό και αποδεκτό στον δυσδιάστατο κόσμο του, και μπορεί να θεωρήσει ότι συναντώντας τον αναγνώστη συνάντησε μία γραμμή, ή ένα σημείο ανάμεσα σε όλα τα άλλα δυσδιάστατα σημεία του κόσμου του, ένα σημείο που είχε λίγο παράξενη συμπεριφορά ή μία απρόβλεπτη θέση, έτσι ακριβώς αν αύριο εγώ βρεθώ μπροστά σε μία εξωδιαστασιακή οντότητα, μπορεί να θεωρήσω ότι βρέθηκα μπροστά σε έναν ακόμη άνθρωπο, σε μία καμηλοπάρδαλη, μία μύγα, ένα δέντρο, μία δίνη στο νερό, ένα τυφώνα, μία σκιά, μία ομίχλη, ένα ξωτικό, έναν ερπετοειδή εξωγήινο, ένα UFO, ή και, ακόμη πιο ακαθόριστα, σε μια μελαγχολία, μια μυρωδιά θειαφιού, ένα μικρό κρύο άνεμο, έναν ανεξήγητο θόρυβο, ένα φτάρνισμα, μία σύγχυση, ένα σεισμό, έναν πονοκέφαλο, μια ουρανοκατέβατη καταπληκτική ιδέα, μια σκέψη.
Ακόμη και τα λεγόμενα crop-circles (τα «αγρογλυφικά») που εμφανίζονται μυστηριωδώς σε διάφορα μέρη του κόσμου μας, θα μπορούσαν να είναι σημεία επαφής του κόσμου μας με παράξενες εξωδιαστασιακές οντότητες, «ίχνη από αλλού».
Ίσως ακόμη κι εκείνος ο «κόσμος των πνευμάτων», για τον οποίο μιλούν όλες οι παραδόσεις όλων των λαών του κόσμου από τη βαθιά αρχαιότητα ως σήμερα (παραδόξως χωρίς να έχουν επαφές μεταξύ τους), ίσως να είναι ένας κόσμος μιας άλλης διάστασης, κι αυτό που αντιλαμβάνονται οι ανθρώπινοι λαοί ως καλά ή κακά πνεύματα, θεούς ή δαίμονες, να είναι εξωδιαστασιακές οντότητες που κατοικούν σε ένα άλλο πεδίο που συνυπάρχει με το δικό μας αλλά εμείς δεν μπορούμε ούτε να το αντιληφθούμε, ούτε να το επισκεφτούμε, ενώ οι κάτοικοί του μπορούν και να μας αντιληφθούν και να μας επισκεφτούν, αλλά και να δράσουν με ένα σωρό ανεξιχνίαστους –για εμάς– τρόπους επάνω μας και πάνω στον κόσμο μας.
Ίσως, μάλιστα, όπως εμείς θεωρούμε π.χ. ότι όλα τα σκίτσα του κόσμου ανήκουν στο δικό μας κόσμο και είναι δικά μας, να θεωρούν και εκείνα –τα όντα που στέκουν πέρα από την αντίληψή μας– ότι εμείς ανήκουμε στο δικό τους κόσμο και είμαστε δικοί τους, εμείς και ο κόσμος μας...
Γιατί να πιστεύουμε ότι είμαστε –εμείς και τα άλλα πλάσματα που παρατηρούμε– οι μόνες οντολογικές ιεραρχίες αυτο-συντηρούμενης αυτόματης τάξης σε μορφή οργανισμών, που έχουν αποκτήσει συνείδηση;
Μπορεί να υπάρχουν μορφές ζωής που δεν βασίζονται στη χημεία, στα άτομα, ή ακόμη και μορφές ζωής που δεν είναι εστιασμένες σε ένα συγκεκριμένο σημείο στο Χώρο και στο Χρόνο. Είναι πιο πιθανό οι ιεραρχίες των οντοτήτων να συνεχίζουν ακόμη πιο μακριά προς τα πάνω και προς τα κάτω στις διαστάσεις, πέρα από τις διαστάσεις που εμείς αντιλαμβανόμαστε, παρά να μη συμβαίνει αυτό. Ακόμη και το ίδιο το Σύμπαν μέσα στο οποίο ζούμε, μπορεί να ειδωθεί ως μία ζωντανή οντότητα, κινούμενη και εξελισσόμενη, κι εμείς να μην είμαστε παρά απλώς μικρά τμήματα αυτής της εξέλιξης, αυτού του υπερ-οργανισμού. Το Σύμπαν μπορεί να είναι –κι αυτό κατά τη γνώμη μου είναι το πιο πιθανό– μία πολυδιαστασιακή υπερ-οντότητα.
Και μπορεί να υπάρχουν άλλα τμήματα αυτής της εξελικτικής διαδικασίας, που ξεφεύγουν της περιορισμένης –και «χαμηλής», λόγω θέσης– παρατήρησης και εποπτείας μας. Είναι πιο πιθανό να συμβαίνει αυτό, παρά να μη συμβαίνει. Οι οντότητες που θα κατοικούν στους χωροχρόνους που περιγράφονται ως άλλα τμήματα της συμπαντικής εξελικτικής διαδικασίας, ή ακόμη και αυτής του ίδιου μας του κόσμου, θα είναι τελείως ξένες για τον τρόπο αντίληψης και σκέψης μας.
