ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ ΕΝΤΓΚΑΡ ΑΛΛΑΝ ΠΟΕ
Ο Edgar Allan Poe γεννήθηκε στις 19 Ιανουαρίου 1809 και
πέθανε στις 8 Οκτωβρίου 1849. Είναι ο δικαιωματικός Πατέρας της Λογοτεχνίας του
Φανταστικού, των Ονείρων, του Τρόμου, και των Μυστηρίων, εξαίσιος συγγραφέας ανυπολόγιστης
επιρροής, μεγάλος ποιητής και στοχαστής.
Στη σελίδα αυτή, που θέλω να την αφιερώσω στη μνήμη του,
θέλησα να τον μνημονεύσω διότι γιορτάζουμε τα 166 χρόνια από τον θάνατό του,
(και όχι τα 206 από τη γέννησή του, για πολλούς συγκεκριμένους λόγους...)
Είμαστε όλοι μας καταδικασμένοι –αργά ή γρήγορα– στη λήθη.
Θα έρθει μια στιγμή που κανείς δεν θα μας θυμάται. Ελπίζω κάποιος, 166 χρόνια
μετά την εξαφάνισή μας, να γράψει λίγες αράδες αφιερωμένες στη μνήμη έστω και
ενός από εμάς, όπως κάνω εγώ τώρα για τον Πόε. Μ’ αυτόν τον τρόπο, εμείς οι
εξαφανισμένοι του μέλλοντος, νικάμε τον θάνατο, όσο θα υπάρχει έστω και ένας
αδελφός μας, κάπου μακριά μέσα στον χρόνο...
Ο Έντγκαρ Άλλαν Πόε δεν με γνώρισε ποτέ. Τα γραπτά του με
συνοδεύουν από πολύ μικρό παιδάκι, μπορώ μάλιστα να πω ότι, η ανάγνωση τους, (μαζί
με την ανάγνωση του έργου του Ιουλίου Βερν, του Γκυ Ντε Μωπασάν, της Οδύσσειας, του Τομ Σώγιερ του Μαρκ Τουαίην και μερικών όμορφων μυστηριακών παραμυθιών),
με έφεραν στην παράξενη θέση που βρίσκομαι σήμερα…
Τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές, έξω είναι νύχτα, ίδια μ’
εκείνες τις νύχτες που διάβαζα τις ιστορίες και τα ποιήματα του Πόε, αλλά εγώ
δεν είμαι πια εκείνο το παιδί. Εκείνο το αγόρι ούτε που φανταζόταν –τότε που
έπιασε για πρώτη φορά στα χέρια του εκείνο το βιβλίο– πως κάποτε θα γράφει αυτά
τα πράγματα και κάποιοι άνθρωποι θα τον διαβάζουν, όπως κάνετε εσείς τώρα.
Ούτε και ο Πόε το ήξερε, εκείνη τη στιγμή που κάθισε στο
γραφειάκι του κάτω από το φως του κεριού, κι έξω ήταν νύχτα, κι άγγιξε το χαρτί
με την πένα του γράφοντας την πρώτη γραμμή μιας ιστορίας ή ενός ποιήματος, δεν
το ήξερε, πως αυτό που θα έγραφε θα ταξίδευε δύο αιώνες μέσα στην άβυσσο του
χρόνου, για να φτάσει στην καρδιά ενός άγνωστου του ανθρώπου, σε ένα άγνωστο
γι’ αυτόν μακρινό μέρος. Ενός ανθρώπου που θα τον αγαπούσε χωρίς να γνωριστούν
ποτέ.
