ΖΩ ΑΚΟΜΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Ζώ ακόμη στην Ελλάδα, που με πληγώνει, γιατί μπορούν να μας πληγώνουν μόνο εκείνοι που αγαπάμε. Δεν είναι μόνο η πατρίδα μου, είναι η αγαπημένη μου πληγή...
Ζώ ακόμη στην Ελλάδα του μελαγχολικού μαυροντυμένου Διονύσιου Σολωμού, σ’ εκείνη την Ελλάδα που έχει για εθνικό της ποιητή τον Έλληνα Έντγκαρ Πόε, που ο Σπυρίδων Τρικούπης τού έλεγε να συνεχίσει να γράφει διότι η Ελλάδα δεν έχει τον δικό της Δάντη, και που δεν δημοσίευσε καμία ποιητική συλλογή όσο ζούσε, όλοι ήξεραν τα ποίηματά του απ’ έξω, προφορικά, (και παρ’ όλο που δεν δημοσίευσε ποτέ κανονικό βιβλίο, όλη η Ελλάδα πένθησε όταν πέθανε, έκλεισε κι η Ιόνιος Βουλή για το πένθος), και που στα τελευταία χρόνια του είχε γίνει «ιδιόρρυθμος», είχε αποκοπεί από όλους τους φίλους του και δεν έβγαινε πλέον από το σπίτι. (Σ’ ένα σημειωματάριο είχε γράψει: «Δεν είναι άξιοι να αγαπηθούν εκείνοι οι οποίοι δεν διακινδυνεύουν τίποτε. Αγάπα για να ζήσεις, ζήσε για να αγαπάς...»)

Ζω ακόμη στην Ελλάδα του Κώστα Καρυωτάκη, που η Μαρία Πολυδούρη τού πρότεινε να παντρευτούν παρότι γνώριζε ότι έπασχε από σύφιλη, (αναμενόμενη ερωτική αυταπάρνηση τότε, όπως έκαναν τα τολμηρά ρομαντικά κορίτσια που ζούσαν κάποτε εδώ), που το κατεστημένο τον είχε εντοπίσει πως ήταν αιθεροβάμων και τον έστειλε εξόριστο υπάλληλο στην Πρέβεζα, όπου έζησε σε μεγάλη απόγνωση, αλλά μόνο και μόνο επειδή υπήρχε «το δείλι και το αεράκι» έγραψε τη συγκλονιστικότερη ελληνική ποίηση κατά την ασήμαντη γνώμη μου,  κι εκεί δεν πήγε στην παραλία για μπάνιο όπως οι άλλοι ή για παραθερισμό, αλλά πήγε για να πνιγεί, πήγε στην ακτή στο όμορφο Μονολίθι, προσπαθώντας επί δέκα ώρες να αυτοκτονήσει, παλεύοντας στη θάλασσα μάταια να πνιγεί, και, στο σπαραξικάρδιο σημείωμα που άφησε αργότερα με την αυτοκτονία του, έγραψε με αυτοσαρκασμό ένα υστερόγραφο: «Υ.Γ. Και για ν' αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Όλη νύχτα απόψε, επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ορισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου.», και μετά τη ματαιότητα του πνιγμού, την επόμενη μέρα αγόρασε ένα πιστόλι και πήγε σ’ ένα καφενείο –που ίσως υπάρχει ακόμη– στην Πρέβεζα, όπου κάθησε πολλές ώρες μόνος του καπνίζοντας, με το πιστόλι πάνω στο τραπέζι, κι όλοι τον έβλεπαν και κανείς δεν τον ρώτησε για το πιστόλι ή να τον εμποδίσει, έγραψε το σημείωμα αυτό κι έπειτα πήγε στον Άγιο Σπυρίδωνα στην παραλία, και αυτοπυροβολήθηκε κάτω από έναν ευκάλυπτο.