Το Σύμπαν είναι πάρα πολύ πιο μεγάλο και πάρα πολύ πιο παράξενο, απ’ όσο είμαστε ικανοί να φανταστούμε, και το ίδιο ισχύει και για τον μικρό κόσμο μας, (που μπορεί να μην είναι και τόσο μικρός, ιδωμένος μέσα απ’ αυτό το πρίσμα).
Ο εγκέφαλός μας δεν μπορεί να ξεπεράσει τους περιορισμούς του για να δεχθεί, χωρίς να μεταλλαχθεί ριζικά, αυτές τις διαφορές που καθιστούν ξένες αυτές τις οντότητες. Κι όμως, αν υπάρχουν, θα έχουμε συνεχώς επαφή με τέτοια όντα. Επαφές που δεν καταγράφονται πουθενά. Κι αυτό το γεγονός, αν ισχύει, από μόνο του συνιστά μία μυστική ιστορία του κόσμου και μία μυστική ιστορία των εμπειριών μας.
Ίσως οι εξωδιαστασιακές οντότητες να εμφανίζονται ως μέρη της ίδιας της συνείδησής μας, να είναι ανόργανες μορφές ζωής (ξένες προς την έννοια που αποδίδουμε στο οργανικό όν), μη-τοπικές στο χώρο, μη-μετρήσιμες στο χρόνο.
Διανοητές όπως ο Terrence McKenna και ο Timothy Leary, τις περιγράφουν ως όντα από το Υπερδιάστημα, που τις προσεγγίζουμε αντιληπτικά χρησιμοποιώντας παραισθησιογόνα μανιτάρια ή LSD, ή βλέπουμε αλληγορικές αναπαραστάσεις τους στον Κυβερνοχώρο.
Οι αποκρυφιστές αναφέρονται σε αυτές ως πνεύματα, κανάλια, egregorons, θεότητες, δαίμονες, στοιχειακά, κ.λπ.
Οι UFOλόγοι τις περιγράφουν ως εξωγήινους που κατέχουν τεχνολογίες που τους επιτρέπουν να εμφανίζονται και να εξαφανίζονται ή να αλλάζουν μορφές κατά βούληση, το ίδιο και τα οχήματά τους.
Οι παραψυχολόγοι τις θεωρούν μη καταγραμμένες μορφές ενέργειας, σκεπτομορφές, αιθερικά σώματα, εκπομπές του ασυνειδήτου, φαντάσματα.
Οι λαογράφοι και οι παραδόσεις τις εξιστορούν ως ξωτικά, νεράιδες, στοιχειά, Faeries, κλπ.
Οι θρησκείες τις περιγράφουν ως αγγέλους, διαβόλους, Τζιν, Ντέβας, κ.ά.
Συγγραφείς Φανταστικής Λογοτεχνίας όπως ο Χ. Φ. Λάβκραφτ, ο Άρθουρ Μάχεν ή ο Άλτζερνον Μπλάκγουντ, μέσα στις ιστορίες τους τις αντικρίζουν ως Κθούλου, Γιογκ-Σοθώθ, Γουέντιγκο, Ιτιές, κατοίκους του Λόφου των Ονείρων και ακατονόμαστες εξωκοσμικές ράτσες ή ανόργανα όντα.
Λοιπόν, η δράση εξωδιαστασιακών οντοτήτων ως πιθανή ερμηνεία για τα παράξενα φαινόμενα και όντα που καταγράφουν αμέτρητοι αντισυμβατικοί γνωσιολογικοί τομείς, θα μπορούσε να στοιχειοθετεί μία ενοποιημένη θεωρία της Μεταφυσικής και του Παράξενου.
Αν το Σύμπαν είναι μία ζωντανή υπερ-οντότητα, και εμείς είμαστε στοιχεία της ζωής της, άραγε πώς θα αναγνωρίζαμε ένα άλλο στοιχείο, ξένης και τελείως διαφορετικής μορφής από εμάς; Με ποιους παράξενους τρόπους διαπλέκονται τα στοιχεία του υπερ-οργανισμού του Σύμπαντος για να παράγουν ξεχωριστές πραγματικότητες; Και ποια είναι η θέση μας και η εξελικτική πορεία μας μέσα σε ένα τέτοιο πλέγμα σχέσεων και πραγματικοτήτων;
Αυτές θα έπρεπε να είναι οι ερωτήσεις της θρησκείας και της επιστήμης, της φιλοσοφίας και της τέχνης. Και οι απαντήσεις τους θα έπρεπε να είναι αλληλοσυνδεόμενες.
Το Σύμπαν δεν μπορεί παρά να είναι μια ζωντανή υπερ-οντότητα, πολυδιαστασιακή και πιο σύνθετη πέρα από κάθε φαντασία, και δεν μπορεί παρά να εξελίσσεται και να προεκτείνει συνεχώς τη ζωή του σε άλλες «πραγματικότητες», ακόμη και πέρα από την ίδια την έννοια της πραγματικότητας όπως την καταλαβαίνουμε. Σε άλλες εκδοχές του κόσμου μας, άλλους νόμους της φυσικής, άλλες δονήσεις, άλλα σύμπαντα, ακόμη και στις μυθολογικές πραγματικότητες του ασυνείδητου, ακόμη και πέρα από τους ασαφείς κόσμους του ονείρου.
