ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ




ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ

Υπάρχουν άνθρωποι που ταξιδεύουν μακριά, και νοσταλγούν το σπίτι τους, την πατρίδα τους που άφησαν πίσω. Αλλά υπάρχουν και άνθρωποι που ταξιδεύουν μακριά ακριβώς από μία ακατανίκητη νοσταλγία, αναζητώντας το σπίτι τους, την πατρίδα τους.
Είχα συναντήσει αυτό το γνωμικό, που γενικώς πιστεύεται ότι είναι κάποιου ανώνυμου, αλλά κάποιοι ειδικοί το αποδίδουν στον Nanpo Shomyo, ιδρυτή της σχολής Rinzai του Ιαπωνικού Ζen, ενώ κάποιοι άλλοι το αποδίδουν στον Άγιο Αμβρόσιο : «Δεν έχει σημασία πόσα μίλια έχεις ταξιδέψει προς την λάθος κατεύθυνση, πάντα έχεις την ευκαιρία να γυρίσεις προς τα πίσω, προς την σωστή...»

Όταν ήμουν νεαρός, άκουγα την λέξη Νοσταλγία και σκεφτόμουν τον Οδυσσέα να κλαίει αντικρύζοντας την Ιθάκη, κάτι που είχα διαβάσει στην Οδύσσεια.
Σήμερα, στο άκουσμα της ίδιας λέξης, σκέφτομαι τον Θερβάντες, χωρίς χέρι, μονόχειρα (είχε χάσει το χέρι του στην Ελλάδα, στην Ναυμαχία της Ναυπάκτου), που ξέφυγε από την φυλακή του στο Αλγέρι, και στις 24 Οκτωβρίου του 1580 τα χαράματα, έφτασε στα Ισπανικά τα χώματα, στην Ντένια, νοτίως της Βαλένθια, κλαίγοντας, όπως ο ίδιος γράφει : «Από την μεγαλύτερη απ’ τις χαρές : Να φτάσει κανείς, ύστερα από μακρόχρονη σκλαβιά μαρτυρική, σώος στην πατρίδα του. Γιατί δεν είναι στον κόσμο μεγαλύτερη Ευτυχία για τον άνθρωπο, από το ν’ αποκτά την χαμένη του λευτεριά, και να επιστρέφει στην χαμένη του πατρίδα...»
Αλλά θυμάμαι και ένα μοτέλ νυχτερινό στην Σάντα Κρουζ της Καλιφόρνια, που φιλοξένησε λίγες ώρες από τα νιάτα μου, και που στην μικρή τηλεόραση του είδα έναν γέρο Μεξικανό συγγραφέα, τον Βίκτορ Βιλασενιόρ, να κλαίει, και να λέει για την μοίρα του ανθρώπου, πως « η πατρίδα ολονών μας είναι τόσο μακριά, κανείς δεν ξέρει πού βρίσκεται...»

Νοσταλγία. Νόστος: εκ του νέομαι, που σημαίνει επιστρέφω / επανέρχομαι, ή και, ρέω προς τα πίσω, προς την πηγή. Άρα, Νοσταλγία είναι ο πόνος της επιστροφής ή ο πόνος για την επιστροφή. (Και άραγε, ποιος είναι  ά-νοστος;; )
Νοσταλγία, (στην σύγχρονη εποχή: αντιδάνειο από τα Γαλλικά, Nostalgie, που το πήραν από τα αρχαία Ελληνικά), είναι σύνθεση από το αρχαιοελληνικό «Νόστος» που σημαίνει «Επιστροφή (στην Πατρίδα)» Είναι η Επιστροφή στην Πατρίδα, πολύ συγκεκριμένα. Και, Άλγος είναι ο πόνος. Νοσταλγία : Δηλαδή, ο πόνος που νιώθει κάποιος από την επιθυμία του για την επιστροφή στην Πατρίδα του. Δηλαδή, είναι το πολύ συγκινητικό και συγκλονιστικό συναίσθημα που νιώθουν οι Εξόριστοι, ή οι ταξιδιώτες σε μακρινά μέρη.
