Μπορεί να ήμουν ακόμη μικρό παιδάκι, αλλά τότε κατάλαβα ότι εγώ δεν ήμουν ελεύθερος. Δεν μπορούσα να βγω από το σπίτι μου χωρίς συνοδό, δεν μπορούσα να απομακρυνθώ προς οποιαδήποτε κατεύθυνση, δεν μπορούσα να κοιμάμαι ό,τι ώρα ήθελα, δεν μπορούσα να παίξω όποτε και όσο ήθελα, ό,τι έλεγα στους άλλους ήταν πάντα λάθος και όλοι ήθελαν να με διορθώνουν, δεν μπορούσα να αποκτήσω ό,τι ήθελα, να φάω και να πιω ό,τι ήθελα, να εξερευνήσω τον κόσμο, να πετάξω, να γνωρίσω απαγορευμένα για μένα πράγματα, να αμφισβητήσω τους δασκάλους μου, κλπ, κλπ.
Ρωτούσα τους μεγάλους γύρω μου αν είναι σωστό να έχει κανείς το καλύτερο πράγμα στον κόσμο και να είναι ευτυχισμένος μ’ αυτό. Μου απαντούσαν, ναι, είναι σωστό. Τότε τους ρωτούσα γιατί εγώ να μην έχω την ελευθερία μου, αφού αυτό είναι το «ύψιστον αγαθόν» που μπορεί να έχει κανείς. Οι μισοί μου απαντούσαν ότι ήμουν ακόμη πολύ μικρός και οι κίνδυνοι στον κόσμο ήταν πάρα πολλοί, γι’ αυτό και έπρεπε να κάνω ό,τι μου λένε και να μην είμαι τόσο ελεύθερος. Οι άλλοι μισοί μου απαντούσαν ότι ήμουν ακόμη πολύ μικρός για να τα καταλάβω αυτά και θα έπρεπε να περιμένω να μεγαλώσω για να μου παραχωρηθεί το «ύψιστον αγαθόν». Έτσι κι εγώ, έκανα υπομονή περιμένοντας να μεγαλώσω (εντάξει, έκανα και μερικές «παρανομίες» για να πάρω μία γεύση από τη μελλοντική ελευθερία μου), υπακούοντας σε ό,τι μου έλεγαν οι μεγάλοι, περιμένοντας με καρτερία τη στιγμή που θα μπορώ κι εγώ το σκλαβάκι να απολαύσω το «ύψιστον αγαθόν».
Τέλος πάντων, δεν θέλω να κατηγορηθώ εδώ για πολιτική σκέψη, αφού θεωρώ την πολιτική σκέψη ύποπτη διαδικασία, μιας και θεωρώ την πολιτική: εφαρμοσμένη συνωμοσιολογία. Προτιμώ να κατηγορηθώ για ελεύθερη σκέψη…
(Κι η ελεύθερή μου σκέψη, κοιτώντας το παιχνίδι γύρω μου, μου λέει ότι ο νόμος που εκπέμπεται είναι αυτός: «Θα δουλεύεις για να παράγεις τα προϊόντα που θα αγοράζεις με το χρήμα που θα παίρνεις από τη δουλειά σου. Όσο πιο καλά και υπάκουα παίζεις σ’ αυτό το φαύλο κύκλο, τόσο πιο ελεύθερος θα γίνεσαι, αφού θα σου παραχωρείται όλο και πιο πολύς “ελεύθερος χρόνος”…» Μάλιστα… Τώρα καταλαβαίνω την αληθινή έννοια της παράξενης φράσης «ο χρόνος είναι χρήμα»).