Ξέρεις, εγώ κι εσύ (αν σού έχει συμβεί το ίδιο κι εσένα που
διαβάζεις αυτές τις γραμμές) δεν είμαστε οι μόνοι στους οποίους συνέβη αυτό. Ο
Ιούλιος Βερν, πολύ πριν από εμάς, διάβασε εκείνη την ιστορία και το ποίημα
εκείνης της νύχτας και επηρεάστηκε γράφοντας τα έργα του. Ο Χ. Φ. Λάβκραφτ δεν
θα έγραφε ποτέ τίποτε απ’ αυτά που άφησε πίσω του, αν δεν είχε διαβάσει τον
Πόε. Ο Μπωντλαίρ δεν θα ήταν ποιητής, αν δεν τον στοίχειωνε ο Πόε. Κι από την
άλλη, ίσως εμείς δεν θα ξέραμε τον Πόε, αν δεν μετέφραζε ο Μπωντλαίρ για πρώτη
φορά το έργο του Πόε στην Ευρώπη. Ο Καρυωτάκης δεν θα έγραφε τα Νηπενθή και τον Πόνο του Ανθρώπου και των Πραγμάτων. Αμέτρητοι συγγραφείς και τα
έργα τους, κόσμοι ολόκληροι, αληθινά δεν θα υπήρχαν, αν δεν έγραφε εκείνες τις
νύχτες αυτά που έγραψε πάνω στο ημιφωτισμένο χαρτί ο Έντγκαρ Πόε... Μια
ατέλειωτη παρέλαση ταξιδιωτών, που χάνονται απειράριθμοι και άγνωστοι πέρα από
τα σύνορα των κόσμων, πέρα από τα πέπλα του χρόνου, δεν θα ακολουθούσε τα
παράξενα μονοπάτια που τούς οδήγησαν μακριά, αν ο Πόε δεν έγραφε εκείνες τις
γραμμούλες. Και, ο Πόε δεν ήξερε τίποτε απ’ όλα αυτά!! Δεν ήξερε πώς και πού
αυτά θα καταλήξουν. Είχαμε την ίδια
παιδική άγνοια. Αυτός όταν έγραφε, εγώ όταν διάβαζα.
Τώρα, και οι δύο έχουμε κάτι κοινό, έχουμε μάθει κάτι
παραπάνω. Τη μαγική αλχημεία του χρόνου. Τη μαγεία των ατέρμονων αλυσιδωτών
αντιδράσεων, που η μια φέρνει την άλλη, ατέλειωτα, κάνοντας τα σύμπαντα να
κινούνται. Εμείς κινούμε τα σύμπαντα. Και, ξέρετε πώς τα κινούμε; Με όνειρα.
Όχι απλά με όνειρα που ονειρευόμαστε εμείς. Με όνειρα που τα ονειρεύονται
άλλοι, επειδή τα ονειρευτήκαμε εμείς. Όνειρα μέσα σε όνειρα.
Ένας άλλος συγγραφέας που αγαπώ, o C. S. Lewis,
όταν τον ρώτησαν γιατί γράφει αυτά που γράφει, είχε απαντήσει κάτι πολύ όμορφο
που πάντα το θυμάμαι: «Οι άνθρωποι γράφουν γιατί είναι μόνοι, και διαβάζουν για
να μην είναι μόνοι...»
Αυτό δεν σημαίνει έτσι απλά αυτό που φαίνεται ότι σημαίνει.
Άλλωστε, όλοι μόνοι μας είμαστε, έτσι δεν είναι;
Όχι, δεν είναι έτσι. Εγώ δεν
είμαι καθόλου μόνος μου. Έχω λίγους ανθρώπους που μ’ αγαπούν, έχω ανθρώπους που
με αγάπησαν και θα μ’ αγαπήσουν μέσα στον ανεξιχνίαστο χρόνο του Σύμπαντος. Μα,
πάνω απ’ όλα, δεν είμαι μόνος μου γιατί υπάρχουν άνθρωποι που νιώθουν όπως κι
εγώ, ακριβώς όπως κι εγώ, δεν ξέρω πόσοι είναι, ξέρω μόνο ότι είναι κι αυτοί
εκεί έξω, ξέρω μόνο ότι έρχονται και φεύγουν, σε έναν κόσμο που μας προδίδει
κάθε μέρα, έρχονται και φεύγουν πολεμώντας τον ίδιο πόλεμο. Τον πόλεμο του
ονείρου ενάντια στις δυνάμεις του χρόνου και του υλισμού. Έτσι, λοιπόν, αφού
έχω τους συμπολεμιστές μου, γιατί να νιώθω μόνος; Είμαστε η πιο μοναχική παρέα,
που χώρο και χρόνο δεν γνωρίζει, και που τα κατορθώματα της πάντα υπάρχει
κάποιος να τα διηγηθεί και να τα ξαναζωντανέψει, παρ’ όλη την δυσαρέσκεια των
εχθρών.