Πολλά είναι τα μυαλά που υποστήριξαν, στην ιστορία της ανθρωπότητας, ότι μπόρεσαν να αντιληφθούν αυτές τις πραγματικότητες, είτε σε εναλλακτικές καταστάσεις συνείδησης, χρησιμοποιώντας ψυχεδελικές ουσίες ή διαλογισμό, προσευχή ή τεχνολογικές εφευρέσεις, είτε εξ υφαρπαγής, απρόβλεπτα και απερίγραπτα, είτε μέσα από τη φιλοσοφία και τη λογοτεχνική ή την ποιητική έμπνευση, είτε ερχόμενοι σε επαφή με κάτι που το κατατάσσουμε στα πλαίσια της μαγείας ή της θρησκευτικής εμπειρίας.
Στην πραγματικότητα, το κάθε τι είναι μια θρησκευτική εμπειρία, διότι το κάθε τι αποτελεί ένα κομμάτι της ζωντανής υπερ-οντότητας που ονομάζουμε Σύμπαν. (Ουσιαστικά, το λέμε «Σύμπαν» –Συν-Παν– βάζοντας αυτό το Συν δίπλα στο Παν, για να καταδείξουμε τα «πάντα και κάτι παραπάνω από τα πάντα», για να δώσουμε χώρο ύπαρξης ακόμη και σε εξωδιαστασιακές ή και εξω-συμπαντικές οντότητες, όπως ο Θεός που δημιούργησε το Σύμπαν). Αλλά, η ολότητα βρίσκεται έξω από τη δυνατότητα αντίληψης και κατανόησής μας. Το ίδιο το Σύμπαν βρίσκεται πέρα από την αντίληψη των στοιχείων που το αποτελούν, πέρα από οτιδήποτε μικρότερο από το ίδιο. Και το μέγεθος υποδεικνύει απλώς μία διάσταση, και πρέπει να υπάρχουν πράγματα ακόμη και πέρα από το μέγεθος. Εξωδιαστασιακές οντότητες χωρίς μέγεθος, ακόμη και χωρίς ζωή όπως εμείς καταλαβαίνουμε τη ζωή.
Η ίδια η σκέψη μας ίσως αντιλαμβάνεται εξωδιαστασιακές οντότητες που τις ονομάζουμε ιδέες, και το εξωκοσμικό πεδίο τους να είναι εκείνος ο «κόσμος των ιδεών». Την ίδια στιγμή που ένας επισκέπτης από εκεί, γίνεται αντιληπτός ως ιδέα ή έμπνευση στο νου μας, μπορεί να ζωογονεί τον σπόρο ενός φυτού μέσα στο έδαφος του κήπου μας, και να προκαλεί ένα μικρό σεισμό στην άλλη άκρη του κόσμου, καθώς και μια παράξενη ανάμνηση από κάτι που δεν ζήσαμε, δέκα χρόνια αργότερα στο μέλλον…




-->
ΗΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜΑ


-->

Κάνει κρύο.
Είμαστε μακριά από τον ήλιο μας, τον πατέρα του φωτός και της θαλπωρής.
Το ηλιοβασίλεμα σήμερα είχε κάτι από τα παγωμένα τοπία ενός άλλου κόσμου, απόμακρου στη σκοτεινιά του ηλιακού συστήματος.
Φαίνονται και στους άλλους πλανήτες τα ηλιοβασιλέματα. Κανένα διαστημικό σκάφος μας δεν φωτογράφησε ένα, όλα τους ψάχνουν το χώμα και τις τροχιές, τους χημικούς τύπους και τα μαθηματικά. Μοιάζει απαγορευμένη η εικόνα ενός εξωγήινου ουρανού. Οι άνθρωποι θα άρχιζαν να ονειρεύονται, κανείς δεν τους θέλει να ονειρεύονται, όλοι τούς θέλουν προσγειωμένους να κοιτούν το χώμα και τους αριθμούς, σαν τα μικρά ρομποτικά διαστημόπλοια που στέλνουμε εκεί έξω. Τελειώνουν την τροχιά τους, προσγειώνονται, στέλνουν πίσω τα στοιχεία για το χώμα, μετρούν τους αριθμούς, κι έπειτα χάνονται.
Μέχρι κι οι τεχνητοί δορυφόροι μας κοιτούν προς τη Γη, κι όχι στην απέραντη εικόνα του σύμπαντος. Είναι σαν να φοβούνται να κοιτάξουν προς τα πάνω.