Επειδή όμως πλέον είμαι αρκετά μορφωμένος, μπορώ πια να αναλύσω αυτή τη ρήση των μεγάλων, με φιλοσοφική πρόθεση. (Δεν είμαι μορφωμένος επειδή πήγα στα σχολεία και στα πανεπιστήμιά τους, τελικά μορφώθηκα μόνος μου. Αφού –αν θέλετε να συνεχίσουμε να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους– τα παιδάκια τα στέλνουν στο σχολείο για να μάθουν να ξυπνάνε το πρωί, να υπακούνε σε ανωτέρους, να πειθαρχούν, και να συμβιώνουν με τα άλλα παιδάκια κάνοντας ό,τι κάνουν τα άλλα παιδάκια με στόχο την ομοιογένεια. Αυτό δεν είναι μόρφωση, είναι «κοινωνική εκπαίδευση» για να φτιάχνει εργάτες και υπαλλήλους, στρατιώτες και μέλισσες, και κατ’ εξαίρεση «ειδικούς» σε προδιαγεγραμμένους τομείς. Ή, μάλλον, τώρα που το σκέφτομαι, είναι μόρφωση, γιατί η λέξη «μόρφωση» σημαίνει τη διαδικασία με την οποία κάτι «παίρνει μορφή». Και, στην περίπτωσή μας, η μορφή προέρχεται από κάποιο καλούπι ενός αόρατου εργοστάσιου. Χμ, κι αν η πρέσα δεν δουλέψει σωστά, τότε το προϊόν πρέπει να πάει στο «αναμορφωτήριο». Γι’ αυτό μάλλον μου αρέσει να λέω ότι μορφώθηκα μόνος μου, όσο μπόρεσα).
Όταν ήμουν μικρός, η γιαγιά μου συνήθιζε να λέει μία άλλη αινιγματική ρήση, που τότε δεν την καταλάβαινα: «Ο φόβος φυλάει τα έρημα…» Σήμερα, η ίδια φιλοσοφική πρόθεση (ή αλληγορική, αν προτιμάτε) με βοηθάει να την κατανοήσω. Αναφέρεται στα πρόβατα ή –γιατί όχι– στα μικρά παιδάκια. Εννοεί ότι δεν χρειάζεται να ανησυχούμε πολύ αν τα πρόβατα μείνουν αφύλαχτα, («έρημα», δηλαδή μόνα τους, χωρίς φύλακα), αφού τα φυλάει ο φόβος τους. Φοβούνται και από μόνα τους, δεν χρειάζεται να τα φοβίζουμε εμείς συνεχώς…
Ο ειρωνικός φιλοσοφικός κυνισμός του Ζαν-Ζακ, με είχε κάνει να γελάσω εύθυμα, χωρίς να αναλογιστώ αμέσως τις μεγάλες αλήθειες που έκρυβε. Τότε, ήταν λίγο «πανκ» όλα αυτά, η οργή και η ειρωνεία ήταν κάτι σαν κοινωνική υποχρέωση, ήταν θέμα στυλ.
Δικαίωμα σημαίνει παραχώρηση δικαίου, «άδεια για το δικό μου», ας πούμε, δικαιωμένη απαίτηση. Είναι σαν να ζητάς μια άδεια από το λοχαγό σου, και να είναι υποχρεωμένος από τον κανονισμό να σου τη δώσει, αν τελείς τις προδιαγραφές γι’ αυτήν. Η λέξη «δικαίωμα», κατά τη γνώμη μου, κατά βάθος είναι προσβλητική, κάποτε κάποιος έδωσε κάποια «δικαιώματα» στους δούλους, ουσιαστικά τα απαραίτητα για μια κάπως αξιοπρεπή ζωή. Όλοι οι ανθρώπινοι αγώνες, δυστυχώς, έγιναν για το δικαίωμα στη ζωή και για την αξιοπρέπεια, φοβάμαι ότι δεν έγιναν για την Ελευθερία. Είμαστε, όπως μου το έλεγε ο Μπουρνέλ, παιδάκια σε μια πνευματική Αιθιοπία, πρέπει να ζητάμε ψωμί, νερό, περισσότερες ανάσες, όχι «μπριζόλες και αρώματα». Έπειτα από πέντε χιλιάδες χρόνια, οι άνθρωποι –και όχι όλοι– κατέκτησαν απλώς το δικαίωμα στη ζωή και λίγο στην έκφραση, τα δεδομένα δηλαδή, και όχι την ελευθερία τους, την ατομική τους ελευθερία, πόσο μάλλον μια αληθινά ελεύθερη κοινωνία. Χρειάζεται άλλα πέντε χιλιάδες χρόνια πολιτισμός για να το κατακτήσουμε αυτό. Κι εγώ δεν θα είμαι εδώ τότε…
