Δημήτρης Κούγκουλος, Απών



Εχάθη
στις φωτισμένες στοές
προς την Κούφια Γη
ακολουθώντας το όραμα
ενός κρυφού καλύτερου κόσμου
και της Αιώνιας Ζωής
στα ιερά υπόγεια νερά
στο άκτιστον Φως
στον Άγνωστο Πόλεμο
στους μυστικούς αριθμούς ως Πυθαγόρειος
και στις λέξεις αγνώστων γλωσσών
ερδεσιανών, των συνθηματικών των νάνων
και των νεράιδων των φαρραγγιών
που προσπάθησαν να τον απαγάγουν κι απέτυχαν
τόσες φορές
Και σε σκονισμένους ναούς
πίσω από παλιές κλειδωμένες πόρτες
και σε υπόγεια γεμάτα με κόκαλα
ανθρώπινα
και πάνω στα βουνά τα μαύρα
όπου βλέπαμε φωτιές μέσα στη νύχτα
και θεούς που ψιθυρίζανε
Και μέσα στις αρχαίες σπηλιές
που κάποτε μαζί ακoλουθήσαμε τα ξωτικά
κι ακούσαμε το τραγούδι των Νυμφών
Νυμφόληπτος
Εκοιμήθη
σκιά μεσ’ στις σκιές της νύχτας
μαζί με τα φαντάσματα
Και περιηγείται πλέον στα όνειρα
των φίλων
των καρδιακών φίλων
που απέτυχαν να τον ακολουθήσουν
στον Υπερβορρά
σε τριακόσιες χιλιάδες σελίδες σημειώσεων
που κανείς δεν θα διαβάσει απ’ τα σεντούκια
στην καλοσύνη και στην αληθινή ευγένεια
και σε μεθύσια απελπισμένα και σε ξεσπάσματα
σε χρόνια και χρόνια μοναξιάς στις ερημιές
και σ’ άλλες πραγματικότητες
που κανείς δεν φαντάστηκε ποτέ, κι ούτε θα φανταστεί
Στον κόσμο των ιδεών
που δεν λυπήθηκε ποτέ κανέναν
και θέλει μόνο να μεταδωθεί, μέσα από σένα, μέσ’ από μένα
δεν θα θυμάται τον Δημήτρη
με το μικρό νοικιασμένο αυτοκινητάκι γεμάτο βιβλία και προμήθειες
που μίλησε με τους αγγέλους
και διηγήθηκε την ιστορία
αλλά δεν τον πίστεψε κανείς.


Εχάθη
όπως εχαθήκανε όλες οι στιγμές της ζωής του
στη χιονισμένη Μινεσότα και στο μαύρο Κολοράντο
στα νυχτερινά φυλάκια
στους καταυλισμούς των Ινδιάνων με τα τοτέμ
σημειώνοντας σύμβολα, χορούς και μαγικές προσευχές
και στις ηρωικές μάχες εναντίον των Ντέρος
και στις ξανθές ερήμους του Κατάρ, με τους Σεϊχηδες
μέσα στις λιμουζίνες με καλυμμένα τα πρόσωπα
στις εξοχές της Ολλανδίας με τους Βριλ
και στο Λονδίνο στις υπόγειες βιβλιοθήκες
Επικινδύνως οδηγώντας αυτοκίνητα της βρετανικής στρατιωτικής αστυνομίας
(μια κόρη άφησε στην Αγγλία, που δεν θα μάθει ποτέ τίποτε γι’ αυτόν)
Και στη Σαχάρα, παραδόξως στην ομορφιά των μεγάλων οριζόντων
και στην Αθήνα αλληλογραφώντας με τον Μεγάλο Δράκοντα στη Λουιζιάνα
και στην Κρήτη, που κατεβήκαμε στον Ομαλό με ξαστεριά
και στην Ευρυτανία και στη Γκιώνα, και στο Κιλκίς, στη Ρούμελη και στη Γραβιά
και στους Δελφούς, στα μυστικά μέρη, στον Παρνασσό
Όπου στέγασε την κατάκοιτη γριά μάνα του μέσ’ στο φαράγγι στο Ζεμενό
άφησε ηθελημένα τη βίλα στην Κηφισιά στην Αθήνα και πήγανε εκεί
σ’ ένα σπιτάκι στην ερημιά
όπου κοιμόταν στον καναπέ
Γύρισε όλα τα μέρη της Ελλάδας, πολλές φορές
συχνά ολομόναχος, μέσα στα χρόνια
Μα και τόσες εξερευνήσεις κάναμε μαζί οι δυό μας
κι άλλες φορές ήμασταν με τον συγχωρεμένο πια τον Κλεομένη
που ήξερε τα μονοπάτια
ή με τον Σταύρο που έγραφε ποιήματα
ή με τον Νίκο την τελευταία φορά
Εχάθη
Κι όμως ήξερε τα πάντα για όλα τα μέρη
είχε τους χάρτες για τα μυστικά
ήξερε πώς να προσεγγίσει
κι ήξερε τους κώδικες και τα σημάδια
Όλα τα ήξερε, και τά ‘λεγε σε μια δική του γλώσσα
που λίγοι καταλάβαιναν, αν ήξεραν, όλα τα ήξερε
(κι έρχονταν κάποιοι πονηροί να τού τα κλέψουν
μα πώς να κλέψουν κάτι που δεν καταλαβαίνουν
τί να το κάνουν;)
Κι ήταν παντού σαν να ήταν στο σπίτι του
κι όπου κοιμόταν εκεί ήταν κι η πατρίδα
κι από συνήθεια δεν μπορούσε σ’ ένα μέρος να μείνει για πολύ
κι έβλεπε πράγματα που άλλοι δεν βλέπουν
είχε τη Δεύτερη Όραση
και την Καλη Ακοή
ντυμένος πάντα σαν στρατιώτης
κι ήταν ωραίος δάσκαλος, με τον τρόπο του
Δεκαέξι χρόνια ήμασταν φίλοι
Ώσπου Εχάθη
έχω ακόμη τη φωνή του ηχογραφημένη σε κασσέτες πολλές
και το πνεύμα του σε μνήμες, σε συνεντεύξεις στο χαρτί
και σε κείμενα συνθηματικά και σε λεξάριθμους
και τον λεπτό γραφικό του χαρακτήρα
στα περιθώρια των σελίδων των βιβλίων
και σε επιστολές από μακριά
κι ένα βουνό από φωτογραφίες που βγάζαμε
Κανένα έξοδο δεν λογάριαζε και κανένα κέρδος
τίποτε δεν ήθελε να έχει ιδιόκτητο
τα πούλησε όλα
έδωσε όλα του τα λεφτά
στους ανάξιους
στους φίλους κερνούσε πάντα το φαγητό και το κρασί
και τις βενζίνες
κι όλα τα βιβλία τα χάρισε
τις βαλίτσες και τα σεντούκια με τις σημειώσεις πάντα μού έφερνε
δέκα μεγάλες μαύρες σακούλες μού έδωσε
γεμάτες με πολαρόιντ φωτογραφίες από παντού
κι είχε κι ένα πιστόλι, κι έναν χάρτη με τη μεγάλη μυστική στοά
Και μια νύχτα μού είπε
«Παντελή, Παραδίδω Εαυτόν Εις Κύριον»
Τίποτε δεν είχε να παραδώσει
παρά μόνο γνώσεις κι όνειρα
Κι ένα κουφάρι κουρασμένο από την κόλαση
αυτήν που ζούμε εδώ στην Επιφάνεια
μακριά απ’ τους κρυφούς παραδείσους
για τους οποίους κάποτε θα γράφαμε βιβλία συναρπαστικά
που δεν τα γράψαμε ποτέ.

Εχάθη
Η Γνώση δεν τον λυπήθηκε
Ούτε αυτόν
Τον αθώο από μεγάλα κρίματα
Τον ακούραστο περιηγητή
Η θλίψη του κόσμου
τον στοίχειωσε και τον αρρώστησε
τον άφησε μόνο του
η παράξενη μοίρα
σ’ ένα άσυλο για τους φτωχούς
και για τους άστεγους
όπου κοιμόταν
μεταμφιεσμένος
Ο πιο πλούσιος άνθρωπος του κόσμου
με την καλύτερη ανατροφή
με την καλύτερη παιδεία
έπειτα από τον γύρο όλου αυτού του κόσμου
και των άλλων κόσμων
με μια χαμένη περιουσία στις εξερευνήσεις
ταπεινός απόλυτα
(κι αβοήθητος, από τρέλα, ντροπή ή περηφάνεια, ή από πεπρωμένο)
Ευγενής ως το τέλος
Αθόρυβα
δραπέτευσε πέρα από τον Θάνατο
Ολομόναχος
μα με Ελπίδα
Ποιος ξέρει πού να είσαι τώρα
Δημήτρη