Ζώ ακόμη στην Ελλάδα των τούνελς, που διατρέχουν παντού τον μακρύτατο σκοτεινό υπόγειο εαυτό τους χωρίς κανείς να το γνωρίζει, ποτέ δεν θα τα εξερευνήσουμε όλα, κι αυτά κι όλοι οι αμέτρητοι υπόγειοι τόποι αποτελούν το γεωγραφικό υποσυνείδητο της Ελλάδας, κι ίσως να υπάρχει κι ένα ασυνείδητο, πολύ βαθιά κάπου εκεί κάτω, που να απλώνεται κάτω από τα υπόγεια, κάτω από το βάθος, κι εμείς στεκόμαστε τώρα εδώ πάνω σαν να στεκόμαστε σε ένα πλοίο στον Ειρηνικό Ωκεανό, ανίδεοι για τον βυθό, «Ετεή ουδέν ίσμεν. Εν βυθώ γαρ η Αλήθεια», έλεγε ο Δημόκριτος (Στην πραγματικότητα δεν γνωρίζουμε τίποτε. Η Αλήθεια βρίσκεται στον βυθό), και κάπου εκεί, στον βυθό πλέον, κρύβεται ο Δημήτρης Κούγκουλος, στην Κούφια Γη, κι όλοι νομίζουν ότι πέθανε, προχθές ανέβηκε για λίγο, μ’ ένα παλιό σακίδιο στην πλάτη, πιστόλι στη ζώνη και κοντό παντελόνι με αρβύλες, με όμορφο στρατιωτικό κούρεμα, μιλήσαμε για τα παλιά μας ταξίδια, μού έδειξε τους νέους χάρτες του, μου άφησε βιβλία, κι έφυγε πάλι προς τα κάτω, ποιος ξέρει πότε θα ξανάρθει, κι εγώ ζώ εδώ ακόμη, στην Ελλάδα του Δημήτρη Κούγκουλου, κρυφά.


 ...Ζώ ακόμη στην Ελλάδα της αστικής μελαγχολίας, στα στενάκια της πόλης που μυρίζεις την φρεσκάδα από τις μπουγάδες στα μικρά μπαλκόνια, κι ακούς τα παιδιά να παίζουν και να μεγαλώνουν μέσα στην τσιμεντένια φυλακή μας, με όλα τα όνειρα του κόσμου, παιδικά όνειρα συμπιεσμένα εκεί ανάμεσα στα δρομάκια με τις λακούβες στην άσφαλτο και τα σκουπίδια και τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα, καθώς κοιτάς τα βλέματα ανθρώπων κλεισμένα μέσα σε μικρά μαγαζάκια να σε παρατηρούν, παντού παράθυρα με στόρια κατεβασμένα, πέρα η ηχώ από τις λεωφόρους σαν θάλασσα, μικρά πουλιά που πετούν και καταδύονται στον λαβύρινθό μας με ταχύτητα, μάτια από γάτες που κρύβονται κάτω από τ’ αυτοκίνητα και σε κοιτούν, τις νύχτες οι σκιές μετατρέπουν τα στενάκια σε διόδους μιας μαγικής πόλης, βαδίζεις μόνος στο ημίφως καθώς όλοι κοιμούνται κι αυτό μετατρέπεται σε μια ζωντανή παραβολή, η μαγεία είναι ακόμη ζωντανή όποτε είσαι μόνος σου εκεί έξω, λεπτεπίλεπτα, ψιθυριστά, αδιόρατα, η μοναξιά των νυχτερινών διαδρομών προσφέρει εμπνεύσεις, μνήμες, φαντασιώσεις, φαντάσματα της αστικής νύχτας, κι είναι στιγμές που λαμβάνεις τα μηνύματα ενός αόρατου πομπού, τους οιωνούς ενός Megapolisomancy, βρίσκεσαι να περιδιαβαίνεις την αστική μεταφυσική, τον χάρτη του αόρατου, τις αόρατες πόλεις, τη μια μέσα στην άλλη μέσα στην άλλη, στην έναστρη απαστράπτουσα νύχτα ως κοσμοπολίτης, ανάμεσα στο εναλασσόμενο ρεύμα, ναι, ζώ ακόμη στην Ελλάδα των εναλλακτικών πραγματικοτήτων.