Στον 17ο αιώνα (από όπου επέστρεψε η λέξη στο προσκήνιο), η λέξη Nostalgia επιστημονικά περιέγραφε κάτι που το θεωρούσαν ψυχικό νόσημα, που θεωρούνταν τόσο επικίνδυνο που μπορούσε να προκαλέσει ακόμη και θάνατο... Παρατηρούσαν ψυχικά προβλήματα και βαριά μελαγχολία, σε ανθρώπους που από ανάγκη ή επιβολή ζούσαν μακριά από την Πατρίδα τους (ταξιδιώτες, υπηρέτες, μισθοφόρους, ναύτες, αιχμαλώτους, πρόσφυγες, κλπ). Από την ανησυχία τους μήπως δεν τα καταφέρουν να επιστρέψουν στην Πατρίδα τους! –Εξ ου και στα Αγγλικά, από αυτά, Homesickness, και Γερμανικά Heimweh σπίτι και πόνος-θλίψη– ή Γαλλικά Mal du Pays. Όλα ως «αρρώστια».
Αργότερα η λέξη συνδέθηκε με φάσεις που προκαλούν έντονη επιθυμία επιστροφής στην Πατρίδα, (μνήμες, τραγούδια που ανακαλούν μνήμες, εξ ου και «νοσταλγικό τραγούδι», εικόνες, κλπ), και, φυσικά, κατέληξε να αποτελεί βασικό στοιχείο του Ρομαντισμού. Και από αυτόν προέκυψε (στρεβλώς σταδιακά, από το ευρύ κοινό) η πεζή σημασία της που συχνά εννοείται σήμερα : νοσταλγία για παλιές εποχές, για καταστάσεις του παρελθόντος, κλπ.

Ο «Νόστιμος», είναι κυριολεκτικά ο «σχετικός με την Επιστροφή στην Πατρίδα». (δηλαδή πχ ένα πλοίο που παίρνεις για να επιστρέψεις στην πατρίδα, είναι..νόστιμο!)
Υπάρχει και μία σημασία της λέξης στην Ελληνιστική εποχή, που σήμαινε «θρεπτικός» ή «γόνιμος», και δημιουργικός ή παραγωγικός. Και την λέγανε συνήθως για τα φυτά. Και έφτασε σταδιακά να σημαίνει «χυμώδης», και τελικά «εύγευστος», και συνδέθηκε με το φαγητό. (Παράδοξο πράγμα...)
Αλλά, τι όμορφο, ο Όμηρος έχει μία φράση : «Νόστιμον Ήμαρ». Για την ημέρα της επιστροφής στην Πατρίδα. (Επίσης, «Νόστον Εταίρων», για την επιστροφή των συντρόφων) Και μάλιστα αυτά λέγονται στους πρώτους στίχους της Οδύσσειας! Άλλωστε, η Οδύσσεια είναι ακριβώς : το Έπος του Νόστου! Του αγώνα δηλαδή για την επιστροφή του Οδυσσέα στην Ιθάκη.
...Από τότε, μάλιστα, τόσο αρχαία, από τον Όμηρο, έχω εντοπίσει ότι υπάρχει πρώιμα και μία «γευστική» σημασία του Νόστιμος, όπου λέγεται έτσι και η Γλυκύτητα, λόγω της γλυκύτητας της Ομηρικής Επιστροφής. Μεταφορικά δηλαδή. Το σχολιάζει μάλιστα ο  λόγιος Επίσκοπος Θεσσαλονίκης Ευστάθιος (χίλια εκατό και κάτι, μ.Χ.) «....Και Νόστον δε την Ηδύτητα, δια το ηδύ του Ομηρικού Νόστου...» Αλλά και στο Λεξικό Σούδα (900 μΧ): «...Ουδέν γαρ γλύκιον ής πατρίδος, καθ’ Όμηρον. Εκ δε του κατά την συνήθειαν νόστου και νόστιμον, το ηδύ...»
Νόστιμος, δηλαδή, γλυκός όσο και η επιστροφή στην Πατρίδα. Έχω εντοπίσει μάλιστα, ότι η ίδια η έννοια «γλυκύτητα», το γλυκό που λέμε, έχει ξεκινήσει στην γλώσσα μας για να περιγράψει συναίσθημα, όχι γεύση. Ένα γλυκό συναίσθημα, ή μία μεταφορά. Και πολύ αργότερα κατέληξε περί γεύσης. Είναι αρχικά, δηλαδή, μία Ατμόσφαιρα...
