Dreamland
By a route obscure and lonely,
Haunted by ill angels only,
Where an Eidolon, named NIGHT,
On a black throne reigns upright,
I have reached these lands but newly
From an ultimate dim Thule—
From a wild weird clime that lieth, sublime,
Out of SPACE—Out of TIME.
Bottomless vales and boundless floods,
And chasms, and caves, and Titan woods,
With forms that no man can discover
For the tears that drip all over
Mountains toppling evermore
Into seas without a shore
Seas that restlessly aspire,
Surging, unto skies of fire
..............
For the heart whose woes are legion
’T is a peaceful, soothing region—
For the spirit that walks in shadow
’T is—oh, ’t is an Eldorado!
But the traveller, travelling through it,
May not—dare not openly view it;
Never its mysteries are exposed
To the weak human eye unclosed;
So wills its King, who hath forbid
The uplifting of the fring'd lid;
And thus the sad Soul that here passes
Beholds it but through darkened glasses.
By a route obscure and lonely,
Haunted by ill angels only,
Where an Eidolon, named NIGHT,
On a black throne reigns upright,
I have wandered home but newly
From this ultimate dim Thule.
Edgar Allan Poe
ΠΕΙΡΑΜΑ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗΣ
Είναι μια μεγάλη αλήθεια ότι ο κόσμος
αποτελείται από τα πράγματα που παρατηρούμε ότι αποτελείται.
Αλλάζεις αυτά που παρατηρείς, αλλάζουν
τα περιεχόμενα, αλλάζει ο κόσμος. (Αλλάζεις κι εσύ). Στον κόσμο συμβαίνει αυτό
που παρατηρείς ότι συμβαίνει.
Και για κάποιον παράξενο λόγο (χμ…),
υπάρχουν πάντα κάποιοι που σε βάζουν να παρατηρήσεις κάτι που συμβαίνει, για να
παρατηρείς τον κόσμο στον οποίο συμβαίνει αυτό, και τα άλλα που σχετίζονται με
αυτό, έτσι ώστε να παρατηρείς τον κόσμο που αυτοί θέλουν να παρατηρείς και όχι
όλον τον υπόλοιπο (ή τους υπόλοιπους).
Ο κόσμος, άλλωστε, είναι κάτι πάρα πολύ
μεγαλύτερο από την παρατήρησή μας ή τις αναμνήσεις των παρατηρήσεών μας, ή την
ιστορία των συμβάντων του κόσμου που κάποιοι μας έβαλαν –ή μας έμαθαν– να
παρατηρούμε.
Όπως κι αν έχει, στο κάτω-κάτω,
παρατηρούμε αυτό που φαίνεται. Και, τις περισσότερες φορές, αυτό που φαίνεται
είναι αυτό που μας δείχνουν.
Μας μαθαίνουν λίγα. Μας δείχνουν λίγα.
Παρατηρούμε λίγα.
Ο κόσμος είναι ένα πολύ μικρό μέρος. (Καταλαβαίνουμε λίγα.
Φανταζόμαστε λίγα. Κάνουμε λίγα). Εμείς οι ίδιοι είμαστε λίγοι και μικροί,
εξαιτίας αυτού του γεγονότος.
Ο κόσμος είσαι εσύ. Γι’ αυτό είναι
τόσο απογοητευτικός! Ο κόσμος είναι ο εαυτός σου. Και απογοητεύεσαι από τον
κόσμο, τελικά, επειδή απογοητεύεσαι (κρυφά) από τον εαυτό σου.
Και ο εαυτός σου δεν είναι στ’ αλήθεια
δικός σου. Είναι ίδιος με τον εαυτό όλων των άλλων εδώ γύρω. Μα, πώς γίνεται
αυτό;; …Ναι, πώς να γίνεται άραγε;;…
Ίσως να το έχετε ξανακούσει, ότι αυτήν
την εποχή στην Ελλάδα, με την Κρίση που περνάμε και με όλα τα άλλα, έχουμε
γίνει ένα Πείραμα. Ναι, αυτό είναι φανερό…μάλλον. Αλλά δεν είμαι σίγουρος ότι
έχουμε καταλάβει ποιο είναι το Πείραμα...
Έχουμε γίνει, μεταξύ πολλών άλλων
πειραμάτων, (πρόκειται, βλέπετε, για πολυεπίπεδο πείραμα), ένα Πείραμα Παρατήρησης.
Κάποιοι μας παρατηρούν.
Μας παρατηρούν και καταλαβαίνουν έτσι
πράγματα για τον κόσμο, που εμείς δεν καταλαβαίνουμε, επειδή δεν μπορούμε να μάς
παρατηρήσουμε, δηλαδή, δεν μπορούμε να παρατηρήσουμε τον εαυτό μας, παρά μόνο
παρατηρούμε αυτά που μας δείχνουν για τον εαυτό μας…
Εντάξει. ….
Ας κάνουμε, εδώ, μαζί, ένα Πείραμα Παρατήρησης.
Αφήστε με, για παράδειγμα, να σας
δείξω τι παρατηρώ εγώ σήμερα, στην πολύ παράξενη κατάσταση που έχουμε περιέλθει
εδώ στην τοπική μας πραγματικότητα.
Παρατηρώ ότι η μεγάλη Κρίση, την οποία
περνάμε εδώ στην τοπική μας πραγματικότητα, βοηθάει πάρα πολύ, πάρα πολλούς από
τους συμπολίτες μας, χωρίς εμείς να το παρατηρούμε ή να το καταλαβαίνουμε. Το
βλέπω πολύ καθαρά αυτό και το παρατηρώ συνεχώς (λόγω ασχολίας, ας πούμε, όχι
για κανέναν άλλο λόγο).
Παρατηρώ ότι οι αμέτρητοι δημοσιογράφοι
μας κυριολεκτικά έχουν βρει την υγειά
τους οι άνθρωποι. Εκεί που, παλαιότερα, κάθε μέρα προβληματίζονταν για το
τι να εκθέσουν, τι να σχολιάσουν, τι να καταγγείλουν, πώς να ρητορεύσουν, πώς
να κερδίσουν τη συμπάθεια και το ενδιαφέρον του «κοινού», πώς να γεμίσουν το
πρόγραμμά τους, τις ειδήσεις τους, τις στήλες τους, τις εκπομπές τους, τις
εφημερίδες τους, κλπ, και το έκαναν με μεγάλο κόπο, ιδέες, ανιχνεύσεις, έρευνες,
δικτυώσεις, κλπ….τώρα, αυτό είναι για αυτούς το πιο απλό καθημερινό πράγμα, δεν
χρειάζεται καθόλου να προβληματίζονται πλέον, απλά αναφέρονται συνεχώς στην πολυεπίπεδη
Κρίση και στα συνεπαγόμενά της, και στα πάντα τα συναφή. Και, βέβαια, συνδέουν
αργά και σταθερά τα πάντα σε σχέση με αυτό, προεκτείνοντας τα, όλο και πιο
βαθιά, όλο και πιο ενημερωμένα, με όλο και πιο πολλές λεπτομέρειες, ανοίγοντας
όλο και πιο πολύ τη δουλειά με χαρά, πάνω στο ίδιο μονοπάτι που δεν χρειάζεται
πλέον να ψάχνουν για άλλο, επειδή έχει μετατραπεί σε τιτάνια λεωφόρο που τους
χωράει όλους και όλα, για όλους έχει η Κρίση και για όλα έχεις κάτι να πεις και
να δείξεις και να καταγγείλεις και να ρητορεύσεις. (Αυτός είναι ο λόγος για τον
οποίον, όπου και να γυρίσετε να κοιτάξετε σε τηλεόραση, εφημερίδες, έντυπα,
ραδιόφωνο, ίντερνετ, απλά θα δείτε κάτι σχετικό με την Κρίση). Μιλάμε, ούτε
λίγο ούτε πολύ, για τον δημοσιογραφικό παράδεισο!
