Ο ΜΠΑΜΠΟΥΛΑΣ





Ο ΜΠΑΜΠΟΥΛΑΣ

–Αυλαία.
Ημίφως. Σκιερή Σιλουέτα–

Δεν γνωρίζετε ποιος στ' αλήθεια είμαι, αλλά εγώ σας ξέρω όλους με τα μικρά σας ονόματα.
Λίγοι από εσάς με γνωρίζουν, αλλά κι αυτοί δεν θυμούνται το πρόσωπό μου, παρόλο που έχουμε χορέψει τόσες φορές μαζί...
Εγώ είμαι αυτός που υποκλίνεται κρυφά στα παρασκήνια της καθημερινότητας, όταν οι θεατές χειροκροτούν τις μαριονέτες μου που χοροπηδάνε πάνω στην σκηνή.
Κι αν είχατε μεγάλα αυτιά που μπορούν να ακούνε μακριά, θ' ακούγατε το τραγούδι μου που ολομόναχος το τραγουδώ πάνω στο φεγγάρι, που κρέμεται τις νύχτες παγωμένο έξω από τα σφαλισμένα σας παράθυρα. Αν είχατε μεγάλα μάτια που μπορούν να βλέπουν καλά, θα με βλέπατε να γλιστρώ από δωμάτιο σε δωμάτιο όταν είστε μόνοι σας στο σπίτι. Εγώ είμαι αυτός που γλεντώ μαζί με τις σκιές στο σκοτεινό σας σπίτι, όταν εσείς βγαίνετε έξω κι αφήνετε το σπίτι σας έρημο και σιωπηλό μεσ’ στο σκοτάδι, κι ούτε που φαντάζεστε τι γίνεται εκεί όταν εσείς δεν είστε εκεί για να το δείτε…
Το μήνυμά μου ταξιδεύει καβάλα πάνω στο σκοτάδι της νύχτας, μαζί με τις στρατιές νυχτερινών φαντασμάτων, που αφήνουν τα στοιχειωμένα σπίτια τους και ουρλιάζουν τρέχοντας πίσω από πλοία που πετούν αθόρυβα στους ουρανούς της μικρής σας πόλης. Πάνω στα κατάρτια τους ανεμίζει η δική μου σημαία. Κάθε μεθυσμένος καπετάνιος είναι αδελφός μου, και όλοι οι καλικάντζαροι που σας δαγκώνουν τα πόδια όταν κοιμάστε, είναι κουμπάροι μου. Εγώ είμαι αυτός που μπαίνει στην κουζίνα σας από την καμινάδα και σας κλέβω το φαγητό. Εγώ είμαι αυτός που φυσά με την καυτή του ανάσα πάνω στα μαξιλάρια σας το καλοκαίρι, και ιδρώνετε πάνω τους τον πυρετό που σας στέλνω εγώ καβάλα στις κουκουβάγιες, κι εγώ είμαι αυτός που με την παγωμένη ανάσα μου φυσώ πάνω στο μικρό κρεβάτι σας, και παγώνω τα σεντόνια τον χειμώνα.
Όταν εγώ είμαι ολόγυρα, κανείς σας δεν μπορεί να κοιμηθεί, κι αν κάποιος τα καταφέρει, ρίχνω μπροστά του το μαύρο πηγάδι μου και πνίγεται στα θολά νερά του –κι όταν το πρωί βγαίνει από ‘κεί μέσα δεν θυμάται τίποτε.
Εγώ είμαι αυτός που σας κλέβει τις στιγμές και τις ανακατώνει και αναμοχλεύει τον Χρόνο, και ξαφνικά εσείς τα κουτορνίθια λέτε «αυτήν τη σκηνή την έχω ξαναζήσει!» Και το δικό μου το κρασί είναι το πιο παλιό απ’ όλα, βγαλμένο από τα πιο βαθιά κελάρια του νού, εκεί που αραχνιασμένες οι μνήμες περιμένουν να τις καλέσετε στη γιορτή. Κάθε γιορτή έχει μια θλίψη γιατί εγώ είμαι αυτός που την έβαλε εκεί, για να σας ψιθυρίζει ότι απόδραση δεν έχει από μένα...