Εκτός από εκείνο το διαστημικό τηλεσκόπιο, που βλέπει εικόνες που κανένα μάτι ανθρώπου δεν είδε ποτέ, κι ούτε θα δει, εικόνες από πολύχρωμα μακρινά νεφελώματα, από τιτάνια μάτια στο διάστημα, κεφαλές αλόγων, αστρικές μέδουσες, πρόσωπα ολύμπιων θεών, καινοφανείς αστέρες, νέμπουλα, σούπερ νόβα, και αόρατες μελανές οπές. Εικόνες που βλέπουν και αναλύουν οι Κοσμοκράτορες, αυτοί που κρατούν τον Κόσμο, δηλαδή το διάστημα, τα άστρα, το κόσμημα των ουρανών. Ακόμη κι αυτές τις λιγοστές εικόνες που οι Κοσμοκράτορες επιτρέπουν να δειχθούν, σχεδόν κανείς δεν τις βλέπει, κανείς δεν ονειροπολεί, κανείς δεν μελαγχολεί για τη μικρότητά μας απέναντι στους γαλαξίες των αμέτρητων δισεκατομμυρίων άστρων.
Ποιοί είμαστε εμείς που θα εξερευνήσουμε το άπειρο των κόσμων; Με αυτά τα χέρια, με αυτά τα πόδια, αυτά τα ίδια ταλαίπωρα χέρια και πόδια που τα έχουμε από τότε που γεννηθήκαμε, με αυτό το μυαλό που ξεχνάει τις λεπτομέρειες, με αυτά τα μάτια που έχουν αντικρίσει όλα τα θαύματα του κόσμου κι όμως ποτέ δεν τα είδαν, με αυτά τα αυτιά που έχουν μάθει να ακούν μόνο απόηχους μικρών αποστάσεων. Ποιοι είμαστε εμείς που θα εξερευνήσουμε το άπειρο των κόσμων;

Υπήρξαν κάποιες στιγμές που ένας αστροναύτης, ψηλά εκεί στον διαστημικό σταθμό, έμεινε σιωπηλός. Ατενίζοντας το άπειρο. Σιωπηλοί οι αστροναύτες απέναντι στην απέραντη εικόνα που δεν είδε άλλος κανείς. Κανείς τους δεν μίλησε γι’ αυτό, κανείς δεν τούς αφήνει να το κάνουν.
Υπήρξε κάποτε μια στιγμή μέσα στη νύχτα, στον Ατλαντικό Ωκεανό, που ατένισα τον ουρανό των άπειρων άστρων. Έπλεα στην αστρική θάλασσα, μέσ’ στο σκοτάδι, σιωπηλός, μέσ’ στην απέραντη σιωπή. Μια ψυχούλα σαν σπίθα μικρή στον απέραντο ωκεανό των άστρων, χαμένη στα κύματα, χωρίς πυξίδα, χωρίς χρόνο πολύ.
Είδα τους κόσμους. Και κατάλαβα για πρώτη φορά, πόσο μακριά είμαστε από οπουδήποτε. Είμαστε τόσο μακριά από την πατρίδα. Εξόριστοι εδώ πέρα, χωρίς τον χάρτη της διαδρομής, χωρίς μηνύματα, χωρίς ούτε καν ένα τραγούδι.

Κανείς δεν θα μάς θυμάται. Κανείς δεν θα μάθει ποτέ για την ένδοξη ιστορία μας, τη Βαβυλώνα, τις θεόρατες πυραμίδες στην έρημο, το Έπος του Γκιλγκαμές, την Τροία που την πήραμε μαζί με τον Αχιλλέα με δόρατα κι ασπίδες που έλαμπαν στον ήλιο (όπως κάποτε μού ‘πε ένας γέροντας στον Άθωνα που τις νύχτες ολομόναχος άκουγε τις τροχιές των πλανητών), τη γενναία στρατιά του Αλέξανδρου στην άκρη του κόσμου μπροστά σε ελέφαντες πολεμικούς, τους αμέτρητους πίνακες στο Λούβρο, την Ενάτη του Μπετόβεν που την έγραψε κουφός, τις περιπέτειες του Δον Κιχώτη που γράφτηκαν σε μια φυλακή, την Έναστρη Νύχτα του Βαν Γκογκ που έκοψε το αυτί του για μια αγαπημένη, τη μάχη του Υπρ στα χαρακώματα, την πολιορκία του Στάλινγκραντ μέσα στα χιόνια, τις εξερευνήσεις του Λοχαγού Μπέρτον, την ένδοξη θλίψη του Ναπολέοντα στη Νήσο της Αγίας Ελένης, την αγία πυρά που κατέκαυσε την Ζαν Ντ’ Αρκ και τον Τζιορντάνο Μπρούνο, τον Ιρλανδό πατριώτη ποιητή Πάτρικ Πηρς στο εκτελεστικό απόσπασμα, την κατάκτηση της Σελήνης, τους ηρωικούς εργάτες που θυσιάστηκαν για να σφραγίσουν το Τσέρνομπιλ, τους πανάρχαιους δρόμους της Νέας Υόρκης όπως θα τους βλέπουν οι μελλοντικοί αρχαιολόγοι, το διαστημικό μας τηλεσκόπιο που κρυφοκοίταζε το Σύμπαν...