Θα μου πείτε, για ποιους εχθρούς μιλάς τώρα... Μα, για τους
εχθρούς της ανθρωπότητας: «Hostis Humani Generis». Και, ποιοι είναι οι εχθροί της
ανθρωπότητας;
Οι εχθροί μας είναι εκείνοι που πολεμάνε τα όνειρά μας και
θέλουν να τα εξαφανίσουν. Όχι να τα εξαφανίσουν από τον κόσμο. Έτσι κι αλλιώς
εξαφανιζόμαστε απ’ αυτόν. Αγωνίζονται με ακρίβεια, διαχρονικότητα και συνέπεια,
για να τα εξαφανίσουν από τη μνήμη των ανθρώπων. Για να ανακόψουν την
αναμετάδοση και αυτά που προκαλεί.
Ξέρετε, αν κάτι υπάρξει κι έπειτα χαθεί, αν τελικά αυτό το
κάτι ξεχαστεί, είναι σαν να μην υπήρξε ποτέ! Κι από την άλλη, όμως, αν κάτι δεν
υπήρξε ποτέ, αλλά μπορούμε να ονειρευτούμε ότι υπήρξε, είναι σαν να υπάρχει από
πάντα και για πάντα. Ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο άκρα (κι όχι πάντα σ’ αυτά),
διεξάγεται ο πόλεμος για τον οποίο μιλώ...
Ο Τ. Ε. Λώρενς (ο «Λώρενς της Αραβίας») είχε γράψει στα
απομνημονεύματα του: «Όλοι οι άνθρωποι ονειρεύονται, αλλά όχι ίσα. Εκείνοι που
ονειρεύονται τη νύχτα, στις σκονισμένες γωνιές του νου τους, ξυπνούν την ημέρα
για να ανακαλύψουν ότι ήταν μάταιο. Αλλά οι ονειροπόλοι της ημέρας είναι
επικίνδυνοι άνθρωποι. Γιατί μπορούν να πράξουν πάνω στα όνειρα τους με ανοιχτά
μάτια, για να τα κάνουν αληθινά...»
Ποιοι είναι οι αληθινοί αρχιτέκτονες του κόσμου μας, και με
ποιο υλικό έχουν οικοδομήσει;...
Σε αυτό το κτίριο εδώ πέρα όπου μένουμε όλοι εμείς, άγνωστοι
μου φίλοι, δεν γράφει τα ονόματά μας στο θυροτηλέφωνο.
Ποτέ δεν τα έγραφε. Αν μερικά από αυτά θα τα ξέρουν οι επόμενοι ένοικοι, θα
είναι γιατί εμείς θα τα γράψουμε σ’ ένα μήνυμα. Εμείς, ή αυτοί που μας αγαπούν,
ή αυτοί που θα μας αγαπήσουν. Μένουμε κρυφά
στο υπόγειο...