Οι πολιτικοί μας, (που οι περισσότεροι
από αυτούς ήταν ανέκαθεν ένα μάτσο από τυχοδιώκτες συνωμότες
δικηγόρους-οικονομολόγους-λογιστές-δημοσιογράφους,
γραμματείς και φαρισαίους
και γραφειοκράτες, του χειρίστου είδους), που, παλαιότερα, κυριολεκτικά δεν
είχαν τι να πουν και τι να κάνουν οι άνθρωποι, για να φαίνεται ότι κάτι κάνουν,
τώρα απλά έχουν επιτέλους μόνο δυο πανεύκολες εύλογες επιλογές : να προσπαθήσουν
να εξηγήσουν την Κρίση και όλα τα συναφή, παρουσιαζόμενοι ως ειδικοί, και πώς
αυτοί ξέρουν τι είναι απαραίτητο να γίνει και τι δεν είναι, και να υποκριθούν ότι είναι στη δική τους εξουσία να τη διαχειριστούν, ή να αντιταχθούν
στην Κρίση και σε αυτούς που την εξηγούν και λένε τι είναι απαραίτητο και τι
δεν είναι, κλπ, και να πάρουν το μέρος του απλού ανθρώπου στα πάντα, μιλώντας για
την αλλαγή του σκηνικού. (Επιπλέον, εκεί
που κανείς δεν έδινε δεκάρα για την πολιτική και τους πολιτικούς και τα
πολιτικά, αλλά και για την οικονομική πολιτική, και για τα κόμματα, κλπ, τώρα
ξαφνικά αυτά ενδιαφέρουν τους πάντες!). Μιλάμε, ούτε λίγο ούτε πολύ, για τον
πολιτικό παράδεισο!
Παρατηρώ ότι οι περισσότεροι άνθρωποι, οι απλοί πολίτες, που συνήθως δεν ασχολούνταν με τίποτε πέρα από τη δουλειά τους και τη διασκέδασή τους (και με κάποια ίδια όλοι ανόητα πράγματα, όπως τα καλλυντικά και ο αθλητισμός κλπ), τώρα ξαφνικά βρήκαν κάτι να ασχοληθούν, να νιώσουν ότι κάτι σημαντικό τους ενώνει με τους άλλους, κάτι για να μιλήσουν, να καταγγείλουν, να φωνάξουν, να ρητορεύσουν κι αυτοί : την Κρίση, και τα συναφή. Το ένιωθαν κάπου βαθιά μέσα τους ότι σε κάτι πρέπει να επαναστατήσουν κάποτε, ότι κάτι δεν είναι σωστό, ότι κάτι δεν πάει καλά, και επιτέλους το ανακάλυψαν!
Τώρα μπορούν να επαναστατήσουν ενάντια στην Κρίση, και σε όλα που συνδέονται με αυτήν, δηλαδή στα πάντα. Και δεν έχουν πια, παρά –δημιουργικά όσο ποτέ άλλοτε– να εντοπίσουν τις αιτίες της Κρίσης, ποιος φταίει, τι φταίει, κλπ. Ανακάλυψαν ακόμη και τις συνωμοσίες! Απέκτησαν Κοσμοθέαση. Απέκτησε ένα νόημα η βαρετή ζωή τους.
Παρατηρώ, για παράδειγμα, τους χιλιάδες συμπολίτες μας που γράφουν καθημερινά κάτι παντού στο ίντερνετ. Όλοι πλέον γράφουν για την Κρίση, για την προδοσία, τη συνωμοσία, για το ένα σχετικό ή το άλλο. Όλοι βρήκαν κάτι για να είναι μικροί ήρωες. Καταγγέλλουν, επαναστατούν γράφοντας ένα κειμενάκι, αναλύουν, βρίζουν, ανακαλύπτουν, επιδεικνύουν, καταδεικνύουν, σχολιάζουν επαναστατικά, ριζοσπαστικά, οργισμένα, απαξιωτικά, και σχεδόν όλοι συμφωνούν μεταξύ τους, με μεγάλη ομόνοια, όλοι περνάνε πολύ ωραία, με καλή παρέα, και έγιναν όλοι ξεχωριστοί και ωραίοι. Κανένας δεν διαφωνεί πια μαζί τους. Κανένας πια δεν λέει στον άλλον ότι δεν είναι έτσι αυτό που λέει. Κι όλοι πια έχουν να πουν κάτι. Κι όλοι χειροκροτούν ο ένας τον άλλον, και χαίρονται που είναι όλοι αγανακτισμένοι, ικανοποιούνται για πρώτη φορά από τους συνανθρώπους. (Ακόμη και στις διάφορες συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας ή εθελοντισμού, κάνουν και νέες γνωριμίες). Μιλάμε, ούτε λίγο ούτε πολύ, για τον παράδεισο του συμπολίτη!
Κανένας δεν επαναστατεί στ’ αλήθεια ενάντια στο Σύστημα. Δεν είναι εναντίον του Συστήματος. Όλοι αγανακτούν και διαμαρτύρονται γιατί το Σύστημα δεν δουλεύει καλά. Δεν θέλουν να μην υπάρχει το Σύστημα. Αντιθέτως! Μιλάμε, δηλαδή, ούτε λίγο ούτε πολύ, για τον παράδεισο του Συστήματος!
Όλοι εκείνοι που είχαν εδώ πρόβλημα, νιώθουν ξαφνικά λίγο καλύτερα, διότι όλοι πια έχουν πρόβλημα!
Παρατηρώ ότι οι περισσότεροι άνθρωποι, οι απλοί πολίτες, που συνήθως δεν ασχολούνταν με τίποτε πέρα από τη δουλειά τους και τη διασκέδασή τους (και με κάποια ίδια όλοι ανόητα πράγματα, όπως τα καλλυντικά και ο αθλητισμός κλπ), τώρα ξαφνικά βρήκαν κάτι να ασχοληθούν, να νιώσουν ότι κάτι σημαντικό τους ενώνει με τους άλλους, κάτι για να μιλήσουν, να καταγγείλουν, να φωνάξουν, να ρητορεύσουν κι αυτοί : την Κρίση, και τα συναφή. Το ένιωθαν κάπου βαθιά μέσα τους ότι σε κάτι πρέπει να επαναστατήσουν κάποτε, ότι κάτι δεν είναι σωστό, ότι κάτι δεν πάει καλά, και επιτέλους το ανακάλυψαν!
Τώρα μπορούν να επαναστατήσουν ενάντια στην Κρίση, και σε όλα που συνδέονται με αυτήν, δηλαδή στα πάντα. Και δεν έχουν πια, παρά –δημιουργικά όσο ποτέ άλλοτε– να εντοπίσουν τις αιτίες της Κρίσης, ποιος φταίει, τι φταίει, κλπ. Ανακάλυψαν ακόμη και τις συνωμοσίες! Απέκτησαν Κοσμοθέαση. Απέκτησε ένα νόημα η βαρετή ζωή τους.
Παρατηρώ, για παράδειγμα, τους χιλιάδες συμπολίτες μας που γράφουν καθημερινά κάτι παντού στο ίντερνετ. Όλοι πλέον γράφουν για την Κρίση, για την προδοσία, τη συνωμοσία, για το ένα σχετικό ή το άλλο. Όλοι βρήκαν κάτι για να είναι μικροί ήρωες. Καταγγέλλουν, επαναστατούν γράφοντας ένα κειμενάκι, αναλύουν, βρίζουν, ανακαλύπτουν, επιδεικνύουν, καταδεικνύουν, σχολιάζουν επαναστατικά, ριζοσπαστικά, οργισμένα, απαξιωτικά, και σχεδόν όλοι συμφωνούν μεταξύ τους, με μεγάλη ομόνοια, όλοι περνάνε πολύ ωραία, με καλή παρέα, και έγιναν όλοι ξεχωριστοί και ωραίοι. Κανένας δεν διαφωνεί πια μαζί τους. Κανένας πια δεν λέει στον άλλον ότι δεν είναι έτσι αυτό που λέει. Κι όλοι πια έχουν να πουν κάτι. Κι όλοι χειροκροτούν ο ένας τον άλλον, και χαίρονται που είναι όλοι αγανακτισμένοι, ικανοποιούνται για πρώτη φορά από τους συνανθρώπους. (Ακόμη και στις διάφορες συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας ή εθελοντισμού, κάνουν και νέες γνωριμίες). Μιλάμε, ούτε λίγο ούτε πολύ, για τον παράδεισο του συμπολίτη!
Κανένας δεν επαναστατεί στ’ αλήθεια ενάντια στο Σύστημα. Δεν είναι εναντίον του Συστήματος. Όλοι αγανακτούν και διαμαρτύρονται γιατί το Σύστημα δεν δουλεύει καλά. Δεν θέλουν να μην υπάρχει το Σύστημα. Αντιθέτως! Μιλάμε, δηλαδή, ούτε λίγο ούτε πολύ, για τον παράδεισο του Συστήματος!