Παντελής Γιαννουλάκης

ΜΟΝΟΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟ MATRIX


-->
Ιδού ο εαυτός μας απέναντι από ένα εννοιολογικό πρόβλημα, φαινομενικά άλυτο: Ποιος είναι το πλήθος; Αν εγώ και εσύ δεν είμαστε το πλήθος, τότε ποιος είναι το πλήθος;
(Όταν καθόμαστε και κριτικάρουμε τα κακά της ανθρωπότητας, και λέμε πως οι άνθρωποι κάνουν αυτό ή κάνουν εκείνο, οι άνθρωποι είναι έτσι ή είναι αλλιώς, γιατί ξεχνάμε πως είμαστε και εμείς άνθρωποι; Με ποιον τρόπο διαχωρίζουμε τη θέση μας; Γιατί δεν συνειδητοποιούμε ότι όταν μιλάμε για τους «ανθρώπους» ή για τον «κόσμο» εννοούμε και τον εαυτό μας;)
Ειλικρινά, δεν μπορώ να φανταστώ μεγαλύτερη παραδοξολογία από την έννοια του «πλήθους». Αποτελείται από άτομα, από μονάδες, που όλες μαζί κάνουν το πλήθος, αλλά συνεχίζουν να είναι –έστω τυπικά– μονάδες. Μονάδες που δημιουργούν με τη συνεύρεση τους, με τη μαζική παρουσία τους, μια νέα ξεχωριστή οντότητα, που έχει τις δικές της ξεχωριστές παρορμήσεις και τον ολόδικο της συνειδητό και ασυνείδητο νού, ένα συλλογικό νου με μια συλλογική συνείδηση και ένα συλλογικό ασυνείδητο, ξεχωριστό από το νου του κάθε ατόμου. Πού είναι αυτός ο νους; Ποιος είναι αυτός ο νους, αν δεν είναι ο δικός μου και ο δικός σου;
Κι όμως, κανείς από αυτούς που συμμετέχουν στις πράξεις, στις κινήσεις και στις αντιδράσεις του πλήθους, της «μάζας», δεν έχει επίγνωση καμιάς από αυτές, και θεωρεί τον εαυτό του ως ανεξάρτητο άτομο που παραβρέθηκε σε μια συγκέντρωση ατόμων αλλά αυτός στάθηκε όσο μπορούσε αποστασιοποιημένος και ξεχωριστός. Το ίδιο θεωρεί και ο καθένας από όλους τους άλλους. Τότε, ποιός είναι το πλήθος;
Αν εγώ έχω γνώμη, αν εσύ έχεις πάντα τη γνώμη σου, ποιος είναι η «κοινή γνώμη»; Αν κάποιοι επιχειρούν τη «διαμόρφωση της κοινής γνώμης» –που σημαίνει ότι διατηρούν τη δική τους γνώμη και την επιβάλλουν στο κοινό– αλλά δεν διαμορφώνουν τη δική σου γνώμη ή τη δική μου γνώμη, τότε ποιανού είναι η «κοινή γνώμη»; Αν εγώ κι εσύ έχουμε την ατομική μας ξεχωριστή λογική, σε ποιον ανήκει αυτή η τόσο «κοινή λογική»;
Κι όμως, είμαστε το πλήθος, η μάζα, είμαστε ο κοινός νους, είμαστε η κοινή γνώμη, είμαστε η κοινή λογική, αλλά «εγώ δεν είμαι».
Πιστεύω πως όλη αυτή η αντιληπτική παραδοξολογία ουσιαστικά αποτελεί μία «ρωγμή» στο σύστημα διαμόρφωσης της πραγματικότητας, δηλαδή σε αυτό που τώρα τελευταία έχει γίνει συνήθεια να ονομάζουμε «Matrix». Αυτή η εννοιολογική ρωγμή ξεσκεπάζει φευγαλέα ένα καθοριστικό μέρος του παρασκηνίου της αντιληπτικής μας πραγματικότητας, αλλά τις περισσότερες φορές είμαστε τόσο υπνωτισμένοι που δεν μπορούμε ούτε να διακρίνουμε αυτή τη ρωγμή ούτε να κρυφοκοιτάξουμε μέσα από αυτήν (ενδεχομένως, ούτε καν να καταλάβουμε την επισήμανση).
Αν εγώ δεν είμαι «εμείς», κι αν «εμείς» δεν είμαστε εγώ, τότε ποιοι είμαστε «εμείς»; Όταν κάτι απευθύνεται «σε εμάς», σε ποιον ακριβώς απευθύνεται;
Και το σημαντικότερο: Πού είμαστε εμείς; Αν εγώ είμαι εγώ και είμαι εδώ, και εσύ είσαι εσύ και είσαι εκεί, τότε ποιοι είμαστε «εμείς» και πού είμαστε;
Ναι, κάποιος μπορεί, σχετικά εύκολα, να κάνει ένα μικρό βήμα έξω από το Matrix, να αποκλείσει τον εαυτό του από το πλέγμα που στήνει γύρω του το καλούπι της πραγματικότητας για να τον περικλείσει. Σε πρώτη φάση τουλάχιστον, το βήμα αυτό είναι αντιληπτικό.
Προτείνω, έστω ως πείραμα, να εκμεταλλευτεί κανείς αυτήν την αντιληπτική «ρωγμή» που παρατηρείται στο σύστημα διαμόρφωσης της κοινής πραγματικότητας. Να προσπαθήσει να πάψει για λίγο να αντιλαμβάνεται ως «εμείς». Αυτό σημαίνει πολύ απλά ότι όλα εκείνα τα πράγματα που στήνονται για «εμάς», που απευθύνονται σε «εμάς» και που επηρεάζουν «εμάς», θα προορίζονται πλέον για «εμένα». Αυτό σημαίνει ότι θα χρησιμοποιήσω αληθινή προσωπική κρίση για να τα ερμηνεύσω, και όχι την «κοινή» κρίση. Και τότε ένα κομμάτι της συλλογικής απάτης αναπόφευκτα θα καταρρεύσει, και το μέγεθος του κομματιού θα είναι απολύτως ανάλογο με την προσπάθεια και την εστίαση που θα αφιερώσω στο πείραμα.
Ας καταθέσω ορισμένα παραδείγματα για να γίνει καλύτερα κατανοητό αυτό, και για να υποδείξουν κάποιους τρόπους της εκτέλεσης του πειράματος: Μπορεί κανείς να ρυθμίσει την αντίληψή του ως εξής:
Τα δελτία ειδήσεων στην τηλεόραση δεν απευθύνονται «σε εμάς», στον «κόσμο», αλλά σε εμένα προσωπικά. Ο παρουσιαστής των ειδήσεων μιλάει σε εμένα προσωπικά, σαν να επικοινωνεί μόνο μαζί μου μέσα από ένα κλειστό κύκλωμα. Μου λέει, καλημέρα φίλε, σήμερα συνέβη αυτό, αύριο θα γίνει εκείνο. Δεν κρυφοκοιτάζω τις ειδήσεις που απευθύνονται στους άλλους και που παρακολουθούν όλοι οι άλλοι. Οι ειδήσεις απευθύνονται σε εμένα προσωπικά, όπως κάποιος με καλεί στο τηλέφωνο ή μου στέλνει μία συστημένη επιστολή. Και, για παράδειγμα, αυτός ο άγνωστός μου άνθρωπος (τον οποίο δεν γνωρίζω προσωπικά, έστω κι αν μέχρι τώρα νόμιζα ότι τον γνωρίζω επειδή «όλοι τον γνωρίζουν»), που μιλάει σε εμένα προσωπικά, μου λέει ότι ο τάδε υπουργός σήμερα πήγε στην ανθοκομική έκθεση και μύρισε τα λουλούδια, και επαίνεσε την τοπική παραγωγή. Και, επιτέλους, για πρώτη φορά, θα του απαντήσω αυτό που θα έλεγε κάθε σκεπτόμενος και αφυπνισμένος άνθρωπος: «Και τι με νοιάζει εμένα;» Και το σημαντικότερο: «Γιατί μου το λες αυτό; Τι νόημα έχει; Ποιος είναι ο σκοπός της ενημέρωσής μου;»
Επιπλέον, όταν βλέπω δύο ή περισσότερους ανθρώπους να συζητούν σε ένα talk-show στην τηλεόραση, πρέπει να πάψω να νομίζω ότι τους κρυφοκοιτάζω κι ότι αυτοί δεν έχουν συνείδηση της παρουσίας μου. Συζητούν μόνο για μένα, το ξέρουν ότι τους ακούω και τους βλέπω, αλλά για κάποιον παράξενο λόγο δεν με κοιτάνε, προσποιούνται ότι αγνοούν την παρουσία μου, αυτά που λένε μεταξύ τους τα λένε για να τα ακούσω εγώ, στην πραγματικότητα απευθύνονται σε εμένα και όχι ο ένας στον άλλον. Τι συμβαίνει; Γιατί το κάνουν αυτό;
Τέλος, θα προσέξω επιτέλους ότι τα ανθρώπινα κεφάλια που εμφανίζονται στα λεγόμενα «τηλεοπτικά παράθυρα» (ένας παρουσιαστής στο κέντρο και γύρω του τρία-τέσσερα «παράθυρα» με καλεσμένους), κοιτούν εμένα και όχι τον παρουσιαστή, συζητούν με τον παρουσιαστή και κοιτούν εμένα, και για κάποιον ανεξήγητο λόγο εγώ νομίζω ότι κοιτούν τον παρουσιαστή και συζητούν μαζί του. Όλοι κοιτούν εμένα και μιλάνε σε εμένα προσωπικά. Ο παρουσιαστής τους ρωτάει κάτι και κοιτάει εμένα, κι όλα αυτά τα κεφαλάκια απαντούν στον παρουσιαστή αλλά κοιτούν εμένα. Απευθύνονται σε εμένα προσωπικά.
Κάποιος που έκανε μια ερωτική εξομολόγηση ΑΠΟ το τηλέφωνο, πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι μόλις έκανε μία ερωτική εξομολόγηση ΣΤΟ τηλέφωνο. Κάποιος που έβρισε κάποιον ΑΠΟ το τηλέφωνο, πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι έβρισε ΤΟ τηλέφωνο.
Η επικοινωνία δεν είναι κοινωνία.
Κάποιος που είδε ένα όμορφο μέρος ΑΠΟ την τηλεόραση και λαχτάρησε να βρεθεί εκεί, πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι το είδε ΣΤΗΝ τηλεόραση και ότι λαχταρούσε να βρεθεί μέσα στην τηλεόραση.