Κάνω τις βόλτες μου από σπίτι σε σπίτι, μαζί με την αόρατη περίπολο. Εφιάλτης λέγεται το άλογό μου, κι όταν περνώ εγώ - τα δόντια χτυπούν για να με χειροκροτήσουν και τα γόνατα τρέμουν από τον δικό μου σεισμό. Εγώ είμαι ο τρόμος και ο τριγμός των οδόντων.
Τον παλιό καιρό έλεγαν ότι αν κρυφτείς κάτω από το κρεβάτι μπορείς να μου ξεφύγεις, αλλά από τότε φροντίζω να χώνομαι κάτω από τα κρεβάτια και να ροκανίζω όλη τη νύχτα τα σανίδια, γνωρίζοντας πως ο κοιμισμένος του επάνω ορόφου τρέμει στον δικό μου ρυθμό. Θέλεις να κοιτάξεις τη νύχτα κάτω από το σκοτεινό κρεβάτι σου για να με δεις;
Ποιος είναι αυτός που είναι αρκετά γενναίος, για να μου αντισταθεί;
Ελάτε να σας δείξω την τρομερή μου συλλογή από γενναία ανθρωπάκια.
Τον βλέπετε αυτόν που κρέμεται απ’ το ταβάνι; Ποιος νομίζετε ότι τον κρέμασε εκεί;... Βλέπετε αυτό το πονηρό αγοράκι που τρώει πιάτα ολόκληρα από παγωμένο κρέας και λαρδί; Εμένα φώναξαν επειδή δεν έτρωγε το φαγητό του, και, για κοιτάξτε τον τώρα πως τρώει με λαιμαργία το κρύο λίπος που έμεινε από χθες στην κατσαρόλα!... Αυτή η γριά με τις βελόνες καρφωμένες στα χέρια, έπλεκε τη νύχτα δίπλα στη λάμπα, κι όταν εγώ χτυπούσα τα παραθυρόφυλλα αυτή γελούσε κι έλεγε ότι ο άνεμος είναι που την κοροϊδεύει έξω από το παράθυρο... Τον βλέπετε αυτόν το μαρμαρωμένο εκεί στην σκοτεινή γωνιά του δρόμου; Έλεγε και ξανάλεγε ότι δεν με φοβάται και σιγοσφύριζε μέσα στη νύχτα για να ξεχάσει τον φόβο του, ώσπου πετάχτηκα μπροστά του μέσα από τις σκιές την ώρα που βάδιζε και του χαμογέλασα λιγάκι. Έμεινε εκεί πετρωμένος από τρόμο, και θα τον βρούνε το πρωί οι γείτονες και θα σταυροκοπιούνται, ξέροντας ότι η γιαγιά τους είχε κάνει λάθος όταν τους έλεγε πως «της νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελά», γιατί εγώ είμαι πάντα αυτός που γελάει τελευταίος…

Ποιος είναι αυτός ο πονηρός που νομίζει ότι μπορεί να με ξεγελάσει;
Εμένα, που κάνω κούνια πάνω στους ιστούς της αράχνης και ξέρω όλα τα μονοπάτια του ποντικού. Εμένα, που βάζω τρικλοποδιές στους μεθύστακες που γκαρίζουν κακόφωνα τραγούδια το βράδυ στα σοκάκια. Εμένα, που πίσω από κάθε πόρτα παραμονεύω στο σκοτάδι για τα κοριτσάκια που θα τολμήσουν να μπουν δίχως φανάρι. Εμένα, που κρύβομαι στις σπηλιές και στα ερειπωμένα σπίτια, στις σκονισμένες σοφίτες και στα βιβλία των μάγων, στα νεκροταφεία και στους καθρέφτες. Εμένα, που σταματάω τα ρολόγια, ξεκουρδίζω τα παλιά παιδικά παιχνίδια, αδειάζω τις μπαταρίες, εξαφανίζω τα λεφτά, καίω τις λάμπες, σαπίζω τα φρούτα, ρίχνω παράσιτα στις συχνότητες, βραχνιάζω τους λαιμούς, γεμίζω με σκουλήκια τα σκουπίδια, ασπρίζω τα μαλλιά σας, μιλώ μέσα από τις οργισμένες κραυγές σας, πλημμυρίζω τα υπόγεια.    
Ποιος είναι αυτός που νομίζει ότι θα τον λυπηθώ;
Εμένα δεν με λυπήθηκε κανένας, όταν τα βράδια τριγυρνούσα πάνω στα παγωμένα δέντρα, από κλαδί σε κλαδί, όταν έκλαιγα στους λόφους με πανσέληνο μαζί με τους λύκους, κι όταν χόρευα με τις ταφόπλακες σε κοιμητήρια που τά 'πνιξαν τα χόρτα. Όταν έτρεμα πίσω από τις κουρτίνες στα κρύα παράθυρα, όταν κρεμόμουν πάνω από τις σκοπιές των στρατοπέδων στα βουνά, όταν ένιωθα μοναξιά χτυπώντας θορύβους μέσα στα σπίτια των κοιμισμένων, όταν βρεχόμουν κάτω από τις σχάρες των υπονόμων μέσ’ στην βροχή ψιθυρίζοντας ονόματα. Ούτε λυπήθηκα ποτέ μου τον ζητιάνο που ξαπλώνει στους δρόμους και κλαίει για τα λεφτά σας, όταν του έριχνα κλωτσιές στα πλευρά και τρύπες στα παπούτσια. Εγώ είμαι αυτός που φέρνει φαγούρα στις πονηρές γάτες και φταρνίσματα στους σκύλους που γαβγίζουν όταν περνώ απ' τις αυλές.