Ζώ ακόμη στην Ελλάδα των εξωγήινων Ελλήνων, που κάποτε ήρθαν από τα άστρα και αποίκησαν αυτόν τον γαλάζιο κόσμο μας, έζησαν όλες τις ιστορίες που διηγείται η Ελληνική Μυθολογία, μετέδωσαν εδώ την παράξενη γλώσσα τους (εκείνην που μιλούσε ο Όμηρος), πολέμησαν με τέρατα, άφησαν απογόνους, δίδαξαν όλες τις τέχνες, όλα τα μεγάλα μνημεία φτιάχτηκαν γι’ αυτούς, κι έχουμε ακόμη τα πρόσωπά τους σε αγάλματα κι εικόνες, έφτιαξαν εδώ στον κόσμο μας μια Ντίσνεϋλαντ των Θεών, έπαιξαν θεϊκά παιχνίδια μαζί μας, ζήσαμε μαζί τους σ’ έναν μαγικό κόσμο, ακόμη τον θυμόμαστε βαθιά μέσα στην ψυχή μας με κληρονομικές μνήμες, κι έφυγαν και μάς άφησαν μόνους μας στη μοίρα μας, μας εγκατέλειψαν, κι ίσως να μας πρόδωσαν κιόλας τελικά, μείναμε μόνοι μας να παίζουμε με την εξωκοσμική κληρονομιά μας, που την κάναμε τόσο πεζή, τόσο γήινη, τόσο προσγειωμένη, κι όμως ίσως εκείνοι να έλθουν ξανά –το έχουν άλλωστε υποσχεθεί– σε μια Ελλάδα που κάποτε θα αποδείξει ότι δεν έχει ξεχάσει τη μαγεία που τη δημιούργησε, σε μια Ελλάδα που θα ξαναδημιουργήσει μεγάλη τέχνη, βάρδους, ήρωες, εξερευνητές, φιλόσοφους, πυθίες, οράματα, θαύματα, για να είναι άξια να ξαναγίνει κάποτε η κατοικία των Θεών, και όχι η κατοικία των μοχθηρών, των προδοτών και των απατεώνων, των μισαλλόδοξων και των φιλάργυρων, των δειλών και των μέτριων, είναι μεγάλο κρίμα να είμαστε όπως είμαστε, αλλά, ναι, κάποιοι –όπως κι εγώ– ζούμε ακόμη στην Ελλάδα των εξωγήινων Ελλήνων.


Ζώ ακόμη στην Ελλάδα του Φίνου, μέσα σε ασπρόμαυρες παλιές ελληνικές ταινίες, που είναι ο τρόπος για ταξίδι στον χρόνο, αν είσαι παρατηρητικός κι απολαμβάνεις τις λεπτομέρειες, σε μια αγνή όμορφη Ελλάδα που δεν υπάρχει πια, αλλά μπορείς να την επισκεφτείς και να την κρυφοκοιτάξεις χωρίς κανείς τους εκεί να σε βλέπει, ταξιδεύεις μέσα από την Φίνος Φιλμ (FF) που είναι πια μια εταιρία για ταξίδια στον χρόνο (σαν να έχει βγει από τις σελίδες του Φίλιπ Κ. Ντικ), που ξεκίνησε κάποτε στο κτίριο της παλιάς σαπωνοποιίας του Παπουτσάνη, και πρώτα χρησιμοποιούσαν το κινηματογραφικό πλατό «Ατλαντίς», όπως το είχαν ονομάσει, είτε εις μνήμην της Ατλαντίδος, είτε επειδή ήταν δίπλα στο παλιό εργοστάσιο τσιμέντων Ατλαντίς, κι όταν πήγαινες εκεί πήγαινες στα «Θυμαράκια», δηλαδή στην περιοχή Θυμαράκια της οδού Λιοσίων, και γύρισαν 200 ταινίες κι επηρέασαν εκατοντάδες άλλες, δημιουργώντας τον ελληνικό κινηματογράφο, που πέθανε τελικά μαζί με τον Φίνο, και μείνανε πίσω οι ταινίες ενός άλλου κόσμου, όταν ο Φιλοποίμην Φίνος, ο πατέρας του ελληνικού σινεμά, πέθανε χρεωκοπημένος και πικραμένος το 1977, αρνούμενος να υπηρετήσει ούτε στιγμή την Τηλεόραση, η οποία του προκαλούσε φριχτή αποστροφή...    