Οι εφημερίδες που κρέμονται στο περίπτερο, απευθύνονται σε εμένα προσωπικά και όχι στον «κόσμο», στο «κοινό» (δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα, όλοι «εγώ» είμαστε). Έχουν τυπώσει ένα αντίτυπο για μένα προσωπικά και το οποίο με περιμένει να το διαβάσω. Οι μεγάλοι τίτλοι είναι γραμμένοι για μένα, κρέμονται εκεί και μου μιλούν, δεν κρυφοκοιτάζω κάτι που απευθύνεται σε κάποιους άλλους, σε εμένα προσωπικά απευθύνεται, δεν είναι τυχαίο, δεν είμαι περαστικός από εκεί, το ήξεραν ότι θα περάσω την τάδε ώρα από εκεί και τις κρέμασαν για μένα.
Οι διαφημίσεις απευθύνονται σε εμένα. Δεν λένε «πάρτε αυτό το προϊόν, τώρα!», λένε «πάρε αυτό το προϊόν, τώρα!» Με διατάζουν! Το χαμόγελο στην αφίσα χαμογελάει σ’ εμένα, είναι προσποιητό, είναι κάποιος που δεν τον γνωρίζω, δεν είμαι τυχαίος περαστικός, δεν κοίταξα τυχαία σε κάτι που υπήρχε εκεί για τους άλλους, το έστησαν εκεί για μένα προσωπικά, επειδή ξέρουν ότι περνάω από εκείνο το σημείο κάθε μέρα.
Όταν μπαίνω σε ένα μπαρ και βλέπω τους ανθρώπους που υπάρχουν εκεί μέσα, δεν περνώ απαρατήρητος, δεν «είμαστε» σε ένα μπαρ, ο καθένας από εμάς είναι σε ένα μπαρ και βρίσκεται εκεί για τους υπόλοιπους, γι’ αυτό πήγε εκεί, γι’ αυτό πήγα κι εγώ εκεί, για να δω τους άλλους και για να με δουν. Όλοι βλέπουν εμένα, για μένα είναι εκεί, και για τον καθένα από τους άλλους. Προσποιούνται ότι δεν υπάρχω, προσποιούνται ότι συζητούν και κοιτούν και κινούνται για τον γνωστό τους, ενώ ήρθαν εδώ για μένα τον άγνωστο. Γιατί ήρθαν εδώ; Γιατί δεν συναντήθηκαν στο σπίτι τους, όπου δεν θα χρειάζεται να προσποιούνται ότι οι άλλοι δεν υπάρχουν; Ήρθαν για να με παρακολουθήσουν, ήρθαν εδώ για μένα, για τον καθένα, και για κάποιον ανεξήγητο λόγο προσποιούνται ότι είναι μόνοι τους και ότι ήρθαν εδώ για να είναι μόνοι τους. Μάλιστα, το έχουν τόσο ανάγκη να το κάνουν αυτό, που πληρώνουν για το ποτό τους δεκαπλάσια τιμή απ’ ό,τι θα το πλήρωναν αν το έπιναν έξω από εκεί.
Ο τροχονόμος που στέκεται στη γωνία δεν είναι εκεί για τους άλλους, αλλά για μένα, περιμένει την παραμικρή παράβαση από εμένα για να μου δώσει κλήση, δηλαδή να με «καλέσει».
Δεν παίρνω το λεωφορείο, το λεωφορείο με παίρνει.
Όταν διαβάζω ένα κείμενο, δεν διαβάζω τη σκέψη του συγγραφέα, αλλά σκέφτομαι, ο συγγραφέας έχει μπει παρασιτικά μέσα στο μυαλό μου και μου λέει τι να σκέφτομαι, δεν είναι οι δικές μου σκέψεις αυτές, είναι οι δικές του, ακόμη και τα περισσότερα συμπεράσματα «μου» απ’ αυτό που διαβάζω δεν είναι δικά μου, έχω καθοδηγηθεί έντεχνα από τη σκέψη του προς αυτά, αλλά εγώ τον υποτιμώ, νομίζω ότι σκέφτομαι ανεξάρτητα, δεν ξέρω ότι είναι το κείμενο φτιαγμένο έτσι ώστε να καταλήξω «εγώ» σε αυτά τα συμπεράσματα, είναι στρατήγημα, το έχει γράψει για εμένα, το έγραψε ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο. Το μυστικό που κατέχει δεν είναι απλώς να γράφει αλλά να χειρίζεται το μυαλό μου, δεν χειρίζεται τη γλώσσα, χειρίζεται το μυαλό μου, δεν εκφράζει μία άποψη, εκφράζει τη δική μου άποψη μόνο για μένα, η οποία όμως είναι η δική του, την υιοθετώ και έπειτα ξεχνώ ότι αυτός μου την επέβαλλε, τη θεωρώ δική μου, με καθοδήγησε, με ταύτισε, κάνει ακριβώς αυτό: αυτό είναι το «συν» στο «γραφέας», αυτό είναι το παραπάνω που κάνει από το απλώς να γράφει.
Με απλά αντιληπτικά πειράματα όπως τα παραπάνω (που δεν ήταν παρά μερικά παραδείγματα για περισσότερα πειράματα που μπορεί κανείς να επινοήσει), η συλλογική απάτη καταρρέει γύρω μου για λίγο, κάνω ένα μικρό βήμα έξω από το Matrix της κοινής πραγματικότητας, κρυφοκοιτάζω τι συμβαίνει στ’ αλήθεια, μου αποκαλύπτεται η παραίσθηση στην οποία βρίσκομαι, συνέρχομαι για λίγο από τη μαζική ύπνωση. (Αλλά πρέπει κανείς να εφαρμόσει πρακτικά, εμπειρικά, τέτοια πειράματα, για να λειτουργήσουν έτσι).
Ο κόσμος που βλέπουμε γύρω μας δεν είναι στ’ αλήθεια γύρω μας, αλλά μέσα στο μυαλό μας. Η απαγορευτική πινακίδα που βλέπω στη γωνία του δρόμου, δεν είναι στ’ αλήθεια στη γωνία του δρόμου, είναι μέσα στο μυαλό μου (διότι «σημαίνει» κάτι). Οι άνθρωποι που βλέπω, δεν ζουν γύρω μου, ζουν μέσα στο μυαλό μου (και δεν ξέρω ποιοι είναι στ’ αλήθεια, εγώ ξέρω μόνο εμένα, κι αυτά που ξέρω γι’ αυτούς δεν είναι παρά πράγματα που ξέρω για μένα, μεταμφιεσμένα).
Όλα τα τοπία
δεν είναι η δική τους εικόνα
είναι το βλέμμα μου…
Δεν βλέπουν τα μάτια μας τον κόσμο. Το μυαλό μας είναι που τον βλέπει.
Και δεν τον βλέπει έτσι απλά, τον επεξεργάζεται κι έπειτα μας δίνει την εικόνα. Τον επεξεργάζεται σύμφωνα με τις τράπεζες των δεδομένων που ήδη έχει, τράπεζες που στην πλειοψηφία τους φιλοξενούν δεδομένα που κατατέθηκαν από την παραισθητική κοινωνική πραγματικότητα, η οποία είναι κατασκευασμένη, είναι τεχνητή, δεν είναι η φυσική πραγματικότητα. Δεν είναι η αληθινή πραγματικότητα. Δεν βλέπουμε τον κόσμο. Βλέπουμε μία εικόνα συνδυασμένη με ό,τι άλλο έχουμε μέσα στο κεφάλι μας, πλήρως επεξεργασμένη, η οποία τελικά συνθέτει ΕΝΑΝ κόσμο, και όχι ΤΟΝ κόσμο.
Η επιβαλλόμενη πεποίθηση ότι υπάρχει ένας «κοινός» και «αντικειμενικός» κόσμος για «όλους μας», είναι το μεγαλύτερο παραμύθι που φτιάχτηκε ποτέ. Σ’ αυτό στηρίζονται τα πάντα, με αυτό δουλεύουν τα πάντα, αυτό είναι το θεμέλιο του Matrix.
Υπάρχει ένας προσωπικός και υποκειμενικός κόσμος, μόνο για μένα, μέσα μου, και υπάρχει και ένα αχανές μυστήριο εκεί έξω.
Κανείς δεν μπορεί να «βγει» έξω από τον εαυτό του και να αντικρίσει κάτι «αντικειμενικά» (αυτή η λέξη είναι μία φάρσα), για να επικρίνει το «υποκειμενικό» σου: αυτό που στ’ αλήθεια κάνουν είναι ότι προσπαθούν να επιβάλλουν το δικό τους υποκειμενικό εις βάρος του δικού σου, δηλαδή να υιοθετήσεις το δικό τους υποκειμενικό ως «αντικειμενικό».
Και, ακόμη και όταν υπάρχει ένα κοινώς συμφωνημένο υποκειμενικό, αυτό λέγεται «σύμβαση» δεν λέγεται «αντικειμενικό». Έτσι, το σωστό είναι να λέμε ότι κάποιος είναι συμβατός με την κοινώς συμφωνημένη (ή επιβαλλόμενη) πραγματικότητα, και όχι ότι κάποιος είναι «αντικειμενικός».
Αυτό δεν είναι απλά η άποψή μου. Είναι η αλήθεια.
Όχι διότι υπάρχει μία μοναδική αλήθεια, αλλά διότι κάθε άποψη είναι η αλήθεια, αφού αλήθεια δεν είναι παρά η εκάστοτε άποψη για την αλήθεια. Η αλήθεια δεν είναι ζήτημα δημοκρατίας ή πλειοψηφίας. Το να έχουν πάρα πολλοί άνθρωποι μία κοινή άποψη για την αλήθεια, δεν είναι η αλήθεια, αλλά η κοινή άποψη των πολλών για την αλήθεια.
Μπορείς να ξέρεις την αλήθεια και να είσαι μόνος σου, η μοναξιά σου δεν είναι απόδειξη ότι η αλήθεια σου είναι ψέματα.
Πάντα μόνος σου είσαι απέναντι στην αλήθεια.
(Μάλιστα, όσο περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν στην ίδια αλήθεια, τόσο λιγότερο αλήθεια είναι. Και, επιπλέον, αυτό που πιστεύουν δεν είναι αλήθεια, είναι πραγματικότητα, κι αυτές είναι δύο τελείως διαφορετικές έννοιες. Οι περισσότεροι άνθρωποι μιλούν για την αλήθεια, εννοώντας την πραγματικότητα, αγνοώντας ότι η πραγματικότητα κατασκευάζεται. Είναι ανίδεοι ακόμη και για το ότι η αλήθεια δεν έχει να κάνει με τον κόσμο αλλά με το πνεύμα).
Η αλήθεια είναι πάντα μόνη της απέναντί σου.
Αόρατη.