Όλοι εκείνοι που είχαν εδώ πρόβλημα, νιώθουν ξαφνικά λίγο καλύτερα, διότι όλοι πια έχουν πρόβλημα!
Κι εκείνοι που δεν μπορούσαν να
πληρώσουν, αγχώνονται πια λιγότερο, διότι όλοι πια δεν μπορούν να πληρώσουν. Ο
παράδεισος του προβληματισμένου!
Παρατηρώ τα συνεχή δυστυχή συμβάντα.
Παρατηρώ τα συνεχή δυστυχή συμβάντα.
Και έχω ήδη παρατηρήσει ότι, εδώ, σ’
αυτόν τον ταλαιπωρημένο τόπο, που βασανίζει τον εαυτό του συνεχώς και που
συνέχεια τρώει τα παιδιά του και προδίδει τις αξίες του, εδώ σε αυτόν τον τόπο,
οι Έλληνες, είχαν πάντα –πέρα από τις πολλές ιδιαιτερότητές τους– ένα ξεχωριστό
χαρακτηριστικό (ολοφάνερο προς παρατήρηση όχι μόνον σε κάποιον που ζει εδώ και
το βιώνει, αλλά ακόμη πιο φανερό αν ταξιδέψει λίγο και δει πώς είναι οι άλλοι
λαοί), και το χαρακτηριστικό αυτό που είναι κυρίαρχο, είναι : η Μισαλλοδοξία!
Η έμμονη αντιπαλότητα του ενός με τον
άλλον, η μικροπρέπεια και ο φθόνος, η δολιότητα και η ατιμία, η αγνωμοσύνη και
η προδοσία, η συνεχής κριτική και η χαιρεκακία, ο παραλογισμός και η ξεροκεφαλιά,
η απαξίωση και η ακατανοησία, η Μισαλλοδοξία...
Και ξαφνικά, καθώς όλα τα ενδιαφέροντα σταδιακά
ακυρώνονται λόγω αδυναμίας και καταστρέφονται, άρχισαν να μειώνονται οι αιτίες
για φθόνο, σχεδόν κανείς άξιος δεν μπορεί πια να κάνει κάτι άξιο. Όλα βυθίζονται
στην μετριότητα, μέσα στη γενική ανακούφιση για αυτό.
Εδώ, λοιπόν, (που όποιος πάει να κάνει
οτιδήποτε αξιόλογο όλοι πέφτουν επάνω του να τον φάνε, και όλοι είναι εναντίον
όλων), που κανείς δεν νοιάζεται για κανέναν, και που κανείς δεν μπορεί να
προσφύγει σε κανέναν, ξαφνικά: ήρθαν οι πρόσφυγες! Ξένοι αναξιοπαθούντες!
Και, ξαφνικά, πυροδότησαν το
ενδιαφέρον προς τον συνάνθρωπο (που, στη φάση αυτή, δεν είναι ακριβώς άνθρωπος
σαν κι εμάς, αλλά έχει εκπέσει –δεν έχει τίποτε απολύτως για να το φθονήσεις),
με την εισαγόμενη κακουχία τους! Και, ξαφνικά, όλοι ένιωσαν καλύτερα, ότι
υπάρχουν και χειρότερα, όλοι οι εντόπια αναξιοπαθούντες ένιωσαν ανώτεροι, που
μπορούν επιτέλους να σκύψουν και να δείξουν έλεος, θυμήθηκαν την «ανθρωπιά», κι
άρχισαν να προσφέρουν, να κάνουν υπερβάσεις αποδοχής, αλλά και να διαφημίζουν
τον εαυτό τους ως φιλάνθρωπο και φιλελεύθερο και φιλόξενο (αλλά, και κάπου, πάλι
εναντίον όλων των άλλων που...δεν είναι αρκετά), και βρήκαν ακόμη μία αιτία για
να είναι καλύτερα, να νιώσουν καλύτερα ως άνθρωποι απέναντι στους ανθρώπους,
και να προσπαθήσουν να επιδείξουν όλες εκείνες τις αρετές που δεν έχουν, αλλά
τις εφαρμόζουν παρ’ όλα αυτά...
Κι έτσι, η Κόλαση αυτή μέσα στην οποία
ζούμε, έγινε ξαφνικά πολύ βολική, πολύ δική μας, πολύ ωφέλιμη, πολύ αποδεκτή, επιφανειακά,
αλλά και πολύ αναπόφευκτη...
Και όλοι, κρυφά μέσα τους, βλέποντας –από
την άλλη– σαν κόλαση πια την Ελλάδα, με όλα μα όλα αυτά, άρχισαν να βλέπουν σαν
παράδεισο την Γερμανία, την Ολλανδία, το Βέλγιο, την Φινλανδία (!), κ.ά.. Ω,
μιλάμε, ούτε λίγο ούτε πολύ, για τον παράδεισο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, «όπως θα
έπρεπε να είμαστε κι εμείς». Δουλειά-σπίτι, δουλειά-σπίτι, μισθό, ησυχία, τάξη
και ασφάλεια, και όχι τόσο διεφθαρμένο κράτος. Αυτός είναι πια ο παράδεισος. Τί
όνειρο!
Ένας λιγοστός και μικρός παράδεισος,
όπως ο λιγοστός και μικρός κόσμος εκεί έξω, όπως ο λιγοστός και μικρός εαυτός
μας. Πρέπει να αγωνιστούμε γιατί τον δικαιούμαστε.
…Τέλος Πειράματος Παρατήρησης.
Παντελής Γιαννουλάκης
Ο
ΜΠΑΜΠΟΥΛΑΣ
–Αυλαία.
Ημίφως. Σκιερή
Σιλουέτα–
Δεν γνωρίζετε
ποιος στ' αλήθεια είμαι, αλλά εγώ σας ξέρω όλους με τα μικρά σας ονόματα.
Λίγοι από εσάς
με γνωρίζουν, αλλά κι αυτοί δεν θυμούνται το πρόσωπό μου, παρόλο που έχουμε
χορέψει τόσες φορές μαζί...
Εγώ είμαι
αυτός που υποκλίνεται κρυφά στα παρασκήνια της καθημερινότητας, όταν οι θεατές
χειροκροτούν τις μαριονέτες μου που χοροπηδάνε πάνω στην σκηνή.
Κι αν είχατε
μεγάλα αυτιά που μπορούν να ακούνε μακριά, θ' ακούγατε το τραγούδι μου που
ολομόναχος το τραγουδώ πάνω στο φεγγάρι, που κρέμεται τις νύχτες παγωμένο έξω
από τα σφαλισμένα σας παράθυρα. Αν είχατε μεγάλα μάτια που μπορούν να βλέπουν
καλά, θα με βλέπατε να γλιστρώ από δωμάτιο σε δωμάτιο όταν είστε μόνοι σας στο
σπίτι. Εγώ είμαι αυτός που γλεντώ μαζί με τις σκιές στο σκοτεινό σας σπίτι,
όταν εσείς βγαίνετε έξω κι αφήνετε το σπίτι σας έρημο και σιωπηλό μεσ’ στο
σκοτάδι, κι ούτε που φαντάζεστε τι γίνεται εκεί όταν εσείς δεν είστε εκεί για
να το δείτε…
Το μήνυμά μου
ταξιδεύει καβάλα πάνω στο σκοτάδι της νύχτας, μαζί με τις στρατιές νυχτερινών
φαντασμάτων, που αφήνουν τα στοιχειωμένα σπίτια τους και ουρλιάζουν τρέχοντας
πίσω από πλοία που πετούν αθόρυβα στους ουρανούς της μικρής σας πόλης. Πάνω στα
κατάρτια τους ανεμίζει η δική μου σημαία. Κάθε μεθυσμένος καπετάνιος είναι
αδελφός μου, και όλοι οι καλικάντζαροι που σας δαγκώνουν τα πόδια όταν
κοιμάστε, είναι κουμπάροι μου. Εγώ είμαι αυτός που μπαίνει στην κουζίνα σας από
την καμινάδα και σας κλέβω το φαγητό. Εγώ είμαι αυτός που φυσά με την καυτή του
ανάσα πάνω στα μαξιλάρια σας το καλοκαίρι, και ιδρώνετε πάνω τους τον πυρετό
που σας στέλνω εγώ καβάλα στις κουκουβάγιες, κι εγώ είμαι αυτός που με την
παγωμένη ανάσα μου φυσώ πάνω στο μικρό κρεβάτι σας, και παγώνω τα σεντόνια τον
χειμώνα.