Είμαι μέσα σε κάθε ντουλάπα τη νύχτα, κι αν τολμάς άνοιξέ την, να δεις το πρόσωπό μου να κρέμεται από τις κρεμάστρες, δίπλα στα μαύρα σκοροφαγωμένα παλτά, και στις φλοκάτες που μοιάζουν με ακίνητες αρκούδες που καραδοκούν στο μπαούλο, περιμένοντας ένα σύνθημά μου για να μουγκρίσουν μέσα στη σιωπή του μικρού σπιτιού σου.
Είμαι μέσα σε κάθε παλιά αποθήκη, σε κάθε ερείπιο που στέκει σαν ναυάγιο στη θάλασσα της νύχτας στην εξοχή. Είμαι μέσα σε κάθε παλιό εγκαταλειμμένο σπίτι και σε παρακολουθώ από το σκοτεινό παράθυρο όταν επιταχύνεις το βήμα σου για να το προσπεράσεις. Είμαι πίσω από κάθε βρώμικη κουρτίνα καπηλειού, περιμένω κάτω από τη σκάλα κάθε υπογείου και κάνω τραμπάλα στους πολυελαίους των αρχοντικών όταν οι άρχοντες λείπουν σε ταξίδι. Εγώ φέρνω τις κατσαρίδες στις κουζίνες των εργένηδων, και εγώ είμαι αυτός που κάνω κλέφτες τους φτωχούς και κακούς τους βασανισμένους.
Τριγυρνώ μαζί με στρατιές από δαιμόνια μέσα στα σκοτεινά τούνελς, που φιδογυριστά απλώνονται κάτω από τα πόδια σας μέσα στην πόλη, χωρίς εσείς να ξέρετε τίποτε για τις υπόγειες περιπλανήσεις μας. Τις νύχτες καλπάζω μαζί με το ιππικό των ξωτικών πάνω στα κεραμίδια και στις ταράτσες, κάνουμε θόρυβο, χαλάμε τις κεραίες και σας παρακολουθούμε από τα ανοιχτά σας παράθυρα και σας κρυφακούμε από τους φωταγωγούς. Εγώ είμαι αυτός που, όταν πάτε να κατεβείτε από τις σκάλες, κλείνω το φως του διαδρόμου και πέφτει πάνω σας το σκοτάδι στη μέση δύο ορόφων...
Είμαι μέσα σε κάθε αμάξι με άχυρα που περνά το βράδυ έξω από τα κατώφλια σας στα χωριά, κι ο οδηγός του είναι ο Χάρος που φορά το ψάθινο καπέλο για να μην φαίνεται το άσπρο του κρανίο, και κάτω απ’ τα άχυρα μαζί μου έχω αγκαλιά τους νεκρούς συγγενείς σας που πέθαναν προχτές από λησμονιά από πανούκλα ή από δυσεντερία. Κι εσείς νομίζετε ότι είναι κάποιος αγρότης που πάει τα άχυρα στη φάρμα για να φάνε τα γαϊδούρια…
Εγώ είμαι αυτός που φτύνω σκιές στο μονοπάτι σας, που στριγκλίζω στα κεραμίδια  όταν έχει καταιγίδα, που κουνάω τις κουνιστές καρέκλες όταν κανείς δεν κάθεται πάνω τους.
Εγώ είμαι αυτός που κάνει τα ξερά δέντρα να μοιάζουν με δαίμονες που πέφτουν ν' αρπάξουν τον ταξιδιώτη, όταν περνά από κάτω τους τη νύχτα με τρόμο στην ψυχή. Εγώ είμαι αυτός που τρελαίνω τις κότες και κακαρίζουν τις νύχτες στα κοτέτσια μέχρι το πρωί, εμένα βλέπουν τα μωρά και κλαίνε μέσα στις κούνιες τους, και εγώ είμαι εκείνος ο άγνωστος που μπαίνει στην ταβέρνα φορώντας το μαύρο πανωφόρι και το μακρύ καπέλο, και κάθεται μόνος του στη γωνία πίνοντας αίμα που εσείς το περνάτε για κρασί.

