30 ΧΡΟΝΙΑ
ΧΩΡΙΣ ΤΟΝ ΧΟΡΧΕ ΛΟΥΙΣ ΜΠΟΡΧΕΣ
Σ’
αυτό το καλοκαίρι που πέρασε, συμπληρώθηκαν τριάντα χρόνια από τον θάνατο του Jorge Luis
Borges.
Είναι
μία μελαγχολική επέτειος, διότι το 1986 η ανθρωπότητα έχασε για πάντα μία
τιτάνια βιβλιοθήκη, εκείνην που υπήρχε μέσα στον νού του Μπόρχες.
Ήταν
όλα εκείνα που είχε διαβάσει, ίσως ο πιο διαβασμένος άνθρωπος του 20ού αιώνα, ο
πιο όμορφα διαβασμένος, αλλά ήταν και όλα εκείνα που θα μπορούσε να γράψει
ακόμη, που θα μπορούσε να μας πει.
Στο
χρονικό αυτό διάστημα που μεσολάβησε από τότε, διαπιστώσαμε ότι υπάρχουν
αμέτρητοι άνθρωποι που μπορούν να ζήσουν χωρίς
αυτόν, αλλά, επειδή εμείς ζούμε ακόμη, ότι υπάρχουν και άνθρωποι που μπορούν να
ζήσουν με αυτόν, ακόμη κι αν εκείνος
δεν ζει πια. Τον διαβάζουμε, τον σκεφτόμαστε, έχει μπει μέσα στην καρδιά μας.
Μεταμορφώθηκε, όπως θα το ήθελε και ο ίδιος, φαντάζομαι, σε Βιβλία και Μνήμη,
Αγάπη και Μυστήριο.
Δεν
ήθελε να είναι πια ο Μπόρχες, ήταν ένας τυφλός γέροντας.
Αν
ζούσε ακόμη, άραγε, τί θα έλεγε ο Μπόρχες για την εποχή μας; Πώς θα τού
φαινόταν;
Νομίζω
ότι δεν θα έλεγε τίποτα.
Θα
μας μιλούσε ακόμη για τα αιώνια πράγματα.
Αυτό
είναι το πρόβλημα. Τα πράγματα που συμβαίνουν, τα πράγματα που υπάρχουν σήμερα
γύρω μας, τα βλέπουν όλοι, ή έστω πάρα πολλοί.
Τα αιώνια πράγματα επίσης υπάρχουν, αλλά πρέπει κάποιος να μας μιλάει
για τα αιώνια πράγματα. Δεν φαίνονται σε όλους, και μάλλον σε πολύ λίγους. Πρέπει
κάποιος να τα εκπροσωπεί, να τα βλέπει και να μιλάει για λογαριασμό τους.
Πρέπει
κάποιος να μας μιλήσει για τα αιώνια πράγματα, για να μπορεί η αιωνιότητα να
είναι εδώ μαζί μας.
Για
να βλέπουμε ότι ο κόσμος είναι κάτι παραπάνω από αυτό που φαίνεται, και ότι
ίσως εμείς είμαστε κάτι παραπάνω από αυτό που νομίζουμε.
Είναι
πολύ θαυμαστό, νομίζω, το ότι τα έβλεπε ένας τυφλός.
Τα
έργα του Μπόρχες είναι μάλλον τα ωραιότερα που έχω διαβάσει, ως σύνολο, χωρίς
αμφιβολία.
Όταν
έφυγε από τον κόσμο ήμουν νέος ακόμη, γεμάτος δισταγμούς, αλλά, αν ζούσε
περισσότερο, θα ταξίδευα στο πιο μακρινό μέρος του κόσμου, οπουδήποτε, για να
πάω να τον βρω, να τον συναντήσω έστω για πολύ λίγο, να τον δω από κοντά, να
του σφίξω το χέρι, να τον ευχαριστήσω για τα γραπτά του, να τον ενθαρρύνω με
την ευγνωμοσύνη μου. Θα ήταν κάτι εξαιρετικά αξιομνημόνευτο για μένα. Δεν έγινε
ποτέ...
Έχω
γράψει αρκετά κείμενα γι’ αυτόν, κυρίως για να εκδηλώσω έτσι τον μεγάλο
θαυμασμό μου και την αγάπη μου.
Αν
ζούσε, άραγε, ακόμη, τι άλλο θα έγραφε, αν μπορούσε, αν ήθελε;
Μπορεί
κάποιος να σκεφτεί, τι σημασία έχει, αφού έγραψε τόσα πολλά, πόσα να γράψει πια
κανείς, δεν μπορεί να γράφει για πάντα!
Εγώ
δεν το βλέπω έτσι. Εγώ, αν ζούσε, θα ήθελα να μαθαίνω τα νέα του, τι του
συμβαίνει, τι σκέφτεται, ποιες είναι οι συμβουλές του, οι προτάσεις του, οι
ονειροπολήσεις του, οι κατασκευές του, οι αγωνίες του, οι ανακαλύψεις του. Έτσι το βλέπω.
Είναι
σαν να έχεις έναν μακρινό φίλο, ή έναν μακρινό παππού, που σου γράφει ένα
γράμμα κάθε τόσο, ένα πολύ ωραίο γράμμα πάντοτε, για σένα. Πάντα το περιμένεις,
κοιτάς στο γραμματοκιβώτιο αν ήρθε κάποιο γράμμα του.
Είχε
υποσχεθεί ότι θα σου γράψει πάλι. Ξαναδιαβάζεις τις παλαιότερες επιστολές του,
αναρωτιέσαι τι να κάνει, πότε θα σου γράψει νεότερα.
Και
ξαφνικά διαπιστώνεις ότι δεν έρχεται πια κανένα γράμμα του, κι αυτό σημαίνει
ότι έφυγε, δεν θα σου ξαναγράψει ποτέ πιά.
Έρχεται
κάποια στιγμή, που αναρωτιέσαι πόσα δεν σου είπε. Πόσα ακόμη θα μπορούσε να σου
πει. Τί θα σου έγραφε, άραγε, αν μπορούσε;
Τί
του συνέβη;
Σκέφτομαι
τώρα, με ένα χαμόγελο, ότι το έχει απαντήσει ο ίδιος ο Μπόρχες όλο αυτό! Είναι ένα
μυστήριο. Έχει πει την αλήθεια, γι’ αυτό το πράγμα. Δεν ξέρω αν είναι μυστικό,
αν δεν πρέπει να μιλάει κανείς γι’ αυτά τα θαυμαστά πράγματα.
Θυμήθηκα
κάτι που διάβασα κάποτε σε μία συνέντευξή του.
Ο
άλλος τον ρωτάει, αν έχει γράψει κάτι τώρα τελευταία. Ο Μπόρχες απαντάει, ναι,
έχει γράψει κάτι πολύ μικρά κομμάτια, επίσης δύο σοννέτα, α, και ένα ποίημα που
το έγραψε για έναν φίλο πού του υποσχέθηκε έναν ζωγραφικό πίνακα.
Και
διηγείται :
«Αλλά
πέθανε. Είναι ένας πολύ γνωστός Αργεντινός ζωγράφος, ο Larco.