Όταν εγώ είμαι
ολόγυρα, κανείς σας δεν μπορεί να κοιμηθεί, κι αν κάποιος τα καταφέρει, ρίχνω
μπροστά του το μαύρο πηγάδι μου και πνίγεται στα θολά νερά του –κι όταν το πρωί
βγαίνει από ‘κεί μέσα δεν θυμάται τίποτε.
Εγώ είμαι
αυτός που σας κλέβει τις στιγμές και τις ανακατώνει και αναμοχλεύει τον Χρόνο,
και ξαφνικά εσείς τα κουτορνίθια λέτε «αυτήν τη σκηνή την έχω ξαναζήσει!» Και
το δικό μου το κρασί είναι το πιο παλιό απ’ όλα, βγαλμένο από τα πιο βαθιά κελάρια
του νού, εκεί που αραχνιασμένες οι μνήμες περιμένουν να τις καλέσετε στη
γιορτή. Κάθε γιορτή έχει μια θλίψη γιατί εγώ είμαι αυτός που την έβαλε εκεί,
για να σας ψιθυρίζει ότι απόδραση δεν έχει από μένα...
Κάνω τις
βόλτες μου από σπίτι σε σπίτι, μαζί με την αόρατη περίπολο. Εφιάλτης λέγεται το
άλογό μου, κι όταν περνώ εγώ - τα δόντια
χτυπούν για να με χειροκροτήσουν και τα γόνατα τρέμουν από τον δικό μου σεισμό.
Εγώ είμαι ο τρόμος και ο τριγμός των οδόντων.
Τον παλιό
καιρό έλεγαν ότι αν κρυφτείς κάτω από το κρεβάτι μπορείς να μου ξεφύγεις, αλλά
από τότε φροντίζω να χώνομαι κάτω από τα κρεβάτια και να ροκανίζω όλη τη νύχτα
τα σανίδια, γνωρίζοντας πως ο κοιμισμένος του επάνω ορόφου τρέμει στον δικό μου
ρυθμό. Θέλεις να κοιτάξεις τη νύχτα κάτω από το σκοτεινό κρεβάτι σου για να με
δεις;
Ποιος είναι
αυτός που είναι αρκετά γενναίος, για να μου αντισταθεί;
Ελάτε να σας
δείξω την τρομερή μου συλλογή από γενναία ανθρωπάκια.
Τον βλέπετε
αυτόν που κρέμεται απ’ το ταβάνι; Ποιος νομίζετε ότι τον κρέμασε εκεί;...
Βλέπετε αυτό το πονηρό αγοράκι που τρώει πιάτα ολόκληρα από παγωμένο κρέας και
λαρδί; Εμένα φώναξαν επειδή δεν έτρωγε το φαγητό του, και, για κοιτάξτε τον
τώρα πως τρώει με λαιμαργία το κρύο λίπος που έμεινε από χθες στην κατσαρόλα!...
Αυτή η γριά με τις βελόνες καρφωμένες στα χέρια, έπλεκε τη νύχτα δίπλα στη
λάμπα, κι όταν εγώ χτυπούσα τα παραθυρόφυλλα αυτή γελούσε κι έλεγε ότι ο άνεμος
είναι που την κοροϊδεύει έξω από το παράθυρο... Τον βλέπετε αυτόν το
μαρμαρωμένο εκεί στην σκοτεινή γωνιά του δρόμου; Έλεγε και ξανάλεγε ότι δεν με
φοβάται και σιγοσφύριζε μέσα στη νύχτα για να ξεχάσει τον φόβο του, ώσπου
πετάχτηκα μπροστά του μέσα από τις σκιές την ώρα που βάδιζε και του χαμογέλασα
λιγάκι. Έμεινε εκεί πετρωμένος από τρόμο, και θα τον βρούνε το πρωί οι γείτονες
και θα σταυροκοπιούνται, ξέροντας ότι η γιαγιά τους είχε κάνει λάθος όταν τους
έλεγε πως «της νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελά», γιατί εγώ είμαι
πάντα αυτός που γελάει τελευταίος…
Ποιος είναι
αυτός ο πονηρός που νομίζει ότι μπορεί να με ξεγελάσει;
Εμένα, που
κάνω κούνια πάνω στους ιστούς της αράχνης και ξέρω όλα τα μονοπάτια του
ποντικού. Εμένα, που βάζω τρικλοποδιές στους μεθύστακες που γκαρίζουν κακόφωνα
τραγούδια το βράδυ στα σοκάκια. Εμένα, που πίσω από κάθε πόρτα παραμονεύω στο
σκοτάδι για τα κοριτσάκια που θα τολμήσουν να μπουν δίχως φανάρι. Εμένα, που
κρύβομαι στις σπηλιές και στα ερειπωμένα σπίτια, στις σκονισμένες σοφίτες και
στα βιβλία των μάγων, στα νεκροταφεία και στους καθρέφτες. Εμένα, που σταματάω
τα ρολόγια, ξεκουρδίζω τα παλιά παιδικά παιχνίδια, αδειάζω τις μπαταρίες, εξαφανίζω
τα λεφτά, καίω τις λάμπες, σαπίζω τα φρούτα, ρίχνω παράσιτα στις συχνότητες,
βραχνιάζω τους λαιμούς, γεμίζω με σκουλήκια τα σκουπίδια, ασπρίζω τα μαλλιά
σας, μιλώ μέσα από τις οργισμένες κραυγές σας, πλημμυρίζω τα υπόγεια.
Ποιος είναι
αυτός που νομίζει ότι θα τον λυπηθώ;
Εμένα δεν με
λυπήθηκε κανένας, όταν τα βράδια τριγυρνούσα πάνω στα παγωμένα δέντρα, από
κλαδί σε κλαδί, όταν έκλαιγα στους λόφους με πανσέληνο μαζί με τους λύκους, κι
όταν χόρευα με τις ταφόπλακες σε κοιμητήρια που τά 'πνιξαν τα χόρτα. Όταν
έτρεμα πίσω από τις κουρτίνες στα κρύα παράθυρα, όταν κρεμόμουν πάνω από τις
σκοπιές των στρατοπέδων στα βουνά, όταν ένιωθα μοναξιά χτυπώντας θορύβους μέσα
στα σπίτια των κοιμισμένων, όταν βρεχόμουν κάτω από τις σχάρες των υπονόμων μέσ’
στην βροχή ψιθυρίζοντας ονόματα. Ούτε λυπήθηκα ποτέ μου τον ζητιάνο που
ξαπλώνει στους δρόμους και κλαίει για τα λεφτά σας, όταν του έριχνα κλωτσιές
στα πλευρά και τρύπες στα παπούτσια. Εγώ είμαι αυτός που φέρνει φαγούρα στις
πονηρές γάτες και φταρνίσματα στους σκύλους που γαβγίζουν όταν περνώ απ' τις
αυλές.
Είμαι μέσα σε
κάθε ντουλάπα τη νύχτα, κι αν τολμάς άνοιξέ την, να δεις το πρόσωπό μου να
κρέμεται από τις κρεμάστρες, δίπλα στα μαύρα σκοροφαγωμένα παλτά, και στις
φλοκάτες που μοιάζουν με ακίνητες αρκούδες που καραδοκούν στο μπαούλο,
περιμένοντας ένα σύνθημά μου για να μουγκρίσουν μέσα στη σιωπή του μικρού
σπιτιού σου.
Είμαι μέσα σε
κάθε παλιά αποθήκη, σε κάθε ερείπιο που στέκει σαν ναυάγιο στη θάλασσα της
νύχτας στην εξοχή. Είμαι μέσα σε κάθε παλιό εγκαταλειμμένο σπίτι και σε
παρακολουθώ από το σκοτεινό παράθυρο όταν επιταχύνεις το βήμα σου για να το
προσπεράσεις. Είμαι πίσω από κάθε βρώμικη κουρτίνα καπηλειού, περιμένω κάτω από
τη σκάλα κάθε υπογείου και κάνω τραμπάλα στους πολυελαίους των αρχοντικών όταν
οι άρχοντες λείπουν σε ταξίδι. Εγώ φέρνω τις κατσαρίδες στις κουζίνες των
εργένηδων, και εγώ είμαι αυτός που κάνω κλέφτες τους φτωχούς και κακούς τους
βασανισμένους.