Ο «Άνοστος», είναι αυτός που δεν επιστρέφει εκεί από όπου προήλθε... Μάλιστα, προς το τέλος της Οδύσσειας, όταν μάχεται ο Οδυσσέας μαζί με τον Τηλέμαχο (αυτόν που μάχεται από μακριά, τον...τοξότη) εναντίον των Μνηστήρων, λέει ότι πέσανε πάνω στους μνηστήρες με τέτοιο μένος που θα τους φόνευαν όλους, και λέει, και θα τους έκαναν «ανόστους» (δηλαδή θα τους έκαναν χωρίς επιστροφή στα σπίτια τους, άρα νεκρούς, ...αλλά δες πώς το λέει!) «αν δεν παρενέβαινε η Αθηνά»...
Σχετικώς με το Νόστος, επίσης, σχηματίζεται νεωτερικώς και το «Παλινόστηση», (Πάλιν Νόστος), από το Παλίνοστος, που σημαίνει Επάνοδος. Εξ ου και «παλινοστώ», επιστρέφω πάλι στον τόπο μου, επίσης και οι «παλινοστούντες».......

Δεδομένου, μυστικιστικώς, ότι μπορεί να θεωρηθεί ως πνευματική πατρίδα μας, (δηλαδή καταγωγή του πνεύματος μας) ο Ουρανός, (Η Βασιλεία των Ουρανών – The Kingdom of Heaven), αυτός ο πόνος για την επιστροφή στην Πατρίδα, γίνεται ο πόνος για την επιστροφή στον Παράδεισο.
Βέβαια, Παράδεισος είναι ένας τόπος «παρά τή Δύση», προς δυσμάς δηλαδή, εξ ου και The Western Lands, ο τόπος των νεκρών ή των ψυχών κατά τους αρχαίους Αιγυπτίους (αλλά βλεπε πχ και το ομώνυμο βιβλίο του William S. Burroughs) , εξ ου και τα Ηλύσια Πεδία των αρχαίων Ελλήνων (εκεί που πηγαίνει ο Ήλιος όταν δύει –όταν εδώ είναι Νύχτα, δηλαδή...Δυτικά). (Και σκέφτομαι ότι αυτό δίνει και μία μεταφορική έννοια στο Far West, στην παλιά Αμερική). Δηλαδή ο Παράδεισος είναι δυτικά. Δεν είναι κάτι στον...ουρανό, αλλά έμεινε να το εννοούμε έτσι, προς αντικατάσταση της Βασιλείας των Ουρανών (αυτό το Ουράνιο Βασίλειο είναι η αληθινή πίστη, όχι ότι πηγαίνουμε στον «Παράδεισο» ως ψυχές, όπως πιστεύουν οι περισσότεροι που το λένε έτσι). Ταυτίστηκε, φυσικά, με τον πόνο από τον Χαμένο Παράδεισο των πρωτόπλαστων (και των απογόνων), που εξορίστηκαν...«Ανατολικά της Εδέμ» (East of Eden), και άρα συμπεραίνουμε ότι το μέρος είναι προς τα Δυτικά («παράδεισος», παρά την δύσιν).
Οι εξόριστοι Πρωτόπλαστοι ένιωθαν δηλαδή την Νοσταλγία για τον Παράδεισο, την «Πατρίδα» (την Χώρα του Πατέρα μας), και επιθυμούσαν τον Νόστο, την Επιστροφή στον Παράδεισο, και τελικά το ίδιο και όλοι εμείς... Κάπου προς την Δύση. Η «Εσπερία» δηλαδή (βλ και Νήσος των Εσπερίδων, ή και Νήσος των Μακάρων –όπου ο Πλάτων λέει ότι φυσούν πάντα «γλυκείς άνεμοι»--- ή το Fair Isle of Saint Brendan, γιατί όχι και η Ατλαντίδα, κ.ά.), αλλά μου αρέσει που στα λατινικά η Ελπίδα είναι Esperanza, κάτι που την ταυτίζει γλωσσολογικά με την Εσπέρα, δηλαδή με την Δύση.  ...Και όλα αυτά είναι σαφώς σχετιζόμενα με την Ουτοπία, τον μη-τόπο,  (Ου-τοπία, όχι τόπος, ο τόπος που δεν υπάρχει, ή ο τόπος που δεν μπορείς να τον βρεις).