-->



-->
ΕΙΜΑΣΤΕ ΠΑΡΑΞΕΝΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ
Θέλησα να γράψω αυτές τις σελίδες επειδή αγανάκτησα και κουράστηκα ν’ ακούω κάθε μέρα όλων των ειδών τους επαΐοντες να εξηγούν απλόχερα τα ανεξήγητα, να υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχει στ’ αλήθεια πεδίο μελέτης και έρευνας των παράξενων και ανεξήγητων φαινομένων και ζητημάτων, να δίνουν σε αυτές τις τάσεις όποια ερμηνεία τους βολεύει, να μας χλευάζουν που ασχολούμαστε ειλικρινά με όλα αυτά, ή στην καλύτερη περίπτωση να μας θεωρούν εμάς τους ίδιους «παράξενα φαινόμενα» ανεξήγητα ή εξηγήσιμα.
Συχνά λέμε ότι τα λεγόμενα «ανεξήγητα φαινόμενα» δεν θα έπρεπε να αποκαλούνται έτσι, αλλά θα έπρεπε να τα λέμε «σκοπίμως μη εξηγημένα φαινόμενα», για να κάνουμε αυτομάτως και την ανάλογη καταγγελία. Παρ’ όλο που γνωρίζω σε βάθος τι εννοεί και πόσο δίκιο έχει, αυτή η ατάκα, υπενθυμίζω συχνά στον εαυτό μου ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δεν θα καταλάβαιναν τι εννοεί , γι’ αυτό και θέλω εδώ να πω κάτι παραπάνω απ’ αυτό.
Οι εναλλακτικές ερμηνείες για τα λεγόμενα «παράξενα και ανεξήγητα φαινόμενα» όπως και οι προβληματισμοί για την ύπαρξη εξωγήινων, για το Παράξενο, για τις εναλλακτικές πραγματικότητες, για την παραψυχολογία, για τις εναλλακτικές καταστάσεις συνείδησης, για τα κοσμολογικά μυστήρια και τη σημειολογία τους, για τις εναλλακτικές κοσμοθεωρίες, για τον μυστκισμό, την εναλλακτική Ιστορία, τις άγνωστες δυνάμεις του ανθρώπου, κλπ, εντάσσονται κανονικότατα στο πεδίο της φιλοσοφίας και της ατέρμονης εξερεύνησης του Αγνώστου από τα ικανά μέλη της ανθρωπότητας, και αποτελούν ένα μέρος από τα μεγάλα Μυστήρια του Σύμπαντος, του κόσμου μας και του εαυτού μας, για τα οποία θα έπρεπε να διαλογίζεται κάθε ορθά σκεπτόμενος και ευφυής άνθρωπος, και να τα εξερευνεί με όλες του τις μικρές δυνάμεις.
Επιπλέον, όλα αυτά είναι πανανθρώπινα και διαχρονικά ζητήματα, κι έτσι, η ενασχόληση με όλα αυτά και με τις –κυριολεκτικά άπειρες– προεκτάσεις τους, δεν είναι χαρακτηριστικό μιας συγκεκριμένης εθνικότητας ανθρώπων, ούτε θα μπορούσε ποτέ να είναι, ούτε ποικίλουν ιδιαίτερα οι προβληματισμοί αυτοί από εθνότητα σε εθνότητα ή από χρόνο σε χρόνο, και επίσης δεν είναι ζήτημα αποκλειστικά σύγχρονο ούτε τοπικό. Ήταν από πάντοτε εδώ, παντού, σε όλους.
Κατά τη γνώμη μου, ο κάθε άνθρωπος είναι και πρέπει να νιώθει πολίτης του κόσμου, «Κοσμοπολίτης», και να ερευνά τα μυστήρια του κόσμου στον οποίον βρέθηκε, να ερευνά ο ίδιος προσωπικά και να παίρνει μονάχα ερεθίσματα γι’ αυτό από τη μόρφωσή του, τη συνεχή ενημέρωσή του, και τη θέαση της ίδιας του της εξελικτικής νοητικής πορείας. Και επειδή η λέξη «Κόσμος», πρωταρχικά στα ελληνικά σημαίνει το «έναστρο διάστημα» (που στέκει σαν «κόσμημα» ψηλά στον ουρανό), δηλαδή το αχανές Σύμπαν, η λέξη «Κοσμοπολίτης» σημαίνει πολίτης του Σύμπαντος, δηλαδή ενεργό μέλος της Πολιτείας του Σύμπαντος.
Για παράδειγμα, πώς θα μπορούσε ο πολίτης του Σύμπαντος να μην είναι ανοιχτός στις «θεωρίες» που αφορούν την ύπαρξη εξωγήινων πολιτισμών ή τις ενδεχόμενες επισκέψεις από αυτούς στον κόσμο μας; Μα, ναι, πως θα μπορούσε να μην είναι; Αφού και ο ίδιος ανήκει σε έναν «εξωγήινο πολιτισμό» σε σχέση με τους Κοσμοπολίτες που ζουν στους άπειρους άλλους κόσμους της αχανούς Πολιτείας του Σύμπαντος. Και αυτό δεν είναι απλά «θεωρίες», αφού έχει υπολογιστεί από σοφούς ανθρώπους ότι μόνο στο άμεσα παρατηρήσιμο από 'μας μικρό κομμάτι του γνωστού Σύμπαντος, στον γαλαξία μας, πρέπει να υπάρχουν τουλάχιστον ένα εκατομμύριο εξωγήινοι πολιτισμοί. Ακόμη και αν οι υπολογισμοί αυτοί είναι λανθασμένοι, τότε είναι βέβαιο ότι τουλάχιστον αριθμούν πολλές χιλιάδες μόνο στον γαλαξία μας. Και, επιπλέον, αν κάποιος πίστευε το αντίθετο θα ήταν απλώς παράλογο ή ύποπτη επιβολή σκέψης. Είναι επίσης παράλογο να πιστεύει κανείς ότι όλοι αυτοί οι πολιτισμοί θα «κάθονται στ’ αυγά τους» και δεν θα ταξιδεύουν για να εξερευνήσουν το σύμπαν, με όλους τους –γνωστούς σε εμάς ή άγνωστους– τρόπους. Και, κατά τη γνώμη μου, είναι επίσης παράλογο να πιστεύει κανείς ότι αν ήρθαν, έρχονται ή θα έρθουν εδώ, θα του έδιναν προσωπική ή επίσημη αναφορά ή θα τους ζητούσε λογαριασμό για το πώς θα πρέπει να κινούνται, π.χ. κρυφά ή φανερά. Και δεν συζητώ καν για τις ανυπολόγιστες προθέσεις τους, τις πιθανές επεμβάσεις τους, τη φυσιολογία τους, κλπ. Και όλο αυτό χωρίς να βάλουμε στη συζήτηση τους παράλληλους κόσμους, τις άλλες διαστάσεις, τις εναλλακτικές πραγματικότητες, κλπ, κλπ.
Δηλώνω απερίφραστα σε όλους τους μικρόμυαλους –και, κατ’ επέκταση, στενόμυαλους– ανθρώπους εκεί έξω (αν και δεν το θεωρώ πιθανό να διαβάζουν αυτές τις σελίδες): Κυρίες και κύριοι, το Σύμπαν (το Συν-Παν, δηλαδή τα Πάντα και Κάτι παραπάνω από τα πάντα), είναι τόσο τιτάνια αχανές και τεράστιο, τόσο άπειρο και αιώνιο, που έχει αρκετό χώρο και χρόνο ώστε να δικαιώσει όλες τις υποθέσεις που μπορεί να συλλάβει ανθρώπινος ή εξωανθρώπινος νους. Σας προκαλώ να δοκιμάσετε να φανταστείτε το πιο τρελό, παράλογο και υπερβολικό πράγμα που θα μπορούσατε ποτέ σας να φανταστείτε, κι έπειτα σας προκαλώ να αναλογιστείτε ότι το Σύμπαν έχει τόσο άπειρο χώρο και χρόνο ώστε αυτό που φανταστήκατε να συμβαίνει κάπου, κάπως, κάποτε, μέσα σ’ αυτό το τιτάνια άγνωστο Σύμπαν μας (και πιθανώς σε άπειρα πολλά άλλα παράλληλα σύμπαντα). Η λογική σας, οι νόμοι σας, οι αντιλήψεις σας, οι σπουδαιότητές σας, οι βεβαιότητές σας, είναι απελπιστικά τοπικές, μικρές, στενές, αμελητέες.
Όσο για τον κόσμο μας, είναι απλά Παράξενος. Όποιος σας λέει ότι δεν είναι, τότε αυτός είναι απλά ηλίθιος, κάτι που δεν είναι καθόλου παράξενο, αφού το είδος του αφθονεί γύρω μας.
Κι επειδή η λέξη «κόσμος» κατέληξε να σημαίνει τον πλανήτη μας ή την ίδια την ανθρωπότητα (όπως όταν λέμε «πολύς κόσμος»), αυτό –κατά τη, λογοτεχνική αδεία, γνώμη μου– έγινε επειδή οι ίδιοι οι άνθρωποι μπορούν να νοηθούν ως Κόσμοι, κάθε άνθρωπος και ένα έναστρο διάστημα, εφ’ όσον «ό,τι είναι πάνω είναι και κάτω».
Έτσι, εκτός από ταξιδιώτες του εξώτερου διαστήματος (είτε στα ταξίδια μας ανά τον «κόσμο», είτε στα διαστημικά μας ταξίδια, είτε διότι οι μακρινοί πρόγονοι ή τα γονίδιά μας ταξίδεψαν από το διάστημα για να έρθουν εδώ), εκτός από αυτά, είμαστε και ταξιδιώτες του εσωτερικού διαστήματος, «inner-spacemen», εξερευνούμε τον εαυτό μας για να γνωρίσουμε το Σύμπαν, αφού στην πραγματικότητα ποτέ δεν βλέπουμε το ίδιο το Σύμπαν αλλά αντιλαμβανόμαστε μόνο το μάτι μας να βλέπει το Σύμπαν, δεν ξέρουμε το Σύμπαν, ξέρουμε τις αισθήσεις μας για το Σύμπαν, κι ό,τι άλλο καταλάβουμε γι’ αυτό, είναι επίσης μέσα μας… Όλα τα «παράξενα ανεξήγητα φαινόμενα» είναι η σύνθεση της υπέροχης, παράξενης και ανεξήγητης ζωής μας, που φοβόμαστε να την εξηγήσουμε ακόμη και στον εαυτό μας, ενώ βαθιά μέσα μας ξέρουμε τι συμβαίνει… Ναι, ξέρουμε τι συμβαίνει! Θυμηθείτε το επιτέλους!
Εμείς που ασχολούμαστε ένθερμα με τα Μυστήρια του Κόσμου, γνωρίζουμε ότι το μόνο αληθινά μεγάλο και σημαντικό ζήτημα είναι η ίδια η φύση της πραγματικότητας, και οι άπειρες δυνατότητες χειρισμού της και κατανόησής της.