Και τότε σκέφτηκα για τον πίνακα πού μάς είχε υποσχεθεί, που υποσχέθηκε στην
σύζυγό μου και σ’ εμένα –είχαμε συναντηθεί στον δρόμο– και έπειτα σκέφτηκα ότι
κατά κάποιον τρόπο μάς είχε δώσει τελικά έναν πίνακα, διότι είχε την πρόθεση να
το κάνει, κι έτσι ο πίνακας ήταν με κάποιον μυστικιστικό τρόπο μαζί μας. Αλλά ο
πίνακας αυτός ήταν ένας πιο πλούσιος και υπέροχος πίνακας, γιατί ήταν ένας
πίνακας που μεγάλωνε και εξελισσόταν και άλλαζε συνέχεια με τον χρόνο, και
μπορούσαμε να τον φανταστούμε με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Κι έπειτα στο
τέλος τον ευχαρίστησα με ευγνωμοσύνη για αυτόν τον ασταμάτητο, αιώνια
εναλασσόμενο πίνακα, λέγοντας ότι, φυσικά, δεν θα έβρισκε κανένα μέρος στους
τέσσερις τοίχους ενός δωματίου, αλλά παρ’ όλα αυτά θα ήταν εκεί μαζί μας.
»Αυτή
πάνω κάτω ήταν η πλοκή του ποιήματος που έγραψα, για να ευχαριστήσω τον φίλο
μου. Φυσικά, δεν θα το διαβάσει ποτέ, και είναι γι’ αυτόν το ίδιο που είναι και
ο πίνακάς του για μένα. Είναι ένα απλό ποίημα. Το έγραψα σαν ένα είδος πεζού
ποιήματος...»
Αφιερώστε
μία όμορφη σκέψη για τον Χόρχε Λουίς Μπόρχες.
Π.
Γ.
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΤΡΟΜΟΥ
Προτιμώ τους βρυκόλακες από τους
τραπεζίτες.
Και φαντάζομαι ότι θα μπορείς να
συνεννοηθείς καλύτερα με έναν λυκάνθρωπο
απ’ ό,τι με τον τάδε τρελαμένο γείτονα
στην πολυκατοικία σου, ή τον εκάστοτε
μοχθηρό διαχειριστή. Ο Κθούλου κι η
εξωτική παρέα του είναι πιο αγνά και
λιγότερο γλοιώδη όντα από τους εφοριακούς
ή τους δικαστικούς κλητήρες. Και θα
απολάμβανα περισσότερο έναν καφέ μαζί
με τον δόκτορα Φρανκενστάιν απ’ ό,τι
με τον εκάστοτε πρωθυπουργό.
Και…πόσο συμπαθής μού είναι ο μεγαλοφυής
μαρκήσιος ντε Σαντ ή ο συγκριτικά άκακος
δόκτορας Τζέκυλ, σε σχέση με τον μέσο
υπάλληλο δημόσιας υπηρεσίας!
Κι η Κατάρα του Φαραώ μαζί με όλες τις
αναστημένες μούμιες στα αβυσσαλέα
σκοτεινά υπόγεια χαμένων πυραμίδων στη
μεγάλη έρημο, μου φαίνεται πολύ καλύτερη
μοίρα από την κατάρα τού να ζεις σε μια
ελληνική μεγαλούπολη μαζί με δύο
εκατομμύρια αυτοκίνητα, καυσαέρια,
σκουπίδια, μιζέρια, άγχος, ψυχικό
κανιβαλισμό, και πλήθη υπνωτισμένων
κακομοίρηδων…
Θυμάμαι τον Άρθουρ Μάχεν να προσπαθεί
να προκαλέσει τον τρόμο μου γράφοντας
τόσο όμορφα για το πώς θα ένιωθες μπροστά
στην ανομολόγητη αμαρτία: αν άκουγες
ένα τριαντάφυλλο να τραγουδά, αν σου
μιλούσε ο σκύλος σου με ανθρώπινη φωνή
ή αν οι πέτρες σε ακολουθούσαν από πίσω
στον δρόμο! Και, ο αγνός ρομαντικός αυτός
συγγραφέας υπερφυσικού τρόμου δεν
σκέφτηκε ποτέ του για τη φρίκη που θα
μπορούσε να προκαλεί καθημερινά ένας
πληθυσμός από οθόνες τηλεοράσεων, που
αναβοσβήνουν τον τρόμο των δελτίων
ειδήσεων στα θολά μάτια ανθρώπων που
θα κάθονται ακίνητοι και ανήμποροι
–εκατομμύρια έντρομοι ανόητοι που
δέχονται μέσα από οθόνες τις πιο αισχρές
υποβολές στη συνείδησή τους οικειοθελώς
και προγραμματίζονται σαν ρομπότ σε
όλες τις αντιδράσεις τους…
Οι περισσότεροι άνθρωποι γύρω μου είναι
σαν ζόμπι! Ή μάλλον τα ζόμπι είναι
καλύτεροι εχθροί από αυτούς, διότι σε
μια περίπτωση αληθινής Ζόμπι-Συντέλειας,
θα είσαι και –απενοχοποιημένα–
οπλισμένος και θα μπορείς να αντιμετωπίσεις
τα κολασμένα ζόμπι με μια σφαίρα στο
κεφάλι, σύμφωνα με βιβλία, κόμικς και
ταινίες. Ενώ τα αληθινά ζόμπι που βλέπω
παντού γύρω μου είναι ανίκητα και δεν
αντιμετωπίζονται με τίποτε! Ανάμεσά
τους, μπορείς μόνο να παριστάνεις το
ζόμπι για να γλιτώσεις. Και, όπως και να
το κάνουμε, αν παριστάνεις τόσο πειστικά
το ζόμπι για πολύ καιρό, στο τέλος έχεις
γίνει κι εσύ ζόμπι, δεν υπάρχει διαφορά,
το ίδιο είναι…
Και θα προτιμούσα την τρομερή επέμβαση
εξωγήινων, τελείως παράξενων στη μορφή
και στις προθέσεις τους, παρά την επέμβαση
του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου ή
της Ευρωπαϊκής Τράπεζας, στην τοπική
πραγματικότητα. Άλλωστε, οι θρυλικές
κρυφές υπόγειες βάσεις εξωγήινων κάτω
από την έρημο του Νιού Μέξικο ή της
Νεβάδα, δεν είναι τίποτε μπροστά στα
σκοτεινά απόκρυφα υπόγεια παρασκήνια
των οικονομολογικών συνομωσιών
κάτω από την έρημο της ελληνικής αγοράς!
Σκέφτομαι τον αγαθό δάσκαλο του τρόμου,
Χ. Φ. Λάβκραφτ, μαζί με τους διανοούμενους
φίλους του δι’ αλληλογραφίας, να
φτιάχνουν όμορφες τρομακτικές ιστορίες
με ακατονόμαστα όντα από άλλες διαστάσεις
που εισβάλλουν μέσα στη νύχτα για να
κατακτήσουν τη Γη και να διαταράξουν
τον νου των ανθρώπων που γνωρίζουν κάτι
για τα μυστικά τους. Κι όμως, δεν
φαντάστηκαν τους εξωδιαστασιακούς
τρόμους της συσσώρευσης απλήρωτων
λογαριασμών, προστίμων, ληξιπρόθεσμων
δόσεων, εκτάκτων φόρων και εισφορών,
ανεργίας, ανασφάλειας, και αδυσώπητων
κρατικών οντοτήτων που σε περικυκλώνουν
χωρίς ελπίδα διαφυγής από τις πολιορκητικές
δαγκάνες τους! (Άλλωστε, εδώ που τα λέμε,
ακόμη κι ο Λάβκραφτ, αυτός ο άκακος καλός
άνθρωπος, δεν πέθανε από κάποια επίθεση
του Γιόγκ-Σοθώθ, αλλά από τη φτώχεια,
την πείνα, την απογοήτευση και τη
μοναξιά). Κι ακόμη και αυτοί οι τζέντλεμεν
του Παράξενου, που σκάρωναν ιστορίες
για μεταλλαγμένους ανθρώπους που
πρόδιδαν το ανθρώπινο γένος σε συμμαχίες
με τέρατα, και φριχτά ιχθυόμορφα υβρίδια
που κρύβονταν στο υπόστρωμα μικρών
κλειστών κοινωνιών, δεν χρησιμοποίησαν
ποτέ τους –ούτε που τον σκέφτηκαν– τον
πρωτόγνωρο τρόμο τού να βλέπεις τόσους
ανθρώπους να χάνουν την ψυχή τους για
λίγα ευρώ, και τόσους πολλούς να
μεταλλάσσονται σε προδότες των φίλων
τους και των συντρόφων τους και των
αξιών τους και να γίνονται ανδρείκελα
σε έναν αγώνα επιβίωσης σε μια εικονική
ζούγκλα του χρηματισμού.