Τριγυρνώ μαζί
με στρατιές από δαιμόνια μέσα στα σκοτεινά τούνελς, που φιδογυριστά απλώνονται
κάτω από τα πόδια σας μέσα στην πόλη, χωρίς εσείς να ξέρετε τίποτε για τις
υπόγειες περιπλανήσεις μας. Τις νύχτες καλπάζω μαζί με το ιππικό των ξωτικών
πάνω στα κεραμίδια και στις ταράτσες, κάνουμε θόρυβο, χαλάμε τις κεραίες και
σας παρακολουθούμε από τα ανοιχτά σας παράθυρα και σας κρυφακούμε από τους
φωταγωγούς. Εγώ είμαι αυτός που, όταν πάτε να κατεβείτε από τις σκάλες, κλείνω
το φως του διαδρόμου και πέφτει πάνω σας το σκοτάδι στη μέση δύο ορόφων...
Είμαι μέσα σε
κάθε αμάξι με άχυρα που περνά το βράδυ έξω από τα κατώφλια σας στα χωριά, κι ο
οδηγός του είναι ο Χάρος που φορά το ψάθινο καπέλο για να μην φαίνεται το άσπρο
του κρανίο, και κάτω απ’ τα άχυρα μαζί μου έχω αγκαλιά τους νεκρούς συγγενείς
σας που πέθαναν προχτές από λησμονιά από πανούκλα ή από δυσεντερία. Κι εσείς
νομίζετε ότι είναι κάποιος αγρότης που πάει τα άχυρα στη φάρμα για να φάνε τα
γαϊδούρια…
Εγώ είμαι
αυτός που φτύνω σκιές στο μονοπάτι σας, που στριγκλίζω στα κεραμίδια όταν έχει καταιγίδα, που κουνάω τις κουνιστές
καρέκλες όταν κανείς δεν κάθεται πάνω τους.
Εγώ είμαι
αυτός που κάνει τα ξερά δέντρα να μοιάζουν με δαίμονες που πέφτουν ν' αρπάξουν
τον ταξιδιώτη, όταν περνά από κάτω τους τη νύχτα με τρόμο στην ψυχή. Εγώ είμαι
αυτός που τρελαίνω τις κότες και κακαρίζουν τις νύχτες στα κοτέτσια μέχρι το
πρωί, εμένα βλέπουν τα μωρά και κλαίνε μέσα στις κούνιες τους, και εγώ είμαι
εκείνος ο άγνωστος που μπαίνει στην ταβέρνα φορώντας το μαύρο πανωφόρι και το
μακρύ καπέλο, και κάθεται μόνος του στη γωνία πίνοντας αίμα που εσείς το
περνάτε για κρασί.
Είμαι ένα
αστείο παραμιλητό που κρύβει κάτι ανείπωτα τρομερό. Είμαι η αλήθεια πίσω από
κάθε ψέμα και η κατάρα του τρελού που τον πετροβολούν τα παιδιά. Είμαι η αγωνία
του χαρτοπαίκτη, το βουητό της μύγας και τα φτερά της νυχτερίδας. Είμαι το
σχοινί του κρεμασμένου και ο μανδραγόρας που φυτρώνει στο χώμα από το σπέρμα
του. Είμαι οι σκιές που φεύγουν την αυγή, για να ξαναγυρίσουμε το δειλινό και
μέχρι τότε περιμένουμε στο σκοτάδι των κλειστών σπιτιών και στα υπόγεια εργαστήρια
των συνομωτών.
Είμαι αυτό που
δεν είναι κανένας, και είμαι όλοι αυτοί που θέλησαν να είναι κάτι αλλά οι άλλοι
δεν τους άφησαν.
Είμαι παντού
και πουθενά, όλα τα κάνω όταν θέλω, και δεν αφήνω κανέναν να κάνει τίποτε όταν
δεν το θέλω.
Ορίστε, βγάζω
το καπέλο κι ανοίγω το μαύρο πανωφόρι μου. Είμαι σκιά.
Είμαι ο
Κανένας.
Όταν ήσασταν
παιδιά μικρά, που φοβόντουσαν τη σκιά τους, με ξέρατε καλά με τ' όνομά μου. Έχω
ονόματα πολλά, θρύλους αμέτρητους και χίλια τραγούδια. Αμέτρητου τρόμου
ιστορίες. Μα, μέσα σε εκείνους τους λαβυρίνθους της μνήμης σας, θυμάστε τ'
όνομά μου, κι αναριγούν τα πλήθη στ' άκουσμά του. Εμένα ονειρεύεστε...
Νομίζετε ότι υποψιάζεστε τα μυστικά μου; Σας περιφρονώ και σας φτύνω!
Όλοι σας θα πεθάνετε και θα σας κλείσουν σ’ ένα κουτί που θα εξαφανιστεί κάτω απ’ το χώμα, και θα χαθεί μέσα στα τούνελς μου μαζί με αρουραίους, μεσ’ στις στοές που χοροπηδάνε οι Σάτυροι και χορεύουν με τα χαμένα σας όνειρα και με τις παιδικές σας ηλικίες. .
Εγώ είμαι ο
Μπαμπούλας.
Αστείο δεν
είναι;
Και σας
γνωρίζω όλους με τα μικρά σας ονόματα.
Υπάρχει κανείς
εδώ που δεν με φοβήθηκε ποτέ;;...
-Αυλαία-
Π. Γ.
Ιδού όλα τα εξώφυλλα όλων των τευχών
του περιοδικού STRANGE
1998 - 2020
/
link (click) >
/
STRANGE HISTORY
του περιοδικού STRANGE
1998 - 2020
/
link (click) >
/
STRANGE HISTORY
ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ ΕΝΤΓΚΑΡ ΑΛΛΑΝ ΠΟΕ
Ο Edgar Allan Poe γεννήθηκε στις 19 Ιανουαρίου 1809 και
πέθανε στις 8 Οκτωβρίου 1849. Είναι ο δικαιωματικός Πατέρας της Λογοτεχνίας του
Φανταστικού, των Ονείρων, του Τρόμου, και των Μυστηρίων, εξαίσιος συγγραφέας ανυπολόγιστης
επιρροής, μεγάλος ποιητής και στοχαστής.
Στη σελίδα αυτή, που θέλω να την αφιερώσω στη μνήμη του,
θέλησα να τον μνημονεύσω διότι γιορτάζουμε τα 166 χρόνια από τον θάνατό του,
(και όχι τα 206 από τη γέννησή του, για πολλούς συγκεκριμένους λόγους...)
Είμαστε όλοι μας καταδικασμένοι –αργά ή γρήγορα– στη λήθη.
Θα έρθει μια στιγμή που κανείς δεν θα μας θυμάται. Ελπίζω κάποιος, 166 χρόνια
μετά την εξαφάνισή μας, να γράψει λίγες αράδες αφιερωμένες στη μνήμη έστω και
ενός από εμάς, όπως κάνω εγώ τώρα για τον Πόε. Μ’ αυτόν τον τρόπο, εμείς οι
εξαφανισμένοι του μέλλοντος, νικάμε τον θάνατο, όσο θα υπάρχει έστω και ένας
αδελφός μας, κάπου μακριά μέσα στον χρόνο...
Ο Έντγκαρ Άλλαν Πόε δεν με γνώρισε ποτέ. Τα γραπτά του με
συνοδεύουν από πολύ μικρό παιδάκι, μπορώ μάλιστα να πω ότι, η ανάγνωση τους, (μαζί
με την ανάγνωση του έργου του Ιουλίου Βερν, του Γκυ Ντε Μωπασάν, της Οδύσσειας, του Τομ Σώγιερ του Μαρκ Τουαίην και μερικών όμορφων μυστηριακών παραμυθιών),
με έφεραν στην παράξενη θέση που βρίσκομαι σήμερα…
Τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές, έξω είναι νύχτα, ίδια μ’
εκείνες τις νύχτες που διάβαζα τις ιστορίες και τα ποιήματα του Πόε, αλλά εγώ
δεν είμαι πια εκείνο το παιδί. Εκείνο το αγόρι ούτε που φανταζόταν –τότε που
έπιασε για πρώτη φορά στα χέρια του εκείνο το βιβλίο– πως κάποτε θα γράφει αυτά
τα πράγματα και κάποιοι άνθρωποι θα τον διαβάζουν, όπως κάνετε εσείς τώρα.