«Παντελή, κάνεις λάθος αν νομίζεις ότι οι άνθρωποι θέλουν ελευθερία. Οι άνθρωποι θέλουν ευτυχία. Δεν θέλουν ελευθερία, τί να την κάνουν; Και ο άνθρωπος είναι ευτυχισμένος μόνο αν είναι εξαρτημένος. Ελευθερία σημαίνει ανεξαρτησία, να μην εξαρτάσαι από κανέναν και από τίποτε, να είσαι ανεξάρτητος. Όμως, απ’ ό,τι βλέπεις, αυτό δεν είναι και τόσο φυσικό. Οι άνθρωποι, από τη φύση τους, είναι απόλυτα εξαρτημένοι από τα πάντα, επιθυμούν την εξάρτηση, μ’ αυτήν νιώθουν καλά, την αποζητούν για να νιώσουν ευτυχία, γαλήνη και αρμονία. Είναι εξαρτημένοι από τη μαμά τους και τον μπαμπά τους, από τη γυναίκα τους ή από τον άντρα τους, από το φαγητό, από την ικανοποίηση των αναγκών τους, από τα όργανα του σώματός τους, από τις αισθήσεις τους, από τον καιρό, από τις ουσίες, από το σεξ, από το σπίτι τους και τα αντικείμενά τους, από την πατρίδα τους, από το DNA τους, από τις συνήθειές τους, από την καλοπέραση, από την ειρήνη και την ασφάλεια, από την πληροφορία, από τα σώου, από τις εντυπώσεις, από τη γνώμη και την κριτική των άλλων, από τις βιολογικές τους ανάγκες, από τον Θεό τους, κλπ. Έτσι νιώθουν ευτυχισμένοι. Έτσι έχουν μάθει. Έτσι είναι ένα με τον κόσμο γύρω τους, τον κόσμο τους. Το να αποζητάς την ελευθερία, την ανεξαρτησία, είναι σαν να θέλεις να είσαι δυστυχισμένος.
»Η πενηντάχρονη πείρα μου ως τώρα με έχει διδάξει ότι οι άνθρωποι θέλουν αγάπη, τρυφερότητα και στοργή, αποδοχή και κοινωνική αναγνώριση, ησυχία και ασφάλεια, ψυχαγωγία και φιλία, οικογένεια και δημιουργία, παρηγοριά και κατανόηση, σεβασμό, σιγουριά και καλοπέραση. Όλα αυτά είναι εξάρτηση. Δεν θέλουν να είναι ανεξάρτητοι. Δεν μπορούν να είναι ανεξάρτητοι. Απλά το λένε καμιά φορά για πλάκα, για να κάνουν τους έξυπνους, τους διαφορετικούς. Αυτό είναι όλο. Αν υπήρχε αληθινή ελευθερία στον κόσμο, χαθήκαμε, καταστραφήκαμε. Κανείς δεν θα ξέρει που πάνε τα τέσσερα…»
Από την άλλη, θυμάμαι μια παλιά μυστηριώδη συζήτηση με τον συγγραφέα Γιώργο Μπαλάνο, κατά την οποία είχε πει την θρυλική ατάκα: «Τα πάντα γίνονται για μεγαλύτερα ποσοστά ελευθερίας…» ©
Η Ελευθερία, αυτή η αγαπημένη κυρία των πολεμιστών και των ποιητών, ξεγλιστρά συνεχώς, ξεφεύγει από τις προθέσεις, είναι πάντα ένα βήμα μπροστά, πάντα άπιαστη, πάντα χαμένη. Δεν προσφέρει ποτέ ένα ανέλπιστο νόημα, έστω κι αν τα πάντα γίνονται γι’ αυτήν…
Αλλά, να, δεν ησυχάζω, κοιτώ γύρω μου και βλέπω έναν κόσμο στον οποίο βασιλεύει η τερατώδης βλακεία, μια βλακεία που βγάζει μάτι. Και, έστω κι αν αυτό το συμπέρασμα κατά βάθος υπονοεί ότι εγώ είμαι ο έξυπνος ή έστω ο πιο βλάκας, δεν αντέχω αν δεν το καταγγείλω.
