ΠΑΝΤΕΛΗΣ Β. ΓΙΑΝΝΟΥΛΑΚΗΣ
Ο συγγραφέας Παντελής Β. Γιαννουλάκης ζει και γράφει στην Θεσσαλονίκη, και σε πολλές εναλλακτικές πραγματικότητες που εξερευνεί με την ιδιαίτερη λογοτεχνία του και τις μελέτες του. Έχει συγγράψει και δημοσιεύσει ως τώρα 35 βιβλία, και πάνω από τρεις χιλιάδες άρθρα, δοκίμια και πρωτότυπα κείμενα και διηγήματα, σε περιοδικά, έντυπα, συλλογικά έργα, ειδικές θεματικές εκδόσεις και ανθολογίες. Έχει δημιουργήσει ή συντονίσει 12 περιοδικά και έντυπα, έχει ιδρύσει 4 εκδοτικούς οίκους. Έχει κάνει σπουδές Κινηματογράφου & Σκηνοθεσίας και Ιστορίας της Τέχνης, υπήρξε δημιουργός ραδιοφωνικών εκπομπών, τηλεοπτικών εκπομπών και ντοκιμαντέρ, έχει κάνει πολλές εξερευνήσεις και έρευνες στην Ελλάδα και σε αρκετά μέρη του κόσμου. Έχει κάνει μεταφράσεις έργων, υπήρξε editor πολλών ανθολογιών και επιμελητής εκδόσεων, μουσικός, περιηγητής, ξεναγός, συλλέκτης, αλληλογράφος, εισηγητής, διακεκριμένος ομιλητής με πολλές δεκάδες διαλέξεις σε μεγάλο κοινό, ειδικός γνωσιολόγος σε ποικίλα πεδία γνώσης. Είναι ο δημιουργός, εκδότης και διευθυντής του περιοδικού “Strange”, δημιουργός των εκδόσεων “Αόρατο Κολλέγιο” και “Άγνωστο” (επίσης, στο παρελθόν, των εκδόσεων “Terra Nova” και “Αρχέτυπο”), και έχει εκδόσει πάνω από διακόσια βιβλία... Είναι πατέρας δύο αγοριών, και έχει καθοδηγήσει και προωθήσει πάρα πολλούς συγγραφείς, ερευνητές και μελετητές. Ασχολείται ένθερμα με την Φανταστική Λογοτεχνία, την σημειολογία, την φιλοσοφία, την λογοτεχνία μυστηρίων, τις εναλλακτικές κοσμοθεωρίες, και τα μυστήρια του ανθρώπου και των κόσμων του.
Χρειαζόμαστε ένα παραμέρισμα της κουρτίνας, που ο συμβατικός κόσμος έχει τραβήξει μπροστά στα μάτια μας, μια νέα και μεγάλη προέκταση του οπτικού μας πεδίου, του πεδίου παρατήρησης.
Χρειαζόμαστε νέους τρόπους αντίληψης και κατανόησης, και νέους τρόπους μετάδοσης των πραγμάτων που θα αντιληφθούμε και θα κατανοήσουμε.
Αυτό θα σημαίνει μια ριζική αναθεώρηση ενός μεγάλου μέρους των γνώσεων μας και των πραγμάτων που θεωρούμε δεδομένα.
Μια τέτοια αναθεώρηση δεν συμφέρει κανέναν από αυτούς που χειρίζονται τις λειτουργίες των καθημερινών συστημάτων, και, επιπλέον, οι περισσότεροι άνθρωποι δεν είναι διατεθειμένοι να εγκαταλείψουν το μικρό, σίγουρο και ασφαλές νησί τους, για να εξερευνήσουν τα αβέβαια νερά ενός νέου και παράξενου ωκεανού...
Η πραγματικότητα είναι τελείως σχετική, κι αυτό αποδεικνύεται από το αγωνιώδες πείσμα της να μην αναιρεθεί, και από την αδυναμία της να σε τιμωρήσει μόλις την αναιρέσεις…
Ζούμε σε εποχές κατοχής και αντίστασης. Ο κόσμος επιζητά να παγιώσει τελείως την εικόνα του, και όλοι ανεξαιρέτως να υπηρετούν το τεχνητό κοσμικό είδωλο που ο κόσμος έφτιαξε για τον εαυτό του. Οι άνθρωποι που διαχώρισαν τον εαυτό τους από αυτόν τον κόσμο, αποσυρόμενοι στο ιδιωτικό τους σύμπαν, αντιστέκονται εστιαζόμενοι στον αέναα κρυφώς εξελισσόμενο μύθο του κόσμου, που η παγιωμένη εικόνα προσπαθεί να εξαφανίσει.