Και προτιμώ εκείνα τα τρομερά μεσαιωνικά
συμβόλαια με τον Διάβολο, όπου ο ίδιος
ο Διάβολος ήταν τόσο έντιμος και ηθικός
διαπραγματευτής –και εκείνος που
ενέδιδε σε αυτόν, τουλάχιστον απολάμβανε
τόσα πολλά– παρά τα φρικιαστικά σύγχρονα
συμβόλαια κάθε είδους με μια κοινωνία
που δεν έχει καμία εντιμότητα, καμία
ηθική και κανέναν ενδοιασμό, και αυτός
που τα υπογράφει δεν απολαμβάνει τίποτε
παρά μόνο την άμεση καταδίκη του.
Οι απερίγραπτοι και ακατανόητοι τρόμοι
των τρομερών κειμένων του Νεκρονομικόν,
ή οποιουδήποτε άλλου απαγορευμένου
μαύρου τόμου, δεν είναι τίποτε
μπροστά στον απερίγραπτο τρόμο ενός
ακατανόητου και παράλογου αυστηρού
γραφειοκρατικού κειμένου μιας οποιασδήποτε
κρατικής ή άλλης υπηρεσίας! (Έντρομος,
δεν αναλογίζομαι καν τη ανείπωτη και
ακατανόητη φρίκη ενός τραπεζικού
κειμένου). Μάλιστα, αν τα συγκρίνει
κανείς, τα πιο δαιμονικά κείμενα που
μού έρχονται στον νου αυτή τη στιγμή,
μοιάζουν σαν όμορφα και ρομαντικά
καλλιτεχνήματα! Είναι αγαθοί τρόμοι
ονειροπόλων!
Και, η καταιγιστική τρομοκρατία της
πραγματικότητας που δέχεται καθημερινά
ο μέσος δυστυχής άνθρωπος, από και με
όλα τα μέσα, κάνει μια ολόκληρη βιβλιοθήκη
της πιο αξιόλογης λογοτεχνίας τρόμου
στην Ιστορία του κόσμου να μοιάζει με
τις περιπέτειες του Ντόναλντ Ντακ! Δεν
θα μπορούσε να φανταστεί όλη αυτή τη
μακάβρια αρρώστια που ζούμε, ακόμη κι
εκείνος ο τόσο ευγενής, ευαίσθητος και
ενδιαφέροντας άνθρωπος, ο Έντγκαρ Άλλαν
Πόε!
Το Φάντασμα της Όπερας, αυτή η άδολη
τραγική φιγούρα, ο σατανικός Αόρατος
Άνθρωπος, αυτός ο αξιόλογος επιστήμονας,
ο Κόμης Ντράκουλα, αυτός ο γραφικός
ξεπεσμένος ευγενής και γοητευτικός
πότης αίματος όμορφων κυριών, ο Ακέφαλος
Καβαλάρης, αυτός ο χωρίς έγνοιες
σπόρτσμαν, ο ίδιος ο Βελζεβούλ, ο Παζούζου,
ο Άρχοντας των Μυγών, ο βασιλιάς των
κακών πνευμάτων του αέρα, όλοι αυτοί,
και όσοι άλλοι συνάδελφοί τους μπορώ
να φέρω στη μνήμη μου, έχουμε φτάσει στο
σημείο να είναι όλοι τους συμπαθείς και
ενδιαφέροντες φιγούρες, αγαθές και
αφελείς, μπροστά στην φρικιαστική
αληθινή εικόνα ενός λογιστή, ενός
πολιτικού, ενός αδίστακτου τυχοδιώκτη
της πολιτικής σκηνής, ενός ραδιούργου
οικονομολόγου, ενός γλοιώδη οικονομικού
παράγοντα, ενός προϊσταμένου τράπεζας,
ενός προέδρου της τάδε επιτροπής, ενός
εξαγορασμένου δημοσιογράφου, ενός
δήμιου κλητήρα, ενός ψυχρού εφοριακού,
των καναλαρχών, ή μιας ολομέλειας
της Βουλής.
Τα βλέμματα και τα χαμόγελα μιας
συνάθροισης των λεγεώνων της Κόλασης,
από την πιο άγρια φαντασία του Ε.Τ.Α.
Χόφφμαν, του Μ. Ρ. Τζέημς, του Άμπροουζ
Μπηρς, του Κλαρκ Άστον Σμιθ, του Ντάντε,
του Ιερώνυμου Μπος, ή ακόμη και του Κλάιβ
Μπάρκερ και του Στήβεν Κινγκ, ωχριούν
(σε φυσικό τρόμο, εφιαλτικά υπονοούμενα,
σατανικότητα, γραφική φρίκη, έκδηλη
μοχθηρία και αλαζονεία, παγερότητα,
κλπ) μπροστά στα βλέμματα και τα χαμόγελα
που μπορεί να δει κανείς σε μια συνάθροιση
της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ή σε μια
συνάθροιση των υπουργών της Ε.Ε., ή της
Ευρωβουλής, ή των G-20…
Σκέφτομαι να φτιάξω τη δική μου νέα
Λογοτεχνία Τρόμου: Τα πιο απλά και
συνηθισμένα περιστατικά της καθημερινότητάς
μας! Αναλογίζομαι τις λογοτεχνικές
χρήσεις τρόμου : μιας ατέλειωτης
αγανακτισμένης ουράς αναμονής σε μια
φωτισμένη με λάμπες φθορισμού παρακμιακή
αίθουσα δημόσιας υπηρεσίας για την
παρακλητική επίλυση παράλογων καταστάσεων
για την ανθρώπινη ύπαρξη, ή μιας στυγνής
συλλογής κοινοχρήστων ελληνικής
πολυκατοικίας (με όλες εκείνες τις
τυπωμένες από υπολογιστή σε χαρτί Α4
προειδοποιητικές επιγραφές μοχθηρά
τοιχοκολλημένες στα ασανσέρ και στις
εισόδους των κτιρίων από «επιτροπές»
παρανοϊκών), ή των ανδρείκελων ζητιάνων
στους δρόμους και στα καφενεία, ή των
βλεμμάτων ανάληψης στα παγερής νοημοσύνης
ΑΤΜ, ή τις κραυγές μιας λαϊκής αγοράς,
ή τα φρικαρισμένα πρόσωπα οδηγών
αυτοκινήτων στα αμέτρητα φανάρια της
καθημερινής κόλασης, ή των έμμονων
συνομιλιών των κινητών τηλεφώνων των
γυναικών στα λεωφορεία, ή του ανελλιπώς
καθημερινού δαιμονικού τσίρκου των
παραθύρων των δελτίων ειδήσεων…
Βέβαια, για να μπορεί να επινοήσει και
να γράψει (ή να διαβάσει) κανείς μια νέα
λογοτεχνία τρόμου, θα πρέπει πρώτα να
συνεχίσει να ζει. Κάτι εξαιρετικά
αμφίβολο μέσα στο χαιρέκακο μυθιστόρημα
που ζούμε…
Οι πολλοί πρόδωσαν τα ευγενή πρότυπα
του Ανθρώπου και μας δέσμευσαν σε αυτήν
την κατάντια στην οποία ζούμε. Οι προδότες
του ανθρώπινου πνεύματος, που συνωμότησαν
συγχρονικά με τις άδικες συγκυρίες, τις
αναπάντεχες διαστρεβλώσεις και παρακμές,
τους εκβιαστικούς τυράννους και την
ανοησία. Η Ελπίδα είναι στους λίγους.