Κατά την γνώμη μου, βλέπε και την Citande Encantada, την Μαγεμένη Πολιτεία στον Αμαζόνιο που την βλέπεις στον ορίζοντα αλλά όσο και να προσπαθείς δεν μπορείς να την πλησιάσεις είναι πάντα απόμακρη στην διαδρομή –βλέπε όπως πχ και το Ουράνιο Τόξο, αλλά βλέπε και το φαινόμενο Fata Morgana—και μάλιστα αναζητώντας αυτήν την πολιτεία χάθηκε στον Αμαζόνιο ο θρυλικός Συνταγματάρχης Φώσετ. Αλλά βλέπε και ένα περιστατικό με τον Μωυσή, που οδηγεί τον λαό του στην έρημο για να βρουν την Γη της Επαγγελίας (την Γη της Υπόσχεσης, The Promised Land), την γη που τους υποσχέθηκε ο Γιαχβέ, και που είναι γραφτό να μην φτάσει εκεί ο ίδιος ο Μωυσής, ο οδηγός τους, και το αινιγματικό περιστατικό είναι ότι ψηλά από έναν λόφο βλέπει ο Μωυσής πέρα την Γη της Επαγγελίας, αλλά όσο και αν προσπαθεί δεν μπορεί να την πλησιάσει...

Κατ’ επέκταση, πρέπει να έχει κανείς μυστικιστικώς υπ’ όψιν του, ότι το Κόλασις, στα Ελληνικά σημαίνει «Αποκοπή» (Κολλάτω σημαίνει αποκόπτω ή κόβω, και μετά εξελίσσεται σε «κολάζω» –δηλαδή σε εμπνέω αρνητικά ώστε να αποκοπείς από κάτι)...
Και να σημειώσω ότι, ο Διάβολος, είναι αυτός που διαβάλλει, που σε διαβάλλει δηλαδή ή διαβάλλει κάτι σε εσένα, δηλαδή συκοφαντεί με δόλια επιχειρήματα, με σκοπό να σε αποχωρίσει από κάποιον ή από κάτι, (π.χ. βλέπε και τον Όφη προς την Εύα, προφανώς). Αυτός δηλαδή που «σου βάζει λόγια», που σου ψιθυρίζει στο αυτί.... Και ο Κολασμός, έτσι...μα και οι Κολασμένοι, οι αποκομμένοι, δηλαδή οι Εξόριστοι από κάπου.... (Το όνομα Σατανάς που επίσης χρησιμοποιείται, είναι από το Εβραϊκό Σεϊτάν, που σημαίνει Ο Ενάντιος, Ο Αντίπαλος, Ο Εχθρός.)
Επομένως, η Κόλαση είναι ένας τόπος που είναι αποκομμένος –από τον Ουρανό. Γι’ αυτό και παραδοσιακά τοποθετείται υπογείως, στην Κούφια Γη, προορισμός που είναι  η πιο κρυφή από το φως και πιο μεγάλη απόσταση από τον ουρανό στον κόσμο μας, φυσικά κατ’ αντιστοιχία με τον αρχαιότερο «Κάτω Κόσμο» ή Άδη.  Ή ένας τόπος στον οποίο συντελείται κάποια αποκοπή : δηλαδή, όταν είσαι εκεί σε αποκόπτουν ή αποκόβεσαι από κάτι. Σαν την φυλακή δηλαδή, ας πούμε. Κάτι που σου στερεί την ίδια την δυνατότητα του Νόστου, (της επιστροφής στην Πατρίδα), ως τοποθεσία ή ώς κατάσταση στην οποία περιέρχεσαι εκεί. Απόλυτος περιορισμός ως προς την σχέση σου με κάτι άλλο. Εξορία. Απομόνωση, καραντίνα. ...Όποιος είναι στην Κόλαση, δηλαδή, είναι Άνοστος. (Και νεκρός).