Οι άνθρωποι που προσπαθούν ν’ αποδράσουν από τις υποθέσεις αυτού του απογοητευτικού κόσμου, σπιθαμή με σπιθαμή φτιάχνουν μυστικά το Παραμύθι του Κόσμου. Το διηγείται ο ένας στον άλλον ψιθυριστά κι αν κάποιος είναι χωρίς συντρόφους, το διηγείται στον εαυτό του. Υπενθυμίζει συνέχεια την ιστορία, αποστηθίζει τους χάρτες και τα σημάδια, κάνει εξάσκηση τις νύχτες όταν όλοι κοιμούνται, απαγγέλλει το ποίημα, γράφει το μήνυμα, κουρδίζει τα ρολόγια και τα βιολιά, κοιμάται με το ξίφος κάτω απ’ το μαξιλάρι -μην έρθει η ώρα και δεν είναι έτοιμος για την ηρωική έξοδο…
Κάποιος που μπορεί να κοιτάξει γύρω του με τα σωστά μάτια, θα αντικρίσει παντού ολόγυρα το Παραμύθι του Κόσμου. Είναι τόσο μεγάλο και τόσο υπέροχο, γενιές ολόκληρες συνωμοτών το έφτιαχναν, το έγνεθαν, το έπλεκαν, το έχτιζαν, το χρωμάτιζαν. Στέκει εκεί (πού;) και διηγείται την πιο παράξενη ιστορία που ειπώθηκε ποτέ. Την ιστορία ενός άλλου κόσμου, κάπου πέρα, μακριά απ’ αυτόν εδώ τον κόσμο, κι ακόμη πιο μακριά, στα βάθη του νου και της καρδιάς μας.
Τα μηνύματα από αυτόν τον κρυφό κόσμο, αναπόφευκτα, είναι πολεμικές ανταποκρίσεις, ενός πολέμου μυστικού, ανάμεσα στους υπηρέτες της κατοχής του κόσμου και στους παρτιζάνους του Αντίκοσμου...
«Η ζωή είναι πιο παράξενη από τα μυθιστορήματα».
Το πιο ουσιαστικό επίτευγμα της Λογοτεχνίας μέχρι σήμερα, είναι ότι κατέληξε σ’ αυτό το συμπέρασμα. Αυτό δεν έγινε, βέβαια, για να απορρίψει τον εαυτό της, αλλά για να δώσει μια νέα σημασία στο ατέρμονο νόημα της ζωής.
Η ζωή καθορίστηκε από τη Λογοτεχνία.
Δεκάδες αιώνες χρειάστηκαν για να μετατρέψει ο άνθρωπος τα πάντα σε Λογοτεχνία. Ζούσε καταγράφοντας τα πάντα γύρω του, όλες τις πληροφορίες, όλες τις εμπειρίες, όλες τις ανακαλύψεις, όλα τα όνειρα, όλα τα συναισθήματα, όλα τα φαινόμενα, όλες τις ιδέες, όλες τις υποθέσεις… Και τα καταχωρούσε στην αιώνια βιβλιοθήκη.
Κάποτε η ζωή ξεπερνούσε τη Λογοτεχνία. Τώρα πια η βιβλιοθήκη είναι τόσο τεράστια, που η Λογοτεχνία ξεπερνά τη ζωή.
Οτιδήποτε ζω, μέχρι και η τελευταία εμπειρία και σκέψη μου, έχει ήδη προβλεφθεί από πριν μέσα στη Λογοτεχνία. Οι επιρροές της Λογοτεχνίας πάνω στη ζωή είναι τόσο πολυσύνθετες και εξαπλωμένες σε κάθε στοιχείο με όλους τους πιθανούς τρόπους, κρύβονται τόσο καλά μέσα στην ίδια τη ζωή, που σχεδόν κανείς δεν υποπτεύεται πως η κάθε στιγμή της ζωής του έχει ήδη πρωταγωνιστήσει στις σελίδες κάποιου βιβλίου, κάποτε.
Η ίδια η Λογοτεχνία άρχισε κάποτε να παρατηρεί τον εαυτό της, και ανακάλυψε μια συγκλονιστική παραδοξολογία. Αφού η ζωή και η σκέψη καθοριζόταν πλέον από τη Λογοτεχνία, τότε η κύρια αποστολή της Λογοτεχνίας, που ήταν να εξερευνήσει τη ζωή και τη σκέψη, είχε μετασχηματιστεί σε κάτι τελείως νέο και παράξενο: η Λογοτεχνία εξερευνούσε πια τη Λογοτεχνία.
Έτσι, μπορούσες πια να αφιερώσεις όλη σου τη ζωή στην εξερεύνηση της λογοτεχνίας, που εξερευνεί τον εαυτό της, και να εξερευνήσεις τη ζωή σου...