Ούτε και ο Πόε το ήξερε, εκείνη τη στιγμή που κάθισε στο
γραφειάκι του κάτω από το φως του κεριού, κι έξω ήταν νύχτα, κι άγγιξε το χαρτί
με την πένα του γράφοντας την πρώτη γραμμή μιας ιστορίας ή ενός ποιήματος, δεν
το ήξερε, πως αυτό που θα έγραφε θα ταξίδευε δύο αιώνες μέσα στην άβυσσο του
χρόνου, για να φτάσει στην καρδιά ενός άγνωστου του ανθρώπου, σε ένα άγνωστο
γι’ αυτόν μακρινό μέρος. Ενός ανθρώπου που θα τον αγαπούσε χωρίς να γνωριστούν
ποτέ.
Ξέρεις, εγώ κι εσύ (αν σού έχει συμβεί το ίδιο κι εσένα που
διαβάζεις αυτές τις γραμμές) δεν είμαστε οι μόνοι στους οποίους συνέβη αυτό. Ο
Ιούλιος Βερν, πολύ πριν από εμάς, διάβασε εκείνη την ιστορία και το ποίημα
εκείνης της νύχτας και επηρεάστηκε γράφοντας τα έργα του. Ο Χ. Φ. Λάβκραφτ δεν
θα έγραφε ποτέ τίποτε απ’ αυτά που άφησε πίσω του, αν δεν είχε διαβάσει τον
Πόε. Ο Μπωντλαίρ δεν θα ήταν ποιητής, αν δεν τον στοίχειωνε ο Πόε. Κι από την
άλλη, ίσως εμείς δεν θα ξέραμε τον Πόε, αν δεν μετέφραζε ο Μπωντλαίρ για πρώτη
φορά το έργο του Πόε στην Ευρώπη. Ο Καρυωτάκης δεν θα έγραφε τα Νηπενθή και τον Πόνο του Ανθρώπου και των Πραγμάτων. Αμέτρητοι συγγραφείς και τα
έργα τους, κόσμοι ολόκληροι, αληθινά δεν θα υπήρχαν, αν δεν έγραφε εκείνες τις
νύχτες αυτά που έγραψε πάνω στο ημιφωτισμένο χαρτί ο Έντγκαρ Πόε... Μια
ατέλειωτη παρέλαση ταξιδιωτών, που χάνονται απειράριθμοι και άγνωστοι πέρα από
τα σύνορα των κόσμων, πέρα από τα πέπλα του χρόνου, δεν θα ακολουθούσε τα
παράξενα μονοπάτια που τούς οδήγησαν μακριά, αν ο Πόε δεν έγραφε εκείνες τις
γραμμούλες. Και, ο Πόε δεν ήξερε τίποτε απ’ όλα αυτά!! Δεν ήξερε πώς και πού
αυτά θα καταλήξουν. Είχαμε την ίδια
παιδική άγνοια. Αυτός όταν έγραφε, εγώ όταν διάβαζα.
Τώρα, και οι δύο έχουμε κάτι κοινό, έχουμε μάθει κάτι
παραπάνω. Τη μαγική αλχημεία του χρόνου. Τη μαγεία των ατέρμονων αλυσιδωτών
αντιδράσεων, που η μια φέρνει την άλλη, ατέλειωτα, κάνοντας τα σύμπαντα να
κινούνται. Εμείς κινούμε τα σύμπαντα. Και, ξέρετε πώς τα κινούμε; Με όνειρα.
Όχι απλά με όνειρα που ονειρευόμαστε εμείς. Με όνειρα που τα ονειρεύονται
άλλοι, επειδή τα ονειρευτήκαμε εμείς. Όνειρα μέσα σε όνειρα.
Ένας άλλος συγγραφέας που αγαπώ, o C. S. Lewis,
όταν τον ρώτησαν γιατί γράφει αυτά που γράφει, είχε απαντήσει κάτι πολύ όμορφο
που πάντα το θυμάμαι: «Οι άνθρωποι γράφουν γιατί είναι μόνοι, και διαβάζουν για
να μην είναι μόνοι...»
Αυτό δεν σημαίνει έτσι απλά αυτό που φαίνεται ότι σημαίνει.
Άλλωστε, όλοι μόνοι μας είμαστε, έτσι δεν είναι;
Όχι, δεν είναι έτσι. Εγώ δεν
είμαι καθόλου μόνος μου. Έχω λίγους ανθρώπους που μ’ αγαπούν, έχω ανθρώπους που
με αγάπησαν και θα μ’ αγαπήσουν μέσα στον ανεξιχνίαστο χρόνο του Σύμπαντος. Μα,
πάνω απ’ όλα, δεν είμαι μόνος μου γιατί υπάρχουν άνθρωποι που νιώθουν όπως κι
εγώ, ακριβώς όπως κι εγώ, δεν ξέρω πόσοι είναι, ξέρω μόνο ότι είναι κι αυτοί
εκεί έξω, ξέρω μόνο ότι έρχονται και φεύγουν, σε έναν κόσμο που μας προδίδει
κάθε μέρα, έρχονται και φεύγουν πολεμώντας τον ίδιο πόλεμο. Τον πόλεμο του
ονείρου ενάντια στις δυνάμεις του χρόνου και του υλισμού. Έτσι, λοιπόν, αφού
έχω τους συμπολεμιστές μου, γιατί να νιώθω μόνος; Είμαστε η πιο μοναχική παρέα,
που χώρο και χρόνο δεν γνωρίζει, και που τα κατορθώματα της πάντα υπάρχει
κάποιος να τα διηγηθεί και να τα ξαναζωντανέψει, παρ’ όλη την δυσαρέσκεια των
εχθρών.
Θα μου πείτε, για ποιους εχθρούς μιλάς τώρα... Μα, για τους
εχθρούς της ανθρωπότητας: «Hostis Humani Generis». Και, ποιοι είναι οι εχθροί της
ανθρωπότητας;
Οι εχθροί μας είναι εκείνοι που πολεμάνε τα όνειρά μας και
θέλουν να τα εξαφανίσουν. Όχι να τα εξαφανίσουν από τον κόσμο. Έτσι κι αλλιώς
εξαφανιζόμαστε απ’ αυτόν. Αγωνίζονται με ακρίβεια, διαχρονικότητα και συνέπεια,
για να τα εξαφανίσουν από τη μνήμη των ανθρώπων. Για να ανακόψουν την
αναμετάδοση και αυτά που προκαλεί.
Ξέρετε, αν κάτι υπάρξει κι έπειτα χαθεί, αν τελικά αυτό το
κάτι ξεχαστεί, είναι σαν να μην υπήρξε ποτέ! Κι από την άλλη, όμως, αν κάτι δεν
υπήρξε ποτέ, αλλά μπορούμε να ονειρευτούμε ότι υπήρξε, είναι σαν να υπάρχει από
πάντα και για πάντα. Ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο άκρα (κι όχι πάντα σ’ αυτά),
διεξάγεται ο πόλεμος για τον οποίο μιλώ...
Ο Τ. Ε. Λώρενς (ο «Λώρενς της Αραβίας») είχε γράψει στα
απομνημονεύματα του: «Όλοι οι άνθρωποι ονειρεύονται, αλλά όχι ίσα. Εκείνοι που
ονειρεύονται τη νύχτα, στις σκονισμένες γωνιές του νου τους, ξυπνούν την ημέρα
για να ανακαλύψουν ότι ήταν μάταιο. Αλλά οι ονειροπόλοι της ημέρας είναι
επικίνδυνοι άνθρωποι. Γιατί μπορούν να πράξουν πάνω στα όνειρα τους με ανοιχτά
μάτια, για να τα κάνουν αληθινά...»
Ποιοι είναι οι αληθινοί αρχιτέκτονες του κόσμου μας, και με
ποιο υλικό έχουν οικοδομήσει;...
Σε αυτό το κτίριο εδώ πέρα όπου μένουμε όλοι εμείς, άγνωστοι
μου φίλοι, δεν γράφει τα ονόματά μας στο θυροτηλέφωνο.
Ποτέ δεν τα έγραφε. Αν μερικά από αυτά θα τα ξέρουν οι επόμενοι ένοικοι, θα
είναι γιατί εμείς θα τα γράψουμε σ’ ένα μήνυμα. Εμείς, ή αυτοί που μας αγαπούν,
ή αυτοί που θα μας αγαπήσουν. Μένουμε κρυφά
στο υπόγειο...