Είναι πολλοί αυτοί που πιστεύουν ότι δεν πήγαμε ποτέ στη Σελήνη, ότι όλα ήταν μια κινηματογραφική σκηνοθεσία, μια συνωμοσία. Είναι μεγάλη η άγνοιά μας, κι η δική μου δεν είναι μικρότερη. Αλλά, ξέρω πλέον ότι πήγαμε εκεί πάνω, στ’ αλήθεια. Το κατάλαβα βλέποντας μια σκηνή σ’ ένα βίντεο. Δεν ήταν τα βίντεο της NASA από το φεγγάρι (που τα έχασαν, έτσι κι αλλιώς). Ήταν σε ένα άλλο βίντεο, πιο πρόσφατο. Ένας δημοσιογράφος ρώτησε ειρωνικά τον Μπαζ Όλντριν, έναν από τους δύο ανθρώπους που πρώτοι πάτησαν στο φεγγάρι, για τη συνωμοσία της προσσελήνωσης, λέγοντάς του ότι δεν πήγαν ποτέ εκεί. Ο Μπαζ οργίστηκε και τού έριξε μια μπουνιά, μπροστά σε τόσες κάμερες. Είδα το βλέμμα του. Αυτός ο άνθρωπος είχε πάει στο φεγγάρι. Το είδα στο βλέμμα του και στη γροθιά του. Είχε εκτοξευτεί καθισμένος στη μύτη ενός πυραύλου, είχε ταξιδέψει στο φεγγάρι μέσα σε έναν θερμοσίφωνα, τον είχε προσσεληνώσει, είδε τη Γη με μια θέα που κανείς δεν είχε ξαναδεί, μπήκε πάλι στον θερμοσίφωνα, κατάφερε και γύρισε εδώ πίσω, πέρασε τη φλεγόμενη στρατόσφαιρα, κι έπεσε στον απέραντο ωκεανό, απ’ όπου τον περιμάζεψαν οι δύτες. Κι ήταν τώρα ακόμη ζωντανός, γέροντας...ποιος ξέρει τι όνειρα να βλέπει ο Μπαζ Όλντριν; Και κάποιος γελοίος τού έλεγε τώρα ότι δεν το έκανε όλο αυτό. Κι ο Μπαζ τον χτύπησε. Έπεσαν πάνω του και τον άρπαξαν για να μην τον ξαναχτυπήσει. Είχαν ονομάσει Μπαζ ένα κουκλάκι σε ένα καρτούν, στο Toy Story. Ο Buzz Lightyear, ο Μπαζ-Έτος-Φωτός.
Ένα έτος φωτός είναι η απόσταση που διανύει ένα σώμα όταν ταξιδεύει με την ταχύτητα του φωτός. Μια ταχύτητα στην οποία ποτέ δεν θα τρέξουμε, ένας χρόνος που ποτέ δεν θα ζήσουμε, μια απόσταση που ποτέ δεν θα διανύσουμε. Το έτος φωτός είναι η μέτρηση του χρόνου της φαντασίας. Της ένδοξης φαντασίας μας, που κανείς δεν θα τη θυμάται. Της φαντασίας μας που ταξιδεύει στο άπειρο των κόσμων. Με μια ταχύτητα ανώτερη από την ταχύτητα του φωτός: με την ταχύτητα της σκέψης.
Σε μια στιγμή προσωπικής έμπνευσης, μια από εκείνες τις στιγμές στις οποίες ατενίζουμε το αβέβαιο μέλλον, προσεύχομαι για εκείνον τον άγνωστο μου άνθρωπο που πρώτος θα δει ένα εξωγήινο ηλιοβασίλεμα, σ’ έναν μακρινό πλανήτη. Κανείς δεν ξέρει ακόμη το όνομά του, κανείς δεν ξέρει καν αν θα υπάρξει ποτέ ένας τέτοιος άνθρωπος, ένας άνθρωπος που θα πάρει επάνω του όλες τις αμαρτίες μας και όλες τις αγωνίες μας και όλα τα όνειρά μας, και θα τα πάρει μαζί του σε έναν άλλον πλανήτη. Και θα είναι τόσο μακριά από τη γαλάζια μας πατρίδα, στην ξενιτιά –θα πρέπει να βρούμε μια νέα λέξη γι’ αυτήν τη νέα μοναξιά, γι’ αυτήν τη νέα διαστημική νοσταλγία.
Στη σιωπή εκείνης της πρώτης στιγμής, θα ατενίσει το ηλιοβασίλεμα. Ένα ηλιοβασίλεμα που κανείς ποτέ δεν θα έχει ξαναδεί.
Εγώ, ένα μικρό ανθρωπάκι, ανέβαινα κάποτε σκαρφαλώνοντας σ’ ένα βουνό της Γης μας, κάτω από τον καυτό ήλιο ενός καλοκαιριού που έκαιγε όλη μου την ύπαρξη. Νόμισα πως θα πεθάνω, κι όμως τα κατάφερα, κι έφτασα στον σκιερό προορισμό μου. Κι εκεί πάνω, ένας γέρος μού έδειξε τον λαμπρό ήλιο στον γαλάζιο μας ουρανό, και μου είπε: «Τον βλέπεις τον ήλιο εκεί πάνω; Που σ’ έκαψε μέχρι ν’ ανεβείς εδώ στη μοναξιά μας; Είδες πόσο πολύ καίει; Φαντάσου πόσο καίει αυτός που τον έφτιαξε...»