Ο Πόε πέθανε δυστυχισμένος, φτωχός και ξεχασμένος, σε ένα
παγωμένο πεζοδρόμιο της Βαλτιμόρης, πριν από 166 χρόνια. Ο ποιητής που έγραψε
το Κοράκι και τις Ιστορίες Μυστηρίου και Φαντασίας, είχε
πάει μεθυσμένος για να πουλήσει την ψήφο του σε ένα εκλογικό κέντρο για λίγες
πενταροδεκάρες. Μέσα στη νύχτα, μια τεράστια ουρά από ζητιάνους περίμενε μέσα
στο χιόνι, και κάπου ανάμεσα τους έστεκε τρέμοντας και ο Πόε. Έπεσε στο
πεζοδρόμιο αναίσθητος, χωρίς κανένας να σκύψει για να τον βοηθήσει. Το
ξημέρωμα, τον περιμάζεψαν ετοιμοθάνατο και τον πήγαν στο νοσοκομείο. Εκεί
ξεψύχησε, ανάμεσα σε ξένους. Κανένας από εμάς δεν ήταν εκεί. Τα τελευταία του
λόγια ήταν: «Κύριε, βοήθησε την φτωχή μου ψυχή...»
Σε έναν κόσμο γύρω μας, που οι ποιητές του ρετιρέ της οικοδομής τρώνε με χρυσά
κουτάλια και τα τελευταία τους λόγια είναι «θέλω η κηδεία μου να είναι σεμνή,
μην κάνετε φανφάρες και απόδοση τιμών» (θυμάμαι εδώ, δυστυχώς, τον Ελύτη), τον Έντγκαρ
Πόε και αμέτρητα άλλα γνωστά και άγνωστα αδέλφια μας τα πέταξαν σε μια τρύπα
μέσα σε ένα σανιδένιο κουτί, μέσα στη βροχή και στη λάσπη, και οι μόνοι
παρόντες ήταν οι νεκροθάφτες.
Εντάξει, ωραίο δράμα είναι όλα αυτά, ωραία ιστορία, θα μου
πείτε. Εγώ, κάποτε, ένα μικρό παιδάκι που διάβαζα ένα βιβλιαράκι που δεν τα
έγραφε όλα αυτά, και μετά ξαφνικά τα ανακάλυψα γραμμένα σε ένα άλλο δυσεύρετο
βιβλιαράκι, ξέρετε τί σκέφτηκα; Ποιος θα
εκδικηθεί για τον Πόε;
Κι αν θεωρείτε τον εαυτό σας λίγο ιδιαίτερο, ή λίγο
παράξενο, ποιος θα εκδικηθεί για εσάς όταν θα φύγετε, για όλα αυτά που έχετε
υποφέρει εδώ πέρα εξαιτίας της ιδιαιτερότητάς σας;
Θα μου πείτε ίσως, «υπάρχει άνθρωπος που να μην είναι
ιδιαίτερος»; Θα σας πω, ότι αυτή την ατάκα που μου λέτε τώρα, δεν την είπατε
εσείς, κάπου τη διαβάσατε κάποτε, και αυτός που την έγραψε ήταν ιδιαίτερος...
Ένας ιδιαίτερος άνθρωπος, ο Έντγκαρ Άλλαν Πόε, αυτός που
είχε πει μια άλλη θρυλική ατάκα, («Θα έδινα ευχαρίστως την υπόλοιπη ζωή που μου
απομένει, αν μπορούσα έστω και για λίγη ώρα να εκφράσω έστω και τα μισά από τα
πράγματα που σκέφτομαι...»), κάπου είχε γράψει:
«Πολλές φορές διασκεδάζω τον εαυτό μου, με το να προσπαθώ να
φανταστώ ποια θα ήταν η μοίρα ενός ατόμου χαρισματικού –ή καταραμένου– που θα
είχε μια διάνοια κατά πολύ ανώτερη από αυτή της γενιάς του και της εποχής του.
Φυσικά, θα είχε συνείδηση της ανωτερότητάς του, αλλά δεν θα μπορούσε να
διακηρύξει αυτή του τη συνείδηση. Έτσι, παντού και πάντοτε, θα δημιουργούσε
μονάχα εχθρούς. Και αφού οι απόψεις του και οι παρατηρήσεις του θα διέφεραν
τελείως από αυτές όλου του υπόλοιπου ανθρώπινου γένους, είναι βέβαιο πως θα
χαρακτηριζόταν τρελός. Τι τρομακτικά επώδυνη είναι μια τέτοια κατάσταση! Η
κόλαση δεν θα μπορούσε να εφεύρει μεγαλύτερο βασανιστήριο, από αυτό τού να
κατηγορείσαι για αφύσικες αδυναμίες ακριβώς επειδή είσαι αφύσικα δυνατός...»