Αυτό που κάνει τους συγγραφείς να ξεχωρίζουν από τους υπόλοιπους ανθρώπους, είναι κυρίως το γεγονός ότι οι συγγραφείς παρατηρούν πράγματα που οι υπόλοιποι άνθρωποι δεν τα παρατηρούν, δεν τα προσέχουν, δεν τους δίνουν σημασία. Κι επιπλέον, οι συγγραφείς τα θυμούνται, τα καταγράφουν, συγκεντρώνουν αυτές τις αξιομνημόνευτες λεπτομερείς παρατηρήσεις τους ως οπλοστάσιο, ως θησαυροφυλάκιο λεπτομερειών, που κάπου θα χρησιμοποιηθούν κάποτε.
Ο συγγραφέας έχει πάντα ένα σημειωματάριο γενικών καταγραφών, και πολλά άλλα σημειωματάρια και σημειώσεις που σχετίζονται με τα διάφορα σχέδια του, με συνεχείς σημειώσεις που αντίστοιχα τα αφορούν, χωρίς ακόμη τα έργα να έχουν αρχίσει να γράφονται, αλλά και κατά τη διάρκεια της συγγραφής τους. Στο γενικό σημειωματάριο, σημειώνει συνεχώς τα πάντα, οτιδήποτε ενδιαφέρον παρατηρεί γύρω του, ακούει, διαβάζει, βλέπει, μαθαίνει, εμπνέεται, ονειρεύεται, θυμάται, κλπ. Δεν αφήνει καμιά καλή και «ενδιαφέρουσα» σκέψη, ιδέα, έμπνευση, πληροφορία, σημειολογία, σύνδεση, αλληγορία, μεταφορά, απόσπασμα, παραδοξολογία, οξύμωρο, λέξη, μυστικό, παρατήρηση, επισήμανση, ανάμνηση, αφορισμό, απόφθεγμα, σύλληψη, να του ξεφύγει. Όταν οτιδήποτε από αυτά βγαίνει στον δρόμο του, το καταγράφει, για να το χρησιμοποιήσει, κάπου, κάπως, αργότερα. Είναι συλλέκτης ιδεών, σκέψεων, λέξεων, πληροφοριών, ενδιαφερόντων ζητημάτων και παρατηρήσεων. Διαθέτει μια ολόκληρη αόρατη βιβλιοθήκη από αυτά.
Ο συγγραφέας που δεν το κάνει συνειδητά και αφοσιωμένα και συνεχώς αυτό το πράγμα, που δεν παρατηρεί τις φευγαλέες λεπτομέρειες του κόσμου, δεν είναι συγγραφέας.
Αυτό, σταδιακά, του δίνει μια εποπτεία πάνω στην καθημερινή πραγματικότητα που οι άλλοι άνθρωποι ούτε που την έχουν ονειρευτεί ποτέ τους. Και, σιγά-σιγά, αρχίζει να ξεχωρίζει αμέσως το συγγραφικό ίχνος όταν εμφανίζεται οπουδήποτε για να του προσφερθεί από τη συγχρονικότητα. Μόλις παρατηρεί αυτό που πρέπει, ένα καμπανάκι χτυπάει στο κεφάλι του, κι εκείνος περισυλλέγει την παρατήρηση. Κι έπειτα την αντιμετωπίζει σαν πολύτιμη πληροφορία, σαν εύθραυστο μυστικό.
Μέσα από διεργασίες όπως αυτή και πολλές άλλες, ο συγγραφέας δεν περιμένει την έμπνευση, είναι ο Κυνηγός της Έμπνευσης, εκπαιδεύεται να την αναγνωρίζει παντού γύρω του, να την παραμονεύει και να την αρπάζει με λεπτεπίλεπτο τρόπο. Δεν είναι ποτέ απροετοίμαστος για αυτό.
Έτσι, παντού και πάντα, ο συγγραφέας καταστρατηγεί μια οικειότητα με το Παράξενο. Οι αληθινοί συγγραφείς είναι ερωτευμένοι με το Παράξενο. Είναι το παρασκήνιο του κόσμου μας.