 
Ζώ ακόμη στην Ελλάδα του Ροκ’ν’Ρολλ, που παίζει με ξύλινες κιθάρες τραγούδια και μπαλάντες στα χόρτα στην παραλία, στα πάρκα, στις πλατείες και στο γρασίδι στα πανεπιστήμια, δεν έχει πού να πάει (δεν τη βάζουν μέσα σε κανένα μπαρ, καφέ ή ντίσκο) και πηγαίνει και κάθεται στα καφενεία πίνοντας καφέ μαζί με τους γέρους, στα ίδια τραπέζια έφτιαχναν ριζοσπαστικά σχέδια οι νέες γενιές ενώ ταυτόχρονα αναπολούσαν τα παλιά οι παλιές γενιές και γκρίνιαζαν για «τα πολιτικά» (που ήταν κάτι με το οποίο ασχολούνταν μόνο οι γέροι και οι Κνίτες), άκουγε δίσκους βινυλίου, τους άκουγε κανονικά, καθόσουν στην πολυθρόνα κι έβαζες τον δίσκο στο πικάπ και απλά τον άκουγες με ονειροπόλο βλέμμα, οι ραδιοσταθμοί ήταν παράνομοι, «πειρατικοί», κι ήταν στην Ελλάδα το κοινό που είχε η μουσική με τον «Μαυρογένη» ή τον «Πειρατή Λαφίτ», εκπομπές πειρατικής μουσικής Ροκ, και μετά το Ροκ μάς πρόδωσε, και μετά ήταν η Ελλάδα που επαναστάτησε στη σώου μπίζνες που κατάντησαν το Ροκ, κι έγινε Πανκ, δεν είχαμε γκαράζ, παίζαμε στα υπόγεια,  «Δε μας ακούς που τραγουδάμε, με φωνές ηλεκτρικές, μεσ’ στις υπόγειες στοές» δεν ήταν στίχοι απλά όπως παλιά, το είχαμε κάνει αληθινό τελικά, σε μια Ελλάδα ανίδεη, που δεν κατάλαβε το «νέο κύμα» (The New Wave), που έβλεπε τους νέους της σαν εξωγήινους, κι ήταν η πρώτη μας επαφή με το εκκεντρικό, αυτό που διαφεύγει του κέντρου, το φυγόκεντρο, το περιθωριακό, κι έτσι μεγαλώσαμε στο Underground, στο υπόγειο, μαζί με φίλους καλούς και τράκα τσιγάρα και κιθάρες και ντραμς και σουρεαλιστικά στιχάκια και κατσαρίδες, με επιστημονική φαντασία και επανάσταση και κόμικς και καταραμένους ποιητές και δερμάτινα τζάκετ και μαύρα γυαλιά σαν της μύγας και παράξενα μαλλιά κι ακόμη πιο παράξενες ιδέες, που οδήγησαν σε ακόμη πιο παράξενες ιδέες, κι ακόμη πιο παράξενα όνειρα, ώσπου εκτοξεύτηκε η παράξενη ψυχή μας στον ουρανό, κι ακόμη να κατέβει από τα σύννεφα.