Και, φυσικά, υποτίθεται, αυτοί που νοσούν από την μεγαλύτερη Νοσταλγία, είναι οι Κολασμένοι. Στην Κόλαση. Μάλιστα, πολύ ωραία καταδεικνύονται όλα αυτά, στo Inferno (Κόλαση) του Dante, στην Θεία Κωμωδία. Ένα με βαθιά νοήματα αριστουργηματικό έργο που όλοι οι ψαγμένοι άνθρωποι πρέπει να διαβάσουν κάποτε. Επίσης, πολύ ωραία καταδεικνύονται όλα αυτά, σε ένα από τα καταπληκτικότερα ποιητικά έργα που έχουν γραφτεί ποτέ, στο Paradise Lost του Milton (Ο Χαμένος Παράδεισος), που είναι πολύ σημαντικό έργο.
Με συγκινούσε πάντα το γεγονός ότι ο Milton (ως άλλος Όμηρος, 1604–1674) ήταν τυφλός γέροντας όταν συνέθεσε το Paradise Lost, μην μπορώντας να γράψει, ζώντας ολομόναχος, αποστήθιζε από μνήμης στροφές ολόκληρες, και περίμενε να τον επισκεφτεί κάποιος ώστε να του απαγγείλει τους στίχους και ο επισκέπτης να τους γράψει. Κι έτσι, σταδιακά, λόγω φιλοξενίας, γράφτηκε το Paradise Lost...
Νομίζω, μάλιστα, ότι στο επίσης εξαίσιο έργο του, Samson Agonistes (Σαμψών Αγωνιστής – ο Milton γνώριζε την σχέση του Αγώνος με την Αγωνία), ο Milton ταυτίζεται με τον Σαμψών, όπως διαφαίνεται στο θρυλικό τρίστιχο το οποίο με συγκινεί ιδιαιτέρως : «Eyeless in Gaza, At the Mill, With Slaves» (Αόματος στην Γάζα, Δεμένος στον Μύλο, Μαζί με Σκλάβους), όπου περιγράφει με τρεις φράσεις την απόλυτη Κόλαση : Φαντάσου, δηλαδή, να είσαι τυφλός, να είσαι στην Γάζα (την χειρότερη περιοχή κατά την Μεσανατολική αρχαιότητα), να είσαι αιχμάλωτος, να σε έχουν αλυσσοδεμένο σε έναν τροχό να γυρνάς τον Μύλο, σκλάβο μαζί με σκλάβους. (Μιλάμε για τον πάτο του κολασμένου πηγαδιού, πιο κάτω δεν έχει δηλαδή, είσαι απόλυτα καταραμένος και καταδικασμένος).
Εμπνευσμένος από αυτήν την φράση, ο Aldous Huxley, όταν τυφλώθηκε από το πολύ διάβασμα, αποφάσισε να αυτοθεραπευτεί με κάποιες δικής του επινόησης τεχνικές, και αναζήτησε νότια ξηρά κλίματα, βρέθηκε στην Γάζα, όπου και τα κατάφερε και βρήκε το φως του, και συνέγραψε όλη την εμπειρία του σε ένα βιβλίο με τον τίτλο Eyeless in Gaza (απ’ όπου πήρε τελικά και το όνομά του ένα παλιό αγαπημένο μου avant-garde μουσικό συγκρότημα, οι Eyeless in Gaza).
Κοντά στην Γάζα, άλλωστε, (και γι’ αυτό θεωρούνταν χείριστη περιοχή –που είναι και μέχρι σήμερα, και μάλιστα «αποκομμένη» ως «Λωρίδα»), ήταν ο παραδοσιακός Μεσοποτάμιος Τόπος των Νεκρών, ένας τοπικός Άδης. Αυτός ο Κάτω Κόσμος της Μεσοποταμίας στην περιοχή εκείνη, έγινε η «Χώρα Χωρίς Επιστροφή» (Kurnugia),  (το κλασσικό Land of Not Return των ποιητών, αργότερα), δηλαδή η Χώρα Χωρίς Νόστο (όπου φυσικά μπορείς να νιώσεις ως ψυχή την ύστατη Νοσταλγία).