Συμφωνώ με τον J. K. Chesterton, που γράφει:
«Το ότι υπάρχει ένας κόσμος πίσω από τον κόσμο, δεν το γνωρίζουν πολλοί άνθρωποι. Βέβαια, υπάρχει και ένας άλλος άνθρωπος πίσω από κάθε άνθρωπο, αλλά κι αυτό ακόμη συχνά ο ίδιος ο άνθρωπος δεν το γνωρίζει. Υπάρχει ένα παρασκήνιο στα πάντα, ένα σκοτεινό παρασκήνιο, πολλές φορές πέρα από κάθε φαντασία. Στο παρασκήνιο αυτό, πίσω από την αυλαία του κόσμου, δεν πηγαίνει κανείς, εκτός από τους συγγραφείς…»
Η αληθινά μεγάλη ευχαρίστηση που αντλώ από τον κόσμο, προέρχεται από τα βιβλία. Ίσως γιατί ο ίδιος ο κόσμος είναι ένα ανεξάντλητο βιβλίο. Ίσως γιατί ο κάθε άνθρωπος δεν είναι παρά ακόμη ένα βιβλίο. Παραμένει ακόμη άγνωστος ο συγγραφέας του κόσμου μας. Υπάρχουν νύχτες που το μόνο που θέλω είναι να τον γνωρίσω, και να μου επιτρέψει να περιπλανηθώ στην απέραντη βιβλιοθήκη του. Έχω πολλές όμορφες ερωτήσεις να του κάνω, δίπλα από το τζάκι, πίνοντας λίγο κονιάκ…
Όταν ονειρευόμαστε, ο εγκέφαλός μας λειτουργεί κανονικότατα σαν να δέχεται αληθινά ερεθίσματα, και δίνει στους επιστήμονες την εικόνα ενός εγκεφάλου που βλέπει, ακούει, οσμίζεται, γεύεται, πιάνει, κινείται, κλπ, και επεξεργάζεται πληροφορίες σαν να τις δέχεται από το εξωτερικό περιβάλλον, με τη διαφορά ότι το σώμα κοιμάται και τίποτε από όλα αυτά δεν παρατηρείται να συμβαίνει σε αυτήν την πραγματικότητα...
Έχουμε έναν δεύτερο μυστηριώδη εαυτό, ο οποίος ζει κανονικά σε έναν παράλληλο κόσμο, τον κόσμο των ονείρων: ένα ολόκληρο εναλλακτικό σύμπαν. Μια μυστηριώδης ονειρική γεωγραφία που το πανόραμά της ξανοίγεται μέσα μας. Την εξερευνούμε ασυνείδητα μέσα από αινιγματικές εμπειρίες και βιώματα που καταγράφονται από τον εγκέφαλό μας ως αληθινά, για τον οποίο έχει αποδειχθεί επιστημονικά ότι ενώ ονειρευόμαστε συνεχίζει να λειτουργεί κανονικά σαν να βιώνει πραγματικές καταστάσεις.
Ζούμε μέσα στα όνειρα…μια δεύτερη ζωή.
Το μάτι. Αυτό το οπτικό πεδίο συναλλαγής του εσωτερικού κόσμου με τον εξωτερικό κόσμο, το μάτι, είναι το μόνο όργανό μας που ζει από το φως ενώ το υπόλοιπο σώμα μας είναι βουτηγμένο στη λάσπη, στην ύλη. Το μάτι έχει τη μορφή του σύμπαντος. Τρεις ομόκεντροι κύκλοι το περιγράφουν, η σφαίρα, η ίριδα και η κόρη: Ο εξωτερικός κύκλος του υπεργαλαξιακού κόσμου, ο εσωτερικός κύκλος του γαλαξιακού κόσμου, ο εσώτατος κύκλος του υποσελήνιου κόσμου. Κοιτώντας κανείς (με το μάτι του) το ανθρώπινο μάτι, είναι σαν να παρατηρεί το σχέδιο του Σύμπαντος. Το μαγικό σημείο όπου ενώνεται ο άνθρωπος με τον Θεό. Τα άστρα του ουρανού εκπροσωπούνται από το άστρο του ματιού. Η ίδια η κόρη του ματιού είναι μια άβυσσος, εκεί απ’ όπου μπορεί κανείς να ατενίσει με ίλιγγο τα βάθη της ανθρώπινης ψυχής, αστρική στη φύση της και αόρατη. Κατοπτρισμένη πάνω στην κόρη είναι εκείνη η ανταύγεια ενός φωτεινού γαλαξία, το ίχνος του θεϊκού φωτός, το σπερματικό φως του κόσμου, του εσωτερικού κόσμου...
Όταν υπάρχει κάτι που δεν το ξέρεις
Πώς ξέρεις ότι δεν υπάρχει;
Ξέρουμε ότι πολλά από τα όνειρά μας δεν θα γίνουν αληθινά. Ίσως να μη γίνουν ποτέ αληθινά. Κι όμως, συνεχίζουμε να ονειρευόμαστε.
Αυτό λέει πολλά, και δεν είναι τόσο παράδοξο όσο ακούγεται.
Έχουμε μάθει ότι τα όνειρά μας είναι σημαντικά όχι γιατί γίνονται αληθινά, αλλά γιατί μας οδηγούν σε μέρη που ποτέ δεν θα πηγαίναμε αλλιώς, και μας διδάσκουν πράγματα που ποτέ δεν ξέραμε ότι μπορούσαμε να μάθουμε…
Ο κόσμος που παρακολουθούμε, εκείνος ο κόσμος της καθημερινής μας πραγματικότητας, δεν είναι ο αληθινός κόσμος, είναι μία περιγραφή του.
Τα βιβλία είναι συχνά πολύ καλός τρόπος για να βλέπεις τον κόσμο με άλλα μάτια.
Και τα βιβλία είναι παράθυρα.