Βλέπω ακόμη και τους λεγόμενους «διανοούμενους» να μην είναι καθόλου εστιασμένοι στον πνευματικό κόσμο, αναζητώντας πνευματική ελευθερία, αλλά να θέλουν να ελέγχουν για λογαριασμό και εν ονόματι του πνεύματος τον υλικό κόσμο, αναζητώντας πνευματικό θρόνο επί της ύλης, κι ο καθένας κατασκευάζει το μικρό του δόγμα, ζητώντας από τους άλλους να το προσκυνήσουν, ή να παραμείνουν «σκλάβοι» της «άγνοιας» αν δεν αποδεχθούν το δόγμα της γνώσης που αυτοί εγκαθιδρύουν. Και κανένας δεν το παρατηρεί, κι όλοι τους ονομάζουν «ανθρώπους του πνεύματος».
Και από την άλλη για να είσαι αποδεκτός ως «άνθρωπος του πνεύματος και της γνώσης», ακόμη και ως απλός στοχαστής ή ως αναλυτής, πρέπει να είσαι «έγκυρος». Και κανένας δεν ρωτάει επιτέλους: τί εννοείτε όταν λέτε «έγκυρος» ρε παιδιά; Να έχει «εγκριθεί» και «επικυρωθεί» από ποιόν; Να του έχει δοθεί «κύρος» από ποιον; Πώς τον λένε επιτέλους να μάθουμε κι εμείς το όνομά του; «Έγκυρος» βάσει ποιου δόγματος; Βάσει ποιας γραμμής; «Εν κύρος» βάσει ποιου κυρίου;
Βλέπω τους ανθρώπους να ψάχνουν παντού και πάντα την αλήθεια, σε έναν κόσμο που είναι ολόκληρος κατασκευασμένος πάνω στα ψέματα, και να μετατρέπουν τα πιο διαδεδομένα από αυτά τα ψέματα, σε «μεγάλες αλήθειες». Όλοι θέλουν να είναι ξεχωριστοί από τους άλλους, και θέλουν να πρεσβεύει η γνώμη τους την αλήθεια, και θέλουν να λένε ελεύθερα τη γνώμη τους. Και πιστεύουν ότι η αλήθεια είναι πάντα μία! Τί σημασία έχει να λέμε ελεύθερα τη γνώμη μας, αν αυτή είναι ίδια με όλες τις άλλες;;...
Τους ενδιαφέρει η «αλήθεια»! Άραγε, ποια από τις επτά δισεκατομμύρια αλήθειες; Αυτή που τους βολεύει, αυτή που έχουν μάθει, αυτή στην οποία αναγνωρίζουν τα στοιχεία που τους τρέφουν, αυτή που είναι «επικυρωμένη» από την «παγκόσμια επιτροπή αναγνώρισης και επικύρωσης αληθειών».