Η Χώρα των Νεκρών, απ’ όπου προέρχονται τα «περιπλανώμενα φαντάσματα», αρχετυπικά περιγράφεται –με βαθύτατα ανησυχητικό και εφιαλτικό τρόπο– σαν μια μελαγχολική σκοτεινή Μητρόπολη στα βάθη της Γης. Εκεί, οι νεκροί κατοικούν μαζί με τα τέρατα του Κάτω Κόσμου ως σκλάβοι. Οι Μεσοποτάμιοι νεκροί μεταμορφώνονταν σε αποτρόπαια σκιώδη όντα που λέγονταν Edim, και αν είχαν πεθάνει μακριά από το σπίτι τους και την πατρίδα τους, ή αν δεν είχαν ταφεί με τις σωστές τελετές, δεν τους επιτρέπονταν η είσοδος στη Νεκρόπολη. Αυτό εκεί είναι ένα μέρος με το όνομα «Gehinnom» ή «Gehena» (η Κόλαση). Αλλά, αυτή η εφιαλτική προέκταση του κόσμου πήρε το όνομά της από την κοιλάδα του Hinnom (κατά το Γη Χινόμ), που βρίσκεται έξω από την Ιερουσαλήμ, προς την Γάζα. (Λίγο πιο πέρα και η «Δυτική Όχθη»). Στα αρχαία χρόνια η κοιλάδα αυτή ήταν το σκηνικό ανθρωποθυσιών μικρών παιδιών στον Χαναανίτη θεό Μολώχ, και αργότερα έγινε ο σκουπιδότοπος των γύρω πόλεων, εκεί όπου καίγονταν τα σκουπίδια και τα ψοφίμια...
Αφού αναφέρθηκα στην τυφλότητα του Milton, να μην ξεχάσω εδώ να αναφέρω το επίσης εξαίσιο έργο του, When I Consider How My Light is Spent (Όταν Συλλογίζομαι Πώς Ξοδεύτηκε το Φως μου), εκείνο το Φως που σπαταλούμε όλοι μας επί ματαίω σε ανόητες υποθέσεις, αντί να το χρησιμοποιήσουμε ελκυστικώς για να βρούμε την πηγή του και έτσι να μπορέσουμε να επιτύχουμε τον Νόστο, την επιστροφή στην αληθινή μας πατρίδα, του πνεύματός μας.

Αυτή η απόλυτη Νοσταλγία, παραδοσιακώς, έχει φυσικά προκύψει από την Πτώση μας από τα ουράνια πεδία, ταυτιζόμενη σαφώς με την Πτώση του Εωσφόρου, (ως Paradise Lost, και ιδού και ο χαιρετισμός αυτού του πρώτου νεοφερμένου και άρχοντα της Κολάσεως-Αποκοπής, κατά τον Milton αριστουργηματικά : «Farewell Happy Fields, Where Joy Forever Dwells. Heil Horrors, Heil Infernal World, And Thou, Profoundest Hell, Receive Thy New Possessor. Better to Reign in Hell, Than Serve in Heaven...»)
Και, τελικά, επίσης παραδοσιακώς, και αυτός ο Αρχάγγελος Εωσφόρος, και ο καθένας από εμάς προ Σωτηρίας, αλληγορικώς γινόμαστε το «Απολωλός Πρόβατο» (κατά άλλους και «μαύρο πρόβατο» –αλληγορημένο επίσης και στην «Παραβολή του Ασώτου»). Η φράση υποτίθεται ότι εννοεί τον «Παραστρατημένο» Άνθρωπο (και Άγγελο), που παρεκκλίνει από τον ορθό δρόμο (Stray Away) και χάνεται, αλλά μπορεί πάντοτε να γυρίσει κατεύθυνση και να επιστρέψει στον σωστό δρόμο.
(Ενίοτε το Απολωλός σημαίνει και τον χαζούλη ή ανόητο, βλέπε και που εξελίχθηκε να ονομάζουμε κάποιον τέτοιον, «λωλό»). Η λέξη Απολωλός είναι μετοχή του αρχαίου Ελληνικού ρήματος Απόλλυμαι : χάνομαι, (ή και αποκόβομαι από τους δικούς μου), απολύομαι, σκοτώνομαι ή εξαιρούμαι ή λιποτακτώ από το στράτευμα, κ.ά.. Η Απολωλυία, το Απολωλός. Η Απώλεια.