Είναι σαν κιάλια που βλέπουν αλλού. Η αριστερή σελίδα για το αριστερό σου μάτι και η δεξιά σελίδα για το δεξί σου μάτι. Βάζεις μπροστά στο πρόσωπό σου ένα βιβλίο και αντικρίζεις το πανόραμα της ανάγνωσης. Το πεδίο της γνώσης από αλλού. Είναι μία τηλε-όραση. Βλέπεις μακριά, σε άλλους τόπους, σε άλλες ζωές, σε άλλα μυαλά, σε άλλους χρόνους.
Και, όταν γράφεις ένα βιβλίο, είσαι κάτι σαν οπτικός. Ρυθμίζεις έντεχνα την όραση του φίλου σου, του αναγνώστη σου, έτσι ώστε να μπορέσει να δει αλλού, να αλλάξει για λίγο την οπτική του κόσμου του και να παρακολουθήσει έναν απόκρυφο μικρόκοσμο, χαρτογραφημένο μέσα στις σελίδες…
Η πεζοπορία, η οδοιπορία, η περιπλάνηση, το ταξίδι, η περιπέτεια, η περιπολία, η πρωτοπορία, η ανίχνευση, η εξερεύνηση...
Οι περισσότεροι άνθρωποι, δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν καταλαβαίνουν πόσο σημαντικά είναι όλα αυτά: Σχετίζονται με την πλοήγηση στον υλικό κόσμο.
Η τέχνη της πλοήγησης στον υλικό κόσμο είναι τόσο σημαντική όσο και η τέχνη της αναπνοής. Παραδόξως, για τους περισσότερους ανθρώπους, και οι δύο αυτές τέχνες είναι αυτοματικές συνήθειες και τίποτε παραπάνω.
Αλλά υπάρχει και η τέχνη της πλοήγησης στον πνευματικό κόσμο...
Εξασκούμε την πλοήγηση στον υλικό κόσμο χρησιμοποιώντας -διανύοντας- τις διαδρομές, και –από την άλλη– εξασκούμε την πλοήγηση στον πνευματικό κόσμο με τη φαντασία μας.
Όμως, αν συνδυάσουμε αυτά τα δύο, τις διαδρομές και τη φαντασία, έχουμε ένα νέο είδος πλοήγησης. Και πρόκειται για πλοήγηση σε ένα νέο πεδίο, ούτε πραγματικό ούτε φανταστικό, σε εκείνο το συνδετικό πεδίο μεταξύ πνεύματος και ύλης, που είναι ένα κρυφό ενδιάμεσο πεδίο, μυστικό και απαγορευμένο, για το οποίο δεν συζητά κανείς...
Αυτή είναι η λεγόμενη «αόρατη πλευρά του κόσμου», και αυτήν εννοούσε ο παππούλης μου ο Τσαρλς Φορτ όταν έλεγε ότι ανακάλυψε μία «πυξίδα για τη ναυσιπλοΐα της αόρατης πλευράς του κόσμου...»
Λοιπόν, αυτή η νέα πλοήγηση σ’ αυτό το μυστικό ενδιάμεσο πεδίο, βασίζεται –στο πρώτο στάδιο εξάσκησής της– σε μία σχετικά απλή τεχνική: να κάνεις μία πλοήγηση στο υλικό πεδίο με πνευματικό τρόπο (ή, αν το προτιμάτε έτσι, στο πνευματικό πεδίο με υλικό τρόπο).
Μία περιπλάνηση στις διαδρομές του υλικού κόσμου με πνευματικό τρόπο. Πρόκειται για ένα λειτουργικό συνδυασμό της περιπλάνησης στους δρόμους και της περιπλάνησης στη φαντασία. Κι αυτό κάνει εκείνο το ενδιάμεσο πεδίο να αρχίσει να διακρίνεται αδιόρατα. (Και διακρίνεται γιατί «ανταποκρίνεται» στην περιπλάνησή σου).
Μία αφηρημένη περιπλάνηση μέσα στον τρισδιάστατο χάρτη της πόλης, αφήνοντας τον εαυτό μας να παρασυρθεί από τη φαντασία, αλλά ταυτόχρονα και να παρασυρθεί από τους δρόμους. Δηλαδή, να παρασυρθεί στις διαδρομές της φαντασίας, και ταυτόχρονα να παρασυρθεί από τις διαδρομές της πόλης. Να παρασυρθεί από τη ροή των συλλογισμών, και ταυτόχρονα να παρασυρθεί στη ροή των δρόμων. Από τα «μονοπάτια της σκέψης» και από τα μονοπάτια του κόσμου. Να «αποπροσανατολιστεί» κάποιος από τον εαυτό του, και ταυτόχρονα να αποπροσανατολιστεί μέσα στην πόλη. Να «περι-πλανηθεί»…
Μ’ αυτόν τον τρόπο, ο εσωτερικός κόσμος μεταμορφώνεται σε εξωτερικό και μπορείς να περιπλανηθείς κανονικά μέσα του: να τον περπατήσεις.