Ποιος είναι αυτός που έφτιαξε όλους αυτούς τους ήλιους, που καίνε τα σύμπαντα, που καίνε τους άπειρους κόσμους, που δίνουν το φως τους σε όλο το μαύρο διάστημα, το φως τους που ταξιδεύει μέχρι τον φακό του διαστημικού μας τηλεσκοπίου που παρατηρεί τη συμπαντική ζωγραφική, και μέχρι τον φακό του ταλαίπωρου ματιού μας που ατενίζει το ηλιοβασίλεμα;
Λέμε ότι ο ήλιος βασιλεύει, στον ουρανό, παντού, λίγο πριν πέσει το σκοτάδι. Και ξέρουμε ότι θα έρθει ξανά, θα ανατείλει. Είναι ένα ζωντανό όν ο ήλιος μας. Είναι ο βασιλιάς μας. Το φως του δίνει τη ζωή, την εικόνα, τα πρόσωπά μας, τη ζέστη μέσα στο κρύο, το φως στην άκρη του τούνελ. Όποτε πέφτει το σκοτάδι, ξέρουμε την υπόσχεσή του ότι θα έρθει ξανά, την αυγή. Και πάντα έρχεται. Και θα έρχεται, ξανά και ξανά, εις τους αιώνας των αιώνων. Για να φωτίσει εμένα, ένα ανθρωπάκι μικρό και ανίδεο, στην κορυφή ενός βουνού, που ατενίζει το Σύμπαν. Και άπειροι άλλοι μακρινοί ήλιοι στέλνουν εδώ σε μένα το φως τους, υπάρχουν, νεύουν μηνύματα, που ταξιδεύουν τα έτη φωτός, ταξιδεύουν, από τη μακρινή μου πατρίδα μέχρις εδώ, σ’ εμένα, ψιθυρίζοντάς μου ότι δεν είμαι μόνος, μέσα στη σιωπή.
Δεν είμαι μόνος μου, εγώ, μέσα στο άπειρο Σύμπαν, με σκέφτονται τ’ αδέλφια μου όπως τα σκέφτομαι κι εγώ, και ταξιδεύει η σκέψη μας ταχύτερα από την ταχύτητα του φωτός. Δεν είμαι στ’ αλήθεια μικρός και φτωχός. Ποιος βασιλιάς έχει ένα τέτοιο αστρικό στέμμα πάνω απ’ το κεφάλι του; Ποιανού μυαλού τα όνειρα γίνονται τόσα άστρα διάπυρα;

Κι όμως, ποιο παιδί δεν μπορεί να αγκαλιάσει τον πατέρα του, γιατί καίει τόσο πολύ;
Και ποιος πατέρας δεν έδειξε τα άστρα για πρώτη φορά στα παιδιά του, εκεί ψηλά στον ουρανό, δίνοντάς τους έτσι την κληρονομιά των ονείρων του Σύμπαντος;
Κάνει κρύο.
Το ηλιοβασίλεμα σήμερα είχε κάτι από τα παγωμένα τοπία ενός άλλου κόσμου, απόμακρου στη σκοτεινιά του ηλιακού συστήματος.
Φαίνονται και στους άλλους πλανήτες τα ηλιοβασιλέματα.
Έχουν και οι άλλοι πλανήτες παιδιά και πατέρες, μητέρες και εγγόνια. Και μάς φαντάζονται. Έτη φωτός μακριά. Σήμερα το βραδάκι.






The Midnight Special


Μιλούσα όλη τη νύχτα με τον Κροκόδειλο, είχαμε γίνει φίλοι. Βαρεθήκαμε να τρώμε σκορπιούς στην έρημο, κάτω από τις Πλειάδες και από ‘κείνο το φεγγάρι λεπτό σαν στιλέτο ή σαν ακονισμένο γιαταγάνι Σαρακηνού. Φυσούσαν οι ανεμοθύελλες κι εμείς τραγουδούσαμε τα
blues, τρώγαμε άμμο μαζί με τα φασόλια στην κονσέρβα, η μικρή φωτιά δεν έφτανε για να μας ζεστάνει και τους δύο, τρία κάρβουνα όλα κι όλα, ούτε που φέγγανε, δεν είχαμε να φοβηθούμε κι από τους Βεδουίνους. Μου ‘λεγε ιστορίες για τότε που γυρνούσε με τις νταλίκες νύχτα μετά τη νύχτα κι είχε σαν ναυτικός μια γυναίκα σε κάθε μοτέλ. Ο Γαλαξίας φιδογύριζε από πάνω μας γεμάτος με εξωγήινους πολιτισμούς. Κι εμείς, μόνοι μέσα στην έρημο χωρίς ούτε μια μπύρα, στρίβαμε τσιγάρο με καπνό ξερό, πικρό από το πολύ σκοτάδι και την αστροφεγγιά. Είχαμε μια σκουριασμένη φυσαρμόνικα, φυσούσε αυτός κι εγώ κουνούσα ρυθμικά την ουρά του κροταλία, κι εκεί στη νύχτα της ερήμου τραγουδούσαμε τα blues.

Κάτω από την άμμο βαθιά κρυμμένες κείτονταν αρχαίες αυτοκρατορίες, που τις κατάπιε η έρημος που όλα τα καταπίνει, όπως θα καταπιεί τα ταλαιπωρημένα κορμιά μας, όλες μας τις μνήμες, το παλιό μαύρο μου πουκάμισο και το δαχτυλίδι μου με τον δράκο, κράτα καλά παλιόφιλε Κροκόδειλε, κουράγιο.