Ζώ ακόμη στην Ελλάδα που τρώει τα παιδιά της, σαν τον Κρόνο, στην Ελλάδα που μας πρόδωσε, στην Ελλάδα που δεν δικαίωσε ποτέ κανέναν Έλληνα, στην «ΨωροΚώσταινα», εκείνη «στων Ψαρών την Ολόμαυρη Ράχη Περπατάει η Δόξα Μονάχη», στην Ελλάδα των οικείων προσφύγων, των Ελλήνων που ήρθαν από όλα τα μέρη της Γης κατατρεγμένοι πίσω στην πατρίδα, και των Ελλήνων που έφυγαν σε όλα τα μέρη της Γης για να ξεφύγουν από την πατρίδα, στην Ελλάδα που ήταν παντού και μετά ήταν εδώ και μετά ήταν πάλι παντού, παντού και πουθενά, μια Ελλάδα που δεν μπορείς να την βρεις, σου ξεφεύγει, της ξεφεύγεις, δεν έχει τίποτε, κι έχει τα πάντα, είναι φτωχή, είναι πλούσια, είναι χαζή, είναι σοφή, είναι σκλαβιά και είναι ελευθερία, είναι εκατό χρόνια πίσω κι είναι εκατό χρόνια μπροστά, είναι ήλιος κι είναι σκοτάδι μαύρο, είναι θάλασσα κι είναι βουνά, κανείς δεν ξέρει τι είναι, ζώ ακόμη σ’ αυτήν την τελείως αόριστη Ελλάδα, κι έμαθα να αγαπώ τούτη την αιώνια αοριστία της... 

Ζώ ακόμη στην Ελλάδα των Ελπίδων, που ελπίζει να γυρίσει στην Ιθάκη από την Τροία, που ελπίζει να νικήσει τους απειράριθμους Πέρσες την παραμονή στις Θερμοπύλες, που ελπίζει ότι θα νικήσουν οι Φιλόσοφοι τους Ιεροεξεταστές τους, «Εάν μη έλπηται, ανέλπιστον ουκ εξευρήσει, ανεξερεύνητον εόν και άπορον» (εάν δεν ελπίζεις, δεν θα βρεις το ανέλπιστο, το ανεξερεύνητο είναι και απρόσιτο) έγραφε ο Ηράκλειτος στην Ελλάδα, που ελπίζει ότι θα φιλοξενήσει κρυφά τον Θεό, που ελπίζει ότι θα ξυπνήσει ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς στην σπηλιά μέσα στο βουνό, που ελπίζει ότι θα πάρουμε την Πόλη, που ελπίζει ότι θα λευτερωθεί επιτέλους από τους Τούρκους, που ελπίζει ότι θα νικήσει τον Ομέρ Βρυώνη (δείτε τον να σας κοιτάει μέσα από ένα πίνακα του Ντελακρουά, τον άνθρωπο πού σούβλισε τον Αθανάσιο Διάκο μια άνοιξη), που ελπίζει ότι θα πυρπολήσει με βάρκες την τουρκική ναυαρχίδα, που ελπίζει ότι θα ελευθερώσει την Θεσσαλονίκη μας, που ελπίζει ότι θα ρίξει στην (πέρα) θάλασσα τους όμορφους κοκορόφτερους του Τσιάνο τρέχοντας στα χιόνια κι απλά φωνάζοντας «Αέρα!», που ελπίζει να διασχίσει τον ωκεανό για να δει κι αυτή το Άγαλμα της Ελευθερίας, που ελπίζει να φτάσει δίπλα στον Νότιο Πόλο στην Αυστραλία για μια νέα ζωή, που ελπίζει να αποκτήσουν δικαιώματα οι εργάτες, που ελπίζει να χορεύει ελεύθερα στην μουσική, που ελπίζει σε κοντύτερες φούστες, που ελπίζει να αποκτήσει δικό της σπίτι, που ελπίζει να φύγει η Χούντα, που ελπίζει να αποκτήσει μια θέση στο δημόσιο, που ελπίζει σε πολύ παράξενα πράγματα μέσα από τη νεολαία της, και τελικά που ελπίζει για περισσότερα χρήματα, και μετά για ακόμη περισσότερα χρήματα, που ελπίζει να γίνει επιτέλους όπως οι Ευρωπαίοι, που ελπίζει να πάρει δάνεια, που ελπίζει να μπορέσει να πληρώσει τα δάνεια, που ελπίζει να πληρώσει τους λογαριασμούς, που ελπίζει να πληρώσουν οι κακοί για τις αμαρτίες τους, που ελπίζει σε ένα καλύτερο αύριο, που πλέον ελπίζει να μπορέσει να επιστρέψει στο χθες, που ελπίζει για φτηνότερο σούπερ μάρκετ, που ελπίζει έξω από τις τράπεζες, που ελπίζει να πάει για διακοπές, και που πλέον δεν έχει σε τι να ελπίζει αλλά ελπίζει παρ’ όλα αυτά. Ζώ ακόμη στην Ελλάδα που ελπίζει παρ’ όλα αυτά...