«Συλλογάται καλά όποιος συλλογάται ελεύθερα». Λάθος! Βγες εκεί έξω να συλλογιστείς ελεύθερα και θα δεις τι έχεις να πάθεις. Οι άνθρωποι γύρω μου ξέρουν και πιστεύουν και αναγκάζονται κάτι άλλο: «Συλλογάται καλά όποιος συλλογάται ψύχραιμα», δηλαδή όποιος είναι ψυχρόαιμος σαν τις σαύρες, όποιος είναι διπλωμάτης (με «διπλά μάτια»), όποιος ζυγίζει τι τον συμφέρει και τι όχι, όποιος «προσέχει» τι συλλογάται, και αν αυτό που συλλογάται είναι εγκεκριμένο από την «επιτροπή έγκρισης και αποδοχής συλλογισμών»…
Με την απλοϊκή παιδική μου σκέψη σημαίνει: να είμαι απλά ελεύθερος να κάνω ό,τι θέλω και να λέω ό,τι θέλω, αρκεί να μη στερώ την ελευθερία των άλλων, να επενδύω το χρόνο μου όπου θέλω και να μην εκβιάζομαι με κανέναν απολύτως τρόπο, να μπορώ να μετακινούμαι όπου θέλω και να μαθαίνω ό,τι θέλω, να πιστεύω ό,τι θέλω και να εκφράζω την πίστη μου όπως θέλω, να είμαι ελεύθερος να καταθέτω την άποψή μου και να είναι σεβαστή από όλους, το ίδιο σεβαστή με την άποψη όποιου άλλου, όποιος κι αν είναι αυτός, να επικοινωνώ ελεύθερα με όποιον θέλω και με όποιον τρόπο έχουμε συμφωνήσει μεταξύ μας, να μπορώ ελεύθερα να δημιουργώ, να επιλέγω, να μη δίνω αναφορά σε κανέναν αν δεν το επιθυμώ, να εφαρμόζω τον ολόδικό μου τρόπο ζωής, να αλλάζω τελείως τον εαυτό μου όποτε θέλω, να είμαι ελεύθερος σε όλα αυτά αρκεί να μη βλάπτω συνειδητά κανέναν.
Ποια είναι λοιπόν η Ελευθερία, κύριοι σοφοί δάσκαλοι που μου μιλούσατε γι’ αυτήν στο σχολείο; Κι εσείς οι μεγάλοι που μου λέγατε ότι ήμουν μικρός ακόμη για να τα καταλάβω όλα αυτά και «προς το παρόν» έπρεπε να κάνω ό,τι μου λέγατε; Ποια είναι η ελευθερία για την οποία αγωνιστήκατε κύριοι επαναστάτες; Ποια είναι η Ελευθερία που της έγραψες ύμνο κύριε μεγάλε ποιητή; Αφού δεν τη γνωρίσατε ποτέ, από πού τη μάθατε;
Τη μάθατε από τους ονειροπόλους που την ονειρεύτηκαν. Τη νιώθατε στον άνεμο να σας καλεί τότε που ήσασταν μικρά παιδιά, και την ποθήσατε για να παίξετε και για να εξερευνήσετε το μυστήριο του κόσμου.
Τη μάθατε από τους «φευγάτους» εραστές της περιπέτειας και από τους εξερευνητές, που φύγανε στα πέρατα του κόσμου για να την εντοπίσουν.
Τη μάθατε από τους καλλιτέχνες που την είδαν σε οράματα και προσπάθησαν να τη ζωγραφίσουν, να τη συλλαβίσουν, να την τραγουδήσουν, και από τους «τρελούς».
Τη μάθατε από τους κατατρεγμένους και από τους φυλακισμένους, από τους ευφάνταστους δούλους και από τους δραπέτες και τους φυγάδες και τους αμφισβητίες, από τους αναίτιους αντάρτες και από τους «αμφιλεγόμενους».
Δεν τη μάθατε από τους μεγάλους, από το σχολείο, από τους πολιτικούς, από τους στρατοκράτες, από τους παπάδες, από τους δικηγόρους και από τους δημοσιογράφους και τους τραπεζίτες, από τους λογικούς, από τους «έγκυρους» και από τους άρχοντες και τους μεσσίες. Γιατί δεν μου το είπατε ποτέ αυτό;...