Αυτός είναι ο λόγος που ο Έκπτωτος Αρχάγγελος ονομάζεται και Απολλύων, ο «Άγγελος της Αβύσσου» (βλέπε και στην Αποκάλυψη), αποκαλούμενος και Αβαδδών (που ενώ αυτό υποτίθεται ότι προκύπτει από το Εβραϊκό Abaddon, ή Avadon, από την ρηματική ρίζα Abad, «Απόλλυμι», που αποδίδεται ως Απώλεια, αλλά στα Ελληνικά σημαίνει «Καταστρέφω». Φυσικά έχει ενδιαφέρον το Αγγλικό Abandon, που μου φαίνεται σχετικό, το οποίο σημαίνει «Εγκαταλείπω»). Το Απολλύων έχει από πολλούς ταυτιστεί με το Απόλλων, μάλλον κακώς, αλλά και πάλι από την άλλη είναι φανερή η σχέση του θεού του Φωτός με τον «Εωσφόρο», αυτόν που φέρει το Φως, ή την Αυγή (Έως) (γεγονός βέβαια που μας φέρνει στον νου τον Πρωινό Αστέρα, δηλαδή την Αφροδίτη, το πιο λαμπρό άστρο, που όμως είναι και ο Αυγερινός και ο Εσπερινός δηλαδή η Πούλια, δηλ το πρώτο άστρο που βγαίνει όταν νυχτώνει και το τελευταίο που φεύγει όταν ξημερώνει).
Τέλος πάντων, πιο σωστά, Απολλύων/Αβαδδών («Ο Καταστροφέας», ή ο «Εξολοθρευτής Άγγελος» κατά τους Τέκτονες, ή έστω, αν προτιμάτε, ο Σίβα) πιο σωστά αποδίδεται ως ο Τόπος του Ολέθρου, της Καταστροφής (δηλαδή είναι προσωποποίηση της «Κόλασης», και της Αβύσσου: Άβυσσος: Άβυδος. Αλλά είναι και μία μυστικιστική πόλη της αρχαίας Αιγύπτου). (Βλέπε και «το σάλπισμα του Πέμπτου Αγγέλου που ανοίγει το Φρέαρ της Αβύσσου», στην Αποκάλυψη).  
«Και εγένετο Πόλεμος εν τω Ουρανώ», και κατά την μάχη των Αγγέλων κατακρημνίστηκαν οι Επαναστάτες Άγγελοι, στην Άβυσσο, Έκπτωτοι, το ένα-τρίτο των Αγγέλων. Και, στην άκρη του γκρεμού ο Αρχάγγελος Μιχαήλ ισσορόπησε και συγκράτησε τα υπόλοιπα αγγελικά τάγματα, αγναντεύει την Άβυσσο, αναφωνώντας «στεκόμαστε καλά!» : «Στώμεν Καλώς, Στώμεν Μετά Φόβου» (από αυτό και το Stand And Fight, αυθεντικώς Stand and Fright).  (Και, κατά Νίτσε : Αγναντεύοντας την Άβυσσο, και η Άβυσσος αγναντεύει εσένα).
Η ίδια ρομφαία που χτύπησε τον Εωσφόρο, στήνεται στην πύλη του Παραδείσου για να «αποκόψει» τους Πρωτόπλαστους Εξόριστους, σύμφωνα με την γνωστή διήγηση, και κατά την Πτώση του Ανθρώπου. Κι ακολουθεί αυτή η πορεία της απομάκρυνσης, κι αυτή η Απώλεια είναι η αρχή της μεγάλης Νοσταλγίας. Την οποία νιώθουμε αιώνια, αναζητώντας την δική μας Ιθάκη, διαισθανόμενοι την γλυκύτητά της στον άνεμο –ώσπου, μέσα από μεγάλες δύσκολίες, να Ανα-Στηθούμε (Ανάσταση, Άνω Στάση), να επιστρέψουμε ξανά, Ad Astra Per Aspera…


ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΓΙΑΝΝΟΥΛΑΚΗΣ