Πρέπει να φανταστούμε ότι μπορούμε να
βγούμε έξω από τον βούρκο τους, να
εκπαιδευτούμε μυστικά για να μπορέσουμε
να το πετύχουμε στ' αλήθεια. Να ατενίσουμε
αληθινά τον παράξενο κόσμο μας, να τον
κατανοήσουμε με νέες ερμηνείες και με
νέες προσδοκίες. Να αποφασίσουμε να
ζήσουμε στ' αλήθεια, να προσεγγίσουμε
το Θαυμαστό και να υπερβούμε τον μικρό
δειλό εαυτό μας, να πολεμήσουμε τον
κόσμο και την κατάντια μας και τους
δεσμοφύλακές μας, να εξερευνήσουμε το
Άγνωστο, να αναζητήσουμε την Ουτοπία,
να εκφράσουμε την ομορφιά και τις
πολυπλοκότητές μας και να υλοποιήσουμε
το Όνειρο. Να φωτιστούμε μέσα στο σκοτάδι
μας, να αποδράσουμε από την καθημερινή
φυλακή μας, να συνωμοτήσουμε μεταξύ μας
αν χρειαστεί, ενάντια στη δεδομένη
πραγματικότητα, για να τα καταφέρουμε.
Η ευκαιρία είναι τώρα!... Πρέπει να
αρχίσουμε να αναλύουμε νέες μεθοδολογίες
προσεγγίσεων, προς το απερίγραπτο, το
ακατονόμαστο, το ανεκδιήγητο και το
άπιαστο. Να αφυπνιστούμε. Να συνεχίσουμε
τα βήματα που οδηγούν μακριά… Γνωρίζω
πως αυτό ακούγεται τρελό –ακριβώς γι’
αυτό η Ελπίδα είναι στους λίγους. Θα τα
καταφέρουμε. Δεν μπορεί να γίνει
αλλιώς...
ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΑΠΟΔΡΑΣΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
(ΠΑΝΤΕΛΗΣ Β. ΓΙΑΝΝΟΥΛΑΚΗΣ)
>>>
https://www.strange-egnarts.com/books/escape-manual-book/
ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΑΠΟΔΡΑΣΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
(ΠΑΝΤΕΛΗΣ Β. ΓΙΑΝΝΟΥΛΑΚΗΣ)
>>>
https://www.strange-egnarts.com/books/escape-manual-book/
«
ΚΥΚΛΩΝΑΣ
Η λέξη πνεύμα σημαίνει το προϊόν της πνοής.
Εδώ στη Γη, ζούμε μέσα σε
έναν θόλο. Ναι, ζούμε μέσα σε έναν ατμοσφαιρικό θόλο, οι άνεμοι είναι μόνο
δικοί μας και δεν ξεφεύγουν στο διάστημα, ο αέρας εδώ ανακυκλώνεται από τον
εαυτό του.
Ο άνεμος που φύσηξε πριν από
ένα εκατομμύριο χρόνια στον Βόρειο Πόλο, είναι ακόμη εδώ. Οι ανάσες που πήρανε
οι δεινόσαυροι και τα πλέον ακατονόμαστα χαμένα τέρατα, και η εκπνοή τους,
πνέουν ακόμη ανάμεσά μας σήμερα.
(Καμιά πνοή δεν ξεφεύγει από
τον θόλο, κι όμως ο αέρας ανανεώνεται –πού είναι ο αεραγωγός;)
Η πνοή που ζωογόνησε τον
Πλάτωνα, κυκλοφορεί ακόμη, γύρω μας. Ίσως ο αέρας που αναπνέεις αυτήν τη
στιγμή, να πέρασε κάποτε μέσα από τα πνευμόνια του Σωκράτη ή του Μάρκο Πόλο, να
χάιδεψε τα μαλλιά του Κίτρινου Αυτοκράτορα, του Σι-Χουάνγκ-Τι, να ξεφύλλισε το
σημειωματάριο του Ντάντε, να μεταφέρει ακόμη κάτι από τα πανιά ενός ιστιοφόρου
που χάθηκε πριν από δέκα αιώνες στον Ατλαντικό Ωκεανό αναζητώντας τις Νήσους
των Μακάρων. Μια εκπνοή του Ομήρου (ίσως η τελευταία του πνοή, όταν ξεψύχησε)
έγινε, μετά από πολλές περιπέτειες (περί
+ πετώ, πετώ γύρω από κάτι) και αλυσιδωτές αντιδράσεις, εκείνος ο τυφώνας
που χτύπησε προχθές τα παράλια της Ιαπωνίας. Και είναι σαν τις χιονοστιβάδες,
μια «πνοοστιβάδα», μία αυξητική αλληλουχία πνοών, μια πνευματική αλληλουχία,
μια πνευματική ροή ενός ανεμικού ποταμού, που αποτελείται από πνοές όπως τα
ποτάμια αποτελούνται από σταγόνες νερού…
Αυτή τη στιγμή που γράφω,
παίρνω μία βαθιά ανάσα που έρχεται από μακριά, και εκπνέω μία ανάσα που θα
ταξιδέψει μακριά. Η εκπνοή μου θα ταξιδεύει ατέρμονα μαζί με την πνοή του
ανέμου που τώρα φυσά, ο άνεμος θα την παρασύρει στα πιο απίθανα μέρη, θα
συνεργαστώ στο βύθισμα των πλοίων, στις κατολισθήσεις, στους κυκλώνες, στον
μικρό άνεμο που θα χαϊδέψει κάποτε το μάγουλο του δισέγγονού μου. Η ανάσα μου
θα συνεχίσει να υπάρχει, όταν εγώ θα έχω χαθεί, και θα υπάρχει για πάντα,
μεταφέροντας ένα κομμάτι από εμένα, μαζί με τους ανέμους…
Αυτή η αόρατη και μυστική ροή
των ανέμων που «ανα-κυκλώνονται» μέσα στον κοσμικό θόλο όπου ζούμε και
αναπνέουμε, λέγεται Κυκλώνας, κι αυτή
είναι η κρυφή σημασία αυτής της λέξης.
Όμως, σε κάποια σημεία του
θόλου όπου οι ροές του ανέμου κυκλώνονται και συναντιούνται, σαν αόρατα αέρινα
φίδια που κουλουριάζονται και πλέκονται και αγριεύουν, δημιουργούν δίνες που
στροβιλίζονται σε μια τεράστια δίνη, έναν ανεμικό στρόβιλο, έναν ανεμοστρόβιλο,
και δημιουργούν ένα γιγάντιο αέρινο φίδι που έχει κλέψει όλες τις πνοές και όλα
τα ρεύματα του αέρα και όλες τις ανάσες, και επιτίθεται ενάντια στη γη και στη
θάλασσα. Είναι ο πόλεμος των στοιχείων. Η εκδίκηση της πνοής, η οργή του
κοσμικού πνεύματος, η οργισμένη πνευματική σπείρα.