Αν προτιμάτε, ο εξωτερικός κόσμος μεταμορφώνεται σε εσωτερικό και μπορείς να περιπλανηθείς σ’ αυτόν με τη σκέψη σου.
Το ίδιο είναι, απλά εξαρτάται από την οπτική γωνία από την οποία το βλέπεις…
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιπλάνησης, που σε πρώτη φάση γίνεται χωρίς νόημα, ο περιπλανώμενος είναι βυθισμένος σε μια επιλεγμένη φαντασίωση, (αλλά και στους αυθόρμητους συλλογισμούς του, ακολουθώντας με τον νου του ελεύθερα τη ροή τους, παρατηρώντας πως αυτή αρχίζει να σχετίζεται με τα ερεθίσματα που λαμβάνει από ολόγυρά του), και καθώς ακολουθεί τελείως αυθόρμητες διαδρομές, σταδιακά αρχίζει να συμβαίνει το εξής:
Η περιπλάνησή του αρχίζει να αποκτά νόημα, είναι σαν να βαδίζει πάνω σε υπονοούμενα, σαν να γράφει ή να διαβάζει ένα κείμενο, τα πάντα γύρω του αποκτούν ένα ιδιόμορφο νόημα, ή ένα πλέγμα από κρυφά νοήματα, που του αποκαλύπτονται, που συνδέονται όλο και περισσότερο με τους συλλογισμούς του. Φτάνει σε ένα σημείο που αυτό το φαινόμενο γίνεται τόσο έντονο, που ο περιπλανώμενος θεωρεί ότι μπορεί να κοντρολάρει το ίδιο το τοπίο, και όχι μόνο τις σκέψεις του. Η Πλοήγηση έχει ξεκινήσει…
Για τον Πλοηγό που θα το κάνει αυτό, οι συνηθισμένοι υλικοί δρόμοι του κόσμου χάνουν κάθε συμβατική σημασία. Οι διαδρομές αποκτούν ένα τελείως διαφορετικό νόημα γι’ αυτόν, η πόλη η ίδια μεταλλάσσεται μυστικά, οι δρόμοι της οδηγούν «αλλού»…
Ο κόσμος που ζούμε, είναι ένα πάρα πολύ παράξενο μέρος! Αλλά, εγκλωβισμένοι μέσα στις υποθέσεις της καθημερινότητάς μας, έχουμε την τάση να το ξεχνάμε αυτό ή να το αγνοούμε. Εμείς οι ίδιοι που βαδίζουμε σ’ αυτό το παράξενο μέρος, είμαστε πάρα πολύ παράξενα όντα…
Είναι τόσα πολλά τα πράγματα που δεν ξέρουμε για τους μηχανισμούς του κόσμου και του εαυτού μας, που φοβόμαστε να παραδεχτούμε αυτή την μεγάλη αλήθεια. Θέλουμε τον κόσμο και τον εαυτό μας να είναι μικροί, συγκεκριμένοι και περιορισμένοι, για να μπορούμε να τους ελέγχουμε και να νιώθουμε ασφαλείς. Αλλά τον κόσμο και τον εαυτό μας, τους διατρέχουν δυνάμεις ανεξιχνίαστες. Βιαστήκαμε να τους δώσουμε ονόματα, περιγραφές, επιστήμες, για να μπορούμε να έχουμε έναν υποτυπώδη έλεγχο πάνω στην αχαλίνωτη πραγματικότητα. Κι όμως, τα πράγματα δεν τελειώνουν στα όρια που έχουν θέσει αυτές οι εξηγήσεις. Τα πράγματα είναι ατέλειωτα .
Αυτή τη βροχερή νύχτα, μέσα στη μοναξιά μου, καθώς γράφω, έχω δίπλα μου ένα βιβλίο κιτρινισμένο από το χρόνο, το Pensees του Blaise Pascal. Ανοίγω μια σελίδα στην τύχη και διαβάζω:
«Όταν ατενίζω μπροστά μου τον ορίζοντα με το περιορισμένο βλέμμα μου… τί αχανές διάστημα είναι αυτό μέσα στο οποίο εγώ δεν υπάρχω! Κι αν κοιτάξω πίσω μου… τί φρικτή δίνη ατέλειωτων χρόνων που εγώ δεν υπήρξα! Όταν βυθίζομαι στον κόσμο της γνώσης… τί απύθμενες θάλασσες γνώσεων που εγώ δε γνωρίζω και ίσως ούτε θα γνωρίσω ποτέ! Πόσα πράγματα συμβαίνουν συνεχώς, χωρίς εμένα! Και… πόσο λίγο χώρο καταλαμβάνω εγώ σ’ αυτή την ατέρμονη άβυσσο του Χρόνου…»
Είδα το σπίτι που μένει ο Θεός.