Έτσι κι αλλιώς ελπίδα δεν είχαμε στ’ αλήθεια ποτέ, όλο την πλέκαμε και την ξεπλέκαμε σε νύχτες σαν κι αυτήν, στα τραίνα και στα δρομάκια πόλεων κοιμισμένων, σε ξέφρενες ξιφομαχίες, σε κρύα δωμάτια γεμάτα βιβλία, σε ψιθύρους συνθηματικούς και σε χαρτιά με σχέδια πολιορκητικά, σε ταραγμένα όνειρα από ύπνο βιαστικό, και σε χαμόγελα φανταστικών θριάμβων, θυμάσαι...
Σήκωνα το κεφάλι πάνω απ’ τις νότες κι ατένιζα τα χαμένα μονοπάτια που μάς οδήγησαν παντού, που μάς οδήγησαν εδώ κι ακόμη παραπέρα, στο τέλος του κόσμου χωρίς ούτε μια κουβέρτα, στην άκρη της αβύσσου.
Παλαίμαχοι παλαιοτάτων περιπετειών, βετεράνοι καταδρομείς στις σταυροφορίες, με τα παλιά εξάσφαιρα πιστόλια του Θεού ενάντια στα κανόνια του Διαβόλου, ηττημένοι από τις χίμαιρες κι από τους Ινδιάνους, χαμένοι από τον κόσμο, καπεταναίοι χωρίς καράβια πια, ξεμείναμε με το ημερολόγιο καταστρώματος κιτρινισμένο απ’ τον καιρό μέσ’ στο σακίδιο ανταρκτικών αποστολών, ξέμπαρκοι εδώ στους αμμόλοφους, κοιτούσαμε το άπειρο και τραγουδούσαμε τα
blues.

Κι ήταν πότε, πότε ήταν, σαν ήμασταν μικρά παιδιά, σκαρφαλωμένα στους πύργους της νύχτας, φωνάζαμε τα ονόματά μας προς το διάστημα, με μπίλιες στην τσέπη και μολυβένια στρατιωτάκια, κι ονειρευόμασταν εξερευνήσεις και τόπους μαγικούς, πού να το φανταστούμε.....κράτα καλά παλιόφιλε Κροκόδειλε, κουράγιο.
Μακριά απ’ οπουδήποτε, στην ερημιά παρέα με τους αντικατοπτρισμούς χαμένων καραβανιών και τα φαντάσματα των τσακαλιών, με τις μπότες μου γεμάτες άμμο, ξεμείναμε εδώ σε μια νύχτα απέραντη, που θα κρατήσει αιώνια μέχρι να πάψει η Γη να γυρνάει, μ’ ένα φλασκί μπαγιάτικο νερό και λίγο ξερό καπνό, κάτω απ’ τον έναστρο ουρανό, εγώ κι ο φίλος μου ο Κροκόδειλος τραγουδούσαμε τα
blues...

Let the Midnight Special, Shine Your Light On Me
Oh, Let the Midnight Special, Shine Your Light On Me
Yeah, Let it Shine Your Light Down On Me
Down On Me, Oh, Down On me
Lift Me Up So I Can See
Shine Your Light Until I’m Gone
Gimme the Strength To Carry On
Let the Midnight Special, Shine Your Light On Me
Oh Lord, Let It Shine On Me
Let It Shine On Me
Let the Midnight Special
Shine Your Light On Me
Let Your Light From The LightHouse
Shine The Light On Me
Let Your Light From The LightHouse
Shine Your Light On Me
Angels in Heaven, Wrote My Name to Thee
Let Your Light From The LightHouse
Shine Your Light On Me
Let It Shine On
Oh, Let It Shine On
Shine On
Shine On
Down On Me
Down On Me
Shine Your Light On Me…

ΦΑΡΟΦΥΛΑΚΑΣ


.......Εκεί ψηλά στον βορρά, στη Σκωτία, στη νήσο του Skye στις Εβρίδες, έμενα σ’ ένα σπιτάκι σ’ ένα ερημικό μέρος που λεγότανε Neist Point. Απ’ το παράθυρό μου έβλεπα τον φάρο στο ακρωτήρι, δίπλα στους πιο ψηλούς γκρεμούς που έχεις φανταστεί ποτέ σου. Ολόγυρα απέραντα λιβάδια, βράχια κι ερημιά, πιο πέρα ξεχώριζες στο βάθος δυο-τρεις φάρμες, παντού πρόβατα έβοσκαν ελεύθερα, κι όταν φυσούσε ο αέρας δεν σταματούσε για μέρες, κι έκανε κρύο πολύ και δεν μπορούσες να βγεις από το σπίτι. Τις νύχτες άκουγα τα κύματα από τη Βόρειο Θάλασσα, ο άνεμος σφύριζε, οι πόρτες έτριζαν, κι ήταν σαν να ταξίδευα μέσα σ’ ένα πλοίο για τον Βόρειο Πόλο.