Ζώ ακόμη στην δική μου Ελλάδα. 
Στην δική μου Ελλάδα υπάρχει μια οδός Ιουλίου Βερν στην Αρκάσα της Καρπάθου, και στην Λεμεσό της Κύπρου. (Και ένα ολόδικό μου δρομάκι στην Θεσσαλονίκη, η Οδός Μαύρης Πέτρας). Στην ναυμαχία της Ναυπάκτου έχασε το αριστερό χέρι του ο Θερβάντες. Οι Dubliners έχουν γράψει ένα τραγούδι “Salonica”. Στην Θεσσαλονίκη μπήκε καβάλα αγέρωχος πάνω στο άλογο ο Χέρμαν Μέλβιλ. Στο μουσείο της παλιάς βουλής στην Αθήνα έχουμε ακόμη το ξίφος του Λόρδου Μπάιρον, και στην Πλάκα έχουμε ένα δρόμο για τον Σέλλεϋ (στο Λονδίνο δεν υπάρχει), που το τελευταίο έργο της ζωής του ήταν το Hellas, και στο οποίο γράφει «Είμαστε Όλοι Έλληνες». Ο Μπόρχες ήρθε στην Αθήνα, περπάτησε τυφλός στους δρόμους, κι όταν τον ρώτησαν αν θα ξανάρθει, είπε: «Το ελπίζω, αλλιώς έζησα μάταια. Γιατί όλοι είμαστε Έλληνες. Όλη η Δύση είναι Ελλάδα εν εξορία. Όλοι οι Δυτικοί, Έλληνες εν εξορία...»
Ζώ ακόμη στην Ελλάδα, λοιπόν, εν εξορία.

Π. Γ.








"Ο Μυστικός Κόσμος των Βιβλίων", μία ομιλία του Παντελή Γιαννουλάκη, 17.3.2008 στην Αθήνα στο Θέατρο "Προσκήνιο".

νέβηκε στο YouTube, σε 2 Parts)



Ο Μυστικός Κόσμος των Βιβλίων - Part 1






Ο Μυστικός Κόσμος των Βιβλίων - Part 2


 