Ο Πόε πέθανε δυστυχισμένος, φτωχός και ξεχασμένος, σε ένα
παγωμένο πεζοδρόμιο της Βαλτιμόρης, πριν από 166 χρόνια. Ο ποιητής που έγραψε
το Κοράκι και τις Ιστορίες Μυστηρίου και Φαντασίας, είχε
πάει μεθυσμένος για να πουλήσει την ψήφο του σε ένα εκλογικό κέντρο για λίγες
πενταροδεκάρες. Μέσα στη νύχτα, μια τεράστια ουρά από ζητιάνους περίμενε μέσα
στο χιόνι, και κάπου ανάμεσα τους έστεκε τρέμοντας και ο Πόε. Έπεσε στο
πεζοδρόμιο αναίσθητος, χωρίς κανένας να σκύψει για να τον βοηθήσει. Το
ξημέρωμα, τον περιμάζεψαν ετοιμοθάνατο και τον πήγαν στο νοσοκομείο. Εκεί
ξεψύχησε, ανάμεσα σε ξένους. Κανένας από εμάς δεν ήταν εκεί. Τα τελευταία του
λόγια ήταν: «Κύριε, βοήθησε την φτωχή μου ψυχή...»
Σε έναν κόσμο γύρω μας, που οι ποιητές του ρετιρέ της οικοδομής τρώνε με χρυσά
κουτάλια και τα τελευταία τους λόγια είναι «θέλω η κηδεία μου να είναι σεμνή,
μην κάνετε φανφάρες και απόδοση τιμών» (θυμάμαι εδώ, δυστυχώς, τον Ελύτη), τον Έντγκαρ
Πόε και αμέτρητα άλλα γνωστά και άγνωστα αδέλφια μας τα πέταξαν σε μια τρύπα
μέσα σε ένα σανιδένιο κουτί, μέσα στη βροχή και στη λάσπη, και οι μόνοι
παρόντες ήταν οι νεκροθάφτες.
Εντάξει, ωραίο δράμα είναι όλα αυτά, ωραία ιστορία, θα μου
πείτε. Εγώ, κάποτε, ένα μικρό παιδάκι που διάβαζα ένα βιβλιαράκι που δεν τα
έγραφε όλα αυτά, και μετά ξαφνικά τα ανακάλυψα γραμμένα σε ένα άλλο δυσεύρετο
βιβλιαράκι, ξέρετε τί σκέφτηκα; Ποιος θα
εκδικηθεί για τον Πόε;
Κι αν θεωρείτε τον εαυτό σας λίγο ιδιαίτερο, ή λίγο
παράξενο, ποιος θα εκδικηθεί για εσάς όταν θα φύγετε, για όλα αυτά που έχετε
υποφέρει εδώ πέρα εξαιτίας της ιδιαιτερότητάς σας;
Θα μου πείτε ίσως, «υπάρχει άνθρωπος που να μην είναι
ιδιαίτερος»; Θα σας πω, ότι αυτή την ατάκα που μου λέτε τώρα, δεν την είπατε
εσείς, κάπου τη διαβάσατε κάποτε, και αυτός που την έγραψε ήταν ιδιαίτερος...
Ένας ιδιαίτερος άνθρωπος, ο Έντγκαρ Άλλαν Πόε, αυτός που
είχε πει μια άλλη θρυλική ατάκα, («Θα έδινα ευχαρίστως την υπόλοιπη ζωή που μου
απομένει, αν μπορούσα έστω και για λίγη ώρα να εκφράσω έστω και τα μισά από τα
πράγματα που σκέφτομαι...»), κάπου είχε γράψει:
«Πολλές φορές διασκεδάζω τον εαυτό μου, με το να προσπαθώ να
φανταστώ ποια θα ήταν η μοίρα ενός ατόμου χαρισματικού –ή καταραμένου– που θα
είχε μια διάνοια κατά πολύ ανώτερη από αυτή της γενιάς του και της εποχής του.
Φυσικά, θα είχε συνείδηση της ανωτερότητάς του, αλλά δεν θα μπορούσε να
διακηρύξει αυτή του τη συνείδηση. Έτσι, παντού και πάντοτε, θα δημιουργούσε
μονάχα εχθρούς. Και αφού οι απόψεις του και οι παρατηρήσεις του θα διέφεραν
τελείως από αυτές όλου του υπόλοιπου ανθρώπινου γένους, είναι βέβαιο πως θα
χαρακτηριζόταν τρελός. Τι τρομακτικά επώδυνη είναι μια τέτοια κατάσταση! Η
κόλαση δεν θα μπορούσε να εφεύρει μεγαλύτερο βασανιστήριο, από αυτό τού να
κατηγορείσαι για αφύσικες αδυναμίες ακριβώς επειδή είσαι αφύσικα δυνατός...»
«...Είναι ξεκάθαρο, ότι ένα πολύ ιδιαίτερο και γενναιόδωρο
πνεύμα –που θα αισθάνεται αληθινά όλα αυτά που οι άλλοι υποκρίνονται ότι
αισθάνονται– αναπόφευκτα δεν θα γίνει κατανοητό από καμιά κατεύθυνση, και τα
κίνητρα του πάντοτε θα παρεξηγούνται. Όπως ακριβώς η μεγαλύτερη ευφυία θα
παρανοείται ως ανικανότητα, έτσι και η αληθινή Ευγένεια και ο Ιπποτισμός θα
καταλήξουν να παρανοούνται ως κακίες υψηλού βαθμού, ή κινήσεις ύποπτων
προθέσεων... Το ίδιο θα συμβεί και με άλλες αρετές. Το ζήτημα αυτό είναι
αληθινά οδυνηρό...
»Το ότι υπάρχουν άνθρωποι που έχουν υψωθεί πολύ υψηλότερα
από το επίπεδο της υπόλοιπης ανθρωπότητας, είναι αναμφισβήτητο... Όμως, αν
κοιτάξουμε πίσω στην Ιστορία ψάχνοντας για τα ίχνη της ύπαρξής τους, θα
προσπεράσουμε βιαστικά όλες τις βιογραφίες των ‘’καλών και των μεγάλων’’, και
θα βρεθούμε να ψάχνουμε προσεκτικά τα μισοσβησμένα αρχεία που απαριθμούν παράξενους
ανθρώπους, που πέθαναν σε φυλακές, σε ψυχιατρεία, στις αγχόνες και στις πυρές,
σε σκοτεινά μοναχικά δωμάτια και σε αφιλόξενα μακρινά μέρη...»
Ίσως μετά από άλλα 166 χρόνια κανείς να μη θυμάται τον
Έντγκαρ Άλλαν Πόε. (Τον Σημηριώτη, που μετέφρασε τόσο όμορφα την ποίηση του Πόε
στην Ελλάδα, κανείς δεν τον θυμάται). Δεν είναι δύσκολο να συμβεί. Κανείς από
εμάς δεν θα είναι πια εδώ, έτσι κι αλλιώς. Και ποιος από όλους εμάς, θα μιλήσει
στους επόμενους για εμάς, για όλους τους άλλους, και για τον Έντγκαρ Πόε;
Πώς θα επιβιώσει το όραμα των ονειροπόλων, που έχει
δημιουργήσει όλα τα πνευματικά θαυμαστά πράγματα του κόσμου μας, όταν δεν θα
υπάρχουν πια ονειροπόλοι για να το μεταδώσουν;...
Να γιατί, σ’ αυτήν την φτωχική σελίδα που τιμά τη μνήμη ενός
φτωχού ανθρώπου, διάλεξα να μην γιορτάσουμε τα 206 χρόνια από τη γέννησή του,
αλλά τα 166 χρόνια από τον θάνατο του,
και να σας καλέσω να τον θυμηθούμε σήμερα. Εμείς που ξέρουμε ότι τα όνειρα
υπάρχουν και θα υπάρχουν, όσο θα τα ονειρευόμαστε, και όσο θα τα θυμόμαστε και
δεν θα τα ξεχνάμε, ώστε να γίνουμε αληθινοί...
Ο Κύριος που μας ονειρεύτηκε κάποτε, ας βοηθήσει την φτωχή
ψυχή του, όπου κι αν βρίσκεται τώρα. Σήμερα, ανάμεσα μας, δεν είναι πια παρά
ένα όνειρο μέσα σ’ ένα όνειρο. Αυτό που πάντοτε ήταν...
Με μεγάλη θλίψη γράφω αυτές τις αποχαιρετιστήριες γραμμές για τον αναπάντεχο χαμό ενός παλιού φίλου και ιδιαίτερου ανθρώπου, μιας σημαντικής μορφής για τον χώρο της ελληνικής πνευματικής αναζήτησης.