Και σας διαβεβαιώ ότι τα λεγόμενα «παράξενα και ανεξήγητα φαινόμενα» είναι ένας πολύ γενικός όρος για να μπορεί να συζητηθεί σοβαρά, αφού χρησιμοποιείται από ανθρώπους που και οι ίδιοι δεν ξέρουν τι ακριβώς εννοούν με τον όρο αυτόν, και άρα ποτέ δεν θα μπορέσουν να απαντήσουν σε τίποτε σχετικά με αυτά, αφού δεν ξέρουν καν για ποιο πράγμα ρωτάνε.
Έτσι, ακόμη και απλά, αν οποιοδήποτε φαινόμενο που «δεν εξηγείται» είναι ένα «ανεξήγητο φαινόμενο», τότε μέσα στα φαινόμενα αυτά πρέπει να εντάξουμε την ίδια τη ζωή (μπορείτε να δώσετε έναν ορισμό για τη ζωή και να την εξηγήσετε;), την ίδια τη λειτουργία του εγκεφάλου μας που προσπαθεί να εξηγήσει τη ζωή και ό,τι άλλο, τη φαντασία μας, τα όνειρά μας, τη γεύση της σοκολάτας (που όλοι ξέρουμε ότι είναι «γλυκιά», αλλά δεν μπορούμε να εξηγήσουμε τι ακριβώς εννοούμε με αυτό), τις «συμπτώσεις» τις οποίες βιώνουμε σχεδόν καθημερινά, τον Χρόνο, τις ανεξήγητες αποδημίες των γενιών των πεταλούδων στα ίδια μέρη, τα τηλεπαθητικά φαινόμενα που έχουμε όλοι μας παρατηρήσει με κάποιους δικούς μας ανθρώπους, κλπ, και άπειρα άλλα.
Ο πατέρας του εναλλακτικού στοχασμού του 20ου αιώνα, ο Τσαρλς Φορτ, έλεγε: «Τα πράγματα δεν είναι αυτό που φαίνονται. Τελικά, αν η εμφάνιση και η ουσία ήταν το ίδιο πράγμα, δεν θα υπήρχε καμιά απολύτως ανάγκη επιστήμης...»
Πραγματικά, αν οι θεωρήσεις που μας επιβάλλει η κοινή λογική για το Σύμπαν ήταν σωστές, τότε η επιστήμη θα είχε λύσει όλα τα μυστήρια του Σύμπαντος εδώ και χιλιάδες χρόνια. Ο κεντρικός σκοπός της επιστήμης είναι να «ξεφλουδίσει» το «περιτύλιγμα» των πραγμάτων (το φαινόμενο) και να αποκαλύψει αυτό που κρύβεται από κάτω, τη βαθύτερη φύση τους (την ουσία). (Τέλος πάντων, αυτό στα ελληνικά λέγεται «εξουσία»). Ένας ορθά σκεπτόμενος άνθρωπος θα μπορούσε να θέσει ως κεντρικό μότο κάθε επιστήμης το εξής: «Τα πράγματα δεν είναι αυτό που φαίνονται». Τελικά, αν η εμφάνιση και η ουσία ήταν το ίδιο πράγμα, δεν θα υπήρχε καμιά απολύτως ανάγκη επιστήμης, ο Τσαρλς Φορτ έχει απόλυτο δίκιο.
Τώρα, τα πράγματα που δεν φαίνονται, μπορεί να μην φαίνονται, αλλά κανονικότατα λειτουργούν και αλληλεπιδρούν μέσα στον κόσμο όπως και τα πράγματα που φαίνονται, και η δράση τους και η αλληλεπίδρασή τους με τα πάντα, είναι πολύ λογικό να προκαλεί «παράξενα κι ανεξήγητα φαινόμενα», δηλαδή να προκαλεί παράδοξα φαινόμενα που δεν μπορούμε να τα εξηγήσουμε, όχι επειδή είναι από τη φύση τους ανεξήγητα αλλά επειδή εμείς δεν μπορούμε να τα εξηγήσουμε, στην παρούσα εξελικτική φάση μας (την προσωπική, φυσικά).
Δεν μπορούμε παρά με τόλμη και όραμα να ελπίζουμε ότι ακόμη και αυτά που είναι τώρα για εμάς «ανεξήγητα φαινόμενα», θα τα εξηγήσουμε κάποτε (ξεκινώντας από τώρα). Για να το επιτύχουμε αυτό όμως, πρέπει να εξερευνούμε, να αξιολογούμε τις γνώσεις μας και να τις επεκτείνουμε, να συνδέουμε γνώσεις που φαίνονται ασύνδετες μεταξύ τους, να σημειολογούμε, να φιλοσοφούμε, να πειραματιζόμαστε, να λειτουργούμε δημιουργικά με τη φαντασία μας, να είμαστε ελεύθεροι να συζητάμε ανοιχτά τις παράξενες απόψεις μας και τα συμπεράσματά μας, να είμαστε λόγιοι, να είμαστε ανοιχτοί και να μην απορρίπτουμε τίποτε χωρίς ιδιαίτερο λόγο.
Αυτό, για έναν ευφυή άνθρωπο, απλά σημαίνει να επεκτείνουμε συνεχώς τη λογική μας προς το παράλογο, με μια τολμηρή εξερευνητική αποστολή με σκοπό να το «λογικοποιήσουμε», να δημιουργήσουμε «αποικίες» εκεί, να προεκτείνουμε τελικά προς τα εκεί τον «πολιτισμό» μας. Δηλαδή να γινόμαστε όλο και πιο συνειδητοί Κοσμοπολίτες, Πολίτες του Σύμπαντος, σε ένα Σύμπαν που το κατακτάμε με τον νου μας όλο και περισσότερο. Αυτή είναι η μεγαλύτερη περιπέτεια, γι' αυτό ζούμε! Αλλιώς είμαστε απλά ανθρωπάκια!
Τέλος, αυτό που μετράει είναι τελικά να εξηγήσω εγώ ο ίδιος τα «παράξενα κι ανεξήγητα φαινόμενα», και όχι να τα εξηγήσουν κάποια αφηρημένα επιβεβλημένα σχήματα όπως η «ανθρωπότητα» ή η «επιστήμη», διότι και τις υπάρχουσες εξηγήσεις κάποιων «εξηγήσιμων φαινομένων» από ομάδες ανθρώπων, έτσι κι αλλιώς η πλειοψηφία της ανθρωπότητας δεν τις παρακολουθεί και δεν τις κατανοεί, δέχεται απλώς μία επιβολή απλοϊκών ερμηνευτικών προτύπων σκέψης για αυτά, (άσε που οι περισσότερες ερμηνείες είναι ακόμη κι αυτές συχνά λάθος, αναχρονιστικές, ανεπαρκείς πλέον, ή ακόμη –σε πολλές περιπτώσεις– και προϊόντα συνωμοσίας).
Αν εγώ επιτέλους εξηγήσω τα «ανεξήγητα φαινόμενα», έστω και μόνο στον εαυτό μου και σε κανέναν άλλον, ικανοποιητικά, αυτό αρκεί, και δεν θα υπάρχουν ανεξήγητα για μένα, μέχρι βέβαια να εντοπίσω –λόγω αυξημένης πλέον εποπτείας– τα επόμενα «παράξενα φαινόμενα». Ούτε χρειάζεται να δώσεις λογαριασμό σε κανέναν για τις εξηγήσεις σου, ούτε είναι απαραίτητο σώνει και καλά να συμβαδίζουν με όλων των άλλων λες και είναι θέμα τροχαίας. Η ανθρωπότητα δεν εξελίσσεται ομοιόμορφα, ούτε συντονισμένα. Δεν είμαστε οι πρώτοι, ούτε οι καλύτεροι, ούτε σήμερα ούτε χθες.
Οι άνθρωποι ουσιαστικά επιλέγουν ποια φαινόμενα θα θεωρούν ανεξήγητα και ποια όχι, τι είναι παράξενο και τι δεν είναι, ή το επιλέγουν άλλοι γι’ αυτούς... Η ελεύθερη εξερεύνηση των ζητημάτων αυτών σταδιακά –ή τελείως απότομα– προεκτείνει την πραγματικότητα. Οι περισσότεροι δεν θέλουν να προεκταθεί η πραγματικότητα: θέλουν να παραμείνει όπως την εποπτεύουν, για να την ελέγχουν. Η πραγματικότητα μας ελέγχεται απόλυτα, και οι κάθε είδους ελεγκτές της δεν θέλουν να προεκταθεί χωρίς την άδειά τους γιατί θα χάσουν τον έλεγχο!
Σε κάθε περίπτωση, πίσω από αυτά που γράφω εδώ, ξεπροβάλλει μία μεγάλη επισήμανση ή υπενθύμιση: ο κόσμος δεν είναι αυτό που φαίνεται.
Ίσως κάποιος να θέλει να επιμείνει ότι αυτό δεν ισχύει για τον κόσμο, και ότι οι ελεγκτές του κόσμου μας τα έχουν ανακαλύψει όλα, τα έχουν ερμηνεύσει όλα, τα κουμαντάρουν όλα, τα ξέρουν όλα. Έτσι, λένε ότι ο κόσμος είναι αυτό που φαίνεται, ή αυτό που θέλουν αυτοί να φαίνεται. Ίσως, αλλά είναι βέβαιο πως η αντίθετη διαπίστωση ισχύει για τη γνώση. Η γνώση του κόσμου δεν είναι αυτό που φαίνεται. Επεκτείνεται συνεχώς μέσα από τον καθένα μας που είναι διατεθειμένος να υπερβεί τον συνηθισμένο εαυτό του και τη στενή παιδεία του, για να εξερευνήσει την υπερβατική γνώση του κόσμου, το Παράξενο του κόσμου, και άρα τον ίδιο τον κόσμο, και επειδή εμείς είμαστε ο κόσμος, τον ίδιο τον εαυτό μας. Εμείς οι ίδιοι δεν είμαστε αυτό που φαινόμαστε, αυτό είναι το μόνο σίγουρο.
Σε ένα τέτοιο ατέρμονο ταξίδι εξερεύνησης και λογιότητας, προσωπικά –απογοητευμένος από τη γενιά μου– έχω εναποθέσει όλες τις ελπίδες μου στη νέα γενιά, στους όλο και πιο σοφούς αλλά λιγοστούς εκείνους νέους που παίρνουν τη σκυτάλη σιγά-σιγά κάθε μέρα. Σας εύχομαι να περιπλανηθείτε όσο πιο μακριά γίνεται και να στείλετε πίσω την ανταπόκρισή σας –πιο θαυμαστή απ’ οτιδήποτε φαντάστηκαν ποτέ οι ελεγκτές μας– και ολόψυχα σάς εύχομαι να τα καταφέρετε όπου εμείς αποτυγχάνουμε… Γι’ αυτό και μόνο, όλα αυτά αξίζουν τον κόπο…
ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΓΙΑΝΝΟΥΛΑΚΗΣ