30 ΧΡΟΝΙΑ 
ΧΩΡΙΣ ΤΟΝ ΧΟΡΧΕ ΛΟΥΙΣ ΜΠΟΡΧΕΣ

Σ’ αυτό το καλοκαίρι που πέρασε, συμπληρώθηκαν τριάντα χρόνια από τον θάνατο του Jorge Luis Borges.
Είναι μία μελαγχολική επέτειος, διότι το 1986 η ανθρωπότητα έχασε για πάντα μία τιτάνια βιβλιοθήκη, εκείνην που υπήρχε μέσα στον νού του Μπόρχες.
Ήταν όλα εκείνα που είχε διαβάσει, ίσως ο πιο διαβασμένος άνθρωπος του 20ού αιώνα, ο πιο όμορφα διαβασμένος, αλλά ήταν και όλα εκείνα που θα μπορούσε να γράψει ακόμη, που θα μπορούσε να μας πει.
Στο χρονικό αυτό διάστημα που μεσολάβησε από τότε, διαπιστώσαμε ότι υπάρχουν αμέτρητοι άνθρωποι που μπορούν να ζήσουν χωρίς αυτόν, αλλά, επειδή εμείς ζούμε ακόμη, ότι υπάρχουν και άνθρωποι που μπορούν να ζήσουν με αυτόν, ακόμη κι αν εκείνος δεν ζει πια. Τον διαβάζουμε, τον σκεφτόμαστε, έχει μπει μέσα στην καρδιά μας. Μεταμορφώθηκε, όπως θα το ήθελε και ο ίδιος, φαντάζομαι, σε Βιβλία και Μνήμη, Αγάπη και Μυστήριο.   
Δεν ήθελε να είναι πια ο Μπόρχες, ήταν ένας τυφλός γέροντας.

Αν ζούσε ακόμη, άραγε, τί θα έλεγε ο Μπόρχες για την εποχή μας; Πώς θα τού φαινόταν;
Νομίζω ότι δεν θα έλεγε τίποτα.
Θα μας μιλούσε ακόμη για τα αιώνια πράγματα.
Αυτό είναι το πρόβλημα. Τα πράγματα που συμβαίνουν, τα πράγματα που υπάρχουν σήμερα γύρω μας, τα βλέπουν όλοι, ή έστω πάρα πολλοί.  Τα αιώνια πράγματα επίσης υπάρχουν, αλλά πρέπει κάποιος να μας μιλάει για τα αιώνια πράγματα. Δεν φαίνονται σε όλους, και μάλλον σε πολύ λίγους. Πρέπει κάποιος να τα εκπροσωπεί, να τα βλέπει και να μιλάει για λογαριασμό τους.
Πρέπει κάποιος να μας μιλήσει για τα αιώνια πράγματα, για να μπορεί η αιωνιότητα να είναι εδώ μαζί μας.
Για να βλέπουμε ότι ο κόσμος είναι κάτι παραπάνω από αυτό που φαίνεται, και ότι ίσως εμείς είμαστε κάτι παραπάνω από αυτό που νομίζουμε.
Είναι πολύ θαυμαστό, νομίζω, το ότι τα έβλεπε ένας τυφλός.


Τα έργα του Μπόρχες είναι μάλλον τα ωραιότερα που έχω διαβάσει, ως σύνολο, χωρίς αμφιβολία.
Όταν έφυγε από τον κόσμο ήμουν νέος ακόμη, γεμάτος δισταγμούς, αλλά, αν ζούσε περισσότερο, θα ταξίδευα στο πιο μακρινό μέρος του κόσμου, οπουδήποτε, για να πάω να τον βρω, να τον συναντήσω έστω για πολύ λίγο, να τον δω από κοντά, να του σφίξω το χέρι, να τον ευχαριστήσω για τα γραπτά του, να τον ενθαρρύνω με την ευγνωμοσύνη μου. Θα ήταν κάτι εξαιρετικά αξιομνημόνευτο για μένα. Δεν έγινε ποτέ...  
Έχω γράψει αρκετά κείμενα γι’ αυτόν, κυρίως για να εκδηλώσω έτσι τον μεγάλο θαυμασμό μου και την αγάπη μου.  