Η σπείρα αυτού του ανεμικού
φιδιού είναι η Λαίλαψ, η Λαίλαπα, που σαρώνει τα πάντα στο
πέρασμά της. Το «μάτι του κυκλώνα» είναι το μάτι του φιδιού…
Η λέξη Κυκλώνας (Cyclone) επινοήθηκε το 1848 από τον Sir Henry Piddington,
μέσα στις –κιτρινισμένες πια από τον καιρό– σελίδες του βιβλίου του The Sailor’s Horn-Book for the Law of
Storms, αναζητώντας έναν «νόμο των καταιγίδων». Μελετούσε, μεταξύ άλλων,
εκείνους τους υψηλούς κυκλικούς ανέμους και τη σπειροειδή ορμή που δημιουργούν
όταν πέφτουν σε χαμηλή ατμοσφαιρική πίεση.
Κάτω από το φως των κεριών,
μια νύχτα που η θύελλα εφορμούσε στα παράθυρά του σπιτιού του, ο Piddington
έγραφε: «Προτείνω ότι για όλη αυτήν την κατηγορία κυκλικών ανέμων ή αερικών
υψηλής καμπυλότητας, πρέπει να χρησιμοποιούμε τον όρο Κυκλώνας (Cyclone), που αντλώ από την ελληνική λέξη Κύκλος (Cyclos), αφού εκφράζει
ικανοποιητικά την τάση για κυκλική κίνηση αυτών των μετεώρων. Η λέξη αυτή
δηλώνει, μεταξύ άλλων, τη σπείρα (Coil)
του φιδιού…»
Ο Ουροβόρος, το «φίδι που τρώει την ουρά του».
Μέχρι το 1856, η λέξη Κυκλώνας είχε διαδοθεί και
χρησιμοποιούταν ευρύτερα, αναφορικά με τους σίφουνες, τους ανεμοστρόβιλους, τις
«λαίλαπες», και μέχρι το 1875 ήταν πλέον ένας αποδεκτός μετεωρολογικός όρος για
τα συστήματα χαμηλών πιέσεων, ενώ τα συστήματα υψηλών πιέσεων έγιναν γνωστά ως
«Αντικυκλώνες».
Στο Βόρειο Ημισφαίριο
στροβιλίζονται αντίθετα από τη φορά του ρολογιού. Το αντίστροφο στο Νότιο Ημισφαίριο.
Η πραγματική πηγή της λέξης Κυκλώνας, παρ’ όλα αυτά, είναι μάλλον η
αρχαία ελληνική λέξη Κύκλωμα, που,
μεταξύ άλλων, εννοούσε τη σπείρα του φιδιού και τον Ουροβόρο Όφη.
Αργότερα, η λέξη Κύκλωμα κατέληξε να χρησιμοποιείται στον
ηλεκτρισμό. Εννοεί ουσιαστικά την ενέργεια που δεν ξεφεύγει από τη ροή της και
δεν χάνεται τελείως, αλλά κυκλώνεται, δηλαδή επιστρέφει στον εαυτό της,
δημιουργεί κύκλωμα. Ταυτίζεται επίσης με την έννοια της μετεμψύχωσης, της
κυκλοφορίας και της μετανάστευσης των ψυχών, και της μετενσάρκωσης: ένα κύκλωμα
των ψυχών, που δεν χάνονται αλλά ανακυκλώνονται, ξανά και ξανά, και υπάρχουν
αιώνια, με άλλες μορφές, μετουσιωμένες.
Αυτή η κυκλωτική ψυχοπομπή,
στο ουράνιο ψυχοπομπείο από πάνω μας, δημιουργεί το κύκλωμα του ψύχους, των
ψυχών, της πνοής, του πνεύματος. Είναι ο ύψιστος πνευματικός κυκλώνας. Το μάτι
του κυκλώνα είναι το απόλυτο κενό. Ο παντεπόπτης οφθαλμός, ο θρόνος του
αδημιούργητου, η περιρρέουσα από στροβίλους έδρα του ακατονόμαστου…
Ο Τσαρλς Φορτ, ο εκκεντρικός
ονειροπόλος συλλέκτης των εξόριστων ιδεών, έγραφε στο χαρτί τα μυστικά του
Κυκλώνα:
«…Μαύρες βροχές
και μαύρα χιόνια. Υπολείμματα σκουριάς από σίδερο και γαιάνθρακα, πέφτουν από
τον ουρανό στις ακτές της Σκωτίας. Τα βρίσκουμε σε τεράστιες ποσότητες, θα
μπορούσε να είναι η συνολική παραγωγή όλων των ορυχείων του κόσμου. Βροχές από
ζωικούς οργανισμούς, που ήταν φτιαγμένοι από κάποιο πηχτό υλικό που ανέδυε μια
απαίσια μυρωδιά. Βροχές από ζωντανά ζώα: ψάρια, βάτραχοι, χελώνες. Έχουν έρθει
από άλλους κόσμους; Ίσως και οι άνθρωποι να προέρχονται από άλλους κόσμους.
»Τα ζώα αυτά, αφού
ανατράφηκαν στη Γη, παρασύρθηκαν από σίφουνες, κυκλώνες και καταιγίδες, και
αποκλείστηκαν σε μια ουράνια περιοχή όπου δεν ισχύει η βαρύτητα, ένα είδος
κατάψυξης, πέρασαν την πύλη άλλων κόσμων, και χάθηκαν στη Θάλασσα των Ουράνιων
Σαργασσών. Έπειτα, εισχώρησαν σε μια ζώνη πάνω από τη Γη, και αφού
ταλαντεύτηκαν για πολύ καιρό όλα μαζί, στο τέλος έπεσαν στη Γη σαν παράδοξη
βροχή…
»Προς τα πού
κατευθύνονται οι κυκλώνες και από τι είναι φτιαγμένοι; Τί είναι αυτό που τους
κάνει να διαφέρουν από μια οντότητα όπως την ξέρουμε; Οι κυκλώνες είναι όντα,
που τρέφονται με αυτά που παρασύρουν.
»Μια
Υπερ-Θάλασσα των Σαργασσών: από τί να αποτελείται άραγε αυτή η ουράνια θάλασσα;
Από πράγματα που ξέβρασε η θάλασσα, από συντρίμμια και χαλάσματα, από αρχαία
φορτία πλανητικών ναυαγίων, αντικείμενα πεταμένα και χαμένα σε αυτό που
ονομάζουμε Διάστημα (που έχει
δημιουργηθεί από τις συσπάσεις των κοντινών πλανητών), απομεινάρια από τις
εποχές των Μεγάλων Αλεξάνδρων, των Καισάρων και των Ναπολεόντων του Άρη, του
Δία και του Ποσειδώνα. Πράγματα που παρασύρθηκαν από τους δικούς μας κυκλώνες:
παράγκες, σιτοβολώνες, βόδια και άλογα, ελέφαντες, μύγες, πτεροδάκτυλοι,
ξερόκλαδα και απολιθωμένα δέντρα, καπέλα καλοντυμένων κυριών και γκρίζοι
μαχαιρόδοντες. Και όλα αυτά να σμίγουν σε μια αποσύνθεση που θέλει να τα
μετατρέψει σε λάσπη και σκόνη, παίρνοντας όλα τους χρώμα κόκκινο, μαύρο και
κίτρινο. Αληθινοί θησαυροί για τους αρχαιολόγους και τους παλαιοντολόγους, μια
θαυμαστή συσσώρευση όλων των αιώνων, μια πραγματική τρομερή λαίλαπα που έρχεται
από τα βάθη της αρχαίας Αιγύπτου, της Ελλάδας και της Ασσυρίας…»
Η ανάσα του κόσμου, που μας ζωογονεί, σε
κύκλωμα με το πνεύμα μας, είναι και αυτή που μας δίνει την έμπνευση, όταν κάτι
πνέει εντός μας, συνδεόμενη έτσι με την ιστορία των ιδεών, με την ίδια μας την
φαντασία...