Είμαι ένα αστείο παραμιλητό που κρύβει κάτι ανείπωτα τρομερό. Είμαι η αλήθεια πίσω από κάθε ψέμα και η κατάρα του τρελού που τον πετροβολούν τα παιδιά. Είμαι η αγωνία του χαρτοπαίκτη, το βουητό της μύγας και τα φτερά της νυχτερίδας. Είμαι το σχοινί του κρεμασμένου και ο μανδραγόρας που φυτρώνει στο χώμα από το σπέρμα του. Είμαι οι σκιές που φεύγουν την αυγή, για να ξαναγυρίσουμε το δειλινό και μέχρι τότε περιμένουμε στο σκοτάδι των κλειστών σπιτιών και στα υπόγεια εργαστήρια των συνομωτών.

Είμαι αυτό που δεν είναι κανένας, και είμαι όλοι αυτοί που θέλησαν να είναι κάτι αλλά οι άλλοι δεν τους άφησαν.
Είμαι παντού και πουθενά, όλα τα κάνω όταν θέλω, και δεν αφήνω κανέναν να κάνει τίποτε όταν δεν το θέλω.
Ορίστε, βγάζω το καπέλο κι ανοίγω το μαύρο πανωφόρι μου. Είμαι σκιά.
Είμαι ο Κανένας.
Όταν ήσασταν παιδιά μικρά, που φοβόντουσαν τη σκιά τους, με ξέρατε καλά με τ' όνομά μου. Έχω ονόματα πολλά, θρύλους αμέτρητους και χίλια τραγούδια. Αμέτρητου τρόμου ιστορίες. Μα, μέσα σε εκείνους τους λαβυρίνθους της μνήμης σας, θυμάστε τ' όνομά μου, κι αναριγούν τα πλήθη στ' άκουσμά του. Εμένα ονειρεύεστε...

Νομίζετε ότι υποψιάζεστε τα μυστικά μου; Σας περιφρονώ και σας φτύνω! 
Όλοι σας θα πεθάνετε και θα σας κλείσουν σ’ ένα κουτί που θα εξαφανιστεί κάτω απ’ το χώμα,  και θα χαθεί μέσα στα τούνελς μου μαζί με αρουραίους, μεσ’ στις στοές που χοροπηδάνε οι Σάτυροι και χορεύουν με τα χαμένα σας όνειρα και με τις παιδικές σας ηλικίες. .
Εγώ είμαι ο Μπαμπούλας.
Αστείο δεν είναι;
Και σας γνωρίζω όλους με τα μικρά σας ονόματα.
Υπάρχει κανείς εδώ που δεν με φοβήθηκε ποτέ;;...

-Αυλαία-


Π. Γ.

7 comments:

Ανώνυμος είπε...

Ο John Wick δεν τον φοβάται.

Unknown είπε...

Κι αν για μια στιγμή γινόταν ο Μπαμπούλας κάποιος με σάρκα και οστά μπροστά σου, ένας εξωγήινος ας πούμε, δε θα 'ταν τρομερή η αίσθηση να ορμήσεις να τον διαλύσεις απροφύλλαχτος έχοντας πλήρη επίγνωση ότι μάλλον θα σε διαλύσει αυτός; Όπως αυτός που τρέμει τα ύψη και ορμάει στο κενό απ' την κορυφή του ουρανοξύστη. Τι άγρια ομορφιά που έχει η ελευθερία της ψυχής. ..

skouset είπε...

πολύ καλό...

skouset είπε...

Πολύ καλό....

Anwrimos είπε...

Θελω να διαβάσω καινούριο βιβλίο σας, θα βγάλετε καποιο άμεσα;

Π. Β. Γ. είπε...

...όπως ήδη ξέρεις, δύσκολοι καιροί για βιβλία...
Γράφω πολύ, έχω πολλά «στα σκαριά», και μερικά έτοιμα, ίσως μάλιστα κάτι εκδοθεί σύντομα αλλά δεν είναι σίγουρο.
Η συγγραφική προσπάθεια πολλές φορές δεν συμβαδίζει με την εκδοτική προσπάθεια, (πόσο μάλλον εν καιροίς χαλεποίς).
Ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σου,ελπίζω το συντομότερο να σου το δικαιώσω.
Π. Γ.

Anwrimos είπε...

Το καταλαβαίνω αυτό που γράφετε, εγώ λόγω της κατάστασης που επικρατεί, φεύγω το καλοκαίρι για Βερολίνο μόνιμα. Μακάρι να βρεθω σε κάποια ομιλία σας πριν φύγω. Είμαι πολύ παλιός αναγνωστης του περιοδικού και των βιβλίων σας. Καλή συνέχεια σε ό,τι κάνετε!