Στις 29 Ιανουαρίου 2016 εντελώς αναπάντεχα έφυγε από τον κόσμο ο Παύλος Βουδούρης.
Είναι αληθινά μία μεγάλη απώλεια για τους χώρους της εναλλακτικής πληροφόρησης και γνώσης, για την σύγχρονη ελληνική μεταφυσική φιλοσοφία, και για τον εκδοτικό κόσμο στη χώρα μας.
Ο Παύλος ήταν ο πρωτοπόρος συνεκδότης (μαζί με τον Στάμο Στίνη) του περιοδικού "Τρίτο Μάτι", του περιοδικού "Hellenic Nexus", και των εκδόσεων "Έσοπτρον", αλλά και ταγός ενός πλήθους εκδοτικών, ερευνητικών και φιλοσοφικών δραστηριοτήτων. Ήταν, δηλαδή, ένας από τους πρωτοπόρους ανθρώπους που καθιέρωσε τον όρο «πνευματική αναζήτηση» στην Ελλάδα... Άνδρας πολύ αξιόλογος, αγαπητός, με υψηλή ευφυία, ιδιαίτερη σοφία και καλοσύνη. Ένας από τους πιο ανοιχτόκαρδους και ανοιχτόμυαλους ανθρώπους που έχω γνωρίσει.
Η είδηση του ξαφνικού θανάτου του συντάραξε όλους τους ανθρώπους που τον γνώριζαν και τον αγαπούσαν, και συντάραξε πολύ κι εμένα.
Τον γνώριζα φιλικά επί 22 χρόνια, και είχα την τιμή να είναι ένας από τους πιο σημαντικούς δασκάλους μου, αφού αυτός ήταν που μού δίδαξε τα πάντα για τα περιοδικά (για το πώς φτιάχνεις ένα περιοδικό --την εποχή που τον συντρόφευα στο τιμόνι του "Τρίτο Μάτι") και για τις εκδόσεις, και ήταν για μένα ο άνθρωπος (μαζί με τον Στάμο Στίνη) που γενναιόδωρα μού άνοιξε όλες τις πόρτες στον επαγγελματικό ορίζοντα που τόσο πολύ με ενδιέφερε ως νεαρός ακόμη, γι' αυτό και ειλικρινά τού οφείλω πολλά (και, φυσικά, όχι μόνο εγώ, αλλά και πολλοί άλλοι συγγραφείς, δημοσιογράφοι, ερευνητές, εκδότες, κι επίσης τόσοι πολλοί ανήσυχοι άνθρωποι στην Ελλάδα, καθώς και πολλές χιλιάδες αναγνώστες).
Τον αποχαιρετώ με μεγάλη ευγνωμοσύνη.
Γνώρισα μερικούς από τους πιο σημαντικούς φίλους μου, μέσω του Παύλου.
Ήταν ένας ενεργός πνευματικός άνθρωπος, και ένα πρόσωπο που χαρακτήρισε την εποχή του.
Στην προσωπική μου σκέψη είναι πάντα χαμογελαστός, με το ασταμάτητο ιδιαίτερο χιούμορ του, και την καλοσύνη του. Είχε πάντα μια ωραία ιδέα να μου πει, κυνηγούσε τις ιδέες σαν ανιχνευτής, τις μοιραζόταν, και πάντα αγωνιζόταν να υλοποιήσει τη μία ή την άλλη ιδέα. Ήταν ιδεαλιστής, φιλοσοφούσε τα πάντα, ήταν βαθιά ένθεος, και είχε ένα πολύ ιδιαίτερο χάρισμα: είχε την ικανότητα να ανιχνεύει, να διερευνεί και να αναλύει τις δυσδιάκριτες τάσεις που υπήρχαν πίσω από τις υποθέσεις του κόσμου μας. Τις μυστικές τάσεις. Αλλά και το εύρος της μυστικής ιστορίας των ιδεών, και τα σημεία επαφής της με τον σύγχρονο κόσμο. Ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος για να σού αναλύσει τι συμβαίνει στο εκάστοτε παρασκήνιο των πραγμάτων, των καταστάσεων, και των ιδεών. Και, φυσικά, ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος για να τού προτείνεις μία νέα ιδέα, ή για να σου προτείνει μία νέα ιδέα --που ενίοτε θα είχε και τη διορατικότητα και τη δύναμη να την υλοποιήσει.
Και, πάνω απ' όλα, ήταν ένας ενθουσιώδης τύπος, ένας χαρούμενος άνθρωπος, με χαμόγελο και λαμπερό βλέμμα, ανοιχτόκαρδος, στοργικός, αλλά και ακούραστος στη δουλειά του και στο να μοιραστεί μαζί σου τις εμπνεύσεις του και τις γνώσεις του όταν ήσουν δίπλα του.
Κατά τα άλλα, είχε όλα τα χαρακτηριστικά ενός αιώνιου έφηβου, γι' αυτό και μού φαίνεται απίστευτο πού έφυγε από τη ζωή τόσο νέος, τόσο ξαφνικά. Πριν από λίγες μέρες μιλούσαμε στο τηλέφωνο, γελούσε, με πείραζε όπως πάντα, και μού μιλούσε με ενθουσιασμό για αυτό που συζητούσαμε. Είναι πολύ παράξενο πράγμα, να χάνεται ένας άνθρωπος από τη ζωή, χωρίς καμία πρότερη ένδειξη, από τη μία στιγμή στην άλλη. Το έχω ζήσει αρκετές φορές, αλλά πώς να το συνηθίσεις και πώς να το αποδεχθείς;; Και, είναι φανερό πως, ακριβώς λόγω της καλοσύνης του, το πιστεύω, ο Θεός δεν τον άφησε να ταλαιπωρηθεί, όλα έγιναν ξαφνικά και γρήγορα. Και τώρα η ψυχή του ταξιδεύει προς όλα εκείνα τα πεδία για τα οποία τόσο πολύ αναρωτιόταν και φιλοσοφούσε γι' αυτά.
Μου φαίνεται, μάλιστα, παράξενα συμβολικό το γεγονός ότι αυτό έγινε ακριβώς πάνω στις μέρες που κυκλοφόρησε το επετειακό τεύχος (για το οποίο συνεργαστήκαμε) του περιοδικού "Τρίτο Μάτι" γιορτάζοντας τα 25 χρόνια της έκδοσής του!
Μάλιστα, στο εξαιρετικό editorial του σ' αυτό το τελευταίο τεύχος, κατέληγε γράφοντας:
«Θεωρώ, λοιπόν, πως έδωσα, στο μέτρο των δυνατοτήτων μου, το στίγμα και την πορεία αυτού του περιοδικού για τα επόμενα χρόνια (αν θέλει ο Θεός και αν θελήσετε κι εσείς να κρατηθεί ζωντανή αυτή η σχέση μας...)...»
Παύλο, (αν με κάποιον μαγικό τρόπο διαβάζεις αυτές τις γραμμές), κάποτε μια προνοητική μοίρα σε έβγαλε στον δρόμο μου, κάποτε οι δρόμοι μας χώρισαν, μετά από χρόνια ξανασυναντήθηκαν, η περιπετειώδης σχέση μας ήταν ζωντανή μέσα στη μνήμη μου και στην καρδιά μου, και θα κρατηθεί ζωντανή μέσα μου για πάντα, σε ευχαριστώ που ήσουν εδώ και σου αποτείνω τον ύστατο χαιρετισμό. Καλό Ταξίδι!
Καταθέτω τα σέβη μου και τα ειλικρινά συλλυπητήρια μου στην οικογένεια του Παύλου Βουδούρη, στους φίλους του, στους συνεργάτες του, και στους ανθρώπους που τον αγαπούσαν.
Είναι μεγάλο το κενό που αφήνει πίσω του με την έξοδό του, αληθινά είχε πολλά να κάνει ακόμη --αλλά είμαι βέβαιος ότι θα συνεχίσει να τα κάνει με άλλους τρόπους, πιο μυστηριώδεις, αλλού...
Είναι μυστηριώδεις οι τρόποι και οι τόποι της ψυχής.
Η κηδεία του θα γίνει στο Α' Νεκροταφείο των Αθηνών, στις 12.00 την Τρίτη 2 Φεβρουαρίου.
Θα τον θυμόμαστε εν ζωή πάντα.
με τιμή
Παντελής Γιαννουλάκης