Dreamland
By a route obscure and lonely,
Haunted by ill angels only,
Where an Eidolon, named NIGHT,
On a black throne reigns upright,
I have reached these lands but newly
From an ultimate dim Thule—
From a wild weird clime that lieth, sublime,
Out of SPACE—Out of TIME.
Bottomless vales and boundless floods,
And chasms, and caves, and Titan woods,
With forms that no man can discover
For the tears that drip all over
Mountains toppling evermore
Into seas without a shore
Seas that restlessly aspire,
Surging, unto skies of fire
..............
For the heart whose woes are legion
’T is a peaceful, soothing region—
For the spirit that walks in shadow
’T is—oh, ’t is an Eldorado!
But the traveller, travelling through it,
May not—dare not openly view it;
Never its mysteries are exposed
To the weak human eye unclosed;
So wills its King, who hath forbid
The uplifting of the fring'd lid;
And thus the sad Soul that here passes
Beholds it but through darkened glasses.
By a route obscure and lonely,
Haunted by ill angels only,
Where an Eidolon, named NIGHT,
On a black throne reigns upright,
I have wandered home but newly
From this ultimate dim Thule.
Edgar Allan Poe
ΠΕΙΡΑΜΑ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗΣ
Είναι μια μεγάλη αλήθεια ότι ο κόσμος
αποτελείται από τα πράγματα που παρατηρούμε ότι αποτελείται.
Αλλάζεις αυτά που παρατηρείς, αλλάζουν
τα περιεχόμενα, αλλάζει ο κόσμος. (Αλλάζεις κι εσύ). Στον κόσμο συμβαίνει αυτό
που παρατηρείς ότι συμβαίνει.
Και για κάποιον παράξενο λόγο (χμ…),
υπάρχουν πάντα κάποιοι που σε βάζουν να παρατηρήσεις κάτι που συμβαίνει, για να
παρατηρείς τον κόσμο στον οποίο συμβαίνει αυτό, και τα άλλα που σχετίζονται με
αυτό, έτσι ώστε να παρατηρείς τον κόσμο που αυτοί θέλουν να παρατηρείς και όχι
όλον τον υπόλοιπο (ή τους υπόλοιπους).
Ο κόσμος, άλλωστε, είναι κάτι πάρα πολύ
μεγαλύτερο από την παρατήρησή μας ή τις αναμνήσεις των παρατηρήσεών μας, ή την
ιστορία των συμβάντων του κόσμου που κάποιοι μας έβαλαν –ή μας έμαθαν– να
παρατηρούμε.
Όπως κι αν έχει, στο κάτω-κάτω,
παρατηρούμε αυτό που φαίνεται. Και, τις περισσότερες φορές, αυτό που φαίνεται
είναι αυτό που μας δείχνουν.
Μας μαθαίνουν λίγα. Μας δείχνουν λίγα.
Παρατηρούμε λίγα.
Ο κόσμος είναι ένα πολύ μικρό μέρος. (Καταλαβαίνουμε λίγα.
Φανταζόμαστε λίγα. Κάνουμε λίγα). Εμείς οι ίδιοι είμαστε λίγοι και μικροί,
εξαιτίας αυτού του γεγονότος.
Ο κόσμος είσαι εσύ. Γι’ αυτό είναι
τόσο απογοητευτικός! Ο κόσμος είναι ο εαυτός σου. Και απογοητεύεσαι από τον
κόσμο, τελικά, επειδή απογοητεύεσαι (κρυφά) από τον εαυτό σου.
Και ο εαυτός σου δεν είναι στ’ αλήθεια
δικός σου. Είναι ίδιος με τον εαυτό όλων των άλλων εδώ γύρω. Μα, πώς γίνεται
αυτό;; …Ναι, πώς να γίνεται άραγε;;…
Ίσως να το έχετε ξανακούσει, ότι αυτήν
την εποχή στην Ελλάδα, με την Κρίση που περνάμε και με όλα τα άλλα, έχουμε
γίνει ένα Πείραμα. Ναι, αυτό είναι φανερό…μάλλον. Αλλά δεν είμαι σίγουρος ότι
έχουμε καταλάβει ποιο είναι το Πείραμα...
Έχουμε γίνει, μεταξύ πολλών άλλων
πειραμάτων, (πρόκειται, βλέπετε, για πολυεπίπεδο πείραμα), ένα Πείραμα Παρατήρησης.
Κάποιοι μας παρατηρούν.
Μας παρατηρούν και καταλαβαίνουν έτσι
πράγματα για τον κόσμο, που εμείς δεν καταλαβαίνουμε, επειδή δεν μπορούμε να μάς
παρατηρήσουμε, δηλαδή, δεν μπορούμε να παρατηρήσουμε τον εαυτό μας, παρά μόνο
παρατηρούμε αυτά που μας δείχνουν για τον εαυτό μας…
Εντάξει. ….
Ας κάνουμε, εδώ, μαζί, ένα Πείραμα Παρατήρησης.
Αφήστε με, για παράδειγμα, να σας
δείξω τι παρατηρώ εγώ σήμερα, στην πολύ παράξενη κατάσταση που έχουμε περιέλθει
εδώ στην τοπική μας πραγματικότητα.
Παρατηρώ ότι η μεγάλη Κρίση, την οποία
περνάμε εδώ στην τοπική μας πραγματικότητα, βοηθάει πάρα πολύ, πάρα πολλούς από
τους συμπολίτες μας, χωρίς εμείς να το παρατηρούμε ή να το καταλαβαίνουμε. Το
βλέπω πολύ καθαρά αυτό και το παρατηρώ συνεχώς (λόγω ασχολίας, ας πούμε, όχι
για κανέναν άλλο λόγο).
Παρατηρώ ότι οι αμέτρητοι δημοσιογράφοι
μας κυριολεκτικά έχουν βρει την υγειά
τους οι άνθρωποι. Εκεί που, παλαιότερα, κάθε μέρα προβληματίζονταν για το
τι να εκθέσουν, τι να σχολιάσουν, τι να καταγγείλουν, πώς να ρητορεύσουν, πώς
να κερδίσουν τη συμπάθεια και το ενδιαφέρον του «κοινού», πώς να γεμίσουν το
πρόγραμμά τους, τις ειδήσεις τους, τις στήλες τους, τις εκπομπές τους, τις
εφημερίδες τους, κλπ, και το έκαναν με μεγάλο κόπο, ιδέες, ανιχνεύσεις, έρευνες,
δικτυώσεις, κλπ….τώρα, αυτό είναι για αυτούς το πιο απλό καθημερινό πράγμα, δεν
χρειάζεται καθόλου να προβληματίζονται πλέον, απλά αναφέρονται συνεχώς στην πολυεπίπεδη
Κρίση και στα συνεπαγόμενά της, και στα πάντα τα συναφή. Και, βέβαια, συνδέουν
αργά και σταθερά τα πάντα σε σχέση με αυτό, προεκτείνοντας τα, όλο και πιο
βαθιά, όλο και πιο ενημερωμένα, με όλο και πιο πολλές λεπτομέρειες, ανοίγοντας
όλο και πιο πολύ τη δουλειά με χαρά, πάνω στο ίδιο μονοπάτι που δεν χρειάζεται
πλέον να ψάχνουν για άλλο, επειδή έχει μετατραπεί σε τιτάνια λεωφόρο που τους
χωράει όλους και όλα, για όλους έχει η Κρίση και για όλα έχεις κάτι να πεις και
να δείξεις και να καταγγείλεις και να ρητορεύσεις. (Αυτός είναι ο λόγος για τον
οποίον, όπου και να γυρίσετε να κοιτάξετε σε τηλεόραση, εφημερίδες, έντυπα,
ραδιόφωνο, ίντερνετ, απλά θα δείτε κάτι σχετικό με την Κρίση). Μιλάμε, ούτε
λίγο ούτε πολύ, για τον δημοσιογραφικό παράδεισο!