Υπάρχει μόνο το «Φάντασμα της Ελευθερίας». Μια ελπίδα, ένας πυρετός του νου, ένα όραμα, ένα όνειρο, μια φανταστική κατασκευή, μια τρελή ιδέα για τη ζωή και την έκφραση.
Νιώθω πολύ απογοητευμένος από τον κόσμο των μεγάλων που δεν μου τα δίδαξε ποτέ αυτά, και που έπρεπε να αφιερώσω δεκαετίες αναζήτησης για να τα μάθω και να τα καταλάβω μόνος μου.
Και τώρα που τα κατάλαβα, βλέπω τους πάντες γύρω μου να κοροϊδεύουν τους πάντες, βλέπω ακόμη και τους σοφούς και τους αντιδραστικούς να μην το καταγγέλλουν, να μη μιλάνε. Γιατί; Άραγε, ακόμη και οι σοφοί και οι αντιδραστικοί είναι τελικά βλάκες; Όχι. Είναι γιατί φοβούνται! Γιατί δεν υπάρχει ελευθερία. Φοβούνται να μιλήσουν, να το ξεσκεπάσουν. Φοβούνται μήπως χάσουν τη σύνταξή τους, τη θέση τους, τις μετοχές τους, την πόζα τους, τη ζωή τους. Αυτό πιστεύω εγώ, νομίζω ότι είναι ολοφάνερο, χωρίς να θέλω να αδικήσω μέσα μου τις λαμπρές εξαιρέσεις (πεθαμένοι άνθρωποι οι περισσότεροι) που άλλωστε δεν είναι αρκετές, ούτε ήταν ποτέ.
Μου άρεσε να διαβάζω βιβλία, να βλέπω ταινίες, να παίζω δραματοποιώντας τις φαντασίες μου, να βλέπω όνειρα, να ακούω συναρπαστικές ιστορίες, να ταξιδεύω με τη σκέψη μου σε μέρη μακρινά, να ψάχνω παντού για το μυστήριο, το ασυνήθιστο, το πρωτόγνωρο, το άπιαστο. Μου άρεσε να διηγούμαι ιστορίες, να μετατρέπω τα πάντα σε ιστορίες, να επινοώ και να εφευρίσκω τις απολαύσεις μου. Πάντοτε ενθουσιαζόμουν με τα πάντα, τόσο πολύ και σε τέτοιο σημείο, που έφτασα να πιστεύω πως ο κόσμος είναι υπέροχος, μυστηριώδης, ανεξερεύνητος, απερίγραπτος. Κι άρχισα να νιώθω πως αναλογούσε σε μένα τον μικρούλη, να τον περιγράψω, να τον αποκρυπτογραφήσω, να τον ακούσω και να σημειώνω ό,τι μου έλεγε.
Έψαχνα και μάθαινα τα πάντα με μεγάλη δίψα, εξερευνούσα και ζούσα τις δικές μου επικές περιπέτειες, κι έγραφα, έγραφα, έγραφα, τόσο πολύ και τόσο πεισματικά, που στο τέλος το πίστεψαν όλοι πως είμαι συγγραφέας, κι άρχισαν να με διαβάζουν. Κι ήμουν τόσο χαρούμενος γι’ αυτό, είχα τόσα πολλά να τους πω για τον κόσμο και για τα πράγματα που είχα μάθει, για τα όνειρα των ανθρώπων και για τις λεπτομέρειες που δεν πρόσεχε κανείς. Είχα τόσες πολλές ιστορίες να διηγηθώ, που στο τέλος άρχισε να με πιάνει μια μεγάλη θλίψη, γιατί κατάλαβα ότι δεν θα έφτανε μια ολόκληρη ζωή για να το κάνω, ο χρόνος που μου παραχωρήθηκε δεν θα μου επαρκούσε για να μάθω τα πάντα και να διηγηθώ τα πάντα.