Έριχνα τα ξύλα στη σόμπα, τα κούτσουρα είχαν πάνω τους ρόζους που πολλοί έμοιαζαν με πρόσωπα, παράξενα μικροσκοπικά πρόσωπα που σε κοιτούσαν μέσα από το ξύλο. Τα ξύλα έπαιρναν φωτιά, τα κοιτούσα μέσα από το πορτάκι της σόμπας να καίγονται σιγά-σιγά, τα πρόσωπα με κοιτούσαν κι αυτά σιωπηλά μέσ’ από τις φλόγες. Όλοι οι πεθαμένοι πρόγονοι του τόπου, οι παλιοί θαλασσόλυκοι που φεύγανε στο άγνωστο να κυνηγήσουν τις φάλαινες, νεκροί τώρα πια, τους είχανε θάψει σε παλιούς τάφους κάτω από τα δέντρα, περάσανε τα χρόνια, γίνανε ένα με το χώμα, τις πέτρες και τα δέντρα, περάσανε τα πρόσωπά τους μέσα στο ξύλο και τυπωθήκανε εκεί.
Κι ήτανε πάνω στα κούτσουρα οι φάτσες τους, ακίνητες, παραμορφωμένες, σε κοιτούσανε σαν κάτι να θέλανε να σου πουν, αλλά δεν έλεγαν τίποτα. Ίσως να θέλανε να πούνε ιστορίες για τις φάλαινες, πώς τραγουδούσανε τις νύχτες και τις ακούγανε σαν σειρήνες που θέλανε να τους πνίξουν, και τεντώνανε τις ουρές τους έξω από το νερό σαν να τους χαιρετούσαν. Ίσως να θέλανε να πούνε σε κάποιον τις συνταγές που ξέρανε για το πως να φτιάξεις καλό ουίσκι, από ‘κείνο που το πίνεις και εξατμίζεται στη γλώσσα σου, αφήνοντάς σου ένα γαργάλημα στον ουρανίσκο. Ίσως να θέλανε να διηγηθούν αστείες ιστορίες, όπως εκείνες που λένε οι κιθαρωδοί στα παμπ, όταν νιώθουν πολύ μεθυσμένοι για να τραγουδήσουν. Σε κοιτούσανε μέσα από το ξύλο αλλά δεν έλεγαν τίποτα.
Τους έβλεπα να καίγονται μέσα στη σόμπα, κι ήξερα πως τους ελευθέρωνα, οι φλόγες λύνανε τα μάγια που τους κρατούσανε μέσα στο ξύλο, διαλύανε την ξύλινη μνήμη τους που είχε ρουφήξει το δέντρο μέσ’ απ’ το χώμα, γινότανε καπνός που έφευγε από το μπουρί και λευτερωνότανε στον άνεμο, πετούσανε οι ψυχές τους προς τη Βόρειο Θάλασσα, πηγαίνανε πάλι να κυνηγήσουν τις φάλαινες.
Κολλούσα το πρόσωπό μου στο τζάμι, θάμπωνε από τα χνώτα μου κι από τη ζέστη που έβγαζε η σόμπα. Κοιτούσα έξω, στη νύχτα. Εκεί δε νυχτώνει όπως εδώ, δεν πέφτει το σκοτάδι, η νύχτα είναι ένα βαθύ μπλε, όπως το προχωρημένο σούρουπο... Έβλεπα τη μπλε νύχτα μέσ’ από το τζάμι, κι ο φάρος αναβόσβηνε μέσα στην ερημιά. Ζούσε ένας φαροφύλακας εκεί. Του άρεσε πολύ το τσάι, κι όποτε πήγαινα να τον επισκεφτώ πίναμε κανάτες ολόκληρες. Είχε ένα πόδι ξύλινο. Τις νύχτες, μέσα στην ησυχία, στο σπιτάκι μου θαρρούσα πως τον άκουγα να περπατά πάνω κάτω μέσα στο φάρο, τακ-τακ-τακ, άκουγα το ξυλοπόδαρό του να χτυπά στα σανίδια.
Μερικές φορές, ξεσπούσαν τόσο μεγάλες καταιγίδες, που φοβόμουν ότι θα ξεριζώσουν τον φάρο και θα τον κάνουν πύραυλο. Φανταζόμουν τον φάρο να εκτοξεύεται μέσα στην καταιγίδα σαν πύραυλος, και να απομακρύνεται προς το διάστημα, με το φως του ν’ αναβοσβήνει ακόμη, στέλνοντας σήμα της πορείας του μέσα στη νύχτα. Κι ο φαροφύλακας με το ξύλινο πόδι, θα γινόταν αστροναύτης.
Φοβόμουν ότι θα ξυπνήσω ένα πρωί και θα ανακάλυπτα πως ο φάρος δεν είναι πια εκεί. Πως χάθηκε στην καταιγίδα χθες το βράδυ. Κι έλεγα, για φαντάσου τον γερο-Γουίλυ να πίνει το τσάι του στο φεγγάρι. Το φεγγάρι φαίνεται μεγαλύτερο από τη βόρεια Σκωτία. Ίσως από εκεί να είναι πιο κοντά απ’ ό,τι απ’ εδώ…......

(Ιστορίες που δεν Διηγήθηκε Ποτέ Κανείς, Π. Γ. )