Οι πολιτικοί μας, (που οι περισσότεροι
από αυτούς ήταν ανέκαθεν ένα μάτσο από τυχοδιώκτες συνωμότες
δικηγόρους-οικονομολόγους-λογιστές-δημοσιογράφους,
γραμματείς και φαρισαίους
και γραφειοκράτες, του χειρίστου είδους), που, παλαιότερα, κυριολεκτικά δεν
είχαν τι να πουν και τι να κάνουν οι άνθρωποι, για να φαίνεται ότι κάτι κάνουν,
τώρα απλά έχουν επιτέλους μόνο δυο πανεύκολες εύλογες επιλογές : να προσπαθήσουν
να εξηγήσουν την Κρίση και όλα τα συναφή, παρουσιαζόμενοι ως ειδικοί, και πώς
αυτοί ξέρουν τι είναι απαραίτητο να γίνει και τι δεν είναι, και να υποκριθούν ότι είναι στη δική τους εξουσία να τη διαχειριστούν, ή να αντιταχθούν
στην Κρίση και σε αυτούς που την εξηγούν και λένε τι είναι απαραίτητο και τι
δεν είναι, κλπ, και να πάρουν το μέρος του απλού ανθρώπου στα πάντα, μιλώντας για
την αλλαγή του σκηνικού. (Επιπλέον, εκεί
που κανείς δεν έδινε δεκάρα για την πολιτική και τους πολιτικούς και τα
πολιτικά, αλλά και για την οικονομική πολιτική, και για τα κόμματα, κλπ, τώρα
ξαφνικά αυτά ενδιαφέρουν τους πάντες!). Μιλάμε, ούτε λίγο ούτε πολύ, για τον
πολιτικό παράδεισο!
Παρατηρώ ότι οι περισσότεροι άνθρωποι, οι απλοί πολίτες, που συνήθως δεν ασχολούνταν με τίποτε πέρα από τη δουλειά τους και τη διασκέδασή τους (και με κάποια ίδια όλοι ανόητα πράγματα, όπως τα καλλυντικά και ο αθλητισμός κλπ), τώρα ξαφνικά βρήκαν κάτι να ασχοληθούν, να νιώσουν ότι κάτι σημαντικό τους ενώνει με τους άλλους, κάτι για να μιλήσουν, να καταγγείλουν, να φωνάξουν, να ρητορεύσουν κι αυτοί : την Κρίση, και τα συναφή. Το ένιωθαν κάπου βαθιά μέσα τους ότι σε κάτι πρέπει να επαναστατήσουν κάποτε, ότι κάτι δεν είναι σωστό, ότι κάτι δεν πάει καλά, και επιτέλους το ανακάλυψαν!
Τώρα μπορούν να επαναστατήσουν ενάντια στην Κρίση, και σε όλα που συνδέονται με αυτήν, δηλαδή στα πάντα. Και δεν έχουν πια, παρά –δημιουργικά όσο ποτέ άλλοτε– να εντοπίσουν τις αιτίες της Κρίσης, ποιος φταίει, τι φταίει, κλπ. Ανακάλυψαν ακόμη και τις συνωμοσίες! Απέκτησαν Κοσμοθέαση. Απέκτησε ένα νόημα η βαρετή ζωή τους.
Παρατηρώ, για παράδειγμα, τους χιλιάδες συμπολίτες μας που γράφουν καθημερινά κάτι παντού στο ίντερνετ. Όλοι πλέον γράφουν για την Κρίση, για την προδοσία, τη συνωμοσία, για το ένα σχετικό ή το άλλο. Όλοι βρήκαν κάτι για να είναι μικροί ήρωες. Καταγγέλλουν, επαναστατούν γράφοντας ένα κειμενάκι, αναλύουν, βρίζουν, ανακαλύπτουν, επιδεικνύουν, καταδεικνύουν, σχολιάζουν επαναστατικά, ριζοσπαστικά, οργισμένα, απαξιωτικά, και σχεδόν όλοι συμφωνούν μεταξύ τους, με μεγάλη ομόνοια, όλοι περνάνε πολύ ωραία, με καλή παρέα, και έγιναν όλοι ξεχωριστοί και ωραίοι. Κανένας δεν διαφωνεί πια μαζί τους. Κανένας πια δεν λέει στον άλλον ότι δεν είναι έτσι αυτό που λέει. Κι όλοι πια έχουν να πουν κάτι. Κι όλοι χειροκροτούν ο ένας τον άλλον, και χαίρονται που είναι όλοι αγανακτισμένοι, ικανοποιούνται για πρώτη φορά από τους συνανθρώπους. (Ακόμη και στις διάφορες συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας ή εθελοντισμού, κάνουν και νέες γνωριμίες). Μιλάμε, ούτε λίγο ούτε πολύ, για τον παράδεισο του συμπολίτη!
Κανένας δεν επαναστατεί στ’ αλήθεια ενάντια στο Σύστημα. Δεν είναι εναντίον του Συστήματος. Όλοι αγανακτούν και διαμαρτύρονται γιατί το Σύστημα δεν δουλεύει καλά. Δεν θέλουν να μην υπάρχει το Σύστημα. Αντιθέτως! Μιλάμε, δηλαδή, ούτε λίγο ούτε πολύ, για τον παράδεισο του Συστήματος!
Όλοι εκείνοι που είχαν εδώ πρόβλημα, νιώθουν ξαφνικά λίγο καλύτερα, διότι όλοι πια έχουν πρόβλημα!
Παρατηρώ ότι οι περισσότεροι άνθρωποι, οι απλοί πολίτες, που συνήθως δεν ασχολούνταν με τίποτε πέρα από τη δουλειά τους και τη διασκέδασή τους (και με κάποια ίδια όλοι ανόητα πράγματα, όπως τα καλλυντικά και ο αθλητισμός κλπ), τώρα ξαφνικά βρήκαν κάτι να ασχοληθούν, να νιώσουν ότι κάτι σημαντικό τους ενώνει με τους άλλους, κάτι για να μιλήσουν, να καταγγείλουν, να φωνάξουν, να ρητορεύσουν κι αυτοί : την Κρίση, και τα συναφή. Το ένιωθαν κάπου βαθιά μέσα τους ότι σε κάτι πρέπει να επαναστατήσουν κάποτε, ότι κάτι δεν είναι σωστό, ότι κάτι δεν πάει καλά, και επιτέλους το ανακάλυψαν!
Τώρα μπορούν να επαναστατήσουν ενάντια στην Κρίση, και σε όλα που συνδέονται με αυτήν, δηλαδή στα πάντα. Και δεν έχουν πια, παρά –δημιουργικά όσο ποτέ άλλοτε– να εντοπίσουν τις αιτίες της Κρίσης, ποιος φταίει, τι φταίει, κλπ. Ανακάλυψαν ακόμη και τις συνωμοσίες! Απέκτησαν Κοσμοθέαση. Απέκτησε ένα νόημα η βαρετή ζωή τους.