ΜΥΣΤΙΚΟ ΔΙΑΣΤΗΜΙΚΟ ΣΤΑΘΜΟ
7 comments:
Καλησπέρα κύριε Γιαννουλάκη,
Εδώ και πολύ καιρό ήθελα να σας γράψω και επιτέλους το πήρα απόφαση. Διαβάζω το Strange από το πρώτο alien τεύχος που είδα τυχαία σε ένα σταντ ψιλικατζίδικου ανεβαίνοντας από τη Φωκίωνος Νέγρη στο σπίτι που έμενα στην Άνω Κυψέλη. Από τότε δεν έχω σταματήσει αν και για κάποιες περιόδους διέκοψα λόγω εξάρσεων του διπολικού μου νου, για να το θέσω κάπως ποιητικά.
Χάρη στο Strange φοιτητής τότε γνώρισα και αγάπησα συγγραφείς όπως ο H.P. Lovecraft και ο Philip K. Dick. Η σκέψη και τα γραπτά σας καθώς και άλλων συντακτών του περιοδικού εξακολουθούν να με συντροφεύουν. Νοιώθω ότι οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ για τα μονοπάτια σκέψης που μου ανοίξατε.
Όμορφο το νέο τεύχος, κάποιες απορίες που μου δημιουργήθηκαν σχετικά με το editorial:
-Γιατί δεν κατεβήκατε τοίχο τοίχο με τις σκάλες; Από βιασύνη και μόνο;
-Υπάρχουν κάποιοι που φύγαν μόνοι χωρίς να κλειστούν στο ασανσέρ;
-Για πόσους ορόφους μιλάμε και πόσα διαμερίσματα ο κάθε όροφος και πόσοι ένοικοι σε κάθε διαμέρισμα και πόσες πολυκατοικίες και πόσες έξοδοι και πόσοι διαχειριστές και αν έχουν σημασία όλα αυτά;
Καλό σας βράδυ!
κε ΠΓ θα ηθελα να σας ρωτησω αν σταματησατε οριστικα
τις ομιλιες μπροστα σε κοινο
@Tull_gi :
Χαίρε Συνταξιδιώτη. Μου αρέσει που έχεις μία πολεοδομική μνήμη από τον πρώτο σου εντοπισμό του Strange...
Εμείς σ' ευχαριστούμε για την συντροφιά στα μονοπάτια σκέψης.
Για τις απορίες σου για το Editorial μου του τεύχους 166 :
-Γιατί δεν κατεβήκατε τοίχο τοίχο με τις σκάλες; Από βιασύνη και μόνο;
---Είναι παράδοση να μην κατεβαίνουμε τις σκάλες αλλά μόνο να τις ανεβαίνουμε. Πόσο μάλλον να κατεβαίνουμε στο σκοτάδι. Φυσικά, υπάρχει η ρήση «You have to go through Hell to see Heaven» (το λέει ο W. S. Burroughs στο The Western Lands, αν και προφανώς είναι μία αναφορά για την Θεία Κωμωδία του Dante), αλλά πάντα ψάχνουμε για το short-cut, και αν έχεις πρόσβαση στο ασανσέρ, το κάνεις γρήγορα, δηλαδή όσο πιο γρήγορα γίνεται. Κατ' ανάμνησιν της αντιδιαμετρικής (πολεμικής) ρήσης του Winston Churchill «If you are going through Hell...Keep going!...»
(συνεχίζεται)
(συνέχεια)
-Υπάρχουν κάποιοι που φύγαν μόνοι χωρίς να κλειστούν στο ασανσέρ;
--Μα, ναι, οι περισσότεροι. Είναι να μην σου τύχει. Δεν είναι τυχαίο, φυσικά. Εσύ μπορεί να θέλεις να αλλάξεις τον κόσμο, αλλά ο κόσμος μπορεί να μην θέλει να αλλάξει. Κάποτε, στα πολύ παλιά ασανσέρ, υπήρχε «χειριστής» (με στολή), και σε υποδεχόταν και πατούσε τα κουμπιά και σε βοηθούσε να ταξιδέψεις με τον θαλαμίσκο. Τώρα πλέον πρέπει να το κάνεις μόνος σου. Με δυσκολίες. Ad Astra Per Aspera. Οτιδήποτε μπορεί να συμβεί, και, αν είσαι περιπετειώδης τύπος, συμβαίνει...