Στη Θεσσαλονίκη
την
Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2009, στις 7:00 μμ, στο βιβλιοπωλείο "Ψαρράς",
(Φιλικής Εταιρίας 39, απέναντι από το σινέ "Μακεδονικόν")
θα είμαι στο πάνελ της παρουσίασης του νέου βιβλίου
του καθηγητή Χρίστου Γούδη, με τίτλο "Αλλού και Κάπως",
όπου και θα μιλήσω, μαζί με τον κ. Γούδη και άλλους αξιόλογους καλεσμένους.

Στην Πάτρα
θα βρίσκομαι το
Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2009, στις 7:00 μμ, στο ξενοδοχείο "Βυζαντινό",
όπου θα μιλήσω στο πάνελ της παρουσίασης της νέας πανηγυρικής έκδοσης του θρυλικού "Λεξικού του Ηλίου" από το "Ίδρυμα Ιωάννη Πασσά" και τις εκδόσεις "Τάλως",
σε πάνελ μαζί με τον καθηγητή Χρίστο Γούδη και με τον εκδότη Τάλω Φουράκη
και άλλους αξιόλογους καλεσμένους.

Νομίζω ότι οι δύο αυτές εκδηλώσεις για βιβλιόφιλους,
σε Θεσσαλονίκη και Πάτρα,
θα έχουν μεγάλο ενδιαφέρον...

Π. Γ.

Σκέψεις Για Χρονοταξιδιώτες



-->
Κάθομαι στο ημιφωτισμένο δωμάτιο, στο ξύλινο τραπέζι, γερμένος πάνω από τα γραπτά μου, έξω βρέχει, ποτέ δεν μου άρεσαν τα ρολόγια.
Αν και με συγκινεί ο λεπτεπίλεπτος μηχανισμός των παλιών ρολογιών, (και το παράξενο γεγονός ότι μερικές φορές οι Άγγλοι τα ονομάζουν Time Pieces, «κομμάτια χρόνου»), και παρ’ όλο που μπορώ να συνδέσω τη ρυθμική ομορφιά τους με τη μουσική του Bach ή των Kraftwerk, τους μετρονόμους του πιάνου ή τα sequencers, κι εκείνη την εικόνα του Max Ernst που προδίδει ότι είμαστε φυλακισμένοι μέσα σ’ ένα ρολόι (που οι δείκτες του διακρίνονται στον δίσκο του φεγγαριού), δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι που να προκαλεί μεγαλύτερο άγχος από ένα ρολόι: Δουλεύει ασταμάτητα, μετράει τη ζωή σου, κλάσμα δευτερολέπτου προς κλάσμα δευτερολέπτου, ακόμη κι όταν δεν προσέχεις, ακόμη κι όταν κοιμάσαι ή όταν έχεις ξεχάσει ότι υπάρχει κάπου εκεί και μετράει, μετράει, μετράει. Κανένας λογικός άνθρωπος δεν θα καθόταν να ακούει συνέχεια και να αισθάνεται τους χτύπους της καρδιάς του αναλογιζόμενος ότι χτυπάει σ’ αυτόν τον ρυθμό ασταμάτητα από τότε που γεννήθηκε μέχρι σήμερα, και, αναπόφευκτα, να σκέφτεται ότι αυτός ο ευαίσθητος μηχανισμός μπορεί να σταματήσει σε κάθε στιγμή, πλημμυρίζοντας έτσι όλη του την ύπαρξή με πανικό. (Για μένα, είναι σαφές ότι ο κατασκευαστής του πρώτου ρολογιού ήθελε να φτιάξει μια τεχνητή καρδιά). Εδώ έχουμε μια ιδιαίτερη και μοναδική αίσθηση πανικού, που είναι ο πανικός που γεννιέται από τη λεπτομερή παρατήρηση. Το ίδιο αισθάνομαι και για τα ρολόγια, τη μηχανική καρδιά του Χρόνου, που περνάει, περνάει, ρέει, ρέει πάντα, και «ουδέν μένει»...