Παρατηρώ, για παράδειγμα, τους χιλιάδες συμπολίτες μας που γράφουν καθημερινά κάτι παντού στο ίντερνετ. Όλοι πλέον γράφουν για την Κρίση, για την προδοσία, τη συνωμοσία, για το ένα σχετικό ή το άλλο. Όλοι βρήκαν κάτι για να είναι μικροί ήρωες. Καταγγέλλουν, επαναστατούν γράφοντας ένα κειμενάκι, αναλύουν, βρίζουν, ανακαλύπτουν, επιδεικνύουν, καταδεικνύουν, σχολιάζουν επαναστατικά, ριζοσπαστικά, οργισμένα, απαξιωτικά, και σχεδόν όλοι συμφωνούν μεταξύ τους, με μεγάλη ομόνοια, όλοι περνάνε πολύ ωραία, με καλή παρέα, και έγιναν όλοι ξεχωριστοί και ωραίοι. Κανένας δεν διαφωνεί πια μαζί τους. Κανένας πια δεν λέει στον άλλον ότι δεν είναι έτσι αυτό που λέει. Κι όλοι πια έχουν να πουν κάτι. Κι όλοι χειροκροτούν ο ένας τον άλλον, και χαίρονται που είναι όλοι αγανακτισμένοι, ικανοποιούνται για πρώτη φορά από τους συνανθρώπους. (Ακόμη και στις διάφορες συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας ή εθελοντισμού, κάνουν και νέες γνωριμίες). Μιλάμε, ούτε λίγο ούτε πολύ, για τον παράδεισο του συμπολίτη!
Κανένας δεν επαναστατεί στ’ αλήθεια ενάντια στο Σύστημα. Δεν είναι εναντίον του Συστήματος. Όλοι αγανακτούν και διαμαρτύρονται γιατί το Σύστημα δεν δουλεύει καλά. Δεν θέλουν να μην υπάρχει το Σύστημα. Αντιθέτως! Μιλάμε, δηλαδή, ούτε λίγο ούτε πολύ, για τον παράδεισο του Συστήματος!
Όλοι εκείνοι που είχαν εδώ πρόβλημα, νιώθουν ξαφνικά λίγο καλύτερα, διότι όλοι πια έχουν πρόβλημα!
Κι εκείνοι που δεν μπορούσαν να
πληρώσουν, αγχώνονται πια λιγότερο, διότι όλοι πια δεν μπορούν να πληρώσουν. Ο
παράδεισος του προβληματισμένου!
Παρατηρώ τα συνεχή δυστυχή συμβάντα.
Παρατηρώ τα συνεχή δυστυχή συμβάντα.
Και έχω ήδη παρατηρήσει ότι, εδώ, σ’
αυτόν τον ταλαιπωρημένο τόπο, που βασανίζει τον εαυτό του συνεχώς και που
συνέχεια τρώει τα παιδιά του και προδίδει τις αξίες του, εδώ σε αυτόν τον τόπο,
οι Έλληνες, είχαν πάντα –πέρα από τις πολλές ιδιαιτερότητές τους– ένα ξεχωριστό
χαρακτηριστικό (ολοφάνερο προς παρατήρηση όχι μόνον σε κάποιον που ζει εδώ και
το βιώνει, αλλά ακόμη πιο φανερό αν ταξιδέψει λίγο και δει πώς είναι οι άλλοι
λαοί), και το χαρακτηριστικό αυτό που είναι κυρίαρχο, είναι : η Μισαλλοδοξία!
Η έμμονη αντιπαλότητα του ενός με τον
άλλον, η μικροπρέπεια και ο φθόνος, η δολιότητα και η ατιμία, η αγνωμοσύνη και
η προδοσία, η συνεχής κριτική και η χαιρεκακία, ο παραλογισμός και η ξεροκεφαλιά,
η απαξίωση και η ακατανοησία, η Μισαλλοδοξία...
Και ξαφνικά, καθώς όλα τα ενδιαφέροντα σταδιακά
ακυρώνονται λόγω αδυναμίας και καταστρέφονται, άρχισαν να μειώνονται οι αιτίες
για φθόνο, σχεδόν κανείς άξιος δεν μπορεί πια να κάνει κάτι άξιο. Όλα βυθίζονται
στην μετριότητα, μέσα στη γενική ανακούφιση για αυτό.
Εδώ, λοιπόν, (που όποιος πάει να κάνει
οτιδήποτε αξιόλογο όλοι πέφτουν επάνω του να τον φάνε, και όλοι είναι εναντίον
όλων), που κανείς δεν νοιάζεται για κανέναν, και που κανείς δεν μπορεί να
προσφύγει σε κανέναν, ξαφνικά: ήρθαν οι πρόσφυγες! Ξένοι αναξιοπαθούντες!
Και, ξαφνικά, πυροδότησαν το
ενδιαφέρον προς τον συνάνθρωπο (που, στη φάση αυτή, δεν είναι ακριβώς άνθρωπος
σαν κι εμάς, αλλά έχει εκπέσει –δεν έχει τίποτε απολύτως για να το φθονήσεις),
με την εισαγόμενη κακουχία τους! Και, ξαφνικά, όλοι ένιωσαν καλύτερα, ότι
υπάρχουν και χειρότερα, όλοι οι εντόπια αναξιοπαθούντες ένιωσαν ανώτεροι, που
μπορούν επιτέλους να σκύψουν και να δείξουν έλεος, θυμήθηκαν την «ανθρωπιά», κι
άρχισαν να προσφέρουν, να κάνουν υπερβάσεις αποδοχής, αλλά και να διαφημίζουν
τον εαυτό τους ως φιλάνθρωπο και φιλελεύθερο και φιλόξενο (αλλά, και κάπου, πάλι
εναντίον όλων των άλλων που...δεν είναι αρκετά), και βρήκαν ακόμη μία αιτία για
να είναι καλύτερα, να νιώσουν καλύτερα ως άνθρωποι απέναντι στους ανθρώπους,
και να προσπαθήσουν να επιδείξουν όλες εκείνες τις αρετές που δεν έχουν, αλλά
τις εφαρμόζουν παρ’ όλα αυτά...
Κι έτσι, η Κόλαση αυτή μέσα στην οποία
ζούμε, έγινε ξαφνικά πολύ βολική, πολύ δική μας, πολύ ωφέλιμη, πολύ αποδεκτή, επιφανειακά,
αλλά και πολύ αναπόφευκτη...
Και όλοι, κρυφά μέσα τους, βλέποντας –από
την άλλη– σαν κόλαση πια την Ελλάδα, με όλα μα όλα αυτά, άρχισαν να βλέπουν σαν
παράδεισο την Γερμανία, την Ολλανδία, το Βέλγιο, την Φινλανδία (!), κ.ά.. Ω,
μιλάμε, ούτε λίγο ούτε πολύ, για τον παράδεισο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, «όπως θα
έπρεπε να είμαστε κι εμείς». Δουλειά-σπίτι, δουλειά-σπίτι, μισθό, ησυχία, τάξη
και ασφάλεια, και όχι τόσο διεφθαρμένο κράτος. Αυτός είναι πια ο παράδεισος. Τί
όνειρο!
Ένας λιγοστός και μικρός παράδεισος,
όπως ο λιγοστός και μικρός κόσμος εκεί έξω, όπως ο λιγοστός και μικρός εαυτός
μας. Πρέπει να αγωνιστούμε γιατί τον δικαιούμαστε.
…Τέλος Πειράματος Παρατήρησης.
Παντελής Γιαννουλάκης