«...Είναι ξεκάθαρο, ότι ένα πολύ ιδιαίτερο και γενναιόδωρο
πνεύμα –που θα αισθάνεται αληθινά όλα αυτά που οι άλλοι υποκρίνονται ότι
αισθάνονται– αναπόφευκτα δεν θα γίνει κατανοητό από καμιά κατεύθυνση, και τα
κίνητρα του πάντοτε θα παρεξηγούνται. Όπως ακριβώς η μεγαλύτερη ευφυία θα
παρανοείται ως ανικανότητα, έτσι και η αληθινή Ευγένεια και ο Ιπποτισμός θα
καταλήξουν να παρανοούνται ως κακίες υψηλού βαθμού, ή κινήσεις ύποπτων
προθέσεων... Το ίδιο θα συμβεί και με άλλες αρετές. Το ζήτημα αυτό είναι
αληθινά οδυνηρό...
»Το ότι υπάρχουν άνθρωποι που έχουν υψωθεί πολύ υψηλότερα
από το επίπεδο της υπόλοιπης ανθρωπότητας, είναι αναμφισβήτητο... Όμως, αν
κοιτάξουμε πίσω στην Ιστορία ψάχνοντας για τα ίχνη της ύπαρξής τους, θα
προσπεράσουμε βιαστικά όλες τις βιογραφίες των ‘’καλών και των μεγάλων’’, και
θα βρεθούμε να ψάχνουμε προσεκτικά τα μισοσβησμένα αρχεία που απαριθμούν παράξενους
ανθρώπους, που πέθαναν σε φυλακές, σε ψυχιατρεία, στις αγχόνες και στις πυρές,
σε σκοτεινά μοναχικά δωμάτια και σε αφιλόξενα μακρινά μέρη...»
Ίσως μετά από άλλα 166 χρόνια κανείς να μη θυμάται τον
Έντγκαρ Άλλαν Πόε. (Τον Σημηριώτη, που μετέφρασε τόσο όμορφα την ποίηση του Πόε
στην Ελλάδα, κανείς δεν τον θυμάται). Δεν είναι δύσκολο να συμβεί. Κανείς από
εμάς δεν θα είναι πια εδώ, έτσι κι αλλιώς. Και ποιος από όλους εμάς, θα μιλήσει
στους επόμενους για εμάς, για όλους τους άλλους, και για τον Έντγκαρ Πόε;
Πώς θα επιβιώσει το όραμα των ονειροπόλων, που έχει
δημιουργήσει όλα τα πνευματικά θαυμαστά πράγματα του κόσμου μας, όταν δεν θα
υπάρχουν πια ονειροπόλοι για να το μεταδώσουν;...
Να γιατί, σ’ αυτήν την φτωχική σελίδα που τιμά τη μνήμη ενός
φτωχού ανθρώπου, διάλεξα να μην γιορτάσουμε τα 206 χρόνια από τη γέννησή του,
αλλά τα 166 χρόνια από τον θάνατο του,
και να σας καλέσω να τον θυμηθούμε σήμερα. Εμείς που ξέρουμε ότι τα όνειρα
υπάρχουν και θα υπάρχουν, όσο θα τα ονειρευόμαστε, και όσο θα τα θυμόμαστε και
δεν θα τα ξεχνάμε, ώστε να γίνουμε αληθινοί...
Ο Κύριος που μας ονειρεύτηκε κάποτε, ας βοηθήσει την φτωχή
ψυχή του, όπου κι αν βρίσκεται τώρα. Σήμερα, ανάμεσα μας, δεν είναι πια παρά
ένα όνειρο μέσα σ’ ένα όνειρο. Αυτό που πάντοτε ήταν...