Θυμάμαι ένα ποίημα: «Η νύχτα είναι μεγάλη για 'κείνον που δεν μπορεί να κοιμηθεί. Στον κουρασμένο το μίλι φαίνεται μακρύ – κι οι εραστές δεν χορταίνουν το φιλί….»
Δεν έχουμε κοινή την αντίληψη του Χρόνου. Ο καθένας μας ζει μέσα στη δική του χρονοσφαίρα, η οποία συνεχώς αλλάζει ανάλογα με τις περιστάσεις. Το να ταξιδέψει κανείς στον Χρόνο, μάλλον σημαίνει να ταξιδέψει κανείς στον χρόνο του.
Στο κάτω-κάτω τι είναι ο Χρόνος; Υπάρχει στ’ αλήθεια;
Κατά την εποπτεία μου, αν εξαιρέσει κανείς τα ρολόγια και τα ημερολόγια που είναι ανθρώπινες εφευρέσεις και μετρούν κάτι ρυθμισμένο από εμάς, τρία είναι τα πράγματα από τα οποία συνίσταται η αντίληψη μας περί Χρόνου: η μνήμη, η φθορά, και οι κινήσεις των ουρανίων σωμάτων.
Έχουμε αντίληψη της ροής του χρόνου εξαιτίας της μνήμης, αν δεν θυμόμασταν τίποτε, ο χρόνος δεν θα περνούσε, δεν θα είχαμε το παρελθόν ως σημείο αναφοράς για να αντιλαμβανόμαστε τη χρονική ροή των γεγονότων. (Αλλά, τα πάντα που μπορεί να σκεφτεί ή να συμπεράνει κανείς σε σχέση με αυτό, είναι η μνήμη, δεν είναι ο Χρόνος).
Η φθορά των υλικών πραγμάτων (δηλαδή, η αυξανόμενη Εντροπία), την οποία παρατηρούμε παντού, το ίδιο και στον εαυτό μας, επίσης μάς υποδεικνύει έναν ρυθμό, μια ροή, στην οποία η ύλη δεν μπορεί να αντισταθεί και η ροή αυτή την επηρεάζει καθοριστικά, δημιουργώντας την ιστορία της κατάστασης της ύπαρξης. Η ύπαρξη μοιάζει να πλέει μέσα σε κάτι που σταθερά την εξαντλεί, την φθείρει, την καταστρέφει. Τα πάντα φθείρονται, παλιώνουν, παρακμάζουν, χαλάνε, μπαγιατεύουν, πεθαίνουν, αργά και σταθερά, με έναν ρυθμό. Κάτι πολύ παράξενο συμβαίνει. (Αλλά τα πάντα που μπορεί να σκεφτεί ή να συμπεράνει κανείς σε σχέση με αυτό, είναι η φθορά, δεν είναι ο Χρόνος).
Οι κινήσεις των ουρανίων σωμάτων (η πιο ασφαλής αναγνώριση της ροής του χρόνου), επιφέρουν διάφορες περιοδικές αλλαγές αλλά και περιοδικότητες, που μάς κάνουν να καταδυόμαστε στα μαθηματικά και στη γεωμετρία. Η εναλλαγή της ημέρας και της νύχτας (που εμείς την αναλύουμε σε ώρες), η εναλλαγή των εποχών (που εμείς την αναλύουμε σε μήνες και σε χρόνια), δηλαδή οι κινήσεις της Γης σε σχέση με τον Ήλιο, και οι θέσεις των άστρων, είναι αυτό που ουσιαστικά ονομάζουμε Χρόνο. Ο Χρόνος είναι αστρικός.
Όλα τα παραπάνω, όμως, πάντα σε σχέση με τον παρατηρητή. Ο χρόνος είναι ανάλογος της μνήμης του παρατηρητή, του ρυθμού της φθοράς που παρατηρεί ο παρατηρητής, της θέσης και της κίνησης του παρατηρητή σε σχέση με τα άστρα. (Αυτό, φυσικά, σημαίνει, με μια λέξη, ότι ο Χρόνος είναι σχετικός).
Το να ταξιδέψει κανείς στον Χρόνο, σημαίνει να χειριστεί με κάποιον δυναμικό τρόπο τη μνήμη, τη ροή των γεγονότων, τον ρυθμό της φθοράς (την Εντροπία), τις κινήσεις και τις θέσεις των άστρων, σε σχέση με τον ίδιο. Περί αυτού πρόκειται.
Για να μετακινηθεί κανείς ελεύθερα στον Χρόνο, στον αστρικό Χρόνο, στον μόνο ουσιαστικό Χρόνο που ξέρουμε, πρέπει να μετακινήσει το Σύμπαν.
Κι επειδή το Σύμπαν είναι μέγεθος της συνείδησής μας, (αν έχουμε την παιδεία και το ταλέντο για να αναλογιστούμε ότι το Σύμπαν είναι αυτό που η συνείδησή μας παρατηρεί και αντιλαμβάνεται, άρα υπάρχει μόνο μέσα στη συνείδησή μας, γι’ αυτό και όταν δεν υπάρχει η συνείδησή μας τότε για εμάς δεν υπάρχει και Σύμπαν), για να μετακινηθεί κανείς ελεύθερα στον Χρόνο, πρέπει να μετακινήσει τη Συνείδηση.
Αυτό, κατά τη γνώμη μου, υποδεικνύει ότι το ταξίδι στον Χρόνο μπορεί να είναι εφικτό ως συνειδησιακό ταξίδι, ως ταξίδι της Συνείδησης στον Χρόνο, και άρα εκείνη η πολυπόθητη χρονομηχανή θα πρέπει να είναι μια κατασκευή ικανή να απελευθερώσει τη συνείδησή μας από το σώμα μας και να τη στείλει σε άλλα χρονικά σημεία παρατήρησης. (Δεδομένου ότι ίσως να μπορούμε να το κάνουμε αυτό και χωρίς μία χρονομηχανή, τότε μπορούμε να ταξιδέψουμε στον Χρόνο με τη συνείδησή μας, και μάλλον το κάνουμε συνεχώς αυτό, μόνο που οι περισσότεροι το αποκαλούν Φαντασία, χωρίς να συνειδητοποιούν τι ακριβώς εννοούν με αυτήν τη λέξη).
Τώρα που κάθομαι στο ημιφωτισμένο αυτό δωμάτιο, γερμένος πάνω από τα γραπτά μου, χρονοταξιδιώτες με παρακολουθούν.
Ίσως είναι οι αναγνώστες αυτού του κειμένου, που το διαβάζουν ξαναζώντας με τη συνείδησή τους αυτή τη στιγμή που το γράφω, αφού εγώ τώρα το γράφω, κι εκείνοι τώρα το διαβάζουν, κι εγώ το γνωρίζω αυτό, γράφοντας αυτό που διαβάζεις.
Ίσως, όμως, είναι άνθρωποι που με κάποιον τρόπο επηρεάστηκαν (θα επηρεαστούν) από το κείμενό μου αυτό, και αποφάσισαν (θα αποφασίσουν) να βρουν έναν τρόπο να ταξιδέψουν στον Χρόνο, και τα κατάφεραν (θα τα καταφέρουν), και θέλησαν (θα θελήσουν) να έρθουν εδώ δίπλα μου για να παρακολουθήσουν από κοντά την πηγή της επιρροής αυτής, να με παρακολουθήσουν να γράφω αυτό που κάποτε διάβασαν (θα διαβάσουν)...
Ο πόθος για το ταξίδι στον Χρόνο, γεννιέται από την επιθυμία του αιτιατού να αντικρίσει το αίτιο...
Για να το γνωρίσει, να συνδιαλλαχθεί και να αλληλεπιδράσει συνειδητά με αυτό.


Μπορεί να με παρακολουθεί ο εαυτός μου. Αν κάποτε στο μέλλον καταφέρω να ταξιδέψω συνειδητά και ελεύθερα στον χρόνο, μπορώ από τώρα, γράφοντας αυτό το κείμενο, να δώσω εδώ τώρα ένα ραντεβού με τον χρονοταξιδιώτη εαυτό μου. Μπορώ να κλείσω αυτό το ραντεβού αυτή τη στιγμή γράφοντας και δηλώνοντάς το ότι επιθυμώ να συναντηθούμε εδώ τώρα. Αυτό σημαίνει ότι, καθώς γράφω αυτό το κείμενο (που θα θυμάται ο εαυτός μου), αν θα ταξιδέψω κάποτε στον Χρόνο, θα έρθω εδώ τώρα να με βρω. (Ο Jorge Louis Borges διηγείται ότι τού συνέβη αυτό ακριβώς το πράγμα, στο κείμενό του με τον τίτλο Ο Άλλος, σ’ ένα παγκάκι στην Ελβετία, κι ο συγγραφέας Guy de Maupassant κάποτε μπήκε μέσα στο σπίτι του και βρήκε τον εαυτό του να τον περιμένει στην πολυθρόνα δίπλα στο τζάκι).
Αν θα μπορέσω κάποτε στο μέλλον να ταξιδέψω πίσω στο παρελθόν, θα γυρίσω πίσω σε αυτή τη στιγμή που γράφω αυτό το κείμενο, και θα αγγίξω τον εαυτό μου στον ώμο.
Είναι ο καλύτερος και πιο άμεσος τρόπος για να συναντήσεις έναν χρονοταξιδιώτη: να κλείσεις ένα ραντεβού μαζί του. (Ένα ραντεβού που πραγματοποιείται άμεσα τη στιγμή που θα το κλείσεις, εκείνη την ίδια στιγμή, και σου επιβεβαιώνει άμεσα ότι το ταξίδι στον Χρόνο είναι –ήταν, ή θα είναι– εφικτό...)


Στο φημισμένο τεχνολογικό ινστιτούτο Μ.Ι.Τ. διοργανώθηκε, τον Μάιο του 2005, το Time Traveller Convention, το Συνέδριο για Χρονοταξιδιώτες, με την ελπίδα να έρθουν οι συμμετέχοντες σε επαφή με χρονοταξιδιώτες από το μέλλον. Γι’ αυτόν τον λόγο, το συνέδριο διαφημίστηκε έντονα από την εφημερίδα New York Times, από τους Times του Λονδίνου, από το περιοδικό Time, από το περιοδικό Wired, και από άλλα αξιοπρόσεκτα μέσα. Οι χρονοταξιδιώτες κάποτε στο μέλλον θα ενημερωνόντουσαν για όλα αυτά, και, αν θα μπορούσαν να ταξιδέψουν σε μια δεδομένη χρονική στιγμή του παρελθόντος, ήταν καλεσμένοι να εμφανιστούν εκεί και να συμμετέχουν στο συνέδριο.
Το διαφημίζω κι εγώ εδώ με τη σειρά μου: το συνέδριο έγινε στις 7 Μαΐου 2005, στις 22:45 EDT (8 Μαΐου, 02:00 UTC) στο East Campus Courtyard, στην αίθουσα του Walker Memorial στο Μ.Ι.Τ.. Οι συντεταγμένες της τοποθεσίας είναι: 42.360007 degrees North latitude, 71.087870 West longitude (42°21′36″ N, 71°05′16″ W).
Συμμετείχαν πάνω από τριακόσιοι σύγχρονοι άνθρωποι, οι περισσότεροι ειδικοί σε διάφορους τομείς, κι ανάμεσά τους πολλοί άγνωστοι.
Οι χωροχρονικές συντεταγμένες πρέπει να συνεχίσουν να δημοσιοποιούνται, συνεχώς και με την κάθε ευκαιρία, έτσι ώστε οι μελλοντικοί χρονοταξιδιώτες να ενημερωθούν και να αποκτήσουν έτσι την ευκαιρία να είχαν συμμετάσχει...