Αν ζούσε, άραγε, ακόμη, τι άλλο θα έγραφε, αν μπορούσε, αν ήθελε;
Μπορεί κάποιος να σκεφτεί, τι σημασία έχει, αφού έγραψε τόσα πολλά, πόσα να γράψει πια κανείς, δεν μπορεί να γράφει για πάντα!
Εγώ δεν το βλέπω έτσι. Εγώ, αν ζούσε, θα ήθελα να μαθαίνω τα νέα του, τι του συμβαίνει, τι σκέφτεται, ποιες είναι οι συμβουλές του, οι προτάσεις του, οι ονειροπολήσεις του, οι κατασκευές του, οι αγωνίες του, οι ανακαλύψεις του. Έτσι το βλέπω.
Είναι σαν να έχεις έναν μακρινό φίλο, ή έναν μακρινό παππού, που σου γράφει ένα γράμμα κάθε τόσο, ένα πολύ ωραίο γράμμα πάντοτε, για σένα. Πάντα το περιμένεις, κοιτάς στο γραμματοκιβώτιο αν ήρθε κάποιο γράμμα του.
Είχε υποσχεθεί ότι θα σου γράψει πάλι. Ξαναδιαβάζεις τις παλαιότερες επιστολές του, αναρωτιέσαι τι να κάνει, πότε θα σου γράψει νεότερα.
Και ξαφνικά διαπιστώνεις ότι δεν έρχεται πια κανένα γράμμα του, κι αυτό σημαίνει ότι έφυγε, δεν θα σου ξαναγράψει ποτέ πιά.
Έρχεται κάποια στιγμή, που αναρωτιέσαι πόσα δεν σου είπε. Πόσα ακόμη θα μπορούσε να σου πει. Τί θα σου έγραφε, άραγε, αν μπορούσε;
Τί του συνέβη;

Σκέφτομαι τώρα, με ένα χαμόγελο, ότι το έχει απαντήσει ο ίδιος ο Μπόρχες όλο αυτό! Είναι ένα μυστήριο. Έχει πει την αλήθεια, γι’ αυτό το πράγμα. Δεν ξέρω αν είναι μυστικό, αν δεν πρέπει να μιλάει κανείς γι’ αυτά τα θαυμαστά πράγματα.
Θυμήθηκα κάτι που διάβασα κάποτε σε μία συνέντευξή του.
Ο άλλος τον ρωτάει, αν έχει γράψει κάτι τώρα τελευταία. Ο Μπόρχες απαντάει, ναι, έχει γράψει κάτι πολύ μικρά κομμάτια, επίσης δύο σοννέτα, α, και ένα ποίημα που το έγραψε για έναν φίλο πού του υποσχέθηκε έναν ζωγραφικό πίνακα.
Και διηγείται :
«Αλλά πέθανε. Είναι ένας πολύ γνωστός Αργεντινός ζωγράφος, ο Larco. Και τότε σκέφτηκα για τον πίνακα πού μάς είχε υποσχεθεί, που υποσχέθηκε στην σύζυγό μου και σ’ εμένα –είχαμε συναντηθεί στον δρόμο– και έπειτα σκέφτηκα ότι κατά κάποιον τρόπο μάς είχε δώσει τελικά έναν πίνακα, διότι είχε την πρόθεση να το κάνει, κι έτσι ο πίνακας ήταν με κάποιον μυστικιστικό τρόπο μαζί μας. Αλλά ο πίνακας αυτός ήταν ένας πιο πλούσιος και υπέροχος πίνακας, γιατί ήταν ένας πίνακας που μεγάλωνε και εξελισσόταν και άλλαζε συνέχεια με τον χρόνο, και μπορούσαμε να τον φανταστούμε με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Κι έπειτα στο τέλος τον ευχαρίστησα με ευγνωμοσύνη για αυτόν τον ασταμάτητο, αιώνια εναλασσόμενο πίνακα, λέγοντας ότι, φυσικά, δεν θα έβρισκε κανένα μέρος στους τέσσερις τοίχους ενός δωματίου, αλλά παρ’ όλα αυτά θα ήταν εκεί μαζί μας.
»Αυτή πάνω κάτω ήταν η πλοκή του ποιήματος που έγραψα, για να ευχαριστήσω τον φίλο μου. Φυσικά, δεν θα το διαβάσει ποτέ, και είναι γι’ αυτόν το ίδιο που είναι και ο πίνακάς του για μένα. Είναι ένα απλό ποίημα. Το έγραψα σαν ένα είδος πεζού ποιήματος...»

Αφιερώστε μία όμορφη σκέψη για τον Χόρχε Λουίς Μπόρχες.

Π. Γ.