Παρ’ όλα αυτά συνέχισα μόνο με την ελπίδα, πείθοντας τον εαυτό μου ότι είναι αθάνατος και ότι ο χρόνος είναι ψέματα. Διψούσα για τον κόσμο και για όλα του τα περιεχόμενα, ορατά και αόρατα. Πίστεψα ότι θα μπορούσα ίσως να ελευθερωθώ από το χώρο και το χρόνο, να αντισταθώ στη θλίψη και σε όλα τα άσχημα πράγματα, να πολεμήσω με την πένα μου την αδικία και την ασχήμια που βασανίζει όλους μας. Παιδικά πράγματα. Έλεγα ότι ο κόσμος είναι φτιαγμένος από μυστήριο, συγκλονιστικές αλήθειες, κι ότι κρυφά στηρίζεται στη δικαιοσύνη, στην ελπίδα και στην ομορφιά. Πίστεψα ότι μπορώ να παρασύρω τους άλλους, τους φίλους μου έστω, να αντισταθούμε όλοι μαζί με τη δυναμική φαντασία μας, να νικήσουμε, και να δούμε όλα εκείνα που απαγορεύεται να δούμε, να ανακαλύψουμε για πρώτη φορά τον κόσμο...
Ό,τι υπέροχο έβλεπα σαν μικρό ενθουσιασμένο παιδάκι, ήταν και είναι απλά μέσα στο μυαλό μου. Αυτός ο κόσμος είναι καταδικασμένος να φάει τον εαυτό του για να έχει τροφή! Να σκοτώνει για να ζει! Να προδίδει για να ελπίζει! Να φανερώνει για να κρύβει! Γαμώτο, και όλοι οι άνθρωποι είναι αθώοι, όλοι ανεξαιρέτως, υπακούνε απλώς στο ορμέμφυτο, είναι κατασκευαστικό πρόβλημα του κόσμου όλα αυτά.
Σήμερα νιώθω ότι ο κόσμος είναι ένα τραγικό λάθος, και ότι η μόνη του ελπίδα είναι το μυαλό μου. Το μυαλό σου. Η ελευθερία μου είναι μόνο η σκέψη μου... Ελευθερία έχω μονάχα μέσα μου. Η Σκέψη είναι ελεύθερη, κανείς δεν μπορεί να της στερήσει τη μαγική ελευθερία της, η οποία είναι αγνώστου προελεύσεως, δεν είναι από εδώ.
Παρηγοριέμαι με τη γνώση ότι το είχαν καταλάβει και άλλοι αυτό, κι ότι δεν είμαι ο πρώτος, άρα δεν είμαι μόνος μου. Διαβάζω κάτι ξεχασμένους στίχους του ποιητή Algernon Swinburne:
Ξοδέψτε όλοι σας την ισχύ και κλέψτε ό,τι μπορείτε,
Κι όμως υπάρχει κάτι που ποτέ δεν θα σκοτώσετε, ποτέ,
Τη Σκέψη, που ούτε η φωτιά ούτε το σίδερο μπορεί να τη φοβίσει.
Η απλήγωτη κι αόρατη σκέψη που φεύγει
Ελεύθερη έξω από το χρόνο, καθώς ο νότιος κι ο βόρειος άνεμος φυσούν,
Ελεύθερη έξω από το χώρο, καθώς η ανατολική κι η δυτική θάλασσα κυλούν,
Κι όλα τα σκοτεινά πράγματα μπροστά της αποκτούνε λάμψη…»
Άλλωστε, από καιρό το υποψιαζόμουν και τώρα πλέον το ξέρω καλά: Ο κόσμος αποτελείται από κόσμους, κι η αληθινή ιστορία του κόσμου είναι η ιστορία όλων αυτών των κόσμων, που γεννιούνται στο κεφάλι μας και ίσως δεν πεθαίνουν μαζί με το κεφάλι μας, αλλά συνεχίζουν να υπάρχουν, και να διηγούνται ατέρμονα εκείνη τη μυστική ιστορία που δεν διηγήθηκε ποτέ κανείς: την ιστορία της ελευθερίας του πνεύματος...