-Για πόσους ορόφους μιλάμε και πόσα διαμερίσματα ο κάθε όροφος και πόσοι ένοικοι σε κάθε διαμέρισμα και πόσες πολυκατοικίες και πόσες έξοδοι και πόσοι διαχειριστές και αν έχουν σημασία όλα αυτά;
---Απ' όσο ξέρω, οι όροφοι είναι δέκα. Ο κάθε όροφος έχει αμέτρητα διαμερίσματα («Many Mansions...»), ο δικός μας όροφος έχει επτά δισεκατομμύρια κατοίκους, η πολυκατοικία είναι μία, οι έξοδοι είναι, χμ, δύο (η είσοδος και η έξοδος), και σχεδόν κανείς δεν γνωρίζει τους διαχειριστές, δεν τους έχει δει -μέχρι κι εμείς απλά τον ακούγαμε πίσω από την πόρτα. Τα πάντα έχουν πολύ μεγάλη σημασία! Αυτό, φυσικά, εξαρτάται από το αν έχεις ο ίδιος σημασία.
Καλό Ξημέρωμα φίλε!
Π. Γ.
@ Schfacht :
Χαίρετε. Όχι, δεν έχω σταματήσει «οριστικά» τις ομιλίες μπροστά σε κοινό, μόνο περιοδικά.
Διανύουμε μια πάρα πολύ δύσκολη εποχή.. Και, για τις ομιλίες, εκτός από την οργάνωση για την οποία τον τελευταίο καιρό δεν έχω ιδιαίτερη βοήθεια και δεν επιθυμώ να την κάνω μόνος μου, απαιτείται η ενοικίαση αίθουσας ή παραχώρησή της, και διάφορα αρκετά έξοδα, αλλά και η ανάλογη καλή διάθεση και κινητικότητα, και η εποχή δυσκολεύει πολύ την εξασφάλιση όλων αυτών των προϋποθέσεων.
Πάρα πολλοί Συνταξιδιώτες μου, μού το ζητούν, και θέλω κι εγώ πολύ, κι έτσι ελπίζω ότι ίσως σύντομα θα τα καταφέρουμε να οργανωθεί κάτι, ή να βοηθήσει κάποια πρόφαση.
Ευχαριστώ πάρα πολύ για το ενδιαφέρον σας.
Π. Γ.
Καλησπέρα. Με αφορμή το editorial, μπορείς να μου πεις σύντομα για να μην σε κουράζω, την γνώμη σου για τον Κάφκα. Αν σ' αρέσει δηλαδή. Οι διάλογοι μου θύμισαν Κάφκα, γι αυτό ρωτάω :)
@ Ανώνυμος :
Ευχαριστώ που το διάβασες και σε προβλημάτισε, για να με ρωτάς.
Η πρόθεση της συγγραφής αυτού του κειμένου μου, δεν ήταν να σου θυμίσει τον Κάφκα, ούτε τον είχα καθόλου κατά νού όταν το έγραφα.
Καταλαβαίνω, όμως, τώρα, από την ερώτησή σου, ότι μάλλον ο διαχειριστής σού θύμησε τον φύλακα στην πόρτα του Νόμου, από ένα διήγημα του Κάφκα. (Από τον οποίον, ο ήρωας δεν ήθελε να αποδράσει, αν θυμάμαι καλά, αλλά αντιθέτως).
Όχι, δεν νομίζω ότι είμαι "Καφκικός" (Kafkaesque).
Ο Κάφκα, ναι, χμ, μού αρέσει, αλλά δεν είναι από τους αγαπημένους μου συγγραφείς.
Μου αρέσει που είναι σκοτεινός, μελαγχολικός, καταγγελτικός, αλληγορικός, ευαίσθητος, σουρεαλιστικός, αποπροσανατολιστικός, απειλητικός, κλπ, δηλαδή μου αρέσει ως πρόσωπο και πρόθεση, αλλά νομίζω ότι δεν μου αρέσει και πολύ ως συγγραφέας. (Τον βρίσκω λίγο επίπεδο).
Ξεχωρίζω, φυσικά, την "Δίκη" και την "Μεταμόρφωση", που κατά την γνώμη μου είναι τα δύο αξιομνημόνευτα έργα του. Γνωρίζω επίσης και τις πολλές επιρροές που προκάλεσε.
...Γενικά, νομίζω ότι καλώς και ορθά μνημονεύεται, πιστεύω εξαιτίας της ιδιαίτερης περίπτωσής του. Δηλαδή, συμπαθώ την ιδιαιτερότητά του.
Παρατηρώ, όμως, επίσης, ότι είναι ίσως ο μόνος που δεν "κατηγορείται" για την ιδιαιτερότητα του από το Κατεστημένο, (όπως π.χ. ο Edgar A. Poe ή ο H. P. Lovecraft, κ.ά.), αντίθετα, εξυμνείται, και συμπεραίνω ότι αυτό συμβαίνει εξαιτίας της κοινωνικής ομάδας από την οποία προερχόταν, στην Πράγα.
Να σημειώσω ότι κατά τον θάνατό του, ο Κάφκα ζήτησε να καούν όλα τα χειρόγραφα του. Δεν νομίζω ότι θα ήταν ευχαριστημένος αν μπορούσε να ανακαλύψει ότι δεν τον υπάκουσαν...
Π. Γ.
Δημοσίευση σχολίου