Το ζήτημα, φυσικά, όπως ίσως καταλαβαίνετε, είναι το αν, οι χρονοταξιδιώτες που πήγαν –θα πάνε– στο συνέδριο, θελήσουν να εμφανιστούν ανοιχτά και να δηλώσουν ότι είναι χρονοταξιδιώτες. Το ζήτημα είναι το αν ο χρονοταξιδιώτης εαυτός μου με παρακολουθεί κρυφά αυτή τη στιγμή που γράφω αυτό το κείμενο, ή το αν οι αναγνώστες μου από το μέλλον θελήσουν να επικοινωνήσουν ανοιχτά μαζί μου ή το κάνουν απαρατήρητοι από εμένα.
Διότι, για διάφορους λόγους, π.χ. εγώ, αν ήμουν –αν θα ήμουν– χρονοταξιδιώτης, δεν θα το ανακοίνωνα σε κανέναν από το χωροχρονικό συνεχές το οποίο θα επισκεφτόμουν, θα ήθελα να περάσω απαρατήρητος. Θα παρευρισκόμουν στο συνέδριο χωρίς να καταλάβει κανείς ποιος είμαι, και, αν θα επικοινωνούσα με κάποιον ανοιχτά, θα το έκανα μεμονωμένα σε κάποιον και όχι σε όλους δημοσίως. Επίσης, θα ανησυχούσα μήπως προκαλέσω τρόμο ή κάποιο κακό στον εαυτό μου, γι’ αυτό και αυτή τη στιγμή θα τον παρακολουθούσα κρυφά....
Κοιτώντας τα άστρα, κοιτάμε το παρελθόν. Επειδή το φως των άστρων καθυστερεί μέχρι να φτάσει στη Γη, τα βλέπουμε όπως ήταν στο παρελθόν και όχι όπως είναι αυτή τη στιγμή. Πολλές φορές, μάλιστα, βλέπουμε ένα άστρο που έχει καταστραφεί πολύ καιρό πριν, αλλά το φως του μόλις τώρα φτάνει εδώ πέρα. Οι ίδιες οι ακτίνες του ήλιου μας που μάς ζεσταίνουν και μάς φωτίζουν, έχουν ξεκινήσει από τον ήλιο αρκετά λεπτά πριν φτάσουν σ’ εμάς, είναι θερμότητα και φως από το παρελθόν.
Όταν θέλεις να κοιτάξεις στο παρελθόν, δεν έχεις παρά να κοιτάξεις τον νυχτερινό ουρανό.
Καθώς ξανά και ξανά τα σκέφτομαι όλα αυτά, έχει γεννηθεί στο μυαλό μου μία συνταρακτική ιδέα. Την καταθέτω:
Εφόσον το φως από τη Γη (και άρα η εικόνα της) ταξιδεύει προς το διάστημα, υπάρχουν –σε αυτό το φως που ταξιδεύει στο Άγνωστο– εικόνες της Γης από το κοντινό ή το μακρινό παρελθόν της. Κάποιος που θα κοιτάξει με ένα τηλεσκόπιο τη Γη από έναν μακρινό αστερισμό, θα δει τη Γη μας όπως αυτή ήταν στο παρελθόν.
Αν θα μπορούσαμε, με ένα πολύ ισχυρό τηλεσκόπιο, να υπολογίσουμε την πορεία αυτού του φωτός και να το στοχεύσουμε, θα μπορούσαμε να δούμε με το τηλεσκόπιό μας περιστατικά του παρελθόντος, με απόλυτη ακρίβεια, σαν να τα βλέπουμε σε ένα κινηματογραφημένο ντοκουμέντο. Θα μπορούσαμε, ίσως, αν γνωρίζουμε τις ακριβείς γεωγραφικές συντεταγμένες στις οποίες έλαβε χώρα ένα γεγονός, και τον ακριβή χρόνο στον οποίο συνέβη, να στοχεύαμε με το τηλεσκόπιό μας προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση του διαστήματος, για να μπορέσουμε να κοιτάξουμε στο φως που ταξιδεύει εκεί έξω από τότε. Θα μπορούσαμε να δούμε το χτίσιμο των Πυραμίδων, τους περσικούς πολέμους, τις εκστρατείες του Μεγάλου Αλεξάνδρου, τον Χριστό, τη μάχη του Βατερλώ, τον Χουντίνι να δραπετεύει από τα δεσμά του στον πάτο του ποταμού, τη δολοφονία του Κένεντυ, κλπ, κλπ... Θα μπορούσαμε να λύσουμε όλα τα μεγάλα μυστήρια!
Μάλιστα, αυτή η συνταρακτική ιδέα για ένα οπτικό ταξίδι στον Χρόνο, θα μπορούσε να γίνει τελείως συγκεκριμένη και εφικτή με τον εξής τρόπο: Θα μπορούσαμε να στείλουμε ένα ισχυρό διαστημικό τηλεσκόπιο σε έναν μακρινό πλανήτη, να το στοχεύσουμε προς τη Γη, με δυνατότητα να ζουμάρει σε συγκεκριμένες τοποθεσίες της Γης, να το ρυθμίσουμε να προβάλλει αυτό που βλέπει σε μία οθόνη, και εμείς με τη σειρά μας να στοχεύσουμε αυτήν την οθόνη από τη Γη με ένα ισχυρό διαστημικό τηλεσκόπιο, με αποτέλεσμα να μπορούμε να παρακολουθούμε σκηνές του παρελθόντος μας...
(Επίσης, ένας πολύ μακρινός εξωγήινος πολιτισμός μπορεί να μάς παρακολουθήσει, ίσως και πολύ εμπεριστατωμένα ίσως και επί μεγάλο χρονικό διάστημα, βλέποντας, φυσικά, το παρελθόν μας, και να μάς στείλει ένα σήμα με τις εικόνες που κατέγραψε, οπότε και έτσι θα δούμε το παρελθόν μας, με εξωγήινη βοήθεια...)
Ίσως σκεφτεί κάποιος ότι η παραπάνω ιδέα δεν είναι παρά μια δική μου επιστημονική φαντασία, αλλά δεν είναι καθόλου απίθανο να συμβαίνει ήδη κάτι ανάλογο. (Δεν νομίζω να νομίζετε ότι αν μπορούσαν να δουν το παρελθόν με το διαστημικό τηλεσκόπιο Χαμπλ, θα έβαζαν εισιτήρια για να πάτε να το δείτε κι εσείς;...)


 (Traditions and student actΜοιάζουμε, εμείς εδώ στη Γη, να είμαστε πάνω σε μια νησίδα παρόντος μέσα σε μια απέραντη διαστημική θάλασσα παρελθόντος...
Από την άλλη, αν το σκεφτεί σωστά κανείς, ο χρόνος δεν υπάρχει καν. Είναι κάτι φανταστικό (όπως και τα πάντα, μάλλον). Το παρελθόν δεν υπάρχει, ανήκει μόνο στη μνήμη και στη φαντασία μας, είναι νοητικό σχήμα. Το μέλλον δεν υπάρχει, ανήκει μόνο στη φαντασία μας, είναι εξ ολοκλήρου νοητικό σχήμα. Το παρόν είναι τόσο απειροελάχιστο, που, αν υπάρχει, δεν μπορούμε να το υπολογίσουμε, και μόνο μέχρι να πούμε τη λέξη «παρόν» έχει γίνει παρελθόν, πρόκειται για μια απειροελάχιστη στιγμή, πάνω στην οποία στηρίζεται ακροβατικά όλος μας ο κόσμος.
Ακόμη κι αν καταφέρουμε να ταξιδέψουμε στο παρελθόν ή στο μέλλον, θα το βιώσουμε ως παρόν.
Ακόμη κι όταν διαβάζουμε για το παρελθόν, ή το βλέπουμε σε ταινίες και φωτογραφίες ή το ακούμε σε ηχογραφήσεις, το διαβάζουμε στο παρόν, το βλέπουμε και το ακούμε στο παρόν, για εμάς είναι κι αυτό παρόν. Το ίδιο ισχύει όταν διαβάζουμε για το μέλλον, ή όταν προσπαθούμε να το συλλάβουμε, το κάνουμε στο παρόν. Ταυτόχρονα, σχεδόν την ίδια στιγμή, όλο αυτό το κάνουμε στο μέλλον. Πριν προλάβουμε να κάνουμε το βήμα στο παρόν, βρισκόμαστε ήδη στο μέλλον.
Ζούμε σε απειροελάχιστες στιγμές, στα όρια της επίγνωσης, σε διαδοχικές απειροελάχιστες στιγμές παρόντος, δεν μπορούμε στ’ αλήθεια να βιώσουμε τον χρόνο έτσι όπως τον εννοούμε (κάτι που κυρίως σημαίνει ότι τον εννοούμε λάθος)...

Θα μού άρεσε πολύ να είμαι χρονοταξιδιώτης, αν δεν